Πορείες κατάδυσης

Πορείες κατάδυσης

Χρύσας Αλεξοπούλου: «Πορείες kατάδυσης», Εκδόσεις Περισπωμένη 2020

Ο τί­τλος Πο­ρεί­ες κα­τά­δυ­σης, αν και ελα­φρά αντι­φα­τι­κός, κα­θ’ ότι άλ­λο η πο­ρεία σε ένα επί­πε­δο στε­ρεό, κα­τά κύ­ριο λό­γο, και άλ­λο η κα­τά­δυ­ση σε αυ­τό ή σε κά­ποιο άλ­λο, υγρό πά­ντα, δεν γί­νε­ται να συ­σχε­τι­στούν άμε­σα στη γλώσ­σα αυ­τά τα δύο, στην ποί­η­ση όμως γί­νο­νται τα πά­ντα, αφού σε αυ­τήν δεν υπάρ­χουν όρια και πε­ριο­ρι­σμοί, όπως στον πε­ζό ή τον επι­κοι­νω­νια­κό λό­γο. Η ποι­ή­τρια κα­τα­φέρ­νει να τα συ­σχε­τί­σει αυ­τά τα δύο με επι­τυ­χία, και να μας δη­λώ­σει έτσι από την αρ­χή κιό­λας αυ­τό που προ­τί­θε­ται να μας δώ­σει με το σύ­νο­λο των ποι­η­μά­των που πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στο τε­λευ­ταίο της αυ­τό βι­βλίο, που απο­τε­λεί μία ενό­τη­τα με τρεις υπο­ε­νό­τη­τες. Τα ποι­ή­μα­τα εί­ναι όλα άτι­τλα, σαν να απο­τε­λούν όλα μα­ζί ένα με­γά­λο ευ­ρύ­τε­ρο ποί­η­μα με τρεις με­γά­λες ενό­τη­τες. Η προ­σπά­θεια που κα­τα­βάλ­λει απο­τε­λεί μία πρά­ξη ποι­η­τι­κής αυ­το­γνω­σί­ας και κα­τά­δυ­σης στον εσω­τε­ρι­κό κό­σμο του αν­θρώ­που, του όποιου αν­θρώ­που, προ­φα­νώς και του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου. Αυ­τό το επι­τυγ­χά­νει με απλά μέ­σα, κα­τά τη γνώ­μη μου, με τη λι­τό­τη­τα των εκ­φρα­στι­κών της μέ­σων και με έντο­νη λυ­ρι­κή και στο­χα­στι­κή διά­θε­ση. Η κα­τά­δυ­ση εί­ναι πολ­λα­πλή, πρώ­τα στο υγρό στοι­χείο, το νε­ρό που, κα­τά τον Θα­λή τον Μι­λή­σιο, απο­τε­λεί την απαρ­χή των πά­ντων, ύστε­ρα στο μέ­σα μας κό­σμο και τέ­λος, στο επέ­κει­να, σε μία προ­σπά­θεια να δο­θεί, μέ­σω αυ­τής της τε­λευ­ταί­ας, και μία νό­τα ελ­πί­δας και αι­σιο­δο­ξί­ας στα ποι­ή­μα­τα. Η ποί­η­ση ανα­γκά­ζει τον άν­θρω­πο να ανα­δι­πλω­θεί κι έτσι να θυ­μη­θεί και, μέ­σα από αυ­τή τη δια­δι­κα­σία, να μά­θει σι­γά-σι­γά τα πά­ντα, σύμ­φω­να άλ­λω­στε και με την πλα­τω­νι­κή αντί­λη­ψη για τη γνώ­ση (και όχι για την ποί­η­ση) και, επι­κοι­νω­νώ­ντας συ­νε­χώς ο ίδιος άμε­σα με τον κό­σμο που μας πε­ρι­βάλ­λει, στα­μα­τώ­ντας συ­χνά, για βα­θειά με­λέ­τη των φαι­νο­μέ­νων που ανα­γνω­ρί­ζει, συ­νε­χί­ζει ύστε­ρα για αλ­λού, για τον τε­λι­κό προ­ο­ρι­σμό του, μέ­χρι να συ­μπε­ρι­λά­βει στη σκέ­ψη του ό,τι έχει απο­φα­σί­σει από την αρ­χή ότι του ανή­κει, ότι του εί­ναι χρή­σι­μο και ανα­γκαίο για την επι­βί­ω­σή του.

Τα ποι­ή­μα­τα που πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε αυ­τό το βι­βλία της Χρύ­σας Αλε­ξο­πού­λου εί­ναι γραμ­μέ­να όλα σε δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, σαν να απευ­θύ­νο­νται στον άλ­λον ή τον εαυ­τό, σαν να βρί­σκε­ται η ίδια μπρο­στά σε έναν κα­θρέ­φτη και δο­κι­μά­ζει το ρό­λο της, μι­λά­ει χω­ρίς να απα­ντά­ει, για μία πιο άμε­ση και στε­νή επα­φή και επι­κοι­νω­νία με τον ανα­γνώ­στη τους, με τον οποίο συ­νο­μι­λούν με ίσους όρους και τον αντι­με­τω­πί­ζουν σαν τον αγα­πη­μέ­νο άλ­λο που πρέ­πει να ενω­θούν ξα­νά μα­ζί του και να γί­νουν κοι­νό πλέ­ον βί­ω­μα. Ποί­η­ση λι­τή, σχε­δόν κα­θη­με­ρι­νή, κά­πο­τε ονει­ρι­κή, το ίδιο και η γλώσ­σα και ο στί­χος ρυθ­μι­κός, ρέ­ει αβί­α­στα και άλ­λο­τε ολο­κλη­ρώ­νε­ται με την τε­λευ­ταία του λέ­ξη κι άλ­λο­τε τον ολο­κλη­ρώ­νει ο δια­σκε­λι­σμός, χω­ρίς να δη­μιουρ­γεί­ται όμως με αυ­τό τον τρό­πο κά­ποιο αι­σθη­τι­κό πρό­βλη­μα. Όλα βαί­νουν κα­λώς και η γλώσ­σα εί­ναι, σε γε­νι­κές γραμ­μές, αυ­τή που χρη­σι­μο­ποιεί σή­με­ρα ο καλ­λιερ­γη­μέ­νος και ευαί­σθη­τος φι­λό­λο­γος.

«Έν­δον σκά­πτε», έλε­γαν οι Στω­ι­κοί, δι;a στό­μα­τος Μάρ­κου Αυ­ρη­λί­ου, αν δεν με απα­τά η μνή­μη μου, σε δεύ­τε­ρο ενι­κό πρό­σω­πο και αυ­τοί, όπως ακρι­βώς και η ποι­ή­τρια, για να κα­τα­νο­ή­σει και να βιώ­σει τον λό­γο πρω­τί­στως το ίδιο το υπο­κεί­με­νο που μι­λά­ει κι ύστε­ρα όλοι οι άλ­λοι. Σκά­βε, μας λέ­ει και η Χρύ­σα Αλε­ξο­πού­λου, και μέ­σα και έξω και πα­ντού, για­τί μό­νο έτσι θα βρεις και θα γνω­ρί­σεις τον εαυ­τό σου, τον τό­πο σου, την ιστο­ρία σου, τον με­τά θά­να­τον προ­ο­ρι­σμό σου και ό,τι άλ­λο ομορ­φαί­νει τη ζωή σου, εί­τε αυ­τό εί­ναι μέ­ρος της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εί­τε μία αλη­θο­φα­νής ψευ­δαί­σθη­ση. Τα όσα έχεις μά­θει μέ­χρι τώ­ρα ξέ­χα­σέ τα για να τα ξα­να­θυ­μη­θείς με την κα­τά­δυ­ση και να μά­θεις στο τέ­λος κα­λά το μά­θη­μά σου, να πά­θεις και να μά­θεις, για­τί

        Εδώ μι­λά­ει της σιω­πής το κάλ­λος με ει­κό­νες.
        Δια­θλα­σμέ­νο φως σε υπερ­κό­σμια χρω­μά­των
        αρ­μο­νία στέ­φει τα γύ­ρω σου που μέ­χρι
        τώ­ρα δεν ήξε­ρες και δεν σε ήξε­ραν
(σ. 14).

Και λί­γο πιο με­τά, στη σε­λί­δα 23:

        Πώς αντέ­χεις με τις ανά­γκες σου ακυ­ρω­μέ­νες
        κι αγνοη­μέ­νες τις επι­θυ­μί­ες σου για κεί­νη τη γεύ­ση
        του κόκ­κι­νου κρα­σιού και του ζε­στού ψω­μιού τη μυ­ρω­διά;

Αλή­θεια, πώς αντέ­χει κα­νείς όταν έχει χά­σει τα πά­ντα, τη γή­ι­νη υπό­στα­σή του, όταν όλα γύ­ρω του ανα­τρέ­πο­νται, σαν χάρ­τι­νος πύρ­γος, όταν όλα, όσα έχει επι­θυ­μή­σει, όσα έχει λα­χτα­ρή­σει, δεν υπάρ­χουν πια και δεν μπο­ρούν να γί­νουν πια δι­κά του στον αιώ­να τον άπα­ντα, και η ζωή του απο­δει­κνύ­ε­ται ένα τε­ρά­στιο λά­θος; Και τέ­λος, πώς αντέ­χει κα­νείς όταν, ενώ επι­θυ­μεί το πέ­ταγ­μα στα ψη­λά, τα πό­δια του τον κρα­τούν καρ­φω­μέ­νο στο χώ­μα; Τό­τε του μέ­νει μό­νο η κα­τά­δυ­ση.
Η κα­τά­δυ­ση στο μέ­σα κό­σμο του αν­θρώ­που γί­νε­ται συ­νή­θως τη νύ­χτα, όταν τα πά­ντα ησυ­χά­ζουν κι ο άν­θρω­πος, μό­νος, κα­τά­μο­νος με τον εαυ­τό του, έχει την πο­λυ­τέ­λεια να βυ­θι­στεί, να δει μέ­σα του και να μά­θει, να σκε­φτεί, χω­ρίς τις ενο­χλή­σεις και τις ανά­γκες του πε­ρί­γυ­ρου. Η ευ­τυ­χία ένα άπια­στο όνει­ρο, ενί­ο­τε απα­τη­λό, η δυ­στυ­χία μία κα­τά­στα­ση ου­δέ­τε­ρη με τη σφρα­γί­δα της μο­νι­μό­τη­τας στην πλά­τη.

        Τώ­ρα βλέ­πεις πως τα ανού­σια έδει­χναν σπου­δαία και
        κέρ­δι­ζαν ψυ­χές, βά­ρη ήταν πα­ρά­ξε­να, προ­βλέ­ψι­μες
        γραμ­μές χω­ρίς την ευ­θεία της αγά­πης. Τώ­ρα ξέ­ρεις
        την αγά­πη τη φτιά­χνεις εσύ, δεν στην πα­ρα­χω­ρούν.
        Άλ­λοι σου δί­νουν το πρό­σω­πο, μπο­ρεί αυ­τό που
        λέ­νε μοί­ρα, αλ­λά την αγά­πη την κα­τα­σκευά­ζεις εσύ,
        δι­κή σου εί­ναι
(σ. 31)

Μία γεύ­ση Σε­φέ­ρη, ίσως, αλ­λά χω­ρίς τη γκρί­νια εκεί­νου. Αυ­τή η κα­τά­δυ­ση νο­μί­ζω πως εί­ναι κά­τι σαν το ατε­λεί­ω­το τα­ξί­δι του Οδυσ­σέα, όπως το εί­δε κά­πο­τε ο Κα­βά­φης στην «Ιθά­κη» του, και εί­ναι ό,τι πραγ­μα­τι­κά αξί­ζει στη ζωή του αν­θρώ­που, ακό­μα κι αν έχει αμ­φί­βο­λα απο­τε­λέ­σμα­τα. «Τώ­ρα ξέ­ρεις», λέ­ει με κά­ποιο στόμ­φο η ποι­ή­τρια, «πριν όχι». Και εί­σαι πά­ντα μό­νος, τό­σο τη στιγ­μή της γέν­νη­σης όσο και την ώρα του θα­νά­του, όσο και κα­τά τη διάρ­κεια ολό­κλη­ρης της ζω­ής σου. Η μο­να­ξιά, όχι σαν συ­ναί­σθη­μα, αλ­λά σαν τρό­πος ζω­ής, σαν τρό­πος σκέ­ψης και βί­ω­σης των πραγ­μά­των, οι στιγ­μές που μέ­νει κά­ποιος μό­νος με τον εαυ­τό του, με τη σκέ­ψη του, με τα συ­ναι­σθή­μα­τά του, με τους δαί­μο­νες τέ­λος που τον βα­σα­νί­ζουν κα­θη­με­ρι­νά, εί­ναι η ύψι­στη στιγ­μή κα­τά την οποία η αυ­το­γνω­σία γί­νε­ται ή, του­λά­χι­στον επι­χει­ρεί­ται να γί­νει, πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αλ­λά τώ­ρα που η γνώ­ση γί­νε­ται κτή­μα σου, πρέ­πει να σκε­φτείς πως ήρ­θε πια η ώρα που πρέ­πει να φύ­γεις για πά­ντα. Η αιω­νιό­τη­τα, αν υπάρ­χει πραγ­μα­τι­κά κά­τι τέ­τοιο, σε πε­ρι­μέ­νει στο κα­τώ­φλι του χρό­νου. Τι πρέ­πει όμως να πά­ρεις μα­ζί σου για το με­γά­λο, το τε­λευ­ταίο τα­ξί­δι;

        Εκεί­να τα ανέγ­γι­χτα που τα εί­χες πά­ντα εκεί
        ψη­λά στο προ­σκυ­νη­τά­ρι της ψυ­χής σε κοι­τά­ζουν
        με προσ­δο­κία, θέ­λουν να έρ­θουν μα­ζί σου
        εξα­πτέ­ρυ­γα προ­στα­σί­ας εκεί που στή­νο­νται
        τε­λω­νεία και ψά­χνουν για τα πο­λύ­τι­μα με πρώ­το
        κρι­τή την αδέ­κα­στη μνή­μη σου. Αυ­τή θα σε
        δι­κά­ζει συ­νε­χώς με μάρ­τυ­ρά της το πα­ρελ­θόν
(σ. 41).

Η μνή­μη λοι­πόν, για να τε­λειώ­νου­με με τη ση­με­ρι­νή μας πε­ρι­πλά­νη­ση στην ποί­η­ση της Χρύ­σας Αλε­ξο­πού­λου, εί­ναι αυ­τή που θα δί­νει πά­ντο­τε τον τό­νο και τις εντο­λές, τη γνώ­ση και τη βε­βαιό­τη­τα για την ύπαρ­ξη των πραγ­μά­των. Έτσι κα­τα­λή­γου­με στο ση­μείο από το οποίο αρ­χί­σα­με, για­τί η μνή­μη εί­ναι τε­λι­κά, εκτός των άλ­λων, και ο αψευ­δής μάρ­τυ­ρας της ζω­ής του κά­θε αν­θρώ­που, ο δί­καιος κρι­τής που τον συ­ντρο­φεύ­ει και τον κα­θο­δη­γεί σε ολό­κλη­ρη τη ζωή του και, σύμ­φω­να με την ποι­ή­τρια, αν το κα­τά­λα­βα κα­λά, και με­τά. Μία ποί­η­ση στο­χα­στι­κή, που δεν σε αφή­νει δί­χως ερω­τή­μα­τα και που αξί­ζει να την γνω­ρί­σει κα­νείς.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: