Μύθοι και ιστορίες στον Πόρο

Κωνσταντίνος Βολανάκης, «Ακτή του Πόρου»,  λάδι σε μουσαμά, 39 × 14 εκ. Συλλογή Κουτλίδου, Εθνική Πινακοθήκη
Κωνσταντίνος Βολανάκης, «Ακτή του Πόρου», λάδι σε μουσαμά, 39 × 14 εκ. Συλλογή Κουτλίδου, Εθνική Πινακοθήκη

Ο Μίλ­τος Σα­χτού­ρης γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να στις 29 Ιου­λί­ου του 1919, πέ­θα­νε το 2005. Κα­τά­γε­ται από την Ύδρα και εί­ναι δι­σεγ­γο­νός του ναυάρ­χου, της Επα­νά­στα­σης του 1821, Γιώρ­γη Σα­χτού­ρη, δι­σεγ­γο­νός του Γιώρ­γη Σα­χτού­ρη του αγω­νι­στή του ’21 και γιος του δι­κα­στι­κού και νο­μι­κού συμ­βού­λου του κρά­τους Δη­μη­τρί­ου Σα­χτού­ρη. Ο πα­τέ­ρας του, που τον πί­ε­σε να σπου­δά­σει Νο­μι­κά, πέ­θα­νε το 1937. Το 1939, σε μια κρί­ση, δια­βά­ζο­ντας για το πτυ­χίο και συγ­χρό­νως συν­θέ­το­ντας τη Λη­σμο­νη­μέ­νη, σαν τον μπουρ­λο­τιέ­ρη προπ­πά­πο του, ο ποι­η­τής έβα­λε μπουρ­λό­το στα βι­βλία και εγκα­τέ­λει­ψε τη Νο­μι­κή. Η με­γά­λη επα­να­στα­τι­κή πρά­ξη του εγ­γο­νού ήταν αυ­τή και η πλή­ρης αφο­σί­ω­ση στην Ποί­η­ση ήταν η συ­νέ­πειά της.

Το 1943 γνώ­ρι­σε τον Οδυσ­σέα Ελύ­τη που και εκεί­νος εί­χε κά­νει ακρι­βώς το ίδιο, χω­ρίς απλώς να βά­λει φω­τιά στα βι­βλία. Ο Ελύ­της που στα Ανοι­χτά Χαρ­τιά (σ. 300) κα­τα­τάσ­σει τον Σα­χτού­ρη στους «πιο ση­μα­ντι­κούς» του «ανα­νε­ω­μέ­νου επι­τε­λεί­ου» των Νέ­ων Γραμ­μά­των και συν­δέ­θη­κε φι­λι­κά μα­ζί του. Έχει τι­μη­θεί με τρία Κρα­τι­κά Βρα­βεία, αλ­λά και με το βρα­βείο «Νέ­οι Ευ­ρω­παί­οι Ποι­η­τές», το 1956 από την Ιτα­λι­κή Ρα­διο­φω­νία και Τη­λε­ό­ρα­ση. Ποι­ή­μα­τά του, με­τα­φρα­σμέ­να από τον Κί­μω­να Φράιερ, κυ­κλο­φό­ρη­σαν το 1968, στην Ουά­σιγ­κτον, από τις εκ­δό­σεις Charioteer Press. Το 1977 μα­γνη­φω­νή­θη­κε και εκ­δό­θη­κε απαγ­γε­λία 43 ποι­η­μά­των, με επι­μέ­λεια του Μά­νου Ελευ­θε­ρί­ου, από τη δι­σκο­γρα­φι­κή εται­ρεία Lyra. Συλ­λο­γι­κή έκ­δο­ση των ποι­η­μά­των του Μίλ­του Σα­χτού­ρη έγι­νε από τις εκ­δό­σεις Κέ­δρος σε δύο τό­μους.

Ο πρώ­τος τό­μος πε­ρι­λαμ­βά­νει τα ποι­ή­μα­τα των ετών 1945-1971 και ο δεύ­τε­ρος τα ποι­ή­μα­τα των ετών 1980-1998. Συ­νο­λι­κή επα­νέκ­δο­ση έγι­νε το 2014. Έχει με­τα­φρα­στεί σε πολ­λές γλώσ­σες.

Συ­χνές στα ποι­ή­μα­τα του Σα­χτού­ρη εί­ναι οι ανα­φο­ρές άλ­λων ποι­η­τών, με τα ονό­μα­τά τους, τό­ποι και χρώ­μα­τα, κα­θώς επί­σης και πρό­σω­πα στα οποία αφιε­ρώ­νει ποι­ή­μα­τα. Μια απλή έρευ­να στα Άπα­ντά του θα μας κα­τα­δεί­ξει του λό­γου το αλη­θές. Οι ανα­φε­ρό­με­νοι δεν εί­ναι μό­νο ποι­η­τές, αλ­λά και εκ­πρό­σω­ποι άλ­λων τε­χνών, ζω­γρά­φοι και μου­σι­κοί. Από τους ποι­η­τές ανα­φέ­ρο­νται οι Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος, Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, Νί­κος Γκά­τσος, Κώ­στας Κα­ρυω­τά­κης, Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός, ο πε­ζο­γρά­φος Ν. Γ. Πεν­τζί­κης, ο Νί­κος Κα­χτί­τσης, ο Γιώρ­γος Ιω­άν­νου, ο Άρης Αλε­ξάν­δρου. Από τους ζω­γρά­φους οι Νί­κος Χα­τζη­κυ­ριά­κος- Γκί­κας, Γιώρ­γος Μπου­ζιά­νης, από τους μου­σι­κούς οι Νί­κος Σκαλ­κώ­τας, Γε­ώρ­γιος Σκλά­βος και πολ­λοί ακό­μα Έλ­λη­νες και ξέ­νοι. Και, βέ­βαια, η ανα­φο­ρά στα ονό­μα­τά τους δεν εί­ναι τυ­χαία. Τον συν­δέ­ει μα­ζί τους η εκλε­κτι­κή συγ­γέ­νεια που τους κα­θι­στά ομο­τρά­πε­ζους στον υπερ­ρε­α­λι­σμό, εί­τε συ­γκλί­νο­ντας / απο­κλί­νο­ντας, εί­τε για­τί φέ­ρουν και αυ­τοί το ση­μά­δι της μοί­ρας πά­νω τους, οπό­τε κα­θί­στα­ται «συγ­γε­νής» και συ­νο­δοι­πό­ρος τους. Όλα τα «πρό­σω­πα» όμως, ενώ αυ­το­νο­μού­νται μέ­σω του ονό­μα­τός τους, προ­σαρ­μό­ζο­νται ή αφο­μοιώ­νο­νται στο σα­χτου­ρι­κό ποι­η­τι­κό κλί­μα. Έτσι στο ποί­η­μα «Ο Νε­κρός της ζω­ής μας Ιω­άν­νης Βε­νια­μίν Δ’ Αρ­κό­ζι», το οποίο αφιε­ρώ­νε­ται στον Νί­κο Εγ­γο­νό­που­λο, ο μνη­μο­νευό­με­νος ήρω­ας πράτ­τει πα­ρά­λο­γα και κλαί­ει πα­ρά­λο­γα, εφό­σον σκο­τώ­νει ό,τι επι­θυ­μεί να έχει. Συγ­χρό­νως στέλ­νει μή­νυ­μα ο Σα­χτού­ρης αφε­νός στον Εγ­γο­νό­που­λο, αλ­λά και στον ανα­γνώ­στη, σχε­τι­κά με το κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νο πε­ριε­χό­με­νο του ποι­ή­μα­τος.

Στον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο αφιε­ρώ­νει το ποί­η­μα «Τα χω­ρι­σμέ­να», στο οποίο ο Σα­χτού­ρης ανα­συν­θέ­τει με το δι­κό του τρό­πο τον κό­σμο του Εμπει­ρί­κου. Υπάρ­χει πά­ντα μία γυ­ναί­κα, ένας ερα­στής, άλο­γα, σπι­ρού­νια και κα­ρά­βια, αλ­λά η ατμό­σφαι­ρα δεν έχει τί­πο­τα από την εν­θου­σια­στι­κή-ερω­τι­κή διά­θε­ση του Εμπει­ρί­κου.

Το ποί­η­μα «Πε­ρι­στέ­ρια του νε­κρού» αφιε­ρώ­νε­ται στον Οδυσ­σέα Ελύ­τη και μοιά­ζει σαν να δί­νει απά­ντη­ση στο «Άσμα Ηρω­ι­κό και πέν­θι­μο για τον χα­μέ­νο αν­θυ­πο­λο­χα­γό της Αλ­βα­νί­ας», με εμ­φα­νείς τις δη­μο­τι­κές κα­τα­βο­λές, ενώ στο φό­ντο ο «νε­κρός» «μοιά­ζει μπα­ξές που του ’φυ­γαν άξαφ­να τα που­λιά».

Στο ποί­η­μα «Τα λυ­πη­μέ­να Χρι­στού­γεν­να των ποι­η­τών» συ­γκε­ντρώ­νει σε ένα μι­κρό συ­μπό­σιο Σο­λω­μό, Εγ­γο­νό­που­λο, Μπου­ζιά­νη, Σκλά­βο, Κα­ρυω­τά­κη και Σκαλ­κώ­τα, πά­χο­ντες ως φαί­νε­ται από την κοι­νή μοί­ρα, την ίδια στην οποία υπά­γε­ται και ο Νί­κος Κα­ρού­ζος, τον οποίο ο Σα­χτού­ρης προ­σφω­νεί «καη­μέ­νε Νί­κο» και προ­σθέ­τει την επε­ξη­γη­μα­τι­κή φρά­ση «κα­τα­τρεγ­μέ­νος από τους Κα­τση­μπα­λή­δες», στο ποί­η­μα «Για τον Νί­κο Κα­ρού­ζο». Προ­φα­νώς ο Σα­χτού­ρης στρέ­φε­ται κα­τά του κύ­κλου του πε­ριο­δι­κού Τα Νέα Γράμ­μα­τα, από τον οποίο κα­τ’ αρ­χάς εί­χαν εξαι­ρε­θεί και ο Εμπει­ρί­κος και ο Εγ­γο­νό­που­λος. Το όλο κλί­μα εί­ναι βα­ρύ. Ανοί­κεια μοιά­ζει η οποια­δή­πο­τε «ανα­πνοή», ανάρ­μο­στη η όποια φλυα­ρία. Με λι­τό λό­γο και απλό ύφος ξε­περ­νά­ει πά­ντα την επι­φά­νεια για να τα­ρά­ξει τα χθό­νια νε­ρά και τον ύπνο των αγα­πη­μέ­νων πε­θα­μέ­νων του. Η εμ­μο­νή με τους πε­θα­μέ­νους κα­θι­στά την ποί­η­σή του μνη­μό­συ­νο ή νε­κρό­δει­πνο. Όπως και να το πού­με το ποί­η­μα εί­ναι «σταυ­ρός» καρ­φω­μέ­νος σε «μνή­μα». Λες και οι νε­κροί του ζη­τούν να κά­νει το χρέ­ος του. Να μην τους ξε­χνά­ει και να τους απο­δώ­σει αυ­τό που τους πρέ­πει. Κι εκεί­νος, πι­στός τοις κεί­νων ρή­μα­σι πει­θό­με­νος, όχι μό­νο απο­δί­δει αυ­τό που πρέ­πει, αλ­λά περ­νά­ει πί­σω από τα πρό­σω­πά τους, ταυ­τί­ζε­ται μ’ αυ­τά, με­τα­μορ­φώ­νε­ται σ’ αυ­τά.

Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια


Στα 1948

Εκεί­νο που ιδιαι­τέ­ρως μας κε­ντρί­ζει σ’ αυ­τό το ποί­η­μα εί­ναι ο πε­θα­μέ­νος μι­κρο­πω­λη­τής και ο «άγ­γε­λός του» που τρέ­χει πί­σω του. Μια μι­κρή σύ­γκρι­ση με το ποί­η­μα «Δεν εί­ναι ο Οι­δί­πο­δας», από τη συλ­λο­γή Πα­ρα­λο­γαίς του 1948, θα μας δεί­ξει έναν πα­ρό­μοιο τυ­φλό γέ­ρο που τον «ακο­λου­θά­νε παι­διά», ενώ εκεί­νος «παί­ζει μιαν εξα­ντλη­τι­κή φλο­γέ­ρα».

Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
τα πεινασμένα τα φαντάσματα
καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές
να κλαίνε
τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά
ο Aίγιστος το δίχτυ ο Kώστας
ο Kώστας ο ψαράς ο πονεμένος
ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας σκοτωμένος
ο Oρέστης σκοτωμένος
ο Aλέξης σκοτωμένος
σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας ο Oρέστης ο Aλέξης
άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
με φώτα με σημαίες με δέντρα
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει κάτω
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει από τον Oυρανό
τ' άλογα τ' Aχιλλέα πετούν στον ουρανό
βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο
και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
γεμάτο οινόπνευμα
τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους
και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
παιδιά τον ακλουθάνε στις μύτες των ποδιών
δεν είναι ο Oιδίποδας
είναι ο Hλίας της λαχαναγοράς
παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
είναι ο νεκρός Hλίας της λαχαναγοράς

(Εκτοπλάσματα 1986)


Εδώ ο Σα­χτού­ρης, μπλέ­κο­ντας μυ­θι­κά πρό­σω­πα με πραγ­μα­τι­κά της επο­χής του, βά­ζο­ντας στο κέ­ντρο του ποι­ή­μα­τος τον Οι­δί­πο­δα, από τον Θη­βαϊ­κό κύ­κλο, τον Αί­γι­σθο από τον μυ­κη­ναϊ­κό και τον Αχιλ­λέα από το έπος, με ονό­μα­τα Νε­ο­ελ­λή­νων που σί­γου­ρα έχουν λά­βει μέ­ρος στις ιστο­ρι­κές στιγ­μές της επο­χής, δεί­χνει πως το νή­μα του δρά­μα­τος έρ­χε­ται από τον αρ­χαίο κό­σμο και φτά­νει στις μέ­ρες μας με την απο­μυ­θο­ποι­η­μέ­νη μορ­φή του ήρωα. Ο τυ­φλός Οι­δί­πους θα κα­τα­λή­ξει έκ­πτω­τος βα­σι­λιάς στον Κο­λω­νό, ενώ ο τυ­φλός Ηλί­ας της λα­χα­να­γο­ράς, που «δεν εί­ναι ο Οι­δί­πο­δας», βγαί­νει στους δρό­μους παί­ζο­ντας «μιαν εξα­ντλη­τι­κή φλο­γέ­ρα», «εί­ναι ο νε­κρός Ηλί­ας της λα­χα­να­γο­ράς». Κοι­τά­ζο­ντας το ποί­η­μα πα­ράλ­λη­λα με την ται­νία του Πιερ Πά­ο­λο Πα­ζο­λί­νι, Εdipο Re (1967), ο μύ­θος της ται­νί­ας όχι μό­νο ανα­πα­ρά­γει πι­στά τον αρ­χαίο μύ­θο, αλ­λά και τον προ­ε­κτεί­νει στη σύγ­χρο­νη επο­χή, παί­ζο­ντας στη φλο­γέ­ρα του το «επέ­σα­τε θύ­μα­τα, αδέλ­φια» (προ­σέ­χου­με εδώ τη ση­μειο­λο­γία του ρω­σι­κού, πέν­θι­μου πο­λι­τι­κού τρα­γου­διού που έχει με­τα­φρα­στεί και στα ελ­λη­νι­κά), ενώ ο συ­νο­δός του, με το ση­μαί­νον όνο­μα Άγ­γε­λος παί­ζει μπά­λα στην πλα­τεία έξω από τον κα­θε­δρι­κό με άλ­λους νε­α­ρούς της ηλι­κί­ας του. Η λει­τουρ­γία του συ­γκε­κρι­μέ­νου τρα­γου­διού εί­ναι προ­φα­νής, όπως και ο χρό­νος των δρω­μέ­νων. Το ποί­η­μα αρ­χί­ζει με τα φα­ντά­σμα­τα στο αρ­χαίο πα­λά­τι και κα­τα­λή­γει με τον νε­κρό Ηλία και τη «θα­νά­σι­μη φλο­γέ­ρα», ενώ τα παι­διά παί­ζουν σε μια αέ­ναη με­τα­βο­λή, όπου όλοι οι μύ­θοι κα­ταρ­ρέ­ουν, αδιά­φο­ρα για ό,τι πέ­ρα­σε και ό,τι η φλο­γέ­ρα θρη­νεί…


Κι όταν εφάνη στο φλιτζάνι του καφέ μου η γοργόνα η μαύρη

Σα­ρά­ντα χρό­νια με­τά, στον Πό­ρο

Ο Πό­ρος θα μας απα­σχο­λή­σει με τρία ποι­ή­μα­τα

ΠΟΡΟΣ 1985

Κι όταν εφάνη στο φλιτζάνι του καφέ μου η γοργόνα η μαύρη
όλη τη νύχτα αδιέξοδα και εξορίες
έξαλλος λέω στίχους του Hölderlin
στίχους του Charles Cros
και πώς λυπάμαι τον άνθρωπο με το καροτσάκι
γυρίζει
πουλάει γλειφιτζούρια –γεωμετρικά τοποθετημένα
το ένα πλάι στο άλλο στη σειρά –
κανένας δεν τα αγοράζει
κι έτσι κι αυτός είναι τώρα χρόνια πεθαμένος
τα ρούχα του έχουν λιώσει πάνω του
και πίσω του τρέχει ο άγγελός του.


Ως εδώ το ποί­η­μα πα­ρου­σιά­ζει ομοιό­τη­τες με το προη­γού­με­νο· ο Ηλί­ας εί­ναι τώ­ρα μι­κρο­πω­λη­τής, «χρό­νια πε­θα­μέ­νος», δεν τον ακο­λου­θούν παι­διά πα­ρά μό­νο ο άγ­γε­λός του που τρέ­χει πί­σω του.
Όμως πα­ρ’ όλα αυ­τά ο Πό­ρος υπάρ­χει

με την παλιά του άγκυρα μπηγμένη στην αμμουδιά

και μ’ όλα τα χαϊμαλιά του
με την παλιά του άγκυρα μπηγμένη στην αμμουδιά
τις όμορφες τουρίστριες με τα καταπληκτικά πόδια
και πόσους έφαγε το χώμα αυτά τα χρόνια
πάει ο Σκλάβος κι ο Καχτίτσης
ο Ιωάννου, η Μέλπω Αξιώτη
ο Αλεξάνδρου και τόσοι άλλοι.
Θεέ μου, δώσε μας ένα θάνατο
ειρηνικό.

(Εκτοπλάσματα1 986)


Στην επι­φά­νεια του ποι­ή­μα­τος λά­μπει ο του­ρι­στι­κός Πό­ρος. Πί­σω όμως από το φως και­ρο­φυ­λα­κτούν τα φα­ντά­σμα­τα εκεί­νου που σκέ­πτε­ται και εκεί­νων που έχουν προ πολ­λού πε­θά­νει. Τα μνη­μο­νευό­με­να πρό­σω­πα ποι­η­τών εί­ναι νε­κροί που ζουν στον Πό­ρο, Εκτο­πλά­σμα­τα, εκεί που ζει και ο ποι­η­τής. Στα αδιέ­ξο­δα της νύ­χτας «κοι­τά­ζει» στο φλι­τζά­νι του κα­φέ τη «μαύ­ρη γορ­γό­να», απαγ­γέλ­λει Hölderlin και Charles Cros. Έτσι, πλα­γί­ως δί­νει την απά­ντη­σή του στο ερώ­τη­μα του πρώ­του: «Κι οι ποι­η­τές τι χρειά­ζο­νται σ’ ένα μι­κρό­ψυ­χο και­ρό;»[1].

Να λοι­πόν που χρειά­ζο­νται. Κι εκεί, στο Πό­ρο-πέ­ρα­σμα, ζω­ντα­νοί και πε­θα­μέ­νοι, επώ­νυ­μοι και ανώ­νυ­μος μι­κρο­πω­λη­τής, συ­νυ­πάρ­χουν, και ας τους « έφα­γε το χώ­μα». Φευ­γα­λέα, το μά­τι του ανα­γνώ­στη περ­νά­ει από την «άγκυ­ρα μπηγ­μέ­νη στην αμ­μου­διά» (στο χώ­μα) και ξε­γλι­στρά­ει στα πό­δια των του­ρι­στριών (που πα­τούν στο χώ­μα). Δεν εί­ναι ίσως αμε­λη­τέο να πού­με πως η μνη­μό­νευ­σή τους κα­θώς και η άγκυ­ρα έχουν ομη­ρι­κή κα­τα­γω­γή (ο Ελ­πή­νωρ στην Οδύσ­σεια λ, 75-76, ζη­τά από τον Οδυσ­σέα μνή­μα στην άμ­μο και ένα κου­πί καρ­φω­μέ­νο πά­νω του, να τον θυ­μού­νται) ή σε­φε­ρι­κή – οι σύ­ντρο­φοι τε­λειώ­σαν με τη σει­ρά,/ με χα­μη­λω­μέ­να μά­τια. Τα κου­πιά τους/ δεί­χνουν το μέ­ρος που κοι­μού­νται στ’ ακρο­γιά­λι» (Μυ­θι­στό­ρη­μα Δ΄, «Αρ­γο­ναύ­τες»). Τού­το, αφε­νός μας με­τα­φέ­ρει στο μύ­θο και στην ιστο­ρία του μύ­θου, αφε­τέ­ρου συν­δέ­ε­ται την επο­χή του, βά­ζο­ντας τη θέ­ση των συ­ντρό­φων του –Οδυσ­σέ­ας και αυ­τός— τους χα­μέ­νους ποι­η­τές. Με­τά, ρί­χνει αστρα­πιαία μα­τιά στις «όμορ­φες του­ρί­στριες με τα κα­τα­πλη­κτι­κά πό­δια» που πα­τούν την άμ­μο, το χώ­μα, εκ­συγ­χρο­νί­ζο­ντας τον αρ­χαίο μύ­θο διαιω­νί­ζο­ντας το θέ­μα των αγώ­νων και των χα­μέ­νων συ­ντρό­φων, της ζω­ής που περ­πα­τά­ει φεύ­γει.


LΥΝΝΕ

Θυμάστε τότε που έγραφα για τα δαιμονισμένα
πορτοκάλια;

στον Πόρο
βρέθηκε
η Lynne
ένα κορίτσι
από τη γηραιά Αλβιόνα
όμως ξαφνικά έκλεισε το μπαρ
βλέπω όνειρα φριχτά
στον Πόρο
μπαρ και μπαράκια
και τα κουμπαράκια.
Αν δεν βρει αλλού δουλειά
Η Lynne
θα γυρίσει πίσω
στα ζώα και τα θηρία της
και την αγαπώ
Lynne, Lynne,
πώς έτσι αναποδογύρισε ο κόσμος
Πόρος, θερμοκρασία 43ο
κάτι το πρωτοφανές!

Και τότε καληνύχτα σας.

Ο ποι­η­τής, έχο­ντας μέ­σα του «το παι­δι­κό, το γε­ρο­ντι­κό και το δαι­μο­νι­κό συγ­χρό­νως»[2] μοιά­ζει να παί­ζει. Και παί­ζει αλ­λά στα σο­βα­ρά.
Το ποί­η­μα «Lynne» ανή­κει στη συλ­λο­γή Κα­τα­βύ­θι­ση του 1990. Η υπό­θε­ση κρα­τά τις απο­στά­σεις της από όποιο μύ­θο και φαι­νο­με­νι­κά του­λά­χι­στον εί­ναι αρ­παγ­μέ­νη από την επι­και­ρό­τη­τα. Υπο­δη­λώ­νε­ται όμως μέ­σα στον τί­τλο του ποι­ή­μα­τος, πέ­ρα από το ωραίο και ερω­τι­κό κο­ρί­τσι, και το φεγ­γά­ρι· Lynne, το κο­ρί­τσι, lune  — το φεγ­γά­ρι. Κο­ρί­τσι, φεγ­γά­ρι, φως, αλ­λά και λύ­κος και μο­να­ξιά και θά­να­τος. Για­τί, αν, η πε­ρα­στι­κή από τον Πό­ρο Lynne, φύ­γει πί­σω στη «γη­ραιά Αλ­βιό­να», τό­τε ο ποι­η­τής «κα­λη­νύ­χτα σας», θα μεί­νει γέ­ρο-λύ­κος, μό­νος και πε­θα­μέ­νος.
Με 43ο βαθ­μούς στον Πό­ρο, η κλε­ψύ­δρα ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζει τον κό­σμο. Και η Lynne δεν εί­ναι πα­ρά το στίγ­μα του και­ρού που περ­νά­ει και φεύ­γει σαν να εξα­τμί­ζε­ται. Στον Πό­ρο, ο Σα­χτού­ρης θα έχει μια πο­λύ πιο εν­δια­φέ­ρου­σα και συ­ντα­ρα­κτι­κή συ­νά­ντη­ση, τη συ­νά­ντη­ση με τον καύ­σω­να, την κα­τα­λυ­τι­κή φω­τιά.

Στο ποί­η­μα «Ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος στον Πό­ρο», επί­σης από τη συλ­λο­γή Εκτο­πλά­σμα­τα, πα­ρα­κο­λου­θού­με μια ποι­η­τι­κή ιστο­ρία που με­τα­φέ­ρει ένα μή­νυ­μα με­τα­φυ­σι­κό και ένα αλη­θι­νό πε­ρι­στα­τι­κό. Όλα έγι­ναν ακρι­βώς έτσι όπως τα εί­πε και τα ένοιω­σε.

Πα­ρα­κο­λου­θού­με την αφή­γη­ση:

τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα

Και να που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος
στον Πόρο
τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα
τσιγάρα να καίνε σαν κεριά
γύρω γύρω στα τραπέζια
τσιγάρα πάνω στις καρέκλες
τσιγάρα παντού
κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε.
Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος
τα μάτια του να καίνε.
Πώς απ’ τον Πόρο, Ανδρέα;
εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.
Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα
Στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;
Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο
το φοβερό το γέλιο του.
πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια
ένα σύννεφο σπουργίτια
πέρα απ’ τον θάνατό του.

(Εκτοπλάσματα 1986)

Η ιστο­ρία λοι­πόν εί­ναι αλη­θι­νή και μας την πα­ρα­δί­δει ο Γιάν­νης Δάλ­λας, ο οποί­ος γρά­φει πως ο Σα­χτού­ρης γνώ­ρι­σε τον Εμπει­ρί­κο από τον Ελύ­τη, την ημέ­ρα της απε­λευ­θέ­ρω­σης. Ήταν «μα­νιώ­δης κα­πνι­στής, με τα τσι­γά­ρα απα­νω­τά, πο­τέ δεν έσβη­ναν (θυ­μά­μαι που του έκαι­γαν τα δά­χτυ­λα). Και όμως με μια υγεία θη­ριώ­δη και με κά­τι γέ­λια, όταν τε­λεί­ω­νε η συ­ζή­τη­ση, που τρά­ντα­ζαν». Και συ­νε­χί­ζει ο Δάλ­λας: «Μου αφη­γή­θη­κε, λοι­πόν, πως ύστε­ρα από χρό­νια, σε ένα από τα τα­ξί­δια του τού Πό­ρου, που συ­νή­θι­ζε, βγή­κε να ψω­νί­σει κά­τι σε ένα από τα του­ρι­στι­κά της κε­ντρι­κή πλα­τεί­ας, και η πω­λή­τρια —μια σε­βα­στή κυ­ρία— του εί­πε: ‘‘Γεια σας, κύ­ριε Εμπει­ρί­κο. Πώς από τον Πό­ρο;’’ Ή κά­πως έτσι. ‘‘Τα ’χα­σα και βγαί­νο­ντας σ’ ένα πε­ζού­λι ζα­λι­σμέ­νος κά­θι­σα. Έγι­νε ή το φα­ντά­στη­κα; Κι όμως με εί­πε κυρ Αντρέα και Εμπει­ρί­κο. Εκεί­νος από την Άν­δρο κι εγώ από την Ύδρα, τι δου­λειά έχου­με στον Πό­ρο; σκέ­φτη­κα. Και ο Εμπει­ρί­κος να ’ναι δέ­κα χρό­νια πε­θα­μέ­νος… Και την ώρα εκεί­νη πέ­ρα­σε από μπρο­στά μου ένα σμά­ρι από που­λιά και από παι­διά μι­κρά-με­γά­λα, με πο­λύ­χρω­μα πο­δή­λα­τα. Έτσι πή­γα κι έγρα­ψα το ποί­η­μα που φέ­ρει τ’ όνο­μά του».[3]

Ο Σα­χτού­ρης αξιο­ποιεί το πραγ­μα­τι­κό γε­γο­νός, ανα­πλά­θο­ντάς το, με­τα­πλά­θο­ντάς το και ελα­φρά με­τα­ποιώ­ντας το. Το ποί­η­μα με­τα­τρέ­πε­ται σε μνη­μό­συ­νο, όπου αντί για κόλ­λυ­βα και κε­ριά έχου­με τσι­γά­ρα. Πολ­λά τσι­γά­ρα. Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες που δια­θέ­του­με εί­ναι ότι πράγ­μα­τι ο Εμπει­ρί­κος κά­πνι­ζε πο­λύ.[4] Όλη η γε­νιά του τριά­ντα και όλη η πα­ρέα του κά­πνι­ζε πο­λύ. Στα ντο­κι­μα­ντέρ και τις φω­το­γρα­φί­ες τους, Σε­φέ­ρης, Ρί­τσος, Ελύ­της και όλοι γε­νι­κώς εί­ναι συ­νε­χώς με ένα τσι­γά­ρο στο χέ­ρι. Εί­ναι το δια­βα­τή­ριο για τον άλ­λο κό­σμο, αν και ο Εμπει­ρί­κος εί­χε υγεία θη­ριώ­δη, ωστό­σο πέ­θα­νε από καρ­κί­νο. Ο Σα­χτού­ρης λοι­πόν αξιο­ποιεί στο ποί­η­μα το πρώ­το δε­δο­μέ­νο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Τα τσι­γά­ρα. Το δεύ­τε­ρο εί­ναι ο Εμπει­ρί­κος στον Πό­ρο, ο οποί­ος στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν ήταν εκεί. Απλώς η πω­λή­τρια εί­χε κά­νει λά­θος· τον Σα­χτού­ρη εί­δε και νό­μι­σε πως ήταν ο Εμπει­ρί­κος. Άλ­λω­στε ο Εμπει­ρί­κος εί­ναι δέ­κα χρό­νια πε­θα­μέ­νος. Βρί­σκε­ται όμως ο Σα­χτού­ρης στον Πό­ρο κι αυ­τό εί­ναι γε­γο­νός. Το ότι εί­ναι «ζα­λι­σμέ­νος» απο­τε­λεί ένα στοι­χείο αξιο­ποι­ή­σι­μο στη δια­μόρ­φω­ση του κα­τάλ­λη­λου ψυ­χο­λο­γι­κού ή με­τα­φυ­σι­κού κλί­μα­τος για να επι­τευ­χθεί η μυ­στι­κή επι­κοι­νω­νία. Σαν να εί­ναι κι­νη­μέ­νο από άγνω­στες δυ­νά­μεις το λά­θος της πω­λή­τριας, όνο­μα και τό­πος του πε­θα­μέ­νου ποι­η­τή εγ­γρά­φο­νται στη συ­νεί­δη­σή της και με­τα­φέ­ρο­νται στο πρό­σω­πο του Σα­χτού­ρη. Η πω­λή­τρια λει­τουρ­γεί σαν μέ­ντιουμ, για να φέ­ρει μή­νυ­μα από τον άλ­λο κό­σμο. Και έτσι η συ­νεί­δη­ση του Σα­χτού­ρη βιώ­νει το εγώ του άλ­λου. Γί­νε­ται «κυρ Αντρέ­ας και Εμπει­ρί­κος» και, φυ­σι­κά, δεν βρί­σκε­ται στην Άν­δρο, ού­τε όμως και ο Σα­χτού­ρης στην Ύδρα.

Το δεύ­τε­ρο στοι­χείο που αξιο­ποιεί­ται εί­ναι τα «τρο­μαγ­μέ­να σπουρ­γί­τια»:

Οι λο­γι­σμοί της ηδο­νής εί­ναι που­λιά
Που νύ­χτα - μέ­ρα δια­σχί­ζουν τον αέ­ρα

(Πουλιά του Προύθου, 15)

λέ­ει ο Εμπει­ρί­κος και σε δύο στί­χους μέ­σα συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει όλα τα στοι­χεία της ποι­η­τι­κής του μυ­θο­λο­γί­ας. Και τα σπουρ­γί­τια σαν «λο­γι­σμοί» πέ­τα­ξαν ή τρό­μα­ξαν από το «ωραίο το φο­βε­ρό το γέ­λιο του», γρά­φει ο Σα­χτού­ρης. Εί­ναι κι αυ­τό στοι­χείο αλη­θι­νό. Όμως το άκου­σε πράγ­μα­τι αυ­τό το γέ­λιο ο Σα­χτού­ρης ή το φα­ντά­στη­κε; Τα που­λιά πά­ντως αντέ­δρα­σαν. Και πώς αντέ­δρα­σαν τα που­λιά σε μια σκέ­ψη άη­χη του ποι­η­τή;
Τέ­λος τα παι­διά, που δεν κα­το­νο­μά­ζο­νται, με τα «άγρια κόκ­κι­να πο­δή­λα­τα να περ­πα­τά­νε», γε­μά­τα από το νε­α­νι­κό τους σφρί­γος, εί­ναι ο χρό­νος που παί­ζει και τρέ­χει και φεύ­γει· η ποί­η­ση της ζω­ής: «Η ποί­η­σις εί­ναι ανά­πτυ­ξι στίλ­βο­ντος πο­δη­λά­του./ Μέ­σα της όλοι με­γα­λώ­νου­με», λέ­ει ο Εμπει­ρί­κος. Επο­μέ­νως, η συ­νεί­δη­ση του Σα­χτού­ρη εγ­γρά­φει και κά­τι άλ­λο από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του Εμπει­ρί­κου. Τα πο­δή­λα­τα, τα παι­διά, τα που­λιά, τα σπουρ­γί­τια, έρ­χο­νται στο προ­σκή­νιο, για να παί­ξουν το ρό­λο του αγ­γε­λιο­φό­ρου. Λεί­πει βέ­βαια η αι­σθη­σια­κή χα­ρά και ο εν­θου­σια­σμός που θα εί­χε αυ­τή η «εκ­δρο­μή» στον Εμπει­ρί­κο. Πα­ρου­σιά­ζο­νται, όμως, την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή και δη­μιουρ­γούν μια σκη­νο­θε­σία, στην οποία πρω­τα­γω­νι­στής ζω­ντα­νός και πε­θα­μέ­νος συ­νυ­πάρ­χουν.

Αξί­ζει να σχο­λια­στεί το κόκ­κι­νο χρώ­μα στον Σα­χτού­ρη που έχει χα­ρα­κτή­ρα πέν­θι­μο. Εί­ναι το κόκ­κι­νο του θα­νά­του, το «μαύ­ρο κόκ­κι­νο»[5] του αί­μα­τος. Εί­ναι «σαν του λα­γού το αί­μα»,[6] όπως θα έλε­γε ο Σο­λω­μός. Τέ­ταρ­το και τε­λευ­ταίο στοι­χείο το «ωραίο το τρα­ντα­χτό γέ­λιο του» Εμπει­ρί­κου, ως επί­με­τρο στο διά­λο­γο. Τι να ση­μαί­νει εκεί­νο το γέ­λιο; Ποιο εί­ναι το νό­η­μα του δια­λό­γου; Τι κοι­νό έχουν οι δυο ποι­η­τές πέ­ρα από την ποί­η­ση και τον υπερ­ρε­α­λι­σμό; Μια απλή απά­ντη­ση εί­ναι ότι και οι δύο ανή­κουν σε οι­κο­γέ­νειες που έχουν σχέ­ση με κα­ρά­βια και θά­λασ­σα. Και οι δύο απαρ­νή­θη­καν τα οι­κο­γε­νεια­κά ιδε­ώ­δη για την ποί­η­ση, και οι δύο κα­τά­γο­νται από νη­σιά με ση­μα­ντι­κή πα­ρου­σία στον Αγώ­να. Και συ­να­ντώ­νται τυ­χαία, από λά­θος της πω­λή­τριας, στη συ­νεί­δη­ση του Σα­χτού­ρη, στον Πό­ρο.

Πώς απ’ τον Πόρο, Ανδρέα;
εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.

Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα
Στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;


Κα­νείς από τους δύο δεν εί­ναι στον τό­πο που «πρέ­πει». Κι ο Πό­ρος εί­ναι τό­πος ση­μα­δια­κός. Τι μπο­ρεί λοι­πόν να ση­μαί­νει εκεί­νο το γέ­λιο; Μή­πως πως ο πε­θα­μέ­νος ξέ­ρει αυ­τό που ο ζω­ντα­νός δεν ξέ­ρει ακό­μα; «έπρε­πε να ήσου­να /Στην Ύδρα, για­τί στον Πό­ρο;», στην ηρω­ι­κή Ύδρα, που γί­νε­ται η «μά­χη» και όχι στον Πό­ρο (τον «ηδο­νό­πα­θο», την «κρε­βα­το­κά­μα­ρα κο­κό­τας», τον «λάκ­κο της λα­γνεί­ας», τον «τό­πο για δια­κε­κρι­μέ­νους διε­θνείς ερω­μέ­νους»[7] όπως τον απο­κα­λού­σε ο Σε­φέ­ρης, λό­γω της χλι­δής, της νω­χέ­λειας, του αι­σθη­σια­σια­κού πει­ρα­σμού, που σε κά­νει μαλ­θα­κό και άπρα­γο. Ο Εμπει­ρί­κος του ποι­ή­μα­τος, λοι­πόν, φαί­νε­ται να λέ­ει στον Σα­χτού­ρη πως δεν εί­ναι η ώρα του να εί­ναι στον Πό­ρο. Στην Ύδρα έπρε­πε να εί­ναι. Ενώ, ο ίδιος εί­ναι στον Πό­ρο, στο πέ­ρα­σμα, εδώ και δέ­κα χρό­νια. Μια μι­κρή Νέ­κυια; Ίσως.
Πά­ντως, το «ωραίο και τρα­ντα­χτό γέ­λιο» ανή­κει σ’ αυ­τόν που ξέ­ρει. Τα «τρο­μαγ­μέ­να σπουρ­γί­τια ξύ­πνη­σαν την ναρ­κω­μέ­νη από το κα­λο­και­ρι­νό απο­κά­ρω­μα συ­νεί­δη­ση.΄Ετσι έγι­νε ορα­τό το αό­ρα­το, μια σκέ­ψη πή­ρε μορ­φή. Ένας πα­ρελ­θών θά­να­τος συ­να­ντή­θη­κε με έναν μελ­λο­ντι­κό.
Και ο Πό­ρος, ένα γνω­στό νη­σί του Αρ­γο­σα­ρω­νι­κού, πο­λύ κο­ντά στην πε­λο­πον­νη­σια­κή στε­ριά, απέ­να­ντι από την Τροι­ζή­να, πή­ρε συμ­βο­λι­κές δια­στά­σεις. Σταθ­μός στη ζωή, πέ­ρα­σμα ή τέρ­μα. Κι ο ποι­η­τής εμ­μέ­νει στα φα­ντά­σμα­τά του, τους αγα­πη­μέ­νους φί­λους του, που εί­ναι όλοι σχε­δόν πε­θα­μέ­νοι, αλ­λά και τό­σο ζω­ντα­νοί, ώστε να συν­δια­λέ­γε­ται συ­νέ­χεια μα­ζί τους. Η μνή­μη του γί­νε­ται μνη­μό­συ­νο και το ποί­η­μα που «ποιεί» εί­ναι το δεί­πνο που πα­ρα­θέ­τει στη μνή­μη τους.




ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

Γιάν­νης Δάλ­λας, Ει­σα­γω­γή στην ποι­η­τι­κή του Μίλ­του Σα­χτού­ρη, εκδ. Κεί­με­να 1979.
Γιάν­νης Δάλ­λας, Ο ποι­η­τής Μίλ­τος Σα­χτού­ρης, εκδ. Κέ­δρος 1997.

Δ. Ν. Μα­ρω­νί­της, Μίλ­τος Σα­χτού­ρης, άν­θρω­ποι- χρώ­μα­τα- ζώα-μη­χα­νές, εκδ. Γνώ­ση 1980.
Κώ­στας Μπα­λά­σκας, Νε­ο­ελ­λη­νι­κή Ποι­ή­ση, Κεί­με­να- Ερ­μη­νεία- Θε­ω­ρία, εκδ. Επι­και­ρό­τη­τα 1980.

Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη, Μα­γι­κές Ει­κό­νες, εκδ. Νε­φέ­λη 1980.
Αλεξ. Αρ­γυ­ρί­ου, Δια­δο­χι­κές Ανα­γνώ­σεις Ελ­λή­νων Υπερ­ρε­α­λι­στών, εκδ. Γνώ­ση 1983.

Θά­νος Κων­στα­ντι­νί­δης, Οι με­τα­μορ­φώ­σεις στην ποί­η­ση του Μίλ­του Σα­χτού­ρη, εκδ. Νε­φέ­λη 1985.
Κώ­στας Μπα­λά­σκας, Τα­ξί­δι με το κεί­με­νο, Προ­τά­σεις για την ανά­γνω­ση της Λο­γο­τε­χνί­ας, εκδ. Επι­και­ρό­τη­τα 1990.

Νά­νος Βα­λα­ω­ρί­της,Για μια θε­ω­ρία της γρα­φής, εκδ. Εξά­ντας 1990.

Ζωή Σα­μα­ρά (επι­μέ­λεια- αν­θο­λό­γη­ση),Μίλ­τος Σα­χτού­ρης, φω­νή από την άλ­λη ακρο­για­λιά, εκδ. Ερ­μής 1997.

Κώ­στας Μπα­λά­σκας, Ανά­γνω­ση Λο­γο­τε­χνί­ας, Με­λε­τή­μα­τα, εκδ. Σαβ­βά­λας 2001.


ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΙ­ΚΑ

Η λέ­ξη, τχ. 4, Μά­ης 1981, αφιέ­ρω­μα στον Μίλ­το Σα­χτού­ρη.
Γράμ­μα­τα και Τέ­χνες, τχ. 16, Απρί­λιος 1983, αφιέ­ρω­μα στον Μίλ­το Σα­χτού­ρη.

Νέα παι­δεία, τχ. 38, Άνοι­ξη 1986.

Η λέ­ξη, τχ. 103, Μάιος- Ιού­νιος 1991.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: