Είκοσι και περισσότερα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση του Μίλτου Σαχτούρη στην ποίηση, η Νόρα Αναγνωστάκη θα δικαιώσει τον ποιητή και το έργο του με το εξαιρετικό κείμενό της «Οι ‘δύσκολοι καιροί’ μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη» (Κριτική, 2, 10, 1960, 156-169), το οποίο ξεκινά με μια αναφορά σε όλους εκείνους που θα καταλάβουν το έργο του Σαχτούρη και τη δική της θέση απέναντι σ’ αυτό: «Όσοι θυμούνται τον πόλεμο και την κατοχή με πόνο αλλά και με αγάπη· όλοι εκείνοι που έζησαν τα τρυφερά χρόνια της εφηβείας και της πρώτης νεότητας μέσα σε μιαν ανεμοζάλη· όλοι εκείνοι που διασώσανε μερικά όνειρα και τα υπερασπίσανε μ’ ένα πικρό πάθος μέσα στη φρίκη των δύσκολων καιρών· όλοι όσοι δεν μπόρεσαν να ξαναβρούν μέσα στα «ειρηνικά» μεταπολεμικά χρόνια τον ήσυχο χωρίς εφιάλτες ύπνο μιας ανέμελης ζωής. Αυτοί θα καταλάβουν περισσότερο».
Καταλαβαίνουν λοιπόν περισσότερο λίγοι μεγαλύτεροι και ομήλικοι ποιητές του Σαχτούρη και κάποιους τους συναντούμε στην ποίησή του, πλάι σε αγαπημένους ξένους ποιητές, φιλόσοφους, καλλιτέχνες, φίλους — τη «συντροφιά» αυτή καταγράφει ωραία ο Βασίλης Αμανατίδης στο αφιέρωμα στον ποιητή μετά τον θάνατό του στο περιοδικό Αντί (858-859, 2005). Κάμποσοι νεότεροι, ο Τάσος Πορφύρης, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Στέφανος Ροζάνης (για την κριτικογραφία του Σαχτούρη, βλ. Δώρα Μέντη, επιμ., Για τον Σαχτούρη. Κριτικά κείμενα, Αιγαίον 1998). Και κάποιοι ποιητές και ποιήτριες που θα εμφανιστούν από τα μισά της δεκαετίας του ’60 και εξής, θα αγαπήσουν τον Σαχτούρη, θα μιλήσουν για τη γνωριμία τους μαζί του, για το αποτύπωμά του στο έργο τους (βλ. τα κείμενα των Γιάννη Βαρβέρη, Γιάννη Κοντού, Γιώργου Μαρκόπουλου, Παυλίνας Παμπούδη στο ίδιο αφιέρωμα στο Αντί). Σε μια συνέντευξή του στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, το 1983 στην Αυγή (6 Νοεμβρίου), ο ίδιος ο Σαχτούρης εξομολογούνταν: «Εκείνο που με ικανοποιεί περισσότερο απ’ όλες τις κριτικές και τα γραφόμενα είναι οι ομολογίες μερικών νέων παιδιών ότι βρήκαν στην ποίησή μου κάποιον που συμπάσχει μαζί τους. Ήταν σαν να προέβλεψα τα δύσκολα χρόνια μας».
Εκείνα τα νέα παιδιά, αναγνώστες και αναγνώστες-ποιητές, θα δώσουν τη θέση τους σε άλλα νέα παιδιά, σε νεότερους ποιητές και νεότερες ποιήτριες που έκαναν την εμφάνισή τους στον λογοτεχνικό χώρο λίγο πριν και λίγο μετά τον θάνατό του Σαχτούρη και μέσα στην επόμενη δεκαετία. Για πολλούς και πολλές λοιπόν ο Σαχτούρης αποτελεί σημείο αναφοράς. Μιλούν γι’ αυτόν στις συνεντεύξεις τους ή για το έργο του σε εκδηλώσεις — όπως η Έφη Κατσουρού, η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη, ο Αργύρης Παλούκας στην Ύδρα το 2019. Γράφουν για την ποίησή του, όπως ο Βασίλης Αμανατίδης, ο Γιάννης Αντιόχου, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος στο αφιέρωμα του Αντί· τη θέτουν στο επίκεντρο του προβληματισμού τους για την τέχνη και τη ζωή, όπως ο Νικόλας Ευαντινός στο κείμενό του «Μαύρος σκύλος», με αναφορά στο ποίημα «Ο Μότσαρτ» (Το σκεύος) (Θράκα, 8.7.2018). Άλλοι και άλλες του αφιερώνουν συλλογές και ποιήματα*
ή τον κάνουν ποίημα. Κριτικοί-ποιητές της νέας γενιάς εντοπίζουν την επίδρασή του στους συνομηλίκους τους — μαζί με τον Καρούζο και τον Λειβαδίτη, όπως ο Ζήσης Αϊναλής, ειδικά όσον αφορά τους νεότερους της νέας ποιητικής γενιά, που στην ουσία, όπως κι ο ίδιος επισημαίνει, δεν είναι μία («Γραμματολογικά και άλλα τινά», Bibliothèque, 22.7.2016), ο Θοδωρής Ρακόπουλος («Νεο-γοτθικά ινδάλματα: για τον Μίλτο Σαχτούρη», Τα Ποιητικά, 12, 2013) ή ο Πέτρος Γκολίτσης, με εύστοχη αναφορά στον εξπρεσιονισμό εν γένει (Ποιητικές μεταστοιχειώσεις. Στοιχεία εξπρεσιονισμού στην ποίησή μας, 2017).
Ο Σαχτούρης επανέρχεται λοιπόν ποικιλοτρόπως στα κείμενα, τα παρακείμενα, τα μετακείμενα των νέων ποιητών και ποιητριών κι αυτό συναρτάται προφανώς προς το Zeitgeist, τα δικά τους δύσκολα χρόνια, την καινούργια φοβερή εποχή που έχει ξημερώσει· προς την ανοιχτότητα της ποίησης του Σαχτούρη η σκηνή της οποίας «θα μπορούσε να βρίσκεται (και να νοσεί μαζί με όσους πατούν το σανίδι της) σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου», όπως σημειώνει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (Μίλτος Σαχτούρης. Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού, Εστία, 1992, 17) και σε πολλές, διαφορετικές εποχές, συμπληρώνουμε εμείς· προς τα ποιητικά και ευρύτερα συμφραζόμενα στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Ο Σαχτούρης διαβάζεται κι αγαπιέται από τη νεότερη ποιητική γενιά. Κι αυτή είναι η μια πλευρά της σχέσης του με τους νεότερους.
Η άλλη πλευρά αφορά τη θέση του στο έργο τους. Αποτελεί όμως, άραγε η —ακόμη και δεδηλωμένη— ανάγνωση κριτήριο επίδρασης ή διακειμενικότητας; Η «ιδανική βιβλιοθήκη» του ποιητή ή της ποιήτριας, ακόμη κι όταν σημαίνεται με τη μορφή αφιερώσεων αλλά και ρητών αναφορών μέσα στο ίδιο το έργο, σημαίνει αυτομάτως την ουσιαστική ενσωμάτωση των διακειμένων στο ποίημα και το έργο; Η απάντηση είναι αρνητική, χωρίς ωστόσο να συμφωνούμε, πλήρως τουλάχιστον, με τον Ρακόπουλο, ο οποίος διατείνεται ότι «η επιρροή του [Σαχτούρη] στους πιο νέους συνίσταται συχνά σε αντιγραφή του κλίματος του (όπως συμβαίνει και με τον Καρούζο) και δεν είναι πράγματι ουσιαστική και μετουσιώσιμη». Βέβαια, η ανίχνευση της δημιουργικής ενσωμάτωσης της σαχτουρικής ποιητικής, ή επιμέρους στοιχείων της, στο έργο νεοτέρων ποιητών και ποιητριών θέτει ποικίλα και συχνά ακανθώδη ζητήματα, όπως άλλωστε σε όλες τις περιπτώσεις που γίνεται λόγος περί επίδρασης: τον ορισμό και καθορισμό της ποιητικής και των ποικίλων συνιστωσών της, την πολλαπλότητα των πηγών έμπνευσης, ποιητικών και μη, την ιστορικότητα της πρόσληψης, τις διαστρωματώσεις της επίδρασης, που μπορούν να λάβουν τη μορφή ποικίλων εξισώσεων με διαφορετικούς άγνωστους x. Λόγου χάρη, ο Σαχτούρης αγαπούσε τον Κάφκα —μας το επισημαίνει και στην ποίησή του (π.χ., «Ο Kafka και τα ψάρια», «Ο μεγάλος καθρέφτης», «Ακόμα για τον Κάφκα»)— ή τον Ντύλαν Τόμας («Στον Ντίλαν Τόμας», «Ο μεγάλος καθρέφτης», «Η παρουσία»), ή τον Τρακλ, τον οποίο ωστόσο δεν αναφέρει στα ποιήματά του, κι ας είναι η διακειμενική τους συνομιλία εντονότατη, όπως έχει επισημάνει και η κριτική (βλ. Δάλλας, Πλάγιος λόγος, 1989 και Χατζηβασιλείου, ό.π.). Κάποια αντίστοιχα στοιχεία σε έργα νεοτέρων ανάγονται δυνητικά στον Σαχτούρη ή απευθείας στον Κάφκα, τον Ντύλαν και τον Τρακλ; Άλλη εξίσωση: ο Γιάννης Κοντός αγαπούσε τον Σαχτούρη και στο έργο του εντοπίζεται μια μεταξύ τους συστηματική συνομιλία· συγκεκριμένα στοιχεία στο έργο νεοτέρων μπορούν να συνδεθούν με τον Σαχτούρη ή με τον Κοντό που επηρεάστηκε από τον Σαχτούρη και τον οποίο επίσης διαβάζουν; Μπορεί κάποιοι συγκεκριμένοι ποιητές της γενιά του ’70 —διότι βεβαίως και δεν λάτρευαν όλοι και όλες τον Σαχτούρη, θυμάμαι για παράδειγμα την απορριπτική στάση του Χριστόφορου Λιοντάκη απέναντί του— να επηρέασαν περισσότερο, με τα σαχτουρικά στοιχεία τους, κάποιους νεότερους από ό,τι ο ίδιος ο Σαχτούρης;
Όπως και να έχει, η διακειμενικότητα στις ποικίλες εκφάνσεις της μάς λέει περισσότερα για τη συγκρότηση του έργου καθαυτό από την επίδραση, εφόσον μετατοπίζει την έρευνα από τους συγγραφείς στα κείμενα και στα διακείμενα, σε παραθέματα αυτούσια και παραλλαγμένα, σύμβολα, εικόνες — χωρίς εγγυήσεις όμως και πάλι ευστοχίας, αφού πολλά στοιχεία δεν μπορούν να πιστωθούν σε έναν συγγραφέα και μόνο, ενώ οι συμπτώσεις, ή καλύτερα οι κοινές ασύμπτωτες διαδρομές δεν αποκλείονται καθόλου. Το ζήτημα είναι ως εκ τούτου η λειτουργία και ο τρόπος αυτής της διακειμενικής αυτής σχέσης. Τα λιγοστά παραδείγματα που ακολουθούν είναι ενδεικτικά και προσεγγίζουν ακροθιγώς και μόνο κάποιες τάσεις και διαστάσεις του τρόπου αυτού, στο πλαίσιο μιας πολύμορφης, μοντερνιστικής και μεταμοντερνιστικής ποιητικής παραγωγής.
Έτσι, μια αφιέρωση, αλλά κι ένας τίτλος, μπορεί να δηλώνουν μια διαβαθμισμένη συνομιλία. Η Γιάννα Μπούκοβα, για παράδειγμα, τιτλοφορεί την πρώτη της συλλογή που δημοσιεύεται στην Ελλάδα, γραμμένη ως επί το πλείστον στα βουλγαρικά και μεταφρασμένη από τον Δημήτρη Άλλο, Ο ελάχιστος κήπος (2006). Είχε μαγευτεί με τον Σαχτούρη, όπως έχει επανειλημμένα εξομολογηθεί, πριν ακόμη μάθει ελληνικά, γνωρίζοντάς τον μέσα από τη μετάφραση. Στη συλλογή τού αφιερώνει ένα ποίημα. Κάλλιστα λοιπόν ο τίτλος μπορεί να θεωρηθεί (μετα)σαχτουρικός, με βάση τη θέση του κήπου διαχρονικά στην ποίησή του Σαχτούρη, χωρίς να αποκλείει όμως άλλες διασυνδέσεις και αντηχήσεις, τις οποίες εισάγει εξαρχής το ελάχιστα σαχτουρικό επίθετο ελάχιστος. Και στο ποίημα, όμως, που αφιερώνει στον ποιητή γίνεται ορατή, όπως και σε ολόκληρη τη συλλογή, μια άλλη ατμόσφαιρα, παρά τα όποια σύμβολα, καθώς η ποιήτρια δημιουργεί με τον δικό της τρόπο ρωγμές στον εφιάλτη που οικοδομεί: