Μεταφράζοντας τα ποιητικά άπαντα του Σάντρο Πέννα

Σάντρο Πέννα, «Τα ποιήματα». Εισαγωγή, μετάφραση, σύνταξη ελληνικής βιβλιογραφίας Ευριπίδης Γαραντούδης, Gutenberg 2020

Ο Σάντρο Πέννα
Ο Σάντρο Πέννα


Δεν μπο­ρεί κα­νείς πα­ρά να κα­λω­σο­ρί­σει με ιδιαί­τε­ρη χα­ρά τη με­τά­φρα­ση και των πε­ντα­κο­σί­ων σα­ρά­ντα πέ­ντε συ­νο­λι­κά ποι­η­μά­των του Σά­ντρο Πέν­να στα ελ­λη­νι­κά από τον Ευ­ρι­πί­δη Γα­ρα­ντού­δη. Όχι μό­νο για­τί ο Πέν­να εί­ναι ένας ση­μα­ντι­κός Ιτα­λός και πα­γκό­σμιος ποι­η­τής, πο­λύ δη­μο­φι­λής στις μέ­ρες μας, αλ­λά και για­τί η μέ­θο­δος, η με­θο­δι­κό­τη­τα, η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα και ο μό­χθος του Γα­ρα­ντού­δη τον κα­θι­στούν πρό­τυ­πο με­τα­φρα­στι­κού ήθους.

Ας δού­με ποια εί­ναι τα πε­ριε­χό­με­να και τα προ­τε­ρή­μα­τα του κα­λαί­σθη­του αυ­τού βι­βλί­ου των εκ­δό­σε­ων Gutenberg, σχε­δια­σμέ­νου με τη γνω­στή φρο­ντί­δα του Δη­μή­τρη Μα­μάη, τυ­πω­μέ­νου σε πο­λυ­το­νι­κό σύ­στη­μα και κο­σμη­μέ­νου στο εξώ­φυλ­λο με μια υπο­βλη­τι­κή μαυ­ρό­α­σπρη φω­το­γρα­φία του ποι­η­τή. Ο μέ­σος ανα­γνώ­στης με­τα­φρα­σμέ­νης ποί­η­σης θα πε­ρί­με­νε, βά­σει και των πλη­ρο­φο­ριών που δί­νο­νται στο εξώ­φυλ­λο, να βρει μια σύ­ντο­μη ει­σα­γω­γή για τον Πέν­να και ίσως λί­γα λό­για για τη με­τα­φρα­στι­κή πρα­κτι­κή που ακο­λου­θή­θη­κε, στη συ­νέ­χεια τα με­τα­φρα­σμέ­να ποι­ή­μα­τα, και τέ­λος τη βα­σι­κή ελ­λη­νι­κή βι­βλιο­γρα­φία για τον Πέν­να. Ακό­μη και οι πιο απαι­τη­τι­κοί, όμως, θα ανα­κα­λύ­ψουν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα από όσα θα μπο­ρού­σε να ελ­πί­σουν:

α) Μια ει­σα­γω­γή εκα­τόν δέ­κα επτά σε­λί­δων, όπου όχι μό­νο εξε­τά­ζε­ται η ποί­η­ση του Πέν­να στις ποι­κί­λες πα­ρα­μέ­τρους της και με­τα­φρά­ζε­ται ολό­κλη­ρος ο πρό­λο­γος του Τσέ­ζα­ρε Γκάρ­μπο­λι στα ιτα­λι­κά Άπα­ντα του Πέν­να το 1989 (Κε­φά­λαιο 1: «Ο Πέν­να (ομο­φυ­λό­φι­λος) ποι­η­τής της από­κλι­σης ή της πα­ρά­βα­σης;») αλ­λά και επι­χει­ρεί­ται η σύ­γκρι­ση της ποί­η­σης και της ποι­η­τι­κής του Πέν­να τό­σο με εκεί­νες του Κ.Π. Κα­βά­φη (Κε­φά­λαιο 2: «Ο Σά­ντρο Πέν­να και ο Κ.Π. Κα­βά­φης») όσο και με εκεί­νες πέ­ντε νε­ό­τε­ρων του Πέν­να και του Κα­βά­φη ελ­λή­νων ποι­η­τών ομο­φυ­λό­φι­λης θε­μα­το­λο­γί­ας: του Άρη Δι­κταί­ου, του Ντί­νου Χρι­στια­νό­που­λου, του Νί­κου-Αλέ­ξη Ασλά­νο­γλου, του Αν­δρέα Αγ­γε­λά­κη και του Γιώρ­γου Χρο­νά (Κε­φά­λαιο 3: «Ο Σά­ντρο Πέν­να και πέ­ντε νε­ό­τε­ροί του έλ­λη­νες ποι­η­τές»)· κι ακό­μη, σχο­λιά­ζο­νται ση­μα­ντι­κά ζη­τή­μα­τα όπως εί­ναι η πριν από τον Γα­ρα­ντού­δη με­τα­φρα­στι­κή τύ­χη του Πέν­να στην Ελ­λά­δα, η δι­κή του με­τα­φρα­στι­κή μέ­θο­δος και η λο­γι­κή της κα­τά­τα­ξης των ποι­η­μά­των που ακο­λού­θη­σε· τέ­λος, δί­νο­νται οδη­γί­ες πλο­ή­γη­σης στο πο­λυ­σέ­λι­δο και πο­λυ­ποί­κι­λο βι­βλίο που έχου­με στα χέ­ρια μας (Κε­φά­λαιο 4: «Οι προη­γού­με­νες ελ­λη­νι­κές με­τα­φρά­σεις ποι­η­μά­των του Πέν­να, η ελ­λη­νι­κή βι­βλιο­γρα­φία του και οι ση­μειώ­σεις αυ­τής της έκ­δο­σης» και Κε­φά­λαιο 5: «Η πα­ρού­σα έκ­δο­ση: με­τα­φρα­στι­κές επι­λο­γές, οδη­γί­ες ανά­γνω­σης, η κα­τά­τα­ξη των ποι­η­μά­των»).

β) Τα ίδια τα πε­ντα­κό­σια σα­ρά­ντα πέ­ντε με­τα­φρα­σμέ­να ποι­ή­μα­τα, με την προ­σθή­κη τεσ­σά­ρων σχε­δια­σμά­των, το­πο­θε­τη­μέ­να το ένα κά­τω από το άλ­λο προ­κει­μέ­νου να κερ­δη­θεί χώ­ρος, και δυ­στυ­χώς χω­ρίς την πα­ρά­θε­σή τους στο πρω­τό­τυ­πο, και πά­λι, όπως ση­μειώ­νε­ται, για λό­γους οι­κο­νο­μί­ας χώ­ρου (στην αντί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση η έκ­δο­ση θα έπρε­πε να εί­ναι δί­το­μη, κά­τι που θα την κα­θι­στού­σε εμπο­ρι­κά ασύμ­φο­ρη και δύ­σχρη­στη).

γ) Δύο με­τα­φρα­σμέ­να κεί­με­να του φί­λου και λά­τρη του Πέν­να, Πιερ Πά­ο­λο Πα­ζο­λί­νι: το πρώ­το δη­μο­σιεύ­τη­κε ως κρι­τι­κή για τη συλ­λο­γή Ση­μειώ­σεις (1950) και το δεύ­τε­ρο και ση­μα­ντι­κό­τε­ρο γρά­φτη­κε αρ­χι­κά ως επι­στο­λή προς τον Πέν­να και εντέ­λει εν­σω­μα­τώ­θη­κε στην πρώ­τη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση των ποι­η­μά­των του το 1970.

δ) Την «Ελ­λη­νι­κή βι­βλιο­γρα­φία του Σά­ντρο Πέν­να», που πε­ρι­λαμ­βά­νει κα­τά­λο­γο των με­τα­φρα­σμέ­νων ποι­η­μά­των, πε­ζο­γρα­φη­μά­των και επι­στο­λών του Πέν­να στα ελ­λη­νι­κά, κα­θώς και ένα επαρ­κές ερά­νι­σμα κρί­σε­ων, πλη­ρο­φο­ριών και ανα­φο­ρών στο έρ­γο του.

ε) Την «Κα­τα­γρα­φή των με­τα­φρά­σε­ων των ποι­η­μά­των του Σά­ντρο Πέν­να», που πε­ρι­λα­βά­νει και ση­μειώ­σεις στα ποι­ή­μα­τα. Η κα­τα­γρα­φή αυ­τή, καρ­πός φι­λο­λο­γι­κής με­θο­δι­κό­τη­τας και ζή­λου, εκτεί­νε­ται σε εκα­τόν εν­νέα ολό­κλη­ρες σε­λί­δες και απο­δει­κνύ­ε­ται πο­λύ­τι­μος σύ­ντρο­φος όσων δεν αρ­κού­νται στην ανά­γνω­ση των με­τα­φρα­σμέ­νων ποι­η­μά­των και επι­θυ­μούν να μά­θουν κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο γι' αυ­τά, ή του­λά­χι­στον για όσα τους ελ­κύ­σουν πιο πο­λύ το εν­δια­φέ­ρον. Έτσι, μα­θαί­νου­με ποιος ή ποιοι και πού με­τέ­φρα­σαν πριν από τον Γα­ρα­ντού­δη κά­θε ένα από τα ποι­ή­μα­τα στα ελ­λη­νι­κά, σε ποια μορ­φή σώ­ζο­νται τα ποι­ή­μα­τα στο πρω­τό­τυ­πο (χρο­νο­λο­γη­μέ­να ή όχι, χει­ρό­γρα­φα ή δα­κτυ­λό­γρα­φα, σε φω­το­τυ­πί­ες κλπ.), και συ­χνά σε πό­σες δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές ή δια­σκευ­ές, αλ­λά και με τί­τλους που τε­λι­κά αφαι­ρέ­θη­καν ή άλ­λα­ξαν, ρί­χνο­ντας ένα νέο ερ­μη­νευ­τι­κό φως στα ποι­ή­μα­τα. Κι ακό­μη, με­ρι­κές φο­ρές πα­ρα­τί­θε­νται επε­ξη­γη­μα­τι­κές ση­μειώ­σεις που ο Γα­ρα­ντού­δης στα­χυο­λό­γη­σε από την εξα­ντλη­τι­κή έκ­δο­ση του ιτα­λι­στή και ποι­η­τή Ρο­μπέρ­το Ντεϊ­ντιέ (2017) στην κλα­σι­κή για τα σύγ­χρο­να ιτα­λι­κά γράμ­μα­τα σει­ρά Meridiani των εκ­δό­σε­ων Mondadori, οι οποί­ες εί­ναι χρή­σι­μες έως και απο­κα­λυ­πτι­κές για την κα­λύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση των ποι­η­μά­των. Μα­θαί­νου­με, για πα­ρά­δειγ­μα, ότι το ποί­η­μα της συλ­λο­γής Ση­μειώ­σεις (1950) πoυ ξε­κι­νά με τη φρά­ση «Λα­μπε­ροί ώμοι» [Lucenti spalle] και με­τα­φρά­ζε­ται από τον Γα­ρα­ντού­δη για πρώ­τη φο­ρά, βα­σί­ζε­ται στον πί­να­κα «Κο­λυμ­βη­τές» (1932) του ιτα­λού φου­του­ρι­στή ζω­γρά­φου Carlo Carrà (σ. 416)· ή ότι το ποί­η­μα από τα «Ευ­ρε­θέ­ντα νε­α­νι­κά (1927-1936)» που ξε­κι­νά με την επί­κλη­ση «Μαρ­τσέλ­λο, θέ­λω εγώ να σε πι­στεύω ακό­μα» [Voglio credere ancora in te, Marcelo] σχε­τί­ζε­ται με τον ισπα­νι­κό εμ­φύ­λιο, στον οποίο συμ­με­τεί­χαν πολ­λοί ιτα­λοί φα­σί­στες (σ. 432) – πρό­κει­ται για μια από τις σπά­νιες φο­ρές που η ιστο­ρία αφή­νει το χνά­ρι της στην ποί­η­ση του Πέν­να· ή ότι η «σκο­τει­νή γω­νιά» στην οποία δια­δρα­μα­τί­ζε­ται το εξαι­ρε­τι­κό ποί­η­μα της συλ­λο­γής Ηδο­νή κι οδύ­νη (ο ελ­λη­νι­κός τί­τλος απο­τε­λεί δη­μιουρ­γι­κή από­δο­ση, από τον Γα­ρα­ντού­δη, του τί­τλου της συλ­λο­γής του Πέν­να croce e delizia, 1958) «Χά­νο­μαι μες στο λαϊ­κό προ­ά­στιο» [Mi perdo nel quartiere populare] ήταν αρ­χι­κά «σκο­τει­νό ου­ρη­τή­ριο», και ο ποι­η­τής το άλ­λα­ξε με­τά από συμ­βου­λές των φί­λων του ποι­η­τών Ευ­τζέ­νιο Μο­ντά­λε και Ερ­νέ­στο Σά­μπα.

ε) Ένα επί­με­τρο με την «Κα­τά­τα­ξη των ποι­η­μά­των στην έκ­δο­ση του Ντεϊ­ντιέ», πο­λύ­τι­μο κυ­ρί­ως για­τί το πρώ­το μέ­ρος της έκ­δο­σης αυ­τής απο­τε­λεί­ται από τα εκα­τόν πε­νή­ντα οκτώ ποι­ή­μα­τα που ο ίδιος ο Πέν­να, αυ­το­αν­θο­λο­γού­με­νος, συ­γκέ­ντρω­σε και εξέ­δω­σε το 1973, τέσ­σε­ρα χρό­νια πριν από τον θά­να­τό του – ο αριθ­μός τους εί­ναι πο­λύ κο­ντά στα εκα­τόν πε­νή­ντα τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα του κα­βα­φι­κού κα­νό­να και στα εκα­τόν πε­νή­ντα έξι σο­νέ­τα του Σαίξ­πηρ. Ο έλ­λη­νας ανα­γνώ­στης εί­ναι λοι­πόν πλέ­ον σε θέ­ση να γνω­ρί­ζει τον προ­σω­πι­κό κα­νό­να του Πέν­να, τα ποι­ή­μα­τα που, όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ση­μειώ­νει ο ιτα­λός ποι­η­τής, «πέ­ρα από τη γνώ­μη οποιου­δή­πο­τε κρι­τι­κού εγώ εκτι­μώ πε­ρισ­σό­τε­ρο από όλα. Έτσι λοι­πόν θα ήταν ό,τι εγώ θα άφη­να στους με­τα­γε­νέ­στε­ρους, αν θα υπάρ­ξουν με­τα­γε­νέ­στε­ροι».

Με τη δι­πλή ιδιό­τη­τά του, του ποι­η­τή και του φι­λο­λό­γου, ο Γα­ρα­ντού­δης δεν αρ­κέ­στη­κε, λοι­πόν, στην πρό­κλη­ση να με­τα­φρά­σει ολό­κλη­ρο το ποι­η­τι­κό έρ­γο του Πέν­να στα ελ­λη­νι­κά, αλ­λά και το με­λέ­τη­σε σε βά­θος, το συ­νέ­κρι­νε με ομό­λο­γα έρ­γα ελ­λή­νων δη­μιουρ­γών, με­τά­φρα­σε ση­μα­ντι­κές με­λέ­τες που δη­μο­σιεύ­τη­καν γι' αυ­τό στα ιτα­λι­κά (του Γκάρ­μπο­λι και του Πα­ζο­λί­νι), κα­τάρ­τη­σε την ελ­λη­νι­κή βι­βλιο­γρα­φία του Πέν­να και, κυ­ρί­ως, έναν εξα­ντλη­τι­κό βι­βλιο­γρα­φι­κό οδη­γό που επι­τρέ­πει στον ανα­γνώ­στη να συ­γκρί­νει, αν το επι­θυ­μεί, τις δι­κές του με­τα­φρα­στι­κές προ­τά­σεις με εκεί­νες των υπό­λοι­πων με­τα­φρα­στών του ιτα­λού ποι­η­τή στα ελ­λη­νι­κά. Με άλ­λα λό­για, ο με­τα­φρα­στής Γα­ρα­ντού­δης όχι μό­νο δεν φο­βά­ται τη σύ­γκρι­ση αλ­λά και την επι­διώ­κει, γε­γο­νός ασυ­νή­θι­στο και αξιο­ση­μεί­ω­το. Πα­ρα­δέ­χε­ται, εξάλ­λου, ότι συμ­βου­λεύ­τη­κε τις προη­γού­με­νες με­τα­φρά­σεις και ομο­λο­γεί με ει­λι­κρί­νεια: «ανα­γνω­ρί­ζω ότι σε ορι­σμέ­να ση­μεία με βο­ή­θη­σαν, ιδί­ως εκεί­νες του Ερ­ρί­κου Σο­φρά, να δώ­σω λύ­σεις σε με­τα­φρα­στι­κά προ­βλή­μα­τα» (σ. 118).

Δια­πι­στώ­νου­με, ακό­μη, από την λε­πτο­με­ρή κα­τα­γρα­φή των με­τα­φρά­σε­ων του Πέν­να, ποια ποι­ή­μα­τά του υπήρ­ξαν πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο δη­μο­φι­λή στους με­τα­φρα­στές και προ­κύ­πτουν «πο­σο­τι­κά στοι­χεία που μπο­ρούν να εκτι­μη­θούν ως ποιο­τι­κοί δεί­κτες των επι­λο­γών των ελ­λή­νων με­τα­φρα­στών του» (σ. 106). Έτσι, ενώ ένα τε­τρά­στι­χο της πρώ­της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής του Πέν­να (Ποι­ή­μα­τα, 1939), το «[Il mare è tutto azzurro]», με­τα­φρά­στη­κε έντε­κα ολό­κλη­ρες φο­ρές πριν από τον Γα­ρα­ντού­δη, από τα εκα­τόν δέ­κα εν­νέα συ­νο­λι­κά ποι­ή­μα­τα της εκτε­νέ­στε­ρης συλ­λο­γής του, Ιδιο­τρο­πί­ες (1957), με­τα­φρά­στη­καν λι­γό­τε­ρα από τα μι­σά. Στην ει­σα­γω­γή του, ο Γα­ρα­ντού­δης ερ­μη­νεύ­ει ως εξής τα πο­σο­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα των πα­ρα­τη­ρή­σε­ών του για τη με­τα­φρα­στι­κή τύ­χη του Πέν­να στην Ελ­λά­δα:

Δια­πι­στώ­νε­ται ότι οι έλ­λη­νες με­τα­φρα­στές, αρ­χί­ζο­ντας να με­τα­φρά­ζουν από το νε­α­νι­κό ποι­η­τι­κό έρ­γο του Πέν­να, στην πο­ρεία τους προς το όψι­μο έρ­γο του εμ­φά­νι­σαν ση­μά­δια κό­πω­σης· κι η κό­πω­ση αυ­τή εξη­γεί­ται όχι από την αι­σθη­τι­κή προ­τί­μη­ση των με­τα­φρα­στών για τα νε­α­νι­κά ποι­ή­μα­τα του Πέν­να, αλ­λά από την, κά­πως άτα­κτη, συ­μπλή­ρω­ση ενός επαρ­κούς για τον κά­θε με­τα­φρα­στή ορί­ου με­τα­φρα­στι­κής συ­γκο­μι­δής. Επί­σης, το γε­γο­νός ότι οι νε­ό­τε­ροι με­τα­φρα­στές επι­κε­ντρώ­νουν τις επι­λο­γές τους για το ποια ποι­ή­μα­τα θα απο­δώ­σουν στα ελ­λη­νι­κά σε ήδη πο­λυ­με­τα­φρα­σμέ­να από αυ­τούς ποι­ή­μα­τα, αφή­νει την υπο­ψία κά­ποιας ευ­κο­λί­ας, δη­λα­δή την επι­κου­ρι­κή ανα­δρο­μή τους σε πα­λαιό­τε­ρες με­τα­φρά­σεις.

Η δεύ­τε­ρη πα­ρα­τή­ρη­ση [εί­ναι ότι] οι με­τα­φρα­στές απέ­φυ­γαν να ανα­με­τρη­θούν με την ελ­λη­νι­κή από­δο­ση των φα­νε­ρά και εμ­φα­τι­κά έμ­με­τρων (και με­τα­φρα­στι­κά δυ­σκο­λό­τε­ρων) ποι­η­μά­των του Πέν­να, επει­δή αδυ­να­τού­σαν να τα (ανα)κα­τα­σκευά­σουν-(ανα)δη­μιουρ­γή­σουν ως ποι­ή­μα­τα (σ. 108).

Χά­ρη στον Γα­ρα­ντού­δη, έχου­με τώ­ρα με­τα­φρα­σμέ­να για πρώ­τη φο­ρά στα ελ­λη­νι­κά, και μά­λι­στα με τη ρυθ­μι­κό­τη­τα και τη με­λω­δι­κό­τη­τα που ανι­χνεύ­ο­νται στο πρω­τό­τυ­πο, όλα τα ποι­ή­μα­τα του Πέν­να, δια­κό­σια τριά­ντα επτά από τα οποία (λί­γο λι­γό­τε­ρα, δη­λα­δή, από τα μι­σά), δεν εί­χαν με­τα­φρα­στεί πο­τέ προη­γου­μέ­νως. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση της συλ­λο­γής Μια πα­ρά­ξε­νη χα­ρά για τη ζωή (1956), μό­νο τα μι­σά ποι­ή­μα­τα της οποί­ας με­τα­φρά­στη­καν από τους προη­γού­με­νους με­τα­φρα­στές του Πέν­να· ο Γα­ρα­ντού­δης απο­δί­δει το φαι­νό­με­νο στο ότι η συλ­λο­γή αυ­τή εμ­φα­νί­ζει «τον με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό εμ­φα­τι­κής χρή­σης ρυθ­μι­κών στοι­χεί­ων, ιδί­ως της ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ας» (σ. 108). Αν και ο Πέν­να χα­ρα­κτη­ρί­ζει το συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο του «πε­ρι­θω­ρια­κό βι­βλια­ρά­κι», πε­ρι­λαμ­βά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα δύο τρί­τα των ποι­η­μά­των του (εί­κο­σι δύο από τα τριά­ντα) στην αυ­το­α­να­θο­λο­γία του· από τα δε­κα­πέ­ντε ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής που με­τα­φρά­στη­καν πριν από τον Γα­ρα­ντού­δη, μό­νο τρία ταυ­τί­ζο­νται με τις επι­λο­γές του ίδιου του Πέν­να, και ως απο­τέ­λε­σμα εί­χαν μεί­νει αμε­τά­φρα­στα με­ρι­κά πο­λύ εν­δια­φέ­ρο­ντα και όμορ­φα ποι­ή­μα­τα (όπως εκεί­νο που ξε­κι­νά με ένα τολ­μη­ρό δί­στι­χο του Πα­ζο­λί­νι, σ. 211), β) στις Ση­μειώ­σεις του ο Γα­ρα­ντού­δης μας με­τα­φέ­ρει την πο­λύ χρή­σι­μη πλη­ρο­φο­ρία ότι με αφορ­μή το ποί­η­μα της συλ­λο­γής αυ­τής «Ένας χα­μέ­νος έρω­τας, πό­ση χα­ρά» [Un amore perduto quanta gioia] ο Πέν­να σχο­λιά­ζει ανα­φε­ρό­με­νος σε ολό­κλη­ρο το βι­βλίο:

Υπάρ­χουν ποι­ή­μα­τα που δεν λέ­νε τί­πο­τε, βα­σί­ζο­νται μό­νο στο ρυθ­μό. Για πα­ρά­δειγ­μα, με­ρι­κές φο­ρές, ένα ποί­η­μα μπο­ρεί να ανα­γνω­ρι­στεί κα­τά την άπο­ψή μου σαν ένα δια­μά­ντι. Ένας χρυ­σο­χό­ος το κοι­τά­ζει: εί­ναι ή δεν εί­ναι αλη­θι­νό. Για πα­ρά­δειγ­μα, αυ­τό το ποί­η­μα που δεν λέ­ει, εί­ναι μια γνώ­μη, μπο­ρεί να εί­ναι όμορ­φο έτσι όπως πέ­φτουν οι [ρυθ­μι­κοί] τό­νοι (σ. 420).

Η πα­ρα­τή­ρη­ση αυ­τή ισχυ­ρο­ποιεί την ει­κό­να που έχουν φι­λο­τε­χνή­σει οι με­λε­τη­τές για τον Πέν­να ως ποι­η­τή-τρα­γου­δι­στή – ο ίδιος, εξάλ­λου, όπως μας θυ­μί­ζει ο Γα­ρα­ντού­δης, γρά­φει για τον εαυ­τό του στην τε­λευ­ταία εγ­γρα­φή στο ημε­ρο­λό­γιό του ένα χρό­νο πριν πε­θά­νει: «Δεν ήξε­ρε να περ­πα­τά χω­ρίς να χο­ρεύ­ει, να μι­λά χω­ρίς να τρα­γου­δά, αυ­τός ευ­τυ­χι­σμέ­νος» (σ. 124). Πα­ρα­θέ­τω εδώ το με­τα­φρα­σμέ­νο από τον Γα­ρα­ντού­δη ποί­η­μα που έδω­σε την αφορ­μή στον Πέν­να να κά­νει την πα­ρα­πά­νω πα­ρα­τή­ρη­ση για τον ζω­τι­κό, στην ποί­η­σή του, ρό­λο του ρυθ­μού (ο μό­νος που εί­χε με­τα­φρά­σει το ποί­η­μα προη­γου­μέ­νως ήταν ο Γιάν­νης Παπ­πάς, που το έχει απο­δώ­σει σε ελεύ­θε­ρο και ανο­μοιο­κα­τά­λη­κτο στί­χο):

Ένας χα­μέ­νος έρω­τας πό­ση χα­ρά
νέ­ων αι­σθή­σε­ων μέ­σα μου ξυ­πνά.
Ο έρω­τας όμως εί­ν' χα­μέ­νος.
Κι ο πό­νος μου ξα­ναρ­χι­νά.

(σ. 208)

Το ελ­λη­νι­κό ποί­η­μα δια­σώ­ζει και την ομοιο­κα­τα­λη­ξία του πρω­το­τύ­που ανά­με­σα στον δεύ­τε­ρο και τον τέ­ταρ­το στί­χο (sorprende-riprende), και τον πλού­το των πα­ρη­χή­σε­ων, και την ιαμ­βι­κή κα­νο­νι­κό­τη­τα – ο Πέν­να συν­δυά­ζει δυο ιαμ­βι­κούς εν­δε­κα­σύλ­λα­βους και δυο επτα­σύλ­λα­βους και ο με­τα­φρα­στής του δη­μιουρ­γεί συλ­λα­βι­κά πιο ελεύ­θε­ρα, αλ­λά πά­ντο­τε ιαμ­βι­κά, έναν δω­δε­κα­σύλ­λα­βο, έναν δε­κα­σύλ­λα­βο, έναν εν­νε­α­σύλ­λα­βο και έναν οκτα­σύλ­λα­βο.

Στέ­ρε­ος κά­το­χος της με­τρι­κής τέ­χνης, όπως δεί­χνουν τα έμ­με­τρα ποι­ή­μα­τά του,[1] αλ­λά και δει­νός με­τρι­κο­λό­γος, που έχει λύ­σει δύ­σκο­λους φι­λο­λο­γι­κούς γρί­φους όπως εί­ναι η μέ­χρι πρό­τι­νος αι­νιγ­μα­τι­κή με­τρι­κή των κάλ­βειων στρο­φών και του σι­κε­λια­νι­κού Αλα­φρο­ΐ­σκιω­του,[2] ο Γα­ρα­ντού­δης απο­δει­κνύ­ε­ται ικα­νός να δια­σώ­σει με­γά­λο μέ­ρος της προ­σω­δια­κής κί­νη­σης των ποι­η­μά­των του Πέν­να, ο οποί­ος ζυ­μώ­θη­κε με την πριν από τον ελεύ­θε­ρο στί­χο ιτα­λι­κή ποι­η­τι­κή πα­ρά­δο­ση. Πέ­ρα από την αγά­πη του, εξάλ­λου, για το έρ­γο του ιτα­λού ποι­η­τή, στο οποίο εδώ και τριά­ντα χρό­νια συ­νε­χί­ζει, όπως γρά­φει, να επι­στρέ­φει, βα­σι­κό κί­νη­τρο του Γα­ρα­ντού­δη για να κα­τα­πια­στεί με τη με­τά­φρα­ση του Πέν­να ήταν, όπως γρά­φει, η πρό­θε­σή του να δια­τη­ρή­σει την εμ­με­τρό­τη­τα του πρω­το­τύ­που, μ' άλ­λα λό­για «τον άρ­ρη­κτο, ορ­γα­νι­κό σχε­δόν, δε­σμό μορ­φής και πε­ριε­χο­μέ­νου· αυ­τό, κυ­ρί­ως, εί­ναι ο ποι­η­τι­κός λό­γος» (σ. 114), κα­θώς όλοι σχε­δόν οι προη­γού­με­νοι έλ­λη­νες με­τα­φρα­στές τον με­τά­φρα­σαν σε έναν «λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο άρ­ρυθ­μο ελεύ­θε­ρο στί­χο» (σ. 114), πι­θα­νό­τα­τα επει­δή δεν ήταν σε θέ­ση να αντι­λη­φθούν ότι τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα του Πέν­να εί­ναι γραμ­μέ­να σε ιαμ­βι­κό εν­δε­κα­σύλ­λα­βο (αλ­λά και επτα­σύλ­λα­βο) στί­χο (σ. 116). Ας ση­μειω­θεί, πά­ντως, ότι το φαι­νό­με­νο δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στη με­τά­φρα­ση του Πέν­να, κα­θώς η πο­λύ­χρο­νη και συ­ντρι­πτι­κή επι­κρά­τη­ση του ελεύ­θε­ρου στί­χου στη χώ­ρα μας μάς απέ­κο­ψε σε με­γά­λο βαθ­μό από τις έμ­με­τρες μορ­φές, με απο­τέ­λε­σμα η πλειο­νό­τη­τα των έμ­με­τρων ξέ­νων ποι­η­μά­των να με­τα­φρά­ζο­νται, από τα μέ­σα του 20ού αιώ­να και με­τά, σε ελεύ­θε­ρο στί­χο. Ακό­μη και ο Ερ­ρί­κος Σο­φράς, τον οποίο ο Γα­ρα­ντού­δης εξαι­ρεί από τον κα­νό­να των με­τα­φρα­στών του Πέν­να κα­θώς δια­τή­ρη­σε, «ως έναν βαθ­μό, στοι­χεία της ρυθ­μι­κό­τη­τας του πρω­το­τύ­που» (σ. 106), συ­χνά δεν επι­λέ­γει να απο­δώ­σει την ιαμ­βι­κό­τη­τα του ιτα­λού ποι­η­τή – οι με­τα­φρά­σεις του εί­ναι θαυ­μά­σιες, αλ­λά βα­σί­ζο­νται συ­χνά σε μια άλ­λου τύ­που προ­σω­δια­κό­τη­τα από εκεί­νη του Πέν­να - και δεν θέ­λη­σε να ανα­με­τρη­θεί, όπως και οι υπό­λοι­ποι με­τα­φρα­στές, με τα πιο εμ­φα­τι­κά έμ­με­τρα και ομοιο­κα­τά­λη­κτα ποι­ή­μα­τά του.[3]

Έτσι, το αυ­στη­ρά έμ­με­τρο ποί­η­μα «Ψεύ­τι­κη άνοι­ξη» εί­ναι ένα από τα ελά­χι­στα της πρώ­της, ιδιαί­τε­ρα δη­μο­φι­λούς και πο­λυ­με­τα­φρα­σμέ­νης στα ελ­λη­νι­κά συλ­λο­γής του Πέν­να που έμει­νε αμε­τά­φρα­στο.[4] Πα­ρα­θέ­τω εδώ την πο­λύ επι­τυ­χη­μέ­νη από­δο­ση του Γα­ρα­ντού­δη, κα­θώς και το πρω­τό­τυ­πο, για να κρί­νουν οι ανα­γνώ­στες:

Placidi gatti, amanti
(sul prato l'ora è ferma)
di vetri luccicanti.

Goffamente beati,
la odore di caserma
si spogliano i soldati.

Ma effimero è alle cave
ansie il sole che ami.
Al vespro aspro, è grave
il sielo ai secchi rami.

Γαλήνιοι γάτοι, που ποθούν
(στον κάμπο η ώρα σταθερή)
τα τζάμια που λαμποκοπούν.

Αδέξια ευτυχισμένοι,
απ' του στρατώνα την οσμή
γδύνονται οι στρατευμένοι.

Μα εφήμερος αφού αγωνιάς
είναι ο ήλιος που αγαπάς.
Στο σκληρό δείλι, είν' σκοτεινός
με τα ξερά κλαδιά ο ουρανός. (σ. 136)


Όπως βλέ­που­με, στη με­τά­φρα­ση δια­τη­ρεί­ται το ομοιο­κα­τά­λη­κτο σχή­μα του πρω­το­τύ­που (με τη μό­νη δια­φο­ρά ότι στην τε­λευ­ταία στρο­φή η πλε­κτή ομοιο­κα­τα­λη­ξία με­τα­τρέ­πε­ται σε ζευ­γα­ρω­τή). και το στα­θε­ρό και παι­χνι­διά­ρι­κο πά­τη­μα του ιάμ­βου. Ας προ­στε­θεί εδώ ότι πέ­ρα από το μέ­τρο και την ομοιο­κα­τα­λη­ξία, ο Γα­ρα­ντού­δης δια­τή­ρη­σε το στρο­φι­κό σύ­στη­μα των ποι­η­μά­των, κα­θώς και τη στί­ξη και τους συ­χνούς δια­σκε­λι­σμούς, όπο­τε αυ­τό ήταν δυ­να­τό, με απο­τέ­λε­σμα να με­τα­φέ­ρε­ται στον έλ­λη­να ανα­γνώ­στη κά­τι από την έντα­ση και τη ρυθ­μι­κή ποιό­τη­τα του πρω­το­τύ­που.
Τον με­τα­φρα­στή απα­σχό­λη­σε, δι­καιο­λο­γη­μέ­να, και το ζή­τη­μα της κα­τά­τα­ξης των ποι­η­τι­κών απά­ντων του Πέν­να. Όπως εξη­γεί, επέ­λε­ξε να ακο­λου­θή­σει τη δο­μή της έκ­δο­σης του οί­κου Γκαρ­τσά­ντι (1989), «επει­δή απο­δί­δει κα­λύ­τε­ρα την ει­κό­να της πο­ρεί­ας που ακο­λού­θη­σε η ποί­η­ση του Πέν­να μέ­σα στο χρό­νο» (σ. 120), αλ­λά δεν άφη­σε ανεκ­με­τάλ­λευ­τη και την πιο πρό­σφα­τη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση του Ρο­μπέρ­το Ντεϊ­ντιέ (2017), κα­θώς στις εν­νέα ενό­τη­τες της έκ­δο­σης Γκαρ­τσά­ντι πρό­σθε­σε μια τε­λευ­ταία, τη δέ­κα­τη, που πε­ρι­λαμ­βά­νει τα εκα­τόν πέ­ντε «νέα» ποι­ή­μα­τα που πρό­σθε­σε η έκ­δο­ση του Ντεϊ­ντιέ, κα­τά τη χρο­νο­λο­γι­κή τους σει­ρά και πά­λι, από τα πα­λαιό­τε­ρα προς τα νε­ό­τε­ρα. Δια­βά­ζο­ντας, λοι­πόν, κα­νείς ολό­κλη­ρο τον Πέν­να στα ελ­λη­νι­κά, μπο­ρεί να συν­δυά­σει την από­λαυ­ση με την ψη­λά­φι­ση της πο­ρεί­ας της καλ­λι­τε­χνι­κής του ωρί­μαν­σης – βλέ­πο­ντας, μά­λι­στα, τα ποι­ή­μα­τα που έγρα­ψε από τα δε­κα­έ­ξι ως τα ει­κο­σι­δύο του χρό­νια, δια­πι­στώ­νου­με πό­σο αλ­μα­τώ­δης ήταν η εξέ­λι­ξή του από την πλη­θω­ρι­κή και με­λο­δρα­μα­τι­κή έκ­φρα­ση της εφη­βεί­ας και της πρώ­της νε­ό­τη­τας στην άκρα λι­τό­τη­τα και συ­μπύ­κνω­ση που τον κα­θιέ­ρω­σαν ως «έναν από τους με­γα­λύ­τε­ρους Ιτα­λούς ποι­η­τές του 20ού αιώ­να», όπως τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει ο Γκάρ­μπο­λι (σ. 121), αλ­λά και ως έναν ποι­η­τή που υπη­ρέ­τη­σε με συ­νέ­πεια και με εξό­χως δρα­στι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα την «ποι­η­τι­κή της έκλαμ­ψης» — πο­λύ λί­γα ποι­ή­μα­τα του Πέν­να υπερ­βαί­νουν τους οκτώ στί­χους, ενώ πολ­λά απο­τε­λού­νται από μό­λις δυο ή τρεις. Δί­νω ένα πα­ρά­δειγ­μα μιας στιγ­μής έκλαμ­ψης, της οποί­ας τη ρί­μα και τη με­τρι­κή κα­νο­νι­κό­τη­τα ο Γα­ρα­ντού­δης —πέμ­πτος στη σει­ρά με­τα­φρα­στής του δί­στι­χου— εί­ναι ο μό­νος που τα δια­σώ­ζει:

Φτά­νει το βρά­δυ. Αιχ­μα­λω­τί­ζω μιαν οσμή
κορ­μιού και χλό­ης. Κι η μέ­ρα μου εί­ν' ερω­τι­κή
.
(σ. 246)

Απλός αλ­λά όχι απλοϊ­κός, κρυ­στάλ­λι­να διαυ­γής όπως οι αρ­χαί­οι έλ­λη­νες και λα­τί­νοι ποι­η­τές, την πα­ρά­δο­ση των οποί­ων εν πολ­λοίς συ­νε­χί­ζει, ανε­πη­ρέ­α­στος από τις σει­ρή­νες του μο­ντερ­νι­σμού και των ιτα­λών ποι­η­τών «του σκιό­φω­τος» (Chiaroscuro), λι­τός και με­λω­δι­κός, ο Πέν­να εί­ναι ένας ποι­η­τής που μας χρειά­ζε­ται σή­με­ρα, σε μια επο­χή που η υπερ­βο­λι­κή δια­νοη­τι­κό­τη­τα, η εκ­ζή­τη­ση και η εκ­φρα­στι­κή θο­λό­τη­τα εί­ναι με­ρι­κοί από τους κιν­δύ­νους που αντι­με­τω­πί­ζει η ποί­η­ση. Απο­κλει­στι­κό σχε­δόν θέ­μα του ακού­ρα­στα αυ­το­βιο­γρα­φού­με­νου Πέν­να εί­ναι ο έρω­τας· ο ομο­φυ­λό­φι­λος έρω­τας και ο πό­θος. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι ακό­μη και το γνω­στό­τε­ρο και συ­χνά με­τα­φρα­σμέ­νο ποί­η­μα ποι­η­τι­κής του «Δεν θα 'ναι η ποί­η­σή μου» [La mia poesia non sarà], (που, σύμ­φω­να με τον Ντεϊ­ντιέ, δεί­χνει την απο­μά­κρυν­ση του ποι­η­τή από τους ομο­τέ­χνους του σκιό­φω­τος και τη ρο­πή του προς τον φου­του­ρι­σμό του Μα­ρι­νέ­τι, σ. 431), έχει μια έντο­να σε­ξουα­λι­κή διά­στα­ση, κα­θώς η ποι­η­τι­κή δη­μιουρ­γία εμ­φα­νί­ζε­ται με­τα­φο­ρι­κά ως εκ­σπερ­μά­τω­ση, θυ­μί­ζο­ντας ανά­λο­γες ει­κό­νες του Ουόλτ Ουί­τμαν και του δι­κού μας Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου:[5]


Δεν θα 'ναι η ποίησή μου

ένα ελαφρύ παιχνίδι

φτιαγμένο από απαλές
κι άρρωστες λέξεις.

(καθαρός ήλιος του Μαρτίου
πάνω σε πλατανόφυλλα

ανοιχτοπράσινα που ανατριχιάζουν).
Η ποίησή μου θα εκτοξεύσει την ορμή της

για να χαθεί μες στο άπειρο
(παιχνίδια ενός όμορφου αθλητή

στο αργό το σούρουπο το καλοκαίρι). (σ. 235)

Θα κλεί­σω το κεί­με­νό μου με κά­ποιες κομ­βι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις του Γκάρ­μπο­λι για την πα­ρα­κα­τα­θή­κη του Πέν­να, αντλη­μέ­νες από τον πρό­λο­γό του στα άπα­ντα του ποι­η­τή, σε με­τά­φρα­ση Γα­ρα­ντού­δη:

Ο Πέννα υπήρξε, στον 20ό αιώνα, ο μόνος Ιταλός ποιητής που μίλησε έξω απ' τα δόντια, λέγοντας ξεκάθαρα ποιος ήταν και τι ήθελε [...] και συνεπώς με τίμημα μίαν ακατάπαυστη πρόσκληση σε μάχη και μια τρομερή συστηματική ανατρεπτικότητα που θα την μειώναμε αν την περιορίζαμε στο θέμα της ομοφυλοφιλίας. Θα μπορούσε κανείς να ορίσει το έργο του Πέννα, με λίγες λέξεις, ως μια «αντανάκλαση επάνω στην επιθυμία» (σ. 8).


Και πιο κά­τω:

Ο Πέννα είναι ο μόνος ποιητής του 20ού αιώνα (όχι μόνο Ιταλός) ο οποίος δεν συμβιβάστηκε ποτέ, για κανέναν λόγο, με την ιδεολογική, ηθική, πολιτική, κοινωνική, πνευματική πραγματικότητα του κόσμου στον οποίο ζούσε [...] Είχε αρνηθεί τον κόσμο των ενηλίκων· τον είχε αρνηθεί ως έναν κόσμο δίχως σημασία, λίγο αγοραίο, λίγο άθλιο· έναν κόσμο φτιαγμένο από σκοτεινές υποθέσεις και πασίγνωστες ματαιοδοξίες, μικροπρεπή άγχη και γελοίες περιπλοκές. Ο Πέννα είχε αρνηθεί να «ανήκει στην πραγματικότητα», ο θεματικός πυρήνας του είναι η λέξη «ζωή». Αν αυτή η επιλογή στάθηκε ηρωική, όσο επίσης έξυπνη και προνοητική, θα το κρίνουν οι απόγονοι. (σ. 16-17)


Ως από­γο­νοι του Σά­ντρο Πέν­να, και χά­ρη στη με­τά­φρα­ση ολό­κλη­ρης, πλέ­ον, της ποί­η­σής του στα ελ­λη­νι­κά από τον Ευ­ρι­πί­δη Γα­ρα­ντού­δη, μπο­ρού­με να κρί­νου­με πό­σο ηρω­ι­κή, ευ­φυ­ής, προ­νοη­τι­κή υπήρ­ξε η μο­να­δι­κή αυ­τή επι­λο­γή ζω­ής και δη­μιουρ­γί­ας του ιτα­λού ποι­η­τή. Και να απο­φα­σί­σου­με, κα­θέ­νας για λο­γα­ρια­σμό του, αν η επι­λο­γή του έχει κά­τι ση­μα­ντι­κό να μας πει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: