Όταν ο Τάσος Γαλάτης συνάντησε τον Μίλτο Σαχτούρη στον κάδο του ρακοσυλλέκτη

Όταν ο Τάσος Γαλάτης συνάντησε τον Μίλτο Σαχτούρη στον κάδο του ρακοσυλλέκτη

Στο γνω­στό δο­κί­μιό της του έτους 1960 για τον Μίλ­το Σα­χτού­ρη[1] η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη (1930-2013) επι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί ανα­λυ­τι­κά και με έμ­φα­ση υπέρ του ποι­η­τή που δια­νύ­ει κα­τά το έτος δη­μο­σί­ευ­σης του δο­κι­μί­ου αυ­τού το 41ο έτος της ζω­ής του και έχει ήδη πί­σω του πέ­ντε (ή έξι, αν συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με τον «Πε­ρί­πα­το» του 1960) συλ­λο­γές, στις οποί­ες έχει ήδη δώ­σει το στίγ­μα του, με το πα­ρα­πά­νω. Οι «Δύ­σκο­λοι Και­ροί» στον τί­τλο του δο­κι­μί­ου εί­ναι, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, το ίδιο το θε­μέ­λιο της επι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας της κρι­τι­κού υπέρ του Σα­χτού­ρη.

Γρά­φει, με­τα­ξύ άλ­λων, η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη: «Η φα­ντα­σία χω­ρίς ζω­ι­κές ρί­ζες –χω­ρίς πό­νο- δεν εί­ναι καν άν­θος θερ­μο­κη­πί­ου. Εί­ναι μια θλι­βε­ρή απο­μί­μη­ση μιας δή­θεν πιο πλού­σιας ζω­ής, κά­τι σαν τα ψεύ­τι­κα λου­λού­δια από χαρ­τί ή από πλα­στι­κή ύλη.»

Κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς ότι το ζή­τη­μά της δεν εί­ναι μό­νο ή δεν εί­ναι κυ­ρί­ως να μι­λή­σει θε­τι­κά για την ποί­η­ση του Σ., όσο, με αφορ­μή αυ­τήν, να στρέ­ψει τα βέ­λη της ενα­ντί­ον μιας άλ­λης ποί­η­σης- άρα­γε ποιάς; «Όλο το πα­ρά­λο­γο στην ποί­η­ση του Σ. στη­ρί­ζε­ται στο υλι­κό της αλή­θειας. Σπά­νια χρη­σι­μο­ποιεί­ται με τους αχα­λί­νω­τους τρό­πους ενός ανερ­μά­τι­στου υπο­συ­νεί­δη­του», γρά­φει αμέ­σως πιο κά­τω και η μομ­φή σε βά­ρος κά­ποιων, ίσως των «κα­θα­ρών» υπερ­ρε­α­λι­στών, δύ­σκο­λα κρύ­βε­ται. Την πλη­ρώ­νει το καη­μέ­νο το «υπο­συ­νεί­δη­το» που οφεί­λει, κα­θώς φαί­νε­ται, να έχει έρ­μα, ενώ το «πα­ρά­λο­γο» οφεί­λει, με τη σει­ρά του, να στη­ρί­ζε­ται «στο υλι­κό της αλή­θειας». Μα­κά­ριοι και­ροί, από την άπο­ψη αυ­τή, και μα­κά­ριοι άν­θρω­ποι που εί­χαν τέ­τοια με­γά­λη βε­βαιό­τη­τα για την αλή­θεια και μά­λι­στα για το «υλι­κό» της. Κα­τ’ αντι­πα­ρά­θε­ση προς κά­τι άλ­λους, κά­τι αχα­λί­νω­τους, κά­τι ανερ­μά­τι­στους, επαι­νεί­ται εδώ προ­πά­ντων ο Σα­χτού­ρης.

Πραγ­μα­το­ποιεί η Ανα­γνω­στά­κη, και μα­ζί με αυ­τήν μια ολό­κλη­ρη γε­νιά κρι­τι­κών, γραμ­μα­το­λό­γων και ποι­η­τών μια στρο­φή και χρη­σι­μο­ποιεί τον Σα­χτού­ρη στην με­τα­πο­λε­μι­κή-με­τεμ­φυ­λια­κή συν­θή­κη, για να την φέ­ρει σε πέ­ρας κα­τά κά­ποιον τρό­πο αναί­μα­κτα; Σε τί έγκει­ται αυ­τή η στρο­φή; Εί­ναι ίσως ένα πέ­ρα­σμα ανά­με­σα σε Συ­μπλη­γά­δες. Από τη μια η βα­ριά σκιά της Γε­νιάς του 30 που, με όλη την αγά­πη και τον σε­βα­σμό που μπο­ρεί να της έχει κα­νείς εί­ναι φυ­σι­κό και δί­καιο να θέ­λει, τριά­ντα χρό­νια με­τά, να την αμ­φι­σβη­τή­σει. Από την άλ­λη η στρα­τευ­μέ­νη ποί­η­ση, η ποί­η­ση της Αρι­στε­ράς, που δεν μπο­ρεί ού­τε αυ­τή να χω­ρέ­σει ού­τε καν το προ­α­νά­κρου­σμα της με­τα­πο­λε­μι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης. Η Ανα­γνω­στά­κη σκύ­βει πά­νω από τον Σα­χτού­ρη ενώ στον αέ­ρα μυ­ρί­ζει μια άλ­λου εί­δους επα­νά­στα­ση, εκεί­νη που έρ­χε­ται με τη δε­κα­ε­τία που ανα­τέλ­λει. Ο Σα­χτού­ρης εξυ­πη­ρε­τεί: μπο­ρεί να εκ­φρά­σει έναν διά­χυ­το θυ­μό, συ­γκρού­ε­ται κα­τά τη μορ­φή και το πε­ριε­χό­με­νο με την κα­θε­στη­κυία ποι­η­τι­κή τά­ξη αλ­λά και με την ποί­η­ση που έχει μπει στον ζυ­γό της ιδε­ο­λο­γί­ας και της πο­λι­τι­κής στό­χευ­σης. Το αν εί­ναι ή όχι κα­λός ποι­η­τής δεν φαί­νε­ται να απα­σχο­λεί πραγ­μα­τι­κά την κρι­τι­κό. Εί­ναι όμως ένα εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό ζή­τη­μα να υπη­ρε­τείς προ­γραμ­μα­τι­κά την ανά­γκη μιας αλ­λα­γής και άλ­λο η κα­λή ποί­η­ση και οι δι­κές της απαι­τή­σεις. Ας δού­με πιο προ­σε­χτι­κά το κεί­με­νο της Ν.Α.  

Του απο­σπά­σμα­τος που προη­γή­θη­κε πε­ρί τους «αχα­λί­νω­τους τρό­πους ενός ανερ­μά­τι­στου υπο­συ­νεί­δη­του», έπε­ται μια αντόρ­νια μάλ­λον πα­ρά­γρα­φος, για να θυ­μη­θού­με και το πρό­σφα­το βι­βλίο της Αγ­γέ­λας Γιώ­τη[2] που προ­τεί­νει την αρ­νη­τι­κή δια­λε­κτι­κή του γνω­στού φι­λο­σό­φου για να συ­γκρο­τή­σει μιαν ει­δι­κής χροιάς μα­χη­τι­κή με­τα­πο­λε­μι­κό­τη­τα στην ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση. Η Ανα­γνω­στά­κη υπο­στη­ρί­ζει ότι συ­ντε­λέ­στη­κε μια πλή­ρης σχε­δόν απα­ξί­ω­ση της ζω­ής μέ­σω του πο­λέ­μου, του Άου­σβιτς και του Εμ­φυ­λί­ου που προη­γή­θη­καν και αυ­τό δεν μπο­ρεί πα­ρά να έχει συ­νέ­πειες και για την ποί­η­ση: «Τι απο­μέ­νει ή τι μοιά­ζει με κεί­να που μας δί­δα­ξαν οι πα­λαιό­τε­ροι; Η ζωή η δι­κή μας υπήρ­ξε ένα θλι­βε­ρό πα­νό­ρα­μα εξα­θλί­ω­σης και απαν­θρω­πί­ας. Η αν­θρώ­πι­νη ζωή έγι­νε άθυρ­μα στα χέ­ρια των ισχυ­ρών. Οι προ­σω­πι­κό­τη­τες, και μα­ζί τους όλοι μας, φι­γού­ρες ενός θε­ά­τρου σκιών. Όλα έγι­ναν αγώ­νας και κά­μα­τος και θλί­ψη κι’ ένα προ­αί­σθη­μα κα­κού που μας κλέ­βει κά­θε διά­θε­ση άδο­λης χα­ράς. Οι αξί­ες που δεν γνω­ρί­σα­με κα­τα­λύ­ο­νται. Ο μύ­θος του «αιώ­νιου» αν­θρώ­που κα­τα­κερ­μα­τί­ζε­ται σε πο­λύ­ε­δρα θρύ­ψαλ­λα.»

Εί­ναι φα­νε­ρό ότι, δί­χως να το λέ­ει ρη­τά, η κρι­τι­κός θέ­τει υπό αμ­φι­σβή­τη­ση την ποί­η­ση (την τέ­χνη) που άν­θι­σε πριν συμ­βούν όλα αυ­τά (ο πό­λε­μος, τα στρα­τό­πε­δα, ο εμ­φύ­λιος) και που συ­νε­χί­ζει σαν να μη συ­νέ­βη­σαν, σαν να μην έγι­νε τί­πο­τα. Τη χω­ρί­ζει μια δε­κα­ε­τία από την κα­τά Αντόρ­νο ρή­ση πε­ρί βαρ­βα­ρό­τη­τας της με­τά το Άου­σβιτς συγ­γρα­φής ποί­η­σης και δύο γε­μά­τες από τον Μπρε­χτ, όταν ο τε­λευ­ταί­ος έγρα­φε «μια ρί­μα στο τρα­γού­δι μου/ θα μου φαι­νό­τα­νε σχε­δόν σαν κο­μπα­σμός».[3] Ίσως μά­λι­στα ο τί­τλος του μπρε­χτι­κού ποι­ή­μα­τος, που σε μια πιο ελεύ­θε­ρη από­δο­ση θα μπο­ρού­σε να εί­ναι «Δύ­σκο­λοι και­ροί για την ποί­η­ση», να δα­νεί­ζει τον τί­τλο στο δο­κί­μιο της Ανα­γνω­στά­κη, που βά­ζει το δι­κό της «Δύ­σκο­λοι και­ροί» εντός ει­σα­γω­γι­κών. Δεν έχω, την ώρα που γρά­φε­ται το ση­μεί­ω­μα αυ­τό, υπό­ψιν μου τις με­τα­φρά­σεις του Μπρε­χτ από τον Σα­χτού­ρη, κά­τι που θα άξι­ζε τον κό­πο να ερευ­νη­θεί.

Η ποί­η­ση συ­νέ­χι­σε, πά­ντως, να γρά­φε­ται πα­ρά τον Αντόρ­νο, με ρί­μες ή χω­ρίς, και με αντι­κεί­με­νο τη φύ­ση και τον έρω­τα, πα­ρά τον Μπρε­χτ. Και αν η Ανα­γνω­στά­κη ήδη μά­χε­ται το 1960 υπέρ μιας δια­φο­ρε­τι­κού ύφους και τρό­που ποί­η­σης, όπως αυ­τή του Σα­χτού­ρη, με βά­ση τα όσα εκ­θέ­τει στο δο­κί­μιο αυ­τό, το ζη­τού­με­νό της εί­ναι, διαι­σθά­νο­μαι, βα­θύ­τε­ρο.

«Απο­τέ­λε­σμα της τέ­χνης εί­ναι η  ε μ β α θ ύ ν ο υ σ α   έ ξ α ρ σ η». Αυ­τή και μό­νη μπο­ρεί να δώ­σει στην αν­θρώ­πι­νη ψυ­χή ώθη­ση για ένα πα­ρα­πά­νω βή­μα.»

Άρα­γε η έξαρ­ση της προ­πο­λε­μι­κής ποί­η­σης κα­τη­γο­ρεί­ται εδώ έμ­με­σα για ρη­χό­τη­τα;

Και ποιό εί­ναι ακρι­βώς το στοι­χείο που προσ­δί­δει στην έξαρ­ση την ιδιό­τη­τα της «εμ­βα­θύ­νου­σας»;

Αμέ­σως πιο κά­τω συ­σχε­τί­ζει η Ανα­γνω­στά­κη στί­χους του Σα­χτού­ρη με τον ακραίο ρε­α­λι­σμό της Χι­ρο­σί­μα και των «Χι­τλε­ρι­κών στρα­το­πέ­δων συ­γκέ­ντρω­σης», κά­νο­ντας λό­γο για «απί­θα­νες πα­ρα­στά­σεις δια­στρέ­βλω­σης του αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος και – ανα­πό­φευ­κτα – και της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χής

Τα ακραία αυ­τά γε­γο­νό­τα μοιά­ζει να εί­ναι το «υλι­κό της αλή­θειας», που τρο­φο­δο­τεί την ποί­η­ση του Σα­χτού­ρη, νο­μι­μο­ποιώ­ντας μά­λι­στα τη συ­γκε­κρι­μέ­νη μορ­φή που η ποί­η­ση αυ­τή προ­σλαμ­βά­νει.

Πολ­λά μπαί­νει κα­νείς στον πει­ρα­σμό να σκε­φθεί υπό το πρί­σμα των ση­με­ρι­νών επι­γνώ­σε­ών μας για τις από­ψεις που δια­τύ­πω­νε η κρι­τι­κός το μα­κρι­νό 1960. Νο­μί­ζω ότι όσοι και όσες στις μέ­ρες μας εξα­κο­λου­θούν να υπε­ρα­σπί­ζο­νται μια ποί­η­ση άμε­σα, κυ­ρί­ως όμως έμ­με­σα, ερ­γα­λειο­ποι­η­μέ­νη από κά­ποιαν ιστο­ρι­κή ανα­γκαιό­τη­τα (και όχι μια ποί­η­ση που επι­χει­ρεί να συν­διαλ­λα­γεί δια­λε­κτι­κά και με έναν βαθ­μό αυ­το­νο­μί­ας με την Ιστο­ρία), κυ­ρί­ως όμως όσες και όσοι «πα­τούν» επά­νω στην επί­κλη­ση μιας υπη­ρε­τού­με­νης «αλή­θειας» για να συ­νά­γουν έναν ορι­σμέ­νο ποι­η­τι­κό τρό­πο, θα μπο­ρέ­σουν να κα­τα­πιούν αμά­ση­τη την Ανα­γνω­στά­κη του 1960.

Αν έπρε­πε πά­ντως να απα­ντη­θεί πο­λύ γρή­γο­ρα η θέ­ση της Ν.Α., και να ασκη­θεί με αυ­τό τον τρό­πο μια κρι­τι­κή και στον Μίλ­το Σα­χτού­ρη, θα αρ­κού­σε για τον σκο­πό αυ­τό να επι­κα­λε­στεί κα­νείς τα πε­ρί­που συ­γκαι­ρι­νά ποι­η­τι­κά επι­τεύγ­μα­τα του ομο­τέ­χνου και φί­λου του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου. Το γρά­φω αυ­τό επει­δή συ­χνά, δια­βά­ζο­ντας τον Σα­χτού­ρη, σκέ­φτο­μαι σχε­δόν αυ­θόρ­μη­τα: κά­τι τέ­τοιο θα το έγρα­φε ίσως και ο Εγ­γο­νό­που­λος, αλ­λά πό­σο πιο εκλε­πτυ­σμέ­να, πό­σο πιο ποι­η­τι­κά, πό­σο πιο χα­ρι­τω­μέ­να! Θα πα­ρα­πέμ­ψω εδώ, αντί άλ­λων, στο «Ποί­η­ση 1948» του Ν.Ε. Εί­ναι ένας άλ­λος ποι­η­τι­κός τρό­πος, που πλη­ροί, νο­μί­ζω, με το πα­ρα­πά­νω, τα ζη­τού­με­να της Ν.Α. Αλ­λά πό­σο πιο κομ­ψά από τον Σα­χτού­ρη.

Αυ­τό με οδη­γεί, επί­σης, να σκε­φθώ: ο Σα­χτού­ρης γρά­φει έτσι όχι επει­δή τα σώ­μα­τα και οι ψυ­χές έχουν ακρω­τη­ρια­στεί με αυ­τό τον συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο στη φρί­κη των πο­λέ­μων και των στρα­το­πέ­δων, αλ­λά επει­δή αυ­τή εί­ναι η ποι­η­τι­κή του ιδιο­συ­γκρα­σία. Όχι επει­δή εί­ναι τέ­τοια η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αλ­λά επει­δή έτσι επι­λέ­γει αυ­τός να συ­νο­μι­λή­σει μα­ζί της. Τον θε­ω­ρώ, πά­ντως, για να εξη­γού­μαι, αθώο. Αυ­τό του άρε­σε, αυ­τό μπό­ρε­σε.

Θα μπο­ρού­σα­με να τον σκε­φθού­με σαν έναν Γιό­ζεφ Μπόις της ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης; Εν­δε­χο­μέ­νως ναι – αλ­λά πό­σο μα­κριά μπο­ρεί να οδη­γή­σει την τέ­χνη αυ­τού του εί­δους η «ντο­κου­με­ντο­ποί­η­σή της»; Φυ­σι­κά, αυ­τή δεν εί­ναι μια συ­ζή­τη­ση που μπο­ρεί να εξα­ντλη­θεί στο πα­ρόν ση­μεί­ω­μα. Ας δού­με λί­γο ακό­μη την Ανα­γνω­στά­κη.

Τεκ­μη­ριώ­νει, στο ίδιο πά­ντα κεί­με­νο, τη θέ­ση της με συ­γκε­κρι­μέ­νες ανα­φο­ρές στα ποι­ή­μα­τα. Σχο­λιά­ζο­ντας τον «Τρε­λό Λα­γό» επι­ση­μαί­νει: «Ο έντρο­μος ρυθ­μός του κό­σμου που δια­θλά­ται μέ­σα από ένα ζω­ντα­νό πλά­σμα και το δια­περ­νά με κρα­δα­σμούς ηλε­κτρι­κών εκ­κε­νώ­σε­ων. Φαρ­μα­κω­μέ­νο και κα­τα­διω­κό­με­νο ζώο ο άν­θρω­πος, και ρυθ­μός ζω­ής ο πα­νι­κός της αγω­νί­ας του.» Αφού συ­γκρί­νει, μά­λι­στα, τον «Τρε­λό Λα­γό» με την «Τρε­λή Ρο­διά» του Ελύ­τη επι­ση­μαί­νει πως βε­βαί­ως το ένα εί­ναι προ­πο­λε­μι­κό και το άλ­λο με­τα­πο­λε­μι­κό ποί­η­μα, και αυ­τό παί­ζει τον ρό­λο του, ωστό­σο κα­τά τη γνώ­μη της η θε­με­λιώ­δης δια­φο­ρά έγκει­ται στην δια­φο­ρε­τι­κή ποι­η­τι­κή ιδιο­συ­γκρα­σία, όχι στη δια­φο­ρε­τι­κή επο­χή. Να μια ση­μα­ντι­κή, εκ μέ­ρους της, πα­ρα­δο­χή, που πο­λύ φο­βά­μαι ότι υπο­νο­μεύ­ει ταυ­τό­χρο­να όλο της το εγ­χεί­ρη­μα.

«Τι εί­ναι αυ­τό που κά­νει τον ποι­η­τή και παίρ­νει μια τό­σο από­λυ­τη θέ­ση αμύ­νης απέ­να­ντι στα πράγ­μα­τα; Ο Σα­χτού­ρης πι­στεύ­ει, κι ίσως σ’ αυ­τό στη­ρί­ζε­ται όλη η ποί­η­σή του, πως  ό λ α  σ ή μ ε ρ α  μ ε τ α σ τ ο ι χ ε ι ώ ν ο ν τ α ι σε ση­μείο που να μη μπο­ρού­με πια να τα ανα­γνω­ρί­σου­με πα­ρά με τη μέ­θο­δο της πα­ρα­ποί­η­σης ή της αντι­στρο­φής. Πι­στεύ­ει πως όλα έχουν απο­κτή­σει το επι­κίν­δυ­νο ύφος τα απρό­σμε­νης με­τα­στρο­φής σα να αλ­λά­ζουν μπρος στα αθώα μας μά­τια απί­θα­νες μά­σκες. Δεν εμπι­στεύ­ε­ται πια τί­πο­τα: το αγα­θό γί­νε­ται δαι­μο­νια­κό· το απλό-γρί­φος· το κα­κό -αθώο. Τί­πο­τα δεν μπο­ρεί να πει πως το ξέ­ρει. Αγνο­εί τι όψη ή τι δό­ντια θα του δεί­ξει. Κά­θε αξία κα­ταρ­ρέ­ει και στη θέ­ση της ανα­δύ­ε­ται ένας τε­ρα­τώ­δης συν­δυα­σμός που κα­τα­σα­τυ­ρί­ζει την πρω­ταρ­χι­κή του υπό­στα­ση και μας τρο­μο­κρα­τεί όπως τα τζί­νια και οι αφρίτ στα πα­ρα­μύ­θια της Χα­λι­μάς.

Όλα έχουν ανα­πο­δο­γυ­ρί­σει τα πά­νω-κά­τω. Η τά­ξη των πραγ­μά­των που ξέ­ρα­με έχει ανα­τρα­πεί συ­θέ­με­λα. Μ’ αυ­τά τα πα­ρά­λο­γα λό­για αυ­τή η τρο­με­ρή αλή­θεια λέ­γε­ται.

Κ’ η πεμ­πτου­σία αυ­τής της αλή­θειας, όπως δί­νε­ται στο κα­τα­πλη­κτι­κό ποί­η­μα «Η Απο­κρηά». Η κα­τά­λυ­ση κά­θε εορ­τα­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα σ’ ό,τι ο άν­θρω­πος συ­νή­θι­σε να πι­στεύ­ει σαν απο­κο­ρύ­φω­ση της ανέ­με­λης χα­ράς: τη γιορ­τή της Απο­κρηάς. Σ’ αυ­τή τη γιορ­τή συ­νή­θως όλοι   μ ε τ α μ φ ι έ ζ ο ν τ α ι. Ο Σα­χτού­ρης με­ταμ­φιέ­ζει α υ τ ή  τ η ν  ί δ ι α  τ η  γ ι ο ρ τ ή  από εορ­τα­στι­κή σε επι­κή­δεια:»

Ακο­λου­θεί η πα­ρά­θε­ση του γνω­στού ποι­ή­μα­τος του Σα­χτού­ρη:


Η αποκριά

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                                                        η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους

                                                        που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν
φάλαγγες στρατιώτες έν δυο
έν δυο με παγωμένα δόντια
Το βράδυ βρήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                                                        η αποκριά


«Η με­ταμ­φί­ε­ση που κά­νει ο ποι­η­τής στην «Απο­κρηά» εί­ναι πα­ρα­πλα­νη­τι­κή. Η «μά­σκα» της «απο­κρηάς» του εί­ναι η ίδια η ζωή όπως τη βλέ­πει εκεί­νος.» γρά­φει η Ανα­γνω­στά­κη.

«Η πεμ­πτου­σία της αλή­θειας» εί­ναι ήδη μια άκρως προ­πο­λε­μι­κή προσ­δο­κία και ο Σα­χτού­ρης φορ­τώ­νε­ται άβο­λα την υπερ­βο­λι­κή απο­στο­λή να τη δια­τυ­πώ­σει υπό το πρό­σχη­μα και με το τέ­χνα­σμα της αντι­στρο­φής. Εί­ναι, το επα­να­λαμ­βά­νω, στα μά­τια μου αθώ­ος. Αυ­τοί ωστό­σο που τον ανα­γο­ρεύ­ουν σπου­δαίο την επο­χή που γρά­φει ο Εγ­γο­νό­που­λος, εξα­κο­λου­θεί να γρά­φει ο Σε­φέ­ρης, εξα­κο­λου­θεί να γρά­φει η Ζωή Κα­ρέλ­λη και ανα­δύ­ε­ται ο Λε­ο­ντά­ρης, ενώ σε μιαν άλ­λη γλώσ­σα, βγαλ­μέ­νος από τα σπλά­χνα των στρα­το­πέ­δων, κα­τα­θέ­τει σπου­δαία ποί­η­ση ο Πά­ουλ Τσέ­λαν, σε μιαν άλ­λη χώ­ρα γρά­φει οιο­νεί αλυ­σο­δε­μέ­νος αρι­στουρ­γή­μα­τα ο Χέρ­μπερτ, με κά­νουν κα­χύ­πο­πτη.

Πέ­ρα από το ζή­τη­μα της ερ­γα­λειο­ποί­η­σης της ποί­η­σης για να εξυ­πη­ρε­τή­σει (με τρό­πο ιστο­ρι­κά μάλ­λον πα­ρά καλ­λι­τε­χνι­κά ανα­γκαίο) κά­ποια «αλή­θεια» - ιστο­ρι­κή, όχι φι­λο­σο­φι­κή ή υπαρ­ξια­κή ή ψυ­χο­λο­γι­κή - και μά­λι­στα την πεμ­πτου­σία της (!), υπάρ­χει μια ακό­μη συ­νέ­πεια της στά­σης που υιο­θε­τή­θη­κε κα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο από την Ν.Α., ανα­γο­ρεύ­ο­ντας στον Σ. σε κά­τι τό­σο ση­μα­ντι­κό. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ολό­κλη­ρες γε­νιές ποι­η­τών και ανα­γνω­στών γα­λου­χή­θη­καν έκτο­τε και γα­λου­χού­νται εν μέ­ρει ακό­μα και σή­με­ρα με την πε­ποί­θη­ση ότι ένα σκο­τει­νό ρε­α­λι­στι­κό υπό­βα­θρο και με­ρι­κές ελ­λει­πτι­κά δια­τυ­πω­μέ­νες ει­κό­νες, με κα­τερ­γα­σία κά­πως χο­ντρο­κομ­μέ­νη και ατμό­σφαι­ρα δυ­σοί­ω­νη ή πει­σι­θά­να­τη αρ­κούν για να έχου­με ποί­η­ση και μά­λι­στα κα­λή. Φτά­νει τα ποι­ή­μα­τα να αντα­πο­κρί­νο­νται σε κά­ποιο «υλι­κό αλή­θειας» και να μην προ­δί­δουν «ανερ­μά­τι­στο ασυ­νεί­δη­το».

Ας κρα­τού­σαν του­λά­χι­στον όσοι πρε­σβεύ­ουν τέ­τοιες ιδέ­ες από τον Σα­χτού­ρη το κά­ποιο παι­χνί­δι­σμα που εμπε­ριέ­χει σε άλ­λα ση­μεία το έρ­γο του, το κά­ποιο χιού­μορ, τη στυ­φά­δα. Αλ­λά όχι, έπρε­πε να προ­κρι­θεί η δρα­μα­τι­κό­τη­τα, και μά­λι­στα εν ονό­μα­τι της «αλή­θειας». Κά­πως έτσι ή πε­ρί­που έτσι έφτα­σε να θε­ω­ρεί­ται η μάλ­λον απλοϊ­κή «Απο­κριά» του κα­τάλ­λη­λο ποί­η­μα για να συ­ζη­τή­σουν οι ση­με­ρι­νοί μα­θη­τές του Λυ­κεί­ου τον Εμ­φύ­λιο[4].

Και κά­που εκεί, ίσως, ένας άλ­λος ποι­η­τής, κα­θό­λου υπερ­ρε­α­λί­ζων αλ­λά οπωσ­δή­πο­τε με­τα­πο­λε­μι­κός, ο Τά­σος Γα­λά­της (γεν. 1937), που υπη­ρέ­τη­σε και ως φι­λό­λο­γος στη Μέ­ση Εκ­παί­δευ­ση, συ­να­ντή­θη­κε κι αυ­τός με την σα­χτου­ρι­κή «Απο­κριά». Στο ποί­η­μα «Τα βρά­δια», που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη συλ­λο­γή Νυ­χτε­ρι­νή Οξυ­γρα­φία[5] ο Γα­λά­της γρά­φει:

«Νω­ρίς τα βρά­δια
πριν πε­ρά­σου­νε τ’ απορ­ριμ­μα­το­φό­ρα
μπο­ρεί­τε να με βρεί­τε βρέ­ξει χιο­νί­σει
να σκα­λί­ζω τους κά­δους με την επι­μέ­λεια ρα­κο­συλ­λέ­κτη
ψά­χνο­ντας, δεν ξέ­ρω τί ψά­χνο­ντας μέ­σα στα σκου­πί­δια
όχι βέ­βαια για να ’βρω τους πα­λιούς μου ήρω­ες
Κα­τσα­ντω­ναί­ους, Κο­λο­κο­τρω­ναί­ους, κα­πε­τάν Απέ­θα­ντους
αυ­τοί έχουν θα­φτεί πα­ντο­τι­νά στη χω­μα­τε­ρή του νυν αιώ­νος
αντά­μα με τις χάρ­τι­νες σκιές του Μί­μα­ρου
και την Κα­λο­γραί­ζα του ’45
τα εμ­βα­τή­ρια, τα χω­νιά, τα οδο­φράγ­μα­τα
κι εκεί­νες τις πο­λύ­χρω­μες ση­μαί­ες
που γιόρ­τα­ζαν τη λευ­τε­ριά·
για την απο­κριά σας λέω του Σα­χτού­ρη...»

Το βράδυ βρήκε το φεγγάρι / αποκριάτικο / γεμάτο μίσος το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα / μαχαιρωμένο

Άρα­γε η έκ­δη­λη ει­ρω­νία του Γα­λά­τη αφο­ρά (μό­νο) το πα­λαιό­τε­ρο ποί­η­μα ή και την πρό­σλη­ψη και την χρή­ση του; Όλα όσα ψά­χνει το ποι­η­τι­κό εγώ «με την επι­μέ­λεια ρα­κο­συλ­λέ­κτη» – μο­τί­βο, άλ­λω­στε, αγα­πη­τό στην ποί­η­ση του Γα­λά­τη – γί­να­νε σε έναν άλ­λο κό­σμο, όπως και η κα­τά Σα­χτού­ρη «Απο­κριά». Γί­να­νε, θά­φτη­καν και πα­ρα­μέ­νουν ασφα­λώς αθά­να­τα, αφού γύ­ρω από αυ­τά πε­ρι­στρέ­φε­ται εμ­μο­νι­κά με­γά­λο μέ­ρος της ποί­η­σης του Γα­λά­τη, διεκ­δι­κώ­ντας με τη σει­ρά του έναν χα­ρα­κτή­ρα ποί­η­σης-ντο­κου­μέ­ντου. Η δια­φο­ρά εί­ναι πως στα ποι­ή­μα­τα του Γα­λά­τη το ποι­η­τι­κό εγώ, χω­ρίς να εξω­ρα­ΐ­ζει, μοιά­ζει να νο­σταλ­γεί ακό­μη και τα χρό­νια της εμ­φύ­λιας σύρ­ρα­ξης. Όλα τού­τα τα φρι­κτά και τα απαί­σια, που με τον ιδιαί­τε­ρο, υπερ­ρε­α­λι­στι­κό τρό­πο του (αλ­λά όχι του ανερ­μά­τι­στου υπο­συ­νεί­δη­του!), σκη­νο­θε­τεί και διε­κτρα­γω­δεί ο Σα­χτού­ρης, ο ρα­κο­συλ­λέ­κτης του Γα­λά­τη τα ανα­ζη­τά, μά­ταια μεν αλ­λά και με επι­μέ­λεια.

Άλ­λα ποι­ή­μα­τα του Γα­λά­τη, της ίδιας ενό­τη­τας, ανα­φέ­ρο­νται επί­σης, ρη­τά μά­λι­στα, στον Εμ­φύ­λιο, με την καυ­τε­ρή νο­σταλ­γία της παι­δι­κής ηλι­κί­ας, της ονει­ρι­κής, πα­ρα­δεί­σιας μή­τρας. Έτσι τε­λειώ­νει το ποί­η­μα «Βε­ζυ­ρο­πού­λες»:

«Τί σπουρ­γί­τια, Θε μου, τα ξη­με­ρώ­μα­τα, οι δε­κα­ο­χτού­ρες,
τα κο­τσύ­φια
κι όταν ασή­μι στά­ζου­νε οι γει­το­νιές στο φεγ­γα­ρό­φω­το
τί μά­γκες βγαί­νουν για σερ­γιά­νι, τί ρε­μπέ­τες.
Πώς λα­μπά­δια­ζαν με το τρα­γού­δι τους την Κα­λο­γραί­ζα
του εμ­φύ­λιου
τη φτω­χο­μά­να του χα­μού και της σφα­γής

Αυ­τό κι αν εί­ναι αντι­στρο­φή του κλί­μα­τος. Να πε­ρι­γρά­φεις με λυ­ρι­κό εν­θου­σια­σμό, με συ­γκί­νη­ση και γλα­φυ­ρό­τη­τα την Κα­λο­γραί­ζα του Εμ­φύ­λιου, τον Εμ­φύ­λιο ολό­κλη­ρο δη­λα­δή. Ολό­κλη­ρη η συ­γκε­κρι­μέ­νη ενό­τη­τα με τί­τλο «Οι σκιές» της συλ­λο­γής αυ­τής του Γα­λά­τη αξί­ζει να με­λε­τη­θεί σε βά­θος, ει­δι­κά ως προς τον τρό­πο που απη­χεί την εμ­φυ­λια­κή εμπει­ρία, με την πέ­να γε­ρά ρι­ζω­μέ­νη στο πα­ρόν (στον κά­δο, δη­λα­δή, των απορ­ριμ­μά­των....).

Εκεί, τώ­ρα, που έβλε­πε ο πα­λαιός ποι­η­τής έναν εφιαλ­τι­κό κό­σμο μιας αντε­στραμ­μέ­νης γιορ­τής, ο νε­ό­τε­ρος βλέ­πει, κοι­τώ­ντας προς τα πί­σω, ένα αλη­θι­νό πα­νη­γύ­ρι, με τους μυ­θι­κούς του ήρω­ες, τις πε­ρί­φη­μες φι­γού­ρες του θε­ά­τρου σκιών και τον κα­ρα­γκιο­ζο­παί­χτη τους, τις πο­λύ­χρω­μες ση­μαί­ες (μια σα­φής ανα­φο­ρά στο σύ­νο­λο των με­ρών που ενε­πλά­κη­σαν στον Εμ­φύ­λιο) αλ­λά και στον τό­πο (Κα­λο­γραί­ζα) και τον χρό­νο (1945), που ση­μαί­νο­νται από τους πα­νη­γυ­ρι­σμούς και τα γλέ­ντια, από μια διά­χυ­τη τρέ­λα και ευ­φο­ρία για την απε­λευ­θέ­ρω­ση και ας έχει ήδη προη­γη­θεί η εμ­φυ­λια­κή σκιά του Δε­κεμ­βρί­ου 1944. Η ατμό­σφαι­ρα εμπε­ριέ­χει όλη της την εκρη­κτι­κή αντί­φα­ση: εμ­βα­τή­ρια, χω­νιά, οδο­φράγ­μα­τα. Μπο­ρού­με άρα­γε να αντι­στοι­χή­σου­με τα εμ­βα­τή­ρια στην κυ­βερ­νη­τι­κή πλευ­ρά, τα χω­νιά στους αντάρ­τες του ΕΛΑΣ και τα οδο­φράγ­μα­τα στη γραμ­μή πυ­ρός που τους χώ­ρι­σε;

Όπου ο Σα­χτού­ρης, γρά­φο­ντας στον άμε­σο από­η­χο των γε­γο­νό­των, έβλε­πε νε­κρά παι­διά, μα­χαι­ρω­μέ­να φεγ­γά­ρια και από­κο­σμες γιορ­τές, ο Γα­λά­της θυ­μά­ται, γρά­φο­ντας με με­γά­λη από­στα­ση από τα γε­γο­νό­τα, απλώς και μό­νο το υλι­κό όχι μιας αλή­θειας αλ­λά μιας (παι­δι­κής) ηλι­κί­ας. Να θυ­μί­σου­με εδώ τον Ρίλ­κε; «Τέ­χνη εί­ναι παι­δι­κή ηλι­κία». Στο πα­λαιό ποί­η­μα, του Σα­χτού­ρη, το κα­κό «πα­γώ­νει» στον χρό­νο με τη βο­ή­θεια της ποί­η­σης. Στο πρό­σφα­το ποί­η­μα, το κα­κό έχει σα­ρω­θεί μα­ζί με το κα­λό από την Ιστο­ρία. Κεί­ται χά­ρη σε αυ­τήν βα­θιά μέ­σα στον κά­δο των αχρή­στων. Ασυμ­φι­λί­ω­τος εί­ναι μο­νά­χα με τον χρό­νο ο αφη­γη­τής του Γα­λά­τη, αλ­λά και αυ­τό γλυ­κά το πραγ­μα­τεύ­ε­ται. Κι αν κά­ποιοι άλ­λοι δυ­σκο­λεύ­ο­νται να συγ­χω­ρή­σουν και να συμ­φι­λιω­θούν, το ποι­η­τι­κό εγώ στο ποί­η­μα «Στα Πα­τσα­βου­ρέι­κα» συγ­χω­ρεί πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά τους βα­σα­νι­στές της παι­δι­κής ηλι­κί­ας, χι­τλε­ρί­σκους και στα­λι­νί­σκους αδιά­φο­ρο, που πε­θαί­νουν σή­με­ρα στα βό­ρεια προ­ά­στια:

Στα Πα­τσα­βου­ρέι­κα

Τί γί­νη­καν αλή­θεια
τα χα­μί­νια του πα­λιού και­ρού
οι παί­δα­ροι με τα κο­ντά πα­ντε­λο­νά­κια
το κου­ρε­μέ­νο το κε­φά­λι σύρ­ρι­ζα
το κα­θρε­φτά­κι στην κω­λό­τσε­πη και την τσα­τσά­ρα
μό­λις φυ­τρώ­ναν μια στα­λί­τσα τα μαλ­λιά τους.

Οι γό­ησ­σες του Μου­τα­λά­σκη στο μπα­μπά­κι βου­τηγ­μέ­νες
όταν μας προ­σπερ­νού­σαν χω­ρα­τεύ­ο­ντας
πού κρύ­βο­νται οι βα­σα­νι­στές μου στα κα­λά κα­θού­με­να
πα­ντο­τι­νά τώ­ρα χα­μέ­νοι, άφα­ντοι
πε­θαί­νο­ντας στα βό­ρεια προ­ά­στια
τα χτε­σι­νά χα­μί­νια στα Πα­τσα­βου­ρέι­κα
οι χι­τλε­ρί­σκοι και οι στα­λι­νί­σκοι της γε­νιάς μου
οι ση­με­ρι­νοί αφε­ντά­δες μας,

τί γί­νη­καν αλή­θεια...

Με­γά­λος ο πει­ρα­σμός να συ­ζη­τή­σει κα­νείς αυ­τά και άλ­λα ποι­ή­μα­τα του Γα­λά­τη, εκεί­νη τη Ρί­τα Χαί­η­γουωρθ, πχ, του ποι­ή­μα­τος «ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΛΑΣ», συ­γκρι­τι­κά με την σα­χτου­ρι­κή «Απο­κριά». Να πα­ρα­βά­λει, επι­πλέ­ον, το απλό αφη­γη­μα­τι­κό ύφος του Γα­λά­τη με το υπερ­ρε­α­λί­ζον μπα­ρόκ του Σα­χτού­ρη και να στο­χα­στεί με­τά πά­νω στο υλι­κό της αλή­θειας και πά­νω στο υπο­συ­νεί­δη­το και το έρ­μα του.

Στα κα­τά Γα­λά­τη «Βρά­δια», ση­με­ρι­νά βρά­δια, του 21ου αιώ­να, ο αφη­γη­τής (ένας ποι­η­τής; ) ψά­χνει στα σκου­πί­δια ήρω­ες, κα­ρα­γκιό­ζη­δες και, στρε­φό­με­νος προς εμάς, εξη­γεί: «για την απο­κριά σας λέω του Σα­χτού­ρη...». Ο τό­νος εί­ναι αι­νιγ­μα­τι­κός. «Δα­νεί­ζε­ται» άρα­γε τη σα­χτου­ρι­κή «Απο­κριά» για να πε­ρι­γρά­ψει όλα όσα προη­γή­θη­καν; Απο­τί­ει φό­ρο τι­μής στον Μ.Σ.; Ή μή­πως τον σαρ­κά­ζει; Διό­τι άλ­λο να βρί­σκο­νται στον κά­δο οι αθλιό­τη­τες και οι χί­μαι­ρες μιας επο­χής, και άλ­λο να συ­μπα­ρα­σύ­ρε­ται μα­ζί τους η ποί­η­ση που, υπο­τί­θε­ται, τα μνη­μεί­ω­σε.

Ίσως όμως ο Γα­λά­της αφή­νει σκό­πι­μα το ζή­τη­μα ανοι­χτό, τό­σο ως προς το αφη­γού­με­νο ποι­η­τι­κό εγώ όσο και ως προς εμάς, τις ανα­γνώ­στριες και τους ανα­γνώ­στες. Για το ποι­η­τι­κό εγώ του Γα­λά­τη, η Ιστο­ρία με κε­φα­λαίο «Ι», ο Εμ­φύ­λιος, ήταν το ντε­κόρ του βα­σα­νι­σμού του από τα βί­αια αγό­ρια στα Πα­τσα­βου­ρέι­κα. Ό,τι και να συ­νέ­βαι­νε στη γε­νι­κή συν­θή­κη, ο ποι­η­τής έχει πά­ντα μια πο­λύ προ­σω­πι­κή ιστο­ρία να κο­μί­σει.

Στο ποί­η­μα «Ρα­κο­συλ­λέ­κτης» το λέ­ει ξε­κά­θα­ρα: ρα­κο­συλ­λέ­κτης θέ­λει να γί­νει το ποι­η­τι­κό εγώ, «μή­πως και πε­ρι­σώ­σω έτσι από τη χω­μα­τε­ρή του αιώ­να/ τα ξε­σκλί­δια του 21, την Κα­λο­γραί­ζα του 45/ τα ρά­κη του αλ­λο­τι­νού κό­σμου. / Μο­νά­χα τα δι­κά τους κου­ρέ­λια/ μπο­ρούν σ’ αυ­τούς τους χα­λε­πούς και­ρούς/ να ντύ­σου­νε την ποί­η­ση».

Να ’τοι, ξα­νά, οι χα­λε­ποί και­ροί. Και να το ζή­τη­μα της ποί­η­σης σε τέ­τοιους και­ρούς που, στην ελ­λη­νι­κή του­λά­χι­στον ποί­η­ση, τί­θε­ται επι­τα­κτι­κά και γκρι­νιά­ρι­κα, ξα­νά και ξα­νά, από την επο­χή του Χαίλ­ντερ­λιν, με κίν­δυ­νο κά­ποια στιγ­μή να έχει την τύ­χη του ψεύ­τη του βο­σκού. Να η νο­σταλ­γία — της παι­δι­κής ηλι­κί­ας, κι ας ήταν εμπό­λε­μη και βί­αιη, κι ας ήταν θέ­α­τρο μιας εφιαλ­τι­κής, αντε­στρα­μέ­νης απο­κριάς. Ο ρα­κο­συλ­λέ­κτης πο­θεί να ξα­να­στή­σει στη σκη­νή το Θέ­α­τρο Σκιών — δεν πα να λέ­τε εσείς για γυά­λι­νους χαρ­το­πό­λε­μους και μα­χαι­ρω­μέ­να φεγ­γά­ρια, μοιά­ζει να μας λέ­ει. Όσο και να κυ­λί­στη­κε στη λά­σπη το ’21 (μοιά­ζει να μας λέ­ει, επί­σης), χρεια­ζό­μα­στε ένα κά­ποιο ’21 για να συ­νε­χί­σου­με. Οι κά­δοι θα εί­ναι διαρ­κώς γε­μά­τοι από κά­ποια απο­κριά­τι­κα απο­μει­νά­ρια.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: