Το θέμα του έρωτα στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη παρέμενε για καιρό αγνοημένο από την κριτική, η οποία το αντιμετώπισε με διστακτική διάθεση. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου, αν και ανιχνεύει έναν ερωτισμό στα ποιήματα του Σαχτούρη, κάνει λόγο για απουσία του έρωτα,[1] ενώ ο Γιάννης Δάλλας στην «Εισαγωγή στην Ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» υπαινίσσεται την παρουσία του ερωτικού στοιχείου, δεν προχωρά όμως σε περαιτέρω ανάπτυξη του θέματος.[2]
Τολμώντας ένα βήμα πέρα από τον λόγο περί απουσίας ή την αχνή υπόνοια του εν λόγω συναισθήματος, ο Στέφανος Μπεκατώρος επισημαίνει στο σαχτουρικό σύμπαν στοιχεία, όπως η έκρηξη ζωτικών ενστίκτων, η σεξουαλικότητα και τα φαλλικά σύμβολα και διαβάζει τον έρωτα ως μια από τις δυνάμεις διατήρησης και προώθησης της ζωής που συγκρούεται με τον θάνατο,[3] ενώ η Νόρα Αναγνωστάκη, στην πρώτη συνολική προσέγγιση της ποίησής του, παρατηρεί ότι ο Σαχτούρης κατά βάθος δεν ερωτοτροπεί με κάτι άλλο, πέρα από τη δυστυχία του και υπονοεί τη σχέση έρωτα και χρωματολογίας στο έργο του ποιητή.[4]
Η ερωτική διάσταση της σαχτουρικής ποίησης φαίνεται να αναδεικνύεται για πρώτη φορά ρητά από τον Μιχ. Γ. Μπακογιάννη, ο οποίος διατυπώνει τη θέση ότι ο έρωτας, όχι μόνο δεν απουσιάζει από την ποίηση του Σαχτούρη, αλλά, όντας άρρηκτα συνδεδεμένος με την έννοια της μνήμης, σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί μια από τις βασικότερες συνιστώσες για την αποτύπωση της ανθρώπινης φύσης εντός συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου.[5]
Ειδικότερα, επισημαίνει τη διασύνδεση του ερωτικού συναισθήματος με τις μνήμες από τα κατοχικά και εμφυλιοπολεμικά χρόνια και, κατ’ επέκταση, την ανάμιξή του με τα αισθήματα της φρίκης, της αγωνίας, του τρόμου, του φόβου και της νοσταλγίας, ενώ παρακολουθεί και τη σχέση του έρωτα με τη ζωή και τον θάνατο. Σε παρόμοια κατεύθυνση κινείται και ο Γ. Δ. Παπαντωνάκης, ο οποίος προσεγγίζει το θέμα του έρωτα, όχι μέσα από το πρίσμα της ιστορίας, αλλά μέσα από τον φακό των μεταμορφώσεων, για να διαπιστώσει ότι ο έρωτας στη σαχτουρική ποίηση είναι διφυής, καθώς απαντά τόσο στη σαρκική εκφορά του όσο και ως έρωτας προς τον «Ουρανό» και την Ποίηση,[6]
σημειώνοντας επιπρόσθετα ότι και η ίδια η συγγραφή του ποιήματος για τον Σαχτούρη συνιστά ερωτική πράξη.[7]
Κάνει ακόμα λόγο για έκπτωση του καθαγιασμένου έρωτα, για αδυναμία των υποκειμένων να φτάσουν σε κατάσταση ερωτικής και συναισθηματικής πληρότητας και για υποβάθμιση, δολοφονία και εκμηδένιση του ερωτικού αισθήματος, το οποίο, όπως όλα τα στοιχεία της σαχτουρικής κοσμογονίας, υπόκειται στην τερατοποίηση, αν και σε ορισμένα ποιήματα διαβλέπει έναν λανθάνοντα ερωτισμό ως αντίστιξη στον παράλογο κι εφιαλτικό κόσμο. Το θέμα προσεγγίζεται ακόμη πιο στενά και θίγεται εκτενέστερα από τη Δώρα Μέντη, η οποία, ακολουθώντας τα νήματα που υφαίνουν τον προσωπικό μύθο του ποιητή, οδηγείται σε ορισμένες καίριες διαπιστώσεις, όπως το ότι ο ανεκπλήρωτος έρωτας συνιστά την αφετηρία του σαχτουρικού σύμπαντος, η ερωτική στέρηση, η απωθημένη-μη εξωτερικευμένη ερωτική επιθυμία αποτελούν το θέμα-κλειδί της ποίησής του και ο προσωπικός μύθος του ποιητή εδράζεται στους μηχανισμούς άμυνας που αναπτύσσει το ποιητικό υποκείμενο απέναντι, όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά και στον έρωτα.[8]
Πράγματι, όπως εξομολογείται ο ίδιος ο Σαχτούρης σε διάφορες ευκαιρίες, η ποίησή του εκκινεί από το τραυματικό βίωμα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα στα χρόνια της Κατοχής. Η Λησμονημένη (1945), το πρώτο αναγνωρισμένο ποιητικό του βιβλίο και «το βιβλίο της ζωής» του, όπως το χαρακτηρίζει,[9] αφορμάται από ένα ραντεβού που ματαιώθηκε, εξαιτίας της εκδήλωσης φυματίωσης ακριβώς τη μέρα της συνάντησης:
«Του ήλιου οι απομείναντες/ οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι»: Ο ερωτικός Μίλτος Σαχτούρης
«Είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε έξω… Είχαμε δώσει ένα ραντεβού, να βρεθούμε την Κυριακή… Αυτή την Κυριακή που ήταν να συναντηθούμε, έκανα την πρώτη μου αιμόπτυση… Έκανα την πρώτη μου αιμόπτυση κι έστειλα έναν φίλο μου να της πει ότι… αδιαθέτησα. Αλλά ήταν κοριτσάκι ακόμη, δεν είχε θάρρος να ρωτήσει αν ήταν αλήθεια, να ρωτήσει αργότερα τι απέγινα… Αυτή νόμισε ότι την εγκατέλειψα… Μετά από αυτό χαθήκαμε! Αλλά μου έμεινε αυτό… έμμονη ιδέα! Αυτή η έμμονη ιδέα με ακολουθεί μέχρι σήμερα… Ακόμη τη σκέφτομαι.»[10]
άλλοτε μονάχα τ’ αγαπημένο σώμα σου ανάμεσα σε χίλια άλλα κορμιά ακρωτηριασμένα
Η κηλίδα της πρώτης αιμόπτυσης αναστέλλει επ’ αόριστον τη συνάντηση, κατ’ επέκταση και την ερωτική σχέση, νοτίζοντας για πάντα την ποίησή του. Έτσι, το στίγμα της φυματίωσης μετατρέπεται σε στίγμα της Λησμονημένης, που σημαδεύει στο εξής την ποιητική φωνή.[11] Τα πρώτα κιόλας ποιήματα της συλλογής, «Η δύσκολη Κυριακή» και «Ο πυρετός της χαράς», που ήδη από τους τίτλους τους παραπέμπουν στο κυριακάτικο ραντεβού που ακυρώθηκε, εξαιτίας της εκδήλωσης της νόσου, μαρτυρούν την επώδυνη διάσταση που λαμβάνει ο ανευόδωτος έρωτας. Παρά την προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να γαντζωθεί από κάτι «που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά»[12] και τις αναφωνήσεις του «τι μάτια παθιασμένα τι γυναίκες/ τι έρωτες τι φωνές τι έρωτες»[13] και «μην τρέχεις μη φεύγεις/ σ’ αγαπώ»,[14] στην ποιητική συνθήκη που βιώνει «δεν υπάρχει σωτηρία» και κυριαρχεί η «ασυχώρετη λησμονιά».[15] Προκειμένου, λοιπόν, να διαχειριστεί την ερωτική απώλεια, καταφεύγει στη λήθη και αυτό του δημιουργεί μια τόσο έντονη συνθήκη ενοχής, η οποία, όπως φαίνεται από τα υπόλοιπα ποιήματα αυτής, αλλά και των κατοπινών συλλογών, λαμβάνει δύο βασικές διαστάσεις που συνοψίζονται στη μετατροπή της αγαπημένη του αφενός σε μια ηρωίδα που πάσχει και βασανίζεται και αφετέρου σε μια γυναικεία μορφή που στέκεται ανάλγητη απέναντί του και τον βασανίζει.[16]
Έτσι, στο ποίημα «Ομορφιά» η «έξαλλη γυναίκα» αφαιρεί τη φωνή του άντρα κι έπειτα ακρωτηριάζεται, κόβοντας το κεφάλι της: «έχασε τη φωνή του/ του την έκλεψε η έξαλλη γυναίκα/ που ’κοψε το κεφάλι της στα κόκκινα νερά/ κι ο φτωχός δεν έχει πια φωνή να τραγουδήσει».[17]
Αντίστοιχα, το ίδιο μοτίβο με τον άντρα που απομένει «δίχως τη φωνή του» και την ακρωτηριασμένη γυναικεία φιγούρα που αυτήν τη φορά κόβει «το ένα χέρι», «το στήθος» και τα «μάτια» της επανέρχεται και στο ποίημα με τίτλο «Η νύχτα της λησμονημένης».[18]
Στο τελευταίο και ομώνυμο ποίημα της συλλογής, «Η λησμονημένη»,[19]
το οποίο αποτελεί μια πολυμερή σύνθεση διαρθρωμένη σε έξι ποιητικά τμήματα και, σύμφωνα με τον Σαχτούρη, συνιστά ένα ερωτικό ποίημα,[20] η ηρωίδα εμφανίζεται, όχι ως θύτης, αλλά ως θύμα. Ειδικότερα, σε ένα από τα επιμέρους ποιήματα κάποιες «μαυροφορεμένες γυναίκες» «που δείχνουν το φύλο τους γυμνό» μέσα σε φορτηγά «με οδηγούς μονόφθαλμους που βλαστημάνε/ το χριστό της και την παναγία της», «και τηνε κράζουν πόρνη» «θέλουν το κακό της», «όμως αυτή είναι μια θλιμμένη παναγιά/ με τον αγαπημένο της μέσα στα εικονίσματα».[21]
Απέναντι στη χυδαιότητα, τη βλασφημία, την ασχήμια και την υστεροβουλία αντιπαραβάλλεται η αγνότητα και η αγιοσύνη της ηρωίδας, ποιότητες με τις οποίες επενδύεται η ύπαρξή της και σε επόμενα ποιήματα, όπου εμφανίζεται ως (Παν)Αγία.
Αλλού πάλι «η λησμονημένη απλώνει τ’ άσπρο χέρι της» και με το τραγούδι της φωνάζει το ποιητικό υποκείμενο που ξεμακραίνει, λέγοντάς του:
[…] τώρα ναι με φοβίζει αληθινά το πρόσωπό σου
όσο και να τα ταιριάζω τα σπασμένα αυτά γυαλιά
δε μπορώ πια να σ’ αντικρίσω ολάκερο
κάποτε φτιάχνω μόνο το κεφάλι σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα άγρια κεφάλια
που μ’ αποξενώνουν
άλλοτε μονάχα τ’ αγαπημένο σώμα σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα κορμιά ακρωτηριασμένα
άλλοτε πάλι μοναχά το ευλογημένο χέρι σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα χέρια τεντωμένα
που παιδεύουν τα πόδια μου κάτω απ’ τα φουστάνια μου
μου δένουν τα μάτια με τα μαύρα μαντίλια τους
με προστάζουν να περπατήσω να μη γυρίσω
το κεφάλι μου
να δω τα μάτια σου να θρυμματίζονται».[22]
Σε μια ανεστραμμένη εκδοχή του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης, όπου η ηρωίδα προστάζεται να περπατήσει μπροστά και να μη γυρίσει πίσω το κεφάλι, γιατί θα αντικρύσει τον χαμό του αγαπημένου της, ξεμακραίνει από αυτόν και δυσκολεύεται να τον ανασυνθέσει πλήρη και αρτιμελή στη μνήμη της. Στα τελευταία ποιήματα της συλλογής επιχειρείται να δοθεί ένας ορισμός της λησμονημένης ηρωίδας, το περίγραμμα της οποίας αποδίδεται και μέσα από ορισμένες ερωτικές συνδηλώσεις: η λησμονημένη είναι «ο βόγγος της καρδιάς καπνός των ορυχείων/ το μίσος τα κορμιά που σμίγουνε με λύσσα και βυθίζονται/ είναι ένα τρομερό φιλί στα σύνορα της ηδονής/ που βρίσκονται σπαρμένοι μεσ’ στις παπαρούνες πέντε θάνατοι/ είναι η σκιά τ’ αγαπημένου της που πέρασε».[23] Και άλλοτε «η λησμονημένη είναι το φιλί που αρρώστησε» και «ο πυρετός που έπεσε»,[24] με τις δύο αυτές αναφορές να παραπέμπουν και πάλι στην ασθένεια που στέρησε τον έρωτα.
Στις επόμενες συλλογές, Παραλογαίς (1948) και Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952), επανέρχεται τόσο ο έρωτας όσο και το μοτίβο της πάσχουσας ηρωίδας στις διάφορες εκφορές του. Πιο συγκεκριμένα, η ηρωίδα εμφανίζεται ξανά ακρωτηριασμένη: «την ώρα που ξυπνάει/ ένα μαχαίρι/ της κόβει το δεξί της/ χέρι»,[25] προοδευτικά όμως η μοίρα της επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο. Παρουσιάζεται πλέον ως «εξαίσια νεκρή […] μέσα στο κάτασπρό της φόρεμα […] πλημμυρισμένη κι αυτή στο αίμα»[26] ή «κάτασπρη […] μέσα στα γαρίφαλα», σαν άλλη ρομαντική ερωμένη, χλωμή, φθισική, ανάμεσα στα άνθη που τοποθετούνται συνήθως στο φέρετρο και υποφέρει, καθώς «το σύννεφο θ’ ανάβει τα γαρίφαλα/ το ξίφος θα θερίζει το κορμί της».[27] Ακόμα, φαίνεται να βρίσκει μαρτυρικό θάνατο από τον αυτοκαταστροφικό εραστή της που πρώτα «σταυρώνει την αγαπημένη του» κι έπειτα σκέφτεται ότι θα «χαιρόταν κι αυτός τη ζεστή ανάσα της γυναίκας»,[28] ενώ αλλού συναντάμε την «ηρωίδα απελπισμένη μέχρι θανάτου» σε μια σκηνή βιασμού[29] ή το κορίτσι που λειτουργεί ως εξιλαστήριο θύμα και ερωτικό σφάγιο που προσφέρεται σαν αντάλλαγμα στο θηρίο για «να τρέμει δεμένο στο σκοτάδι το βράδυ».[30]
Η επικοινωνία και η επαφή των εραστών προσκρούει σε εμπόδια και σε αυτές τις συλλογές «κι η κοπέλα απ’ τη γης/ με τα κόκκινα μάτια/ λέει ένα τραγούδι/ που δε φτάνει ώς το ναύτη»,[31] ενώ και η γυναικεία φιγούρα βιώνει έντονη δυσκαμψία ως προς την ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία, όπως φαίνεται στο «Ορυχείο», ποίημα με επιστολικό χαρακτήρα, όπου ομολογεί ότι «τα μαλλιά μου έχουν γίνει κάτι σαν στουπί/ στο στόμα μου άσπρισε και με πονάει/ τα χέρια μου είναι πέτρινα».[32] Αντίστοιχη είναι και η ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου να αναπτύξει μια σχέση ερωτικής εξομολόγησης προς τη γυναικεία μορφή. Στο ποίημα «Οκτώβριος» βρίσκονται ξαφνικά μέσα στα χέρια του «τα μαλλιά της/ το σώμα της και τ’ ανοιχτό στόμα της» και της εξομολογείται πως:
Όλα όσα βλέπω
τα παράξενα σπίτια μου θυμίζουν εσένα
η νύχτα μου θυμίζει εσένα
ένα μικρό παιδί που κλαίει μου θυμίζει
εσένα
κι ο τάφος μου θυμίζει εσένα
τα ψάρια τα λουλούδια μου θυμίζουν εσένα
όλες οι φωτογραφίες όλα τα χρώματα
όλα μου θυμίζουν εσένα
κι όλα τ’ αγαπώ για σένα[33]
Όλα παραπέμπουν στην αγαπημένη και η ερωτική μνήμη συνεχίζει να πολιορκεί και να ταλανίζει το ποιητικό υποκείμενο, όπως φαίνεται και από το ποίημα «Το πηγάδι»:
[…] το χέρι μου άγγιζε ψηλά την
κάλτσα σου
κοντά στ’ όνειρό της
η γλώσσα μου σκεφτότανε τα
δόντια σου
το χέρι μου αγαπούσε το θάνατο
το άλλο μου χέρι ήταν από κερί
και έλιωνε
τα μάτια σου ήταν από κερί
και έλιωναν […][34]
Γενικώς τα ζευγάρια των εραστών στο σαχτουρικό ποιητικό γίγνεσθαι είναι καταδικασμένα να υποφέρουν και να χωρίζονται.[35] Ενδεικτικό παράδειγμα προσφέρει το ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τα χωρισμένα», όπου «η ωραία γυναίκα με τη βέργα του πάθους/ τυραννάει τα μάτια της τυραννάει την ψυχή της» και «ο γενναίος θεός ο σκληρός εραστής της» προσπαθεί απεγνωσμένα «να τη βρει σ’ ένα δρόμο να τη βρει σ’ ένα σπίτι […]/ να τη βρει στην πληγή στο σημάδι του πάθους/ όταν μόνη σηκώνει τη βέργα/ για να σμίξουν και πάλι μαζί στο λιβάδι […]».[36] Στο ποίημα «Ο γάμος» το ενδεχόμενο αίσιο και εορταστικό κλίμα υπονομεύεται από το περίστροφο «που εκπυρσοκρότησε/ μέσα σ’ ένα σύννεφο/ από καρδιές»[37] και ομοίως στο ποίημα «Του πύργου» η κόρη και ο ληστής συναντιούνται σε ένα εφιαλτικό σκηνικό: «γιομάτοι οι κήποι/ αίμα».[38] Ακόμα και στο ποίημα με τίτλο «Η σκηνή», όπου «ένας από τους σπάγγους έσπρωχνε τα σώματα/ στον έρωτα», ενόσω «η δυστυχία απ’ έξω/ έγδερνε τις πόρτες»,[39] τα δύο σώματα των εραστών διασώζονται και σμίγουν, ωστόσο η δυστυχία απειλεί την ένωσή τους, χωρίς όμως να καταφέρνει να εισβάλλει στον χώρο τους, ενώ αλλού τα ερωτικά σώματα έχουν μετατραπεί σε «ερωτικά πτώματα» που υπόκεινται στο θάνατο και τη σήψη: «τα ερωτικά πτώματα/ καθώς δένουν τα χέρια/ σιγανά βογγώντας/ και σαπίζουν/ στέκει/ και βλέπει/ τ’ ανάποδο το χελιδόνι».[40]
Παράλληλα, στις δύο αυτές συλλογές ξεδιπλώνεται και μια νέα διάσταση ερωτικής σχέσης, αυτήν τη φορά ανάμεσα σε γυναικείες φιγούρες και στοιχεία της φύσης, όπως ο άνεμος, ο ουρανός και το φεγγάρι. Έτσι, η ηρωίδα είναι η πεντάμορφη κόρη του μαραγκού που σαν θεραπαινίδα «πλένει τις πλάκες του βοριά»[41] ή το κορίτσι με τα ζαχαρένια μάγουλα που «πίσω απ’ την πόρτα […] γδύνεται στον άνεμο»[42] είτε η «γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του»[43] ουρανού είτε «η άγρια γυναίκα [που] ξεπροβάλλει απ’ τα νερά/ λάμπουνε τ’ άσπρα σκέλια της/ δίνεται στο φεγγάρι και στο ναύτη μεσ’ στα βράχια».[44] Ιδίως η σχέση της γυναίκας με το φεγγάρι στη σαχτουρική ποίηση είναι αναφανδόν ερωτική, όπως προκύπτει και από το ποίημα «Η νοσταλγία γυρίζει», όπου «η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι/[…] έπειτα μπήκε το φεγγάρι/ αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί».[45]
Στο Όταν σας μιλώ (1956) γίνεται μια δοκιμή αλλαγής κλίματος, καθώς ο έρωτας, που εμφανίζεται στο δεύτερο κιόλας ποίημα της συλλογής, γλιστράει μέσα από τα δάχτυλα, πέφτει «σ’ ένα ποτήρι μ’ αίμα» κι εν τέλει χάνεται «[…] σ’ ένα δάσος μέσα/ γεμάτο/ ίσκιους/ τραγούδια/ πουλιά».[46] Για πρώτη φορά στην ποίηση του Σαχτούρη η ερωτική απώλεια λαμβάνει τη μορφή προσφοράς στη φύση,[47] πράγμα που γεννά την υποψία ότι ίσως βρέθηκε τρόπος να ξορκιστεί το τραύμα του χαμένου έρωτα. Η αίσθηση αυτή όμως ανατρέπεται στα επόμενα ποιήματα, όπου η ατμόσφαιρα είναι και πάλι ζοφερή κι εφιαλτική και η γυναικεία φιγούρα συνδέεται ξανά με το μαρτύριο και την οδύνη: «Και το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το φλυτζάνι/ σπασμένο κι όλοι, Θε μου, να κλαίνε να κλαίνε να κλαίνε».[48] Ακόμη και ο χρόνος στέκεται ανοικτίρμων απέναντί της, καθώς την καταδικάζει στο γήρας: «Μια γυναίκα μ’ έναν καθρέφτη και κάτι σύρματα προσπαθεί/ να κρατήσει τα χρόνια. Όμως τα χρόνια φεύγουν/ τα σύρματα μπαίνουν βαθιά στα μάγουλά της/ τα ξεσκίζουν τρέχουν αίματα/ ενώ ένα άγριο χέρι με μια κιμωλία πηγαινοέρχεται/ και βάφει τα μαλλιά της άσπρα».[49] Η πολιορκία της ερωτικής μνήμης συνεχίζεται επίσης ακάθεκτη, επαναληπτική και επώδυνη, σαν «μαύρη ρόδα»:
[…] η ρόδα η μαύρη
είχε δυο πικραμένα μαύρα χείλια
Όλη τη νύχτα άναβε ο ήλιος
Όλη τη νύχτα έκαιγε το μαύρο άστρο έκαιγε
Και σε φιλούσε
Γύριζε γύρω-γύρω στο κρεβάτι
Και σε φιλούσε
Η μαύρη ρόδα γύριζε
Η μαύρη ρόδα έτριζε
Γύριζε γύρω-γύρω τ’ άστρο το παλιό
Το μαύρο τ’ άστρο το απελπισμένο[50]
Η συλλογή ολοκληρώνεται με απολογιστική διάθεση που συνοψίζεται στους στίχους του τελευταίου ποιήματος: «Είχα έρωτες/ είχα μάχες».[51] Όποια προσπάθεια ανάκαμψης ερωτοτροπεί με τη ματαιοπονία, πράγμα που συνεχίζεται και στα Φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο (1958). Κι εδώ οι γυναικείες μορφές υποφέρουν, ελπίζοντας σε μια ερωτική συνεύρεση που επιτείνει την αίσθηση της απώλειας και της στέρησης, όπως λ.χ. στο ποίημα «Η Μαρία», όπου η ηρωίδα «άπλωνε τα χέρια της το βράδυ/ έμενε με τα πόδια ανοιχτά» ή εμφανίζονται βασανισμένες, όπως στον στίχο «ουρλιάζει η γυναίκα/ στο κρεβάτι»[52] ή φρικαλέες και παραμορφωμένες, όπως στην «Ιστορία», που το κορίτσι «ένα ωραίο τέρας/ ανάποδα γυρισμένο το στόμα/ τα μάτια/ τα φρύδια» σπάει μέσα στον καθρέφτη και «ύστερα/ φάνηκαν πάλι/ τεράστια/ το πρόσωπό μου/ το πρόσωπό της/ παραμορφωμένα/ άγρια ματωμένα/ σαν κινηματογράφος».[53] Το ανδρόγυνο χωρίζεται και εδώ, καθώς «ανεβαίνει φωτεινή ρουκέτα/ στον ουρανό η νύφη/ ο γαμπρός κόλλησε στη γη»[54] και για άλλη μια φορά «ο έρωτας που έκαιγε ψηλά στις καπνοδόχες/ ο έρωτας που έσταζε στου δρόμου το αυλάκι/ ο έρωτας που βογγούσε κάτω απ’ τα πατήματα των παπουτσιών»[55] εξακολουθεί να είναι ένα αδυσώπητο συναίσθημα, από το οποίο το ποιητικό υποκείμενο δεν βρίσκει διαφυγή και λύτρωση στον ουρανό, που πλέον είναι ένας χώρος μολυσμένος: «καθώς πετάνε σφάζουν κι αγκαλιάζονται/ οι αγνές κοπέλες τα ψοφίμια οι σάπιοι/ άνθρωποι/ κάτω από έναν κατουρημένο ουρανό».[56]
Στον Περίπατο (1960) η επιμόλυνση αυτή διαβρώνει όχι μόνο τον ουρανό, αλλά εκδηλώνεται πια ως σύμπτωμα και στο σώμα της αγαπημένης, με το ποιητικό υποκείμενο να διερωτάται «γιατί τ’ ωραίο άσπρο σώμα/ που κρατούσα/ μαύρισε/ και μου έβαψε τα χέρια;»[57] ή να διαπιστώνει εμφατικά ότι «ένα κορίτσι πνίγεται μέσα στο μαύρο/ εγώ ανεβαίνω σ’ έναν ά σ π ρ ο ουρανό/ […] εγώ ανεβαίνω σ’ έναν ά σ π ρ ο ουρανό/ μεσα στο μαύρο πνίγεται ένα κορίτσι». «Στον παλιό δρόμο», ποίημα με την αφιέρωση «Χ. Ν.», αρχικά που υποδεικνύουν την κοπέλα της πρώτης ερωτικής απώλειας,[58] επισφραγίζεται η καταδίκη της ηρωίδας με την αιφνίδια δήλωση: «Ένα θηρίο έφαγε την αγαπημένη μου»,[59] η οποία επιστρέφει εκδικητική στο αμέσως επόμενο ποίημα: «σιγά-σιγά έρχεται εκείνη/ κρατάει στο χέρι ένα μαχαίρι/ με προσοχή με πλησιάζει/ το μπήγει στο δεξί μου μάτι».[60]
Οι αναφορές στην αγαπημένη και στον χαμένο έρωτα υποχωρούν αισθητά στις επόμενες τρεις ποιητικές συλλογές του Σαχτούρη, χωρίς όμως να απουσιάζουν υπαινιγμοί «για το ωραίο τ’ όνειρο/ που χρόνια τώρα κάθε νύχτα/ με βασανίζει μέσ’ στον ύπνο μου/ με βασανίζει κάθε μέρα/ στη ζωή μου».[61] Στα Στίγματα (1962) το ποιητικό υποκείμενο αναστοχάζεται: «όμως αυτά τα δύο σώματα/ αυτές τις δύο ψυχές/ κάποτε σ’ ένα όνειρο τις άγγιξα/ σ’ ένα όνειρο πουλιού ήταν δικές μου»̇[62] διερωτάται: «πώς ήταν πριν απ’ τη γυναίκα;/ πώς ήτανε με τη γυναίκα;»·[63] αναπολεί: «μέσα στον ύπνο/ τραγικά/ μοσχοβολούσαν/ τα μαλλιά της».[64] Και όσο η ονειρική ανάμνηση κλωθογυρίζει, άλλο ένα ερωτευμένο ζευγάρι καταδικάζεται σε βίαιο θάνατο:
[…] Έβλεπα το ζευγάρι
τους ερωτευμένους στο δρόμο
πριν από το θάνατο
και μετά από το θάνατο
όταν ξαφνικά
το λουλούδι
αλλάζει χρώμα
ο ήλιος σκληρά
αλλάζει χρώμα
τώρα μέσα στο σύννεφο
τα χέρια τους μαύρα
και
σ’ άλλη πτώση
τώρα
τα χείλη τους.[65]
Στη Σφραγίδα ή η όγδοη σελήνη (1964) η αγαπημένη επανέρχεται με οικείο τρόπο ως «μια Παναγία/ μαύρη και τυφλή»[66] που παραστέκει το ποιητικό υποκείμενο, όπως και στο Σκεύος (1971), όπου «αναστενάζει η Παναγιά», παρακολουθώντας την προσπάθεια αλλαγής κλίματος, μακριά από τον εφιάλτη που κατατρύχει τους δύο εραστές, μέσα από ένα ακόμη κάλεσμα για λήθη: «έλα, ας ξεχάσουμε/ εγώ το πνιγμένο μου λουλούδι/ εσύ τον πάγο που σε κυνηγά».[67]
Όπως όμως φαίνεται από την επόμενη ποιητική κατάθεση του Σαχτούρη, τα Χρωμοτραύματα (1980), η οποία έρχεται σχεδόν δέκα χρόνια μετά το Σκεύος, και, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά τον στίχο «Αυτά τα λόγια θα τα ξεριζώσει μετά σαράντα χρόνια η λησμονημένη»,[68]
ο έρωτας παραμένει παρών και η μνήμη της λησμονημένης επανέρχεται. Για την ακρίβεια, περνάει πια στο βάθος του ποιητικού υποσυνείδητου και εκπέμπει από εκεί σαν ανάμνηση.[69]
Έτσι, «οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι» συγκαταλέγονται από τον «Ποιητή» στους «Απομείναντες», δηλαδή σε όσους απέμειναν «που δεν είναι κόλαση/ η ζωή τους» και που όσο πάει «και λιγοστεύουν/ λιγοστεύουν»,[70]
γεγονός που κάνει επιτακτική την ευθύνη του να τους εντοπίσει και να τους διασώσει προσεκτικά, αναδεικνύοντας την πολυτιμότητα του ερωτικού αισθήματος.
Παράλληλα, η αγαπημένη γυναικεία φιγούρα ορθώνεται και πάλι μπροστά του: «α, να το κεφάλι σου, αγάπη μου/ πόσα χρόνια είχα να το ιδώ/ α, να το φεγγάρι σου, αγάπη μου/ πόσα χρόνια είχα να του πιάσω το χέρι».[71]
Τελικά όμως χάνεται και το ποιητικό υποκείμενο αναφωνεί: «χάθηκε η αγάπη μου».[72]
Και, πράγματι, «η λησμονημένη» χάνεται «σε ξένους έρωτες σε ξένες χώρες»,[73]
ενώ και στο ποίημα «Η Αγία» από τα Εκτοπλάσματα (1986), το οποίο επίσης είναι αφιερωμένο στη «Χ.», φαίνεται ότι «η Αγία χάθηκε/ κι ούτε που ξαναφάνηκε πια».[74]
Για την ακρίβεια, η αγαπημένη γυναικεία φιγούρα δεν εξαφανίζεται ολοκληρωτικά, αλλά φαίνεται να αποκτά δειλά μια νέα μορφή:
Όταν κλείνω τα μάτια
ξεκινάει από μακριά
η αγαπημένη έρχεται
και με κοιτάζει
όταν σβήνω το φως
έρχεται ο θάνατος και
μου φιλά τα χέρια[75]
Στο τέλος, λοιπόν, των Εκτοπλασμάτων η εικόνα της αγαπημένης αρχίζει και συμφύρεται με την εικόνα του θανάτου. Η μετουσίωση αυτή αποκτά ακόμα πιο ανάγλυφη μορφή στην Καταβύθιση (1990), όπου τόσο η αγαπημένη ηρωίδα όσο και το συναίσθημα του έρωτα ταυτίζονται πλέον με τον θάνατο, που μαγνητίζει όλο και περισσότερο το ποιητικό υποκείμενο. Έτσι, δεν είναι τυχαίοι οι στίχοι: «Εδώ και σαράντα χρόνια/ ο θάνατος στέκει πλάι μου/ είναι μι’ ασπροντυμένη κοπέλα/ κάθε μέρα μου ζυμώνει το ψωμί/ μαντάρει τις κάλτσες/ πού και πού ρίχνει μια κρυφή ματιά/ και με κοιτάζει».[76] Η κατηγορηματική απόφανση «ο Έρωτας είναι ο θάνατος» στον πρώτο στίχο του ποιήματος «Τα νησιά»[77] δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας σχετικά με την ταύτιση, υπέρ της οποίας συνηγορεί ίσως και η αναφορά στο όνομα του Τσεζάρε Παβέζε στο «Ποίημα αφιερωμένο στον φίλο μου Θάνο Κωνσταντινίδη»[78] της συλλογής Έκτοτε (1996), καθώς φέρνει στον νου τον γνωστό στίχο «Ο θάνατος θα ’ρθει και θα χει τα μάτια σου», όπου ο θάνατος επίσης συντροφεύει το ποιητικό υποκείμενο και του προσφέρει λύτρωση μέσα από την καταβύθιση στο σκοτάδι του. Έπειτα, λοιπόν, από μια σειρά περιπετειών η δοκιμασία της αγαπημένης καταλήγει στη σύζευξη του έρωτα με τον θάνατο και το ποιητικό υποκείμενο μένει μετέωρο, αδυνατώντας να προσδιορίσει τη θέση του απέναντι στα δύο αυτά κορυφαία κοσμολογικά συμβάντα, όπως σημειώνει η Δώρα Μέντη.[79]
Στην τελευταία συλλογή του Σαχτούρη, Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998), το μυαλό του ποιητικού υποκειμένου τρίζει «από έρωτες/ από θανάτους/ από ποιήματα»,[80] φανερώνοντας ότι έρωτας, θάνατος και ποίηση έχουν μετατραπεί εντός του σε ένα κράμα που το βασανίζει και από το οποίο δεν κατάφερε να απαλλαγεί. Τα ποιήματα «Η παλιά ιστορία»[81] και «Η κηλίδα»,[82] με τη χαρακτηριστική αφιέρωση «μνήμη Χ. Ν.», επαναφέρουν, ήδη από τους τίτλους τους, «το καταραμένο απόγευμα» και την ερώτηση: «Τι, λοιπόν, αρχίσαμε πάλι τα παλιά;» και φέρνουν ξανά στο προσκήνιο το τραυματικό βίωμα της αιμόπτυσης και του οριστικά χαμένου έρωτα, ζώνοντας έτσι κυκλικά και τελολογικά τη σαχτουρική ποίηση.
Παρακολουθώντας, λοιπόν, την ποιητική διαδρομή του Μίλτου Σαχτούρη από συλλογή σε συλλογή ως ένα συνεχές, σαν να πρόκειται, δηλαδή, για το ίδιο ποίημα εν εξελίξει,[83] διαπιστώνουμε ότι το θέμα του έρωτα όχι μόνο δεν είναι ανύπαρκτο, περιθωριακό ή δευτερεύον, αλλά αποτελεί τη θρυαλλίδα που πυροδοτεί την ποιητική δημιουργία και συνιστά ένα από τα κυρίαρχα και διαρκώς εξελισσόμενα θέματα αυτού του «γκραν γκινιόλ» ποιητικού σύμπαντος, εντός του οποίου, εωσότου ο έρωτας να ταυτιστεί με τον θάνατο, οι εραστές καταδικάζονται σε βίαιο χωρισμό και η αγαπημένη, που τελικά κάθε άλλο παρά λησμονημένη υπήρξε, υπόκειται σε ποικίλες μεταμορφώσεις και αλλεπάλληλα βασανιστήρια. Τέλος, καθώς αφετηριακό και καταληκτικό σημείο συμπίπτουν στην περίπτωση του Σαχτούρη στο τραύμα της ανεκπλήρωτης πρώτης αγάπης, προκύπτει ένας ποιητικός λόγος που διαγράφει το σχήμα ενός κύκλου, ο οποίος αναπτύσσεται γύρω από την κεντρομόλο του έρωτα.
[1] Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ο Μίλτος Σαχτούρης και ο υπερρεαλισμός» στον τόμο Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, Γνώση 1985, σ. 226.
[2] Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος 1997, σσ. 71, 103 και 135.
[3] Βλ. Στέφανος Μπεκατώρος, «Σκηνές από την έκπτωση στην ανάσταση. Μίλτου Σαχτούρη “Ποιήματα (1945-1971)”», περ. Διαβάζω, τχ. 14 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1978) σσ. 65-68.
[4] Βλ. Νόρα Αναγνωστάκη, «Οι “δύσκολοι καιροί” μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη», Μαγικές Εικόνες, Νεφέλη 1980, σσ. 41 και 47.
[5] Μιχ. Γ. Μπακογιάννης, «Ανιχνεύσεις της ιστορικής διάστασης στα Ποιήματα (1945-1971) του Μίλτου Σαχτούρη» [πρωτεύουσα μεταπτυχιακή εργασία], Τομέας Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών, Τμήμα Φιλολογίας ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 27.
[6] Βλ. Δ. Δ. Παπαντωνάκης, Η μορφολογία της σαχτουρικής μεταμόρφωσης, Νεφέλη 2000, σσ. 157-163.
[7] Σχετικά βλ. Μίλτος Σαχτούρης, «Η ποίηση είναι φάρμακο. Συνέντευξη στη Μικέλα Χαρτουλάρη», Τα Νέα, 14.5.1994, σ. 40: «Κατά έναν τρόπο όταν έγραφα ένα ποίημα αισθανόμουν σαν να ήταν μια σεξουαλική πράξη. Ένας ερωτισμός ήταν ο οποίος έβγαινε έτσι».
[8] Δώρα Μέντη, Ο προσωπικός μύθος.
Ένα ερμηνευτικό κλειδί στην ποίηση του Σαχτούρη, Καστανιώτης 2004.
[9] Βλ. Μίλτος Σαχτούρης, Ποιος είναι ο τρελός λαγός. Συνομιλίες, Καστανιώτης 2000, σ. 27.
[10] Ό.π., σ. 106.
[11] «[…] Η Λησμονημένη είναι μια περιπέτεια που πολύ μου στοίχισε. Εκείνη την εποχή αρρώστησα από φυματίωση και εξαφανίστηκα. Η φυματίωση τότε ήταν στίγμα. […] Ναι, σημαδεμένος. Αυτή είναι η Λησμονημένη», ό.π., σ. 27.
[12] «Η δύσκολη Κυριακή» στο Μίλτου Σαχτούρη, Ποιήματα (1945-1971), Κέδρος 1984, σ. 9.
[13] Ό.π., σ. 10.
[14] «Ο πυρετός της χαράς», ό.π., σ. 11. Βλ. και Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, ό.π., σ.129, όπου και η μαρτυρία του ποιητή: «Την πρώτη χρονιά […] πριν σφίξει η Κατοχή, με βρήκε η αρρώστια. Θυμάμαι 5 Νοεμβρίου 1941, έκανα την πρώτη αιμόπτυση. Μέσα σε μια μέρα άλλαξαν όλα […]. Έγραψα τότε το ποίημα “Ο πυρετός της χαράς” στις 20 Νοεμβρίου 1941, δύο βδομάδες ύστερα από την αιμόπτυση, και ύστερα τ’ άλλα. Πολύ αργότερα έζησα το δράμα της. Και τότε συνειδητοποίησα το βάρος που είχε για μένα. Έφτασα μάλιστα να πιστεύω πως χωρίς αυτήν ποτέ δεν θα γινόμουνα ποιητής. Θέλω να πω, τέτοιος που είμαι».
[15] «Ο σωτήρας», ό.π., σσ. 17-18.
[16] Σχετικά βλ. και Δώρα Μέντη, Ο προσωπικός μύθος. Ένα ερμηνευτικό κλειδί στην ποίηση του Σαχτούρη, ό.π., σσ. 21-22.
[17] «Ομορφιά», ό.π., σ. 14.
[18] «Η νύχτα της Λησμονημένης», ό.π., σσ. 24-25.
[19] «Η λησμονημένη», ό.π., σσ. 29-36.
[20] Σχετικά βλ. «Ο Μίλτος Σαχτούρης μιλά στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο», Lifo, 21.3.2014, διαδικτυακά στο: https://www.lifo.gr/various/o-miltos-sahtoyris-mila-ston-stathi-tsagkaroysiano: «Στους πέντε χιλιάδες που αγόρασαν τελευταία τα ποιήματά μου θα υπάρχουν 100-200 άνθρωποι που καταλαβαίνουν, άσχετα από τη μόρφωσή τους. Το έχω ξαναπεί, στο Μαρούσι, προ πολλών ετών, ένας τσαγκάρης με γνώσεις Δ΄ Δημοτικού διάβαζε τη “Λησμονημένη” κι έκλαιγε εξηγώντας μου πως είναι ερωτικό ποίημα – αυτό που είναι από τα πλέον δύσκολά μου».[21] «ΙΙ», ό.π., σ. 32.
[22] «ΙΙΙ», ό.π., σ. 33.
[23] «IV», ό.π., σ. 34.
[24] «V», ό.π., σ. 36.
[25] «Ο αετός», ό.π., σ. 62.
[26] «Ο εφιάλτης», ό.π., σ. 43.
[27] «Η πληγωμένη άνοιξη», ό.π., σ. 40.
[28] «Ο νεκρός της ζωής μας Ιωάννης Βενιαμίν Δ’ Αρκόζι», ό.π., σ. 41.
[29] «Ο δυνατός», ό.π., σ. 56.
[30] «Του θηρίου», ό.π., σ. 83. Σχετικά βλ. Δώρα Μέντη, «“Ο τοτεμισμός” του έρωτα στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη» στο Για τον Σαχτούρη. Κριτικά κείμενα, ό.π., σ. 240.
[31] «Ο βυθός», ό.π., σ. 50.
[32] «Ορυχείο», ό.π., σσ. 53-54.
[33] «Οκτώβριος», ό.π., σ. 96.
[34] «Το πηγάδι», ό.π., σ. 103.
[35] Την παρουσία ζευγαριών ή ακριβέστερα διπόλων διαφορετικού γένους και αρχετυπικής υφής, όπως «η ηρωίδα» και ο «άντρας», «Αυτός» και «Εκείνη», «ο γαμπρός» και «η νύφη», «η κόρη» και «ο ληστής» επισημαίνει και ο Γιάννης Δάλλας. Βλ. Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, ό.π., σ. 103.
[36] «Τα χωρισμένα», ό.π., σ. 51.
[37] «Ο γάμος», ό.π., σ. 59.
[38] «Του πύργου», ό.π., σ. 78.
[39] «Η σκηνή», ό.π., σ. 88.
[40] «Το ανάποδο χελιδόνι», ό.π., σσ. 92-93.
[41] «Ο βοριάς», ό.π., σ. 47.
[42] «Η πόρτα», ό.π., σ. 64.
[43] «Ο ουρανός», ό.π., σ. 57.
[44] «Το σύνθημα», ο.π., σ. 58.
[45] «Η νοσταλγία γυρίζει», ό.π., σ. 94. Βλ. και τους στίχους από το ποίημα «Το φεγγάρι γελάει», όπου και πάλι η γυναίκα και το φεγγάρι διαπλέκονται σε μια ιδιότυπη σχέση: «κλαίει η γυναίκα/ το φεγγάρι γελάει/ τα φεγγάρι κλαίει/ η γυναίκα γελάει», ό.π., σ. 141, καθώς και τα αντικριστά ποιήματα από τη συλλογή Σφραγίδα ή η όγδοη σελήνη με τίτλο «Κυριακή», όπου: «μ’ ένα μαύρο πανί/ μια γυναίκα/ σκεπάζει το φεγγάρι», ό.π., σ. 221 και «Αρπάγη», όπου: «αρπάζειτο κόκκινο/ κορίτσι η βροχή/ μέσα σε μια βαθιά πληγή/ το κρύβει στο φεγγάρι»
[46] «[Γλίστρησε…]», ό.π., σ. 110.
[47] Βλ. και Δώρα Μέντη, Ο προσωπικός μύθος. Ένα ερμηνευτικό κλειδί στην ποίηση του Σαχτούρη, ό.π., σσ. 36-37.
[48] «Πορτοκαλιά», ό.π., σ. 112.
[49] «[Βρέχει…]», ό.π., σ. 113.
[50] «Το μαύρο άστρο», ό.π., σ. 115.
[51] «[Δεν είμαι δέντρο…]», ό.π., σ. 118.
[52] «Χιόνι», ό.π., σ. 145.
[53] «Ιστορία», ό.π., σ. 124.
[54] «Το φεγγάρι γελάει», ό.π., σ. 141.
[55] «Ο χορός», ό.π., σ. 130.
[56] «Κάτω από τον ουρανό», ό.π., σ. 150.
[57] «Γιατί», ό.π., σ. 161.
[58] Αξιοσημείωτο είναι ότι σε κανένα άλλο ποίημα του Σαχτούρη η αφιέρωση δεν γίνεται με κρυπτικό τρόπο, κρατώντας μόνο τα αρχικά του ονόματος. Σχετικά με την αφιέρωση και την ταύτισή της με τη συγκεκριμένη κοπέλα βλ. Χρήστος Μπράβος, «Μίλτου Σαχτούρη, Εκτοπλάσματα», Το Δέντρο, τχ. 33-34 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1987) 21-23. Για τις αφιερώσεις του Σαχτούρη σε διάφορα άτομα, κυρίως καλλιτέχνες μα και άλλα πρόσωπα που άφησαν έντονο στίγμα στη ζωή και το έργο του, βλ. Δ. Ν. Μαρωνίτης, Μίλτος Σαχτούρης: Άνθρωποι-χρώματα-ζώα-μηχανές, Εκδόσεις «Γνώση», 1980, σ. 80 και Άντεια Φραντζή, «Ο Μίλτος Σαχτούρης και η “δεξίωση” των ποιητών», Εντευκτήριο 25 (Χειμώνας 1993-1994) 8-14 [=Για τον Σαχτούρη, ό.π., σσ. 250-259].
[59] «Στον παλιό δρόμο», ό.π., σ. 166.
[60] «Ο σταθμός», ό.π., σ. 168.
[61] «Απόσπασμα από το δικό μου χειμώνα», ό.π., σ. 200.
[62] «Ήταν δικές μου», ό.π., σ. 181.
[63] «Αυτός», ό.π., σ. 183,
[64] «Φυσούσε», ό.π., σ. 191.
[65] «Έβλεπα», ό.π., σ. 197.
[66] «Ασβέστης», ό.π., σ. 215.
[67] «Το χρώμα του πάγου», ό.π., σ. 235.
[68] «V», ό.π., σ. 35.
[69] Βλ. Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, ό.π., σ. 164. Για τη σχέση του Σαχτούρη με τον θάνατο και τη μετατόπιση που συντελείται από το Σκεύος στην Καταβύθιση
βλ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Ο έρωτας είναι ο θάνατος. Μίλτος Σαχτούρης “Καταβύθιση”», Αντί, Β΄ περίοδος, τχ. 462 (22.3.1991) 63 [=Για τον Σαχτούρη. Κριτικά κείμενα, εισαγωγή-ανθολόγηση: Δώρα Μέντη, Λευκωσία, Αιγαίον, 1998, σσ. 215-217].
[70] «Οι απομείναντες» στο Μίλτου Σαχτούρη, Ποιήματα (1980-1998), Κέδρος 2002, σ. 23.
[71] «Τα χέρια ο δίσκος της αγάπης», ό.π., στο σ. 21.
[72] Ό.π.
[73] «Θα ερχόταν εποχή», ό.π., σ. 28.
[74] «Η Αγία», ό.π., σ. 45. Η Αγία, ωστόσο, επανέρχεται στην Καταβύθιση, στο ποίημα «Ο μεγάλος καθρέφτης», όπου συνεχίζεται το μαρτύριό της: «Η αγία όπως και άλλοτε είναι δεμένη πάνω στον τροχό που/ γυρίζει. Τρέχουν τα αίματά της», ό.π., σ. 60.
[75] «Όταν», ό.π., σ. 39.
[76] «Bâtir des châteaux en Espagne», ό.π., σ. 55.
[77] «Τα νησιά», ό.π., σ.66.
[78] «Ποίημα αφιερωμένο στον φίλο μου Θάνο Κωνσταντινίδη», ό.π., σ. 86.
[79] Δώρα Μέντη, Ο προσωπικός μύθος. Ένα ερμηνευτικό κλειδί στην ποίηση του Σαχτούρη, ό.π., σσ. 13 και 19.
[80] «Ο τρελός άνεμος Αγίρ», ό.π., σ. 105.
[81] «Η παλιά ιστορία», ό.π., σ. 104.
[82] «Η κηλίδα», ό.π., σ. 108.
[83] Με αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνεται ο Σαχτούρης το σύνολο της ποιητικής του κατάθεσης, κατά το παλαμικό «το ίδιο τραγούδι πάντα να λες, είτε γελάς είτε κλαις». Βλ. «Ο Μίλτος Σαχτούρης μιλά στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο», ό.π.