Η Λου και ο πόλεμος

Η Λου και ο πόλεμος


«Θα τα κάψουμε όλα», της φώναξε ο Παύλος χοροπηδώντας γύρω από τη φωτιά. «Πρώτα όμως, θα της γράψουμε ένα τραγούδι, το πιο όμορφο απ’ όλα.»

Ήταν η καλύτερή της φίλη στο δημοτικό. Ένα κοριτσάκι από άλλη χώρα, που είχε έρθει στο χωριό για να γλιτώσει από τον πόλεμο. Δεν πήγαινε σχολείο, αλλά μιλούσε καλά ελληνικά και καταλάβαινε τα πάντα. Τα τεράστια μάτια της ρουφούσαν αχόρταγα τον κόσμο γύρω της. Ερχόταν τα απογεύματα να παίξουν με τη Λου. «Πώς έμαθες τόσο καλά τη γλώσσα μας;» τη ρωτούσε επίμονα, χωρίς να παίρνει ποτέ απάντηση. Της μιλούσε για την πατρίδα της, το σχολείο και τους φίλους της. Είχαν γίνει αχώριστες. Η γιαγιά ωστόσο τις στραβοκοίταζε όσο ήταν μαζί και ούτε μια φορά δεν είχε προσφέρει κάτι στο κορίτσι. Ώσπου κάποια μέρα, έπαψε να έρχεται. Φαίνεται πως είχε μετακομίσει αλλού.

«Με τούτο δω θα τα κάψουμε όλα;» είπε η Λου σηκώνοντας το ένα φρύδι. Μια τόση δα φλόγα, ταϊσμένη με κλαδάκια και ξερά φύλλα. Πού και πού πέταγαν κανένα σπίρτο, έτσι για να το δουν να αφρίζει για λίγο κι έπειτα να χάνεται. «Πρέπει να είναι χαρούμενο και λυπημένο μαζί.»

«Ποιο;»
«Το τραγούδι της.»

Ο Παύλος κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Λίγες ώρες πριν, είχαν γυρίσει μαζί σπίτι μετά το σχολείο. Η τηλεόραση έδειχνε ειδήσεις. Η Λου αναγνώρισε τη φίλη της σε ένα ρεπορτάζ για εκείνον τον παλιό, μακρινό πόλεμο. Ήταν ίδια, ολόιδια, μόνο που είχε τα μάτια κλειστά και τα μέλη της κρέμονταν άκαμπτα στην αγκαλιά κάποιου άντρα με αδειανό βλέμμα. Έβρεχε σκόνη. Κι έπειτα την ξαναείδε σε πολλά άλλα μέρη, σε πολλούς άλλους πολέμους. Ήταν εκείνη και ταυτόχρονα ήταν πολλά, διαφορετικά κορίτσια. Και όλα τα κορίτσια είχαν ένα μόνο πρόσωπο, το πρόσωπο της φίλης της· μπροστά στα μάτια της Λου, όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρωπότητας έλιωναν σε ένα και μοναδικό καλούπι. «Έι, τι έγινε;» Η φωνή του την ξύπνησε από λήθαργο. Δεν είχε καταλάβει πως έκλαιγε.

Το βράδυ ανηφόρισε προς το ξωκλήσι. Βρήκε τον Παύλο και την παρέα του να αράζουν στον περίγυρο της εκκλησίας. Πάνω στο τσιμέντο μισόκαιγε η φωτιά. «Θα τα κάψουμε όλα» ξαναείπε ο Παύλος, αυτή τη φορά σοβαρά. «Μέχρι να ακουστεί η φωνή μας, μέχρι να πάει η αδικία να κρεμαστεί μονάχη. Θα εκδικηθούμε εμείς τα εύθραυστα αυτού του κόσμου.»* Η Λου χαμογέλασε αχνά κι έγνεψε με συγκατάβαση, σα να το πίστευε.




*εκδίκηση στ’ όνομα καθετί εύθραυστου… Γ. Φιλιππίδης

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: