«Λες ένα κίτρινο χρυσό/ λαμπερό / να βάψει αυτό το μαύρο αισχρό και θλιβερό τοπίο/ που το τρυπούν σκληρά / τα νυσταγμένα φώτα των ηλεκτρικών λαμπτήρων», γράφει το 1948 ο Νίκος Εγγονόπουλος στο ποίημα «Καφενεία και Κομήτες ύστερα από τα μεσάνυχτα».
Σ’ αυτήν την απορία του Εγγονόπουλου, του ζωγράφου-ποιητή, απάντησε με το σύνολο του έργου του ο Μίλτος Σαχτούρης (1919 – 2005). «Μεσ’ στην καρδιά μας/ καίει μία κατακόκκινη πληγή/ απ’το παλιό χρυσάφι», έγραψε, μεταξύ άλλων ο ποιητής της «ακραίας οδύνης με το άκρως αισθητικό προσωπείο», για να θυμηθούμε τα λόγια της Νόρας Αναγνωστάκη που σηματοδότησαν τη δεκαετία του ‘60 την στροφή στην κριτική πρόσληψη του Σαχτούρη.
Η εικαστική ποιότητα του Σαχτούρη, ο εξπρεσιονισμός της γραφής του, η χρήση των χρωμάτων και η ανάδειξη της ιδεοπλαστικής εικόνας στα ποιήματά του είναι ερμηνευτικά σχήματα που έχουν αναλυθεί επαρκώς μέσα στα χρόνια. Θέλοντας να αποφύγω την ξερή επανάληψη, ευελπιστώ να αξιοποιήσω τα ευρήματα της κριτικής δοκιμάζοντας μία νέα πρόταση ανάγνωσης του Σαχτούρη. Μία ανάγνωση βασισμένη στην τεχνοτροπία της εικοναφήγησης, δηλαδή των κόμικς.
Στην μελέτη του Γιάννη Δάλλα για τον Σαχτούρη (εκδ. Κέδρος, 1997) διαβάζουμε πως τα δομικά στοιχεία του σαχτουρικού ποιήματος είναι τρία. Η ιστορία-«μήνυμα», η «σκηνική» διάρθρωση και η «ιδεοπλαστική» εικόνα.Δηλαδή, η ιδέα και η έκφρασή της.
Πλησιάζοντας και παρατηρώντας με μεγαλύτερη επιμονή το μεγάλο ταμπλό της ποίησης του Σαχτούρη, σκέφτομαι πως απέναντί μου έχω ένα “storyboard” από την γλώσσα των κόμικς. Πολλαπλά διαδοχικά καρέ σ’ ένα γραφιστικό προσχέδιο που διηγείται ιστορίες.
Όπως στα δύο ποιήματα της «Πορτοκαλιάς» από τη συλλογή Όταν σας μιλώ, του 1956.
Τα παραθέτω:
Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας!Ένα
πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει.
Ένας γέρος κοιτάζει μέσ’ απ’ το τζάμι.Ένα ξερό δέντρο, ένα
φως αναμμένο χρώμα πορτοκαλιού.Ένα δέντρο με πορτοκάλια
πιο πέρα.Και το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το φλιτζάνι
σπασμένο κι όλοι, Θε μου, να κλαίνε να κλαίνε να κλαίνε
Κι ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά.
Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου!
Τι θλιβερός χειμώνας.
——— ≈ ———
Βρέχει όπως και στο προηγούμενο ποίημα την Πορτοκαλιά.
Μια γυναίκα μ’ έναν καθρέφτη και κάτι σύρματα προσπαθεί
να κρατήσει τα χρόνια. Όμως τα χρόνια φεύγουν
τα σύρματα μπαίνουν βαθιά μέσα στα μάγουλά της
τα ξεσκίζουν τρέχουν αίματα
ενώ ένα άγριο χέρι με μια κιμωλία πηγαινοέρχεται
και βάφει τα μαλλιά της άσπρα.
Στα ποιήματα του Σαχτούρη η σχέση κάδρου και λόγου είναι άρρηκτη. Αυτό που έχουμε ονομάσει ποίηση δωματίου, αλλά και παράθυρο πίσω από το οποίο ο ποιητής κοιτά και περιγράφει, μοιάζει να είναι ένα καρέ σε τέσσερις τοίχους. Τετράγωνα και κείμενο με στατικές στιγμές που οδηγούν σε μια δυναμική αλληλουχία. Με αίσθηση κίνησης κι ένα προχώρημα σε χρόνο παροντικό που συντελείται μονάχα στο μυαλό του αναγνώστη. Κι μ’ ένα σύστημα αξιών αδιαπραγμάτευτο στο έργο ενός μεταπολεμικού, underground ποιητή με ισχυρή και συστηματικά οραματική, τρομώδη φαντασία.
Στο ποίημα «Ζωή» της συλλογής Φάσματα διαβάζω: