Στη νεκρή μητέρα μου που δε θυμάμαι
Υπήρξε, αυτή της οποίας το όνομα υπήρξε ή υπάρχει,
αυτή που δεν υπάρχει, υπάρχει
Αν υπέθετα ότι με άκουγε να λέω ότι μου αρέσει η ποίηση, ότι μου αρέσει που η ποίηση και τα ποιήματα υπάρχουν, οι συλλογισμοί για το αν αυτή και αυτά υπήρχαν πάντα ή επινοήθηκαν κάποια στιγμή και από τότε εξελίχθηκαν, έστω και αργά, μια αργή επινόηση κατά κάποιον τρόπο, όπως τόσο πολλά άλλα, ανόμοια φαινόμενα. Ή αν ήταν ένα πασιφανές στοιχείο ή συμβάν πάντα, και αν οι άνθρωποι το γνώριζαν, γνώριζαν την ποίηση και το ίδιο το ποίημα, τις δομές, τις μορφές και τα μέτρα του, γνώριζαν την ανάγκη μιας συγκεκριμένης στιγμής που δεν είναι σε επαφή ή έχει αποσυνδεθεί από τον κόσμο της ή εντείνει αυτήν την απλή και συγχρόνως περίπλοκη σχέση με τον κόσμο, στοχάζεται τον κόσμο, τη σχέση και τη στιγμή την ίδια. Μια στιγμή που δεν σκέφτεται τόσο όσο θαυμάζει, αναρωτιέται, γιορτάζει, απεικονίζει αυτό το άγγιγμα ή αυτή την αποστασιοποίηση, κατέχει τη γνώση όλων αυτών και την ικανότητα να τα πράξει, κατέχει τη γλώσσα και τη μορφή που τα κάθιστούν δυνατά. Αγαπώ με αγάπη που βγαίνει από την καρδιά την τελετουργία της ποίησης, η οποία είναι ένα ποίημα από μόνη της, το φαινόμενο ή το συμβάν της ποίησης ενόσω συμπεριλαμβάνει κόσμο, ενώ συγχρόνως αποκαλύπτει περισσότερο κόσμο και διάκοσμο, επεκτείνεται, δημιουργεί νέες διακοσμήσεις, δεν περιορίζει ποτέ τον κόσμο, ποτέ δεν έχει πρόθεση να το κάνει, ένα συμβάν που είναι το ακατάπαυστο άνοιγμα του κόσμου και η κατάφαση αυτού του ανοίγματος. Και παρόλο που χαίρομαι που για πολλούς λόγους, οι περισσότεροι από αυτούς προφανείς, δεν αποτελούν ένα πράγμα, αγαπώ την ποίηση και το ποίημα ως ένα πράγμα, και με αγάπη ονομάζω ποίημα οτιδήποτε μπορώ να περιγράψω ως ποίηση:
«Αυτό είναι καθαρή ποίηση.»
«Πράγματι, και επίσης είναι ένα ποίημα.»
«Ποιος το έγραψε;»
«Η ίδια η ποίηση, η στιγμή κατά την οποία η ποίηση αυτή συμβαίνει και παρουσιάζεται, το ίδιο της το συμβάν.»
Η μορφή την οποία παίρνει η ποίηση, η μορφή ενός ποιήματος (η μορφή που υπερβαίνει τους στίχους και τις στροφές της) με βρίσκει ως εναρμονισμός, ως στιγμιαία συγκρατημένη δομή μιας αποκάλυψης, ενορατική σύλληψη της φευγαλέας στιγμής, της ίδιας της φευγαλεότητας, η οποία δεν παραπλανά ποτέ. Είναι ένας κόσμος στη μετακοσμητική του στιγμή, μια αντιληπτή πτυχή της ανοιχτότητας. Νομίζω ότι δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε για κάτι οξύμωρο ή παράδοξο. Οποιαδήποτε περιγράμματα της ποιητικής μορφής ή του ποιητικού σχήματος που απευθύνεται σε μένα σηματοδοτούν, επανενεργοποιούν και εντατικοποιούν την παρουσία της ανοιχτότητας, του χώρου της, εδώ, και του χρόνου της, τώρα. Υπάρχουν εξαιτίας αυτής της ανοιχτότητας και μόνο. Μια ανοιχτότητα που υπάρχει τόσο έξω, όσο και μέσα στη λέξη και τη διάνοια, και ως τέτοια μπορεί να επηρεάσει τη λυρική αντίληψη και το ποίημα και να ενισχύσει την απροϋπόθετη αγάπη μου για την απροϋπόθετη ποίηση και για τα απροϋπόθετα ποιήματα.
Και επομένως, το θέμα μου δεν αφορά μόνο τον λυρισμό, την ποίηση και τα ποιήματα, αφορά επίσης την αγάπη για όλα αυτά, τον τρόπο που η αγάπη αυτή επηρεάζει την καρδιά μου περισσότερο από ό,τι επηρεάζει τις ιδέες μου, τον τρόπο, πιστεύω, που επηρεάζει την ίδια μου τη σκέψη, τη στιγμή που αντιλαμβάνομαι, που συνειδητοποιώ την ποίηση. Μια καταφατική στιγμή στην αποκαλυπτική της αυτοδιεύρυνση με τον διά-μετά-κόσμο μέσα της.
Για την αγάπη αυτή στην καρδιά και από την καρδιά, για το απροσμέτρητο βάθος της, θα ήθελε αυτή τόσο ανυπόμονα και τόσο ήρεμα να με ακούει να μιλώ, για το πώς η αγάπη μιλά και εκφράζεται προς, εντός και μέσα από την ποίηση και το ποίημα. «Δεν έχω τίποτε να πω για την αγάπη», δηλώνει ο Ντεριντά (Kirby Dick και Ziering Kofman, Derrida: Screenplay and essays on the film, Manchester UP 2005, 79), ο οποίος ευτυχώς στην επόμενη σελίδα επεξηγεί τον όρο, μιλά για την «καρδιά της αγάπης» και στοχάζεται την αγάπη ως «την κίνηση της καρδιάς». Η αγάπη ως καρδιά και η καρδιά ως αγάπη, αγάπη μέσα στην καρδιά και καρδιά μέσα στην αγάπη.
Και έτσι, η αγάπη μου για το ποίημα είναι επίσης η καρδιά του ποιήματός μου, η καρδιά μου κινεί το ποίημα, θέτει την ποίηση σε κίνηση, η ποίηση είναι η αγάπη στην καρδιά μου. Είναι μια ανοιχτή καρδιά και μια ανοιχτή αγάπη. Όσο πιο απτή γίνεται η ανοιχτότητα του ποιήματος, τόσο πιο συγκινητική και βαθύτερη είναι αυτή η αγάπη. Είναι μια αγάπη στην καρδιά της ποίησης, έστω και αν η καρδιά του ποιήματος μας διαφεύγει πάντα. Ο Ντεριντά, που πιστεύει στην αγάπη και την ασκεί (ένας φίλος της σοφίας ως φιλόσοφος που είναι), στο σύντομο κείμενό του (ένα είδος καρδιάς δοκιμίου, μια καρδιά σε ένα σώμα από ερωτήσεις) «Che cos’è la poesia?» (Peggy Kamuf (επ.), A Derrida reader: Between the blinds. Μτφ. δοκιμίου Peggy Kamuf. Harvester Wheatsheaf 1991, 221-237) συζητά, ή μάλλον δηλώνει (ή ίσως τραγουδά από την καρδιά του: ο Timothy Clark έχει δείξει με αξιοθαύμαστο τρόπο πώς το δοκίμιο του Ντεριντά θα μπορούσε να είχε γραφτεί ως «ωδή». Και, σε λίγο, αναλύοντας την «Ωδή στην Ψυχή» του Κητς, γράφει για την «κίνηση» του ποιήματος ως δώρο αγάπης» – στο δοκίμιό του «By heart: A reading of Derrida’s ‘Che cos’è la poesia?’ through Keats and Celan», Oxford Literary Review
15, 1, 2012, 53 and 55) ότι αποκαλεί «ποίημα αυτό ακριβώς το πράγμα που διδάσκει την καρδιά, που εφευρίσκει την καρδιά» (A Derrida reader, 231). Είναι μια καρδιά που χτυπά τόσο για μια «αγνή εσωτερικότητα» (A Derrida reader, 231), εντός του ποιήματος, όσο και για την εξωτερικότητα που αντιπροσωπεύει η ετερότητα, που προσφέρει η γλώσσα, με την οποία το ποίημα, σαν «σκαντζόχοιρος», ρίχνεται «στους δρόμους και στα χωράφια, ένα πράγμα πέρα από τις γλώσσες, ακόμη και αν κάποιες φορές συμβαίνει να θυμάται τον εαυτό του μέσα στη γλώσσα, όταν μαζεύεται, κουλουριάζεται σε μια μπάλα γύρω από τον εαυτό του, απειλείται περισσότερο από ποτέ στο καταφύγιό του: πιστεύει ότι υπερασπίζεται τον εαυτό του, και χάνεται» (A Derrida reader, 229). Βέβαια η αρνητικότητα στις περιγραφές και στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων χρησιμοποιείται για να απελευθερωθεί το ποίημα από την αρνητικότητα της μεταφυσικής που το περικλείει: «Το ποίημα μπορεί να κουλουριάζεται σε μια μπάλα, αλλά το κάνει για να στρέψει τα αιχμηρά του σημεία προς τα έξω.» Αυτή η αρνητικότητα είναι επίσης ένας «δαίμονας της καρδιάς», ο οποίος «δεν συσπειρώνεται ποτέ, αλλά μάλλον χάνεται». Και λίγο πριν είχαμε ήδη διαβάσει: