«Ονειρεύτηκα ότι ήταν νύχτα και ότι ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι» περιγράφει σε ένα όνειρό του ο Sergei Konstantinovitch Pankejeff ή Pankeyev (1886-1979) Ρώσος αριστοκράτης, ασθενής του Φρόυντ που πέρασε στην ιστορία με το ψευδώνυμο Wolf Man (Λυκάνθρωπος). «Ξαφνικά το παράθυρο άνοιξε μόνο του, ήμουν κατατρομαγμένος βλέποντας λευκούς λύκους να κάθονται στη μεγάλη καρυδιά. Ήταν έξι ή επτά. Ήταν κάτασπροι, και έμοιαζαν περισσότερο με τσοπανόσκυλα, έχοντας μεγάλες ουρές σαν των αλεπούδων και τα αυτιά τους ήταν τεντωμένα όπως ορθώνονται των σκύλων που ακούνε προσηλωμένοι κάτι. Κυριολεκτικά τρομοκρατημένος, προφανώς από το φόβο μου μην με φάνε οι λύκοι, ξύπνησα φωνάζοντας (Φρόυντ 1918)
Οι Λύκοι είναι οι Δαίμονες μας, οι Βρικόλακες, η Σκιά, η βίαια ενηλικίωση της Κοκκινοσκουφίτσας, σταγόνες αίμα στο χιόνι. Ο λαιμός τους συμβολίζει την Πύλη του Kάτω Kόσμου και κατά τους αλχημιστές είναι ψυχοπομποί.
Οι Λύκοι ζουν στο σκοτάδι του Άλλου Κόσμου, των άγριων παραμυθιών, των συμβολικών Ονείρων, στον κόσμο της ψυχανάλυσης και του συλλογικού Ασυνείδητου.
Ποια χαρακτηριστικά δανείζεται όμως ο Λύκος στην ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου από το δυνατό αυτό σύμβολο του συλλογικού μας ασυνειδήτου;
Εξόριστος και μοναχικός, έρημος και ταπεινός διασχίζει τις πολιτείες των ανθρώπων έκπληκτος από τη σκληρότητά τους, εξοικειωμένος με τις παλιές σκιές και το σκοτάδι του κάτω κόσμου, στο κεφάλι του ρέουν ποτάμια και καταρράκτες, απορημένος από τον θεό που οι άνθρωποι έχουν κατασκευάσει για να τους μοιάζει, παγιδευμένος από τον μίτο της Αριάδνης, ο Λύκος αυτός μοιάζει περισσότερο με θήραμα παρά με θηρευτή. Είναι ένας Λύκος που ψάχνει τον Μόγλη του, μέσα σε μία αδυσώπητη κοινωνία όπου ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος. Είναι ένας Λύκος που δεν αντέχει τη ψεύτικη γλώσσα, τα παραμύθια, την παρηγοριά γιατί αντέχει να αντικρίζει την άβυσσο κατάματα. Γυρεύει την κάθαρση της ψυχής. Μιλάει με ανθρώπινη φωνή και εκφράζει τους μυστικούς και ανείπωτους ρυθμούς του κόσμου.
Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο Λύκος, ο εκπεσών Άγγελος, ο τρομερός Δαίμονας, ο εκδιωχθείς από τους παραδείσιους τόπους που αλυχτά, που μουγγρίζει, που αρθρώνει προαιώνια πρωτόγονη κραυγή; Ποιος είναι ο Λύκος που τελικά κατασπαράζει μόνον τον εαυτό του;
Που οι άλλοι, οι πραγματικοί λύκοι άνθρωποι τον χλευάζουν και τον λοιδορούν και Αμνός αυτός ιερός αντέχει τη συλλογική ενοχή γιατί πρέπει να μιλήσει με τη συλλογική φωνή;
Είναι άραγε ο ηττημένος των καιρών; Η μοναξιά του είναι το τίμημα της διαφορετικότητας του;
Είναι ο Λύκος το alter ego της ποιήτριας; Βυθίζεται για χάρη της στον Κάτω Κόσμο- Ασυνείδητο και ανασύρει τη λεία του, λέξεις επάνω στο χαρτί;
Μήπως τελικά ο αποσυνάγωγος Λύκος είναι ο Ποιητής, κάθε ποιητής που βουβός ουρλιάζει μέσα στο απέραντο σκοτάδι;
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου: