Όταν ρωτήθηκε ο Σαχτούρης «Ποιος είναι ο τρελός λαγός;» «Εγώ» απάντησε στο κινηματογραφικό αφιέρωμα της ΕΡΤ σε σκηνοθεσία και σενάριο του Λευτέρη Ξανθόπουλου, δίνοντας έτσι το στίγμα της ποιητικής του. Ο εμβληματικός τρελός λαγός, που η ίδια του η φύση τον εξαναγκάζει σε υπέρβαση του φόβου του, θυσιάζεται στο ποίημα για να προσφέρει στον αναγνώστη του την παραμυθία μιας κάθαρσης. Η επανάληψη (έξι φορές, από δύο σε κάθε στροφή, του ονοματικού ζεύγους «ο τρελός λαγός») μετατρέπει το ποίημα σε μια μαγική επωδή που εύλογα δημιουργεί συνειρμούς με τη λέξη «λαός» και που θα μπορούσε στα χείλη ενός λαϊκού ανθρώπου να αποκτήσει τον χαρακτήρα μιας αποτροπαϊκής του κακού θεραπευτικής μαγγανείας.
Όπως μετεωρίζεται γραμματολογικά μέσα στον χώρο του υπερρεαλισμού, κατ' ανάλογο τρόπο θα λέγαμε πως ο Σαχτούρης δεν βολεύεται με τη γραμματολογική του ένταξη στην πρώτη μεταπολεμική γενιά στην οποία είναι ευδιάκριτη η κυριαρχία κατεξοχήν πολιτικών ποιητών, όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης ή ο Τίτος Πατρίκιος. Η ποίηση του Σαχτούρη δεν έχει σχέση με τη γενιά της ήττας η της διάψευσης των ιδεολογικών οραμάτων. Κι όμως γίνεται με τον τρόπο του πολιτικός ποιητής, όταν δέχεται τους κραδασμούς της ιστορίας και εικονογραφεί με το καθιερωμένο κυρίως κόκκινό του χρώμα τη φρίκη του πολέμου της κατοχής και του καταστροφικού εμφυλίου.
Δεν ξέρω αν οι λιγοστές γραμμές που προηγήθηκαν ήταν αρκετές για να τιμήσουν, όπως θ' άξιζε τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη. Ας θεωρηθούν μονάχα ως κατάθεση ευχαριστιών ελάχιστων για τ' ακριβά του δώρα: για τους πολύχρωμους χαρταετούς, για τα παράξενα πουλιά, για τους τρελούς λαγούς και για τα μαγικά του δάση: για τον αντεστραμμένο κόσμο του με τους τραυματισμένους ουρανούς και τα εκδικητικά φεγγάρια -εν τέλει για τη βίωση μιας ποίησης αθώας, νωπής όπως η ζωγραφιά ενός μικρού παιδιού.
Γιατί στ' αλήθεια ο ποιητής αυτός, κοιτούσε, όπως κοιτάει ένα παιδί με μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη τον κόσμο, ανήμπορο ν' αποδεχθεί τη φρίκη της αλήθειας του θανάτου. Γι' αυτό και ζήτησε να πολεμήσει το Κακό με αποτροπαϊκές σκηνές, χτισμένες σε ποιήματα παρόμοια με επωδές, σαν ξόρκια ακατάληπτα με λέξεις μαγικές, αινιγματώδεις, που κοίμιζαν τον τρόμο μας στα παιδικά μας χρόνια.
Κι ενώ ανήκε σε γενιά ποιητική κατ' εξοχήν πολιτική, είδε την Ιστορία σαν αιμάσσουσα πληγή στο σώμα του ανυπεράσπιστου και πονεμένου ανθρώπου και πείνασε μαζί του για ψωμί και δίψασε μαζί του για ουρανό και πάσχισε με τα σπασμένα του φτερά να αρθεί στη χώρα όπου κατοικούν τα όνειρα προτού να τσακιστούν στα αιχμηρά ερέβη του πραγματικού και γίνουν εφιάλτες.
Η άλλη αλήθεια είναι πως ο ποιητής αυτός περίσσευε σ' όλες τις αυστηρές ταξινομήσεις· δεν χώρεσε στον υπερρεαλισμό και ασφυκτιούσε γενικώς σ' όλες τις κατατάξεις, (γιατί έγραφε μία ποίηση που ερχότανε από πολύ μακριά: απ' την πατρίδα των ψυχών, τον τόπο, όπου η γη γίνεται ένα με τον ουρανό και σμίγει ακόμα ερωτικά μαζί του.) Ζώντας εξόριστος σαν τις πλατωνικές ψυχές στον κόσμο των πραγμάτων, εκόμισε στον λόγο μας τη δωρεά του μαγικού και της παραμυθίας.