Ο Μίλτος Σαχτούρης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουλίου του 1919, πέθανε το 2005. Κατάγεται από την Ύδρα και είναι δισεγγονός του ναυάρχου, της Επανάστασης του 1821, Γιώργη Σαχτούρη, δισεγγονός του Γιώργη Σαχτούρη του αγωνιστή του ’21 και γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους Δημητρίου Σαχτούρη. Ο πατέρας του, που τον πίεσε να σπουδάσει Νομικά, πέθανε το 1937. Το 1939, σε μια κρίση, διαβάζοντας για το πτυχίο και συγχρόνως συνθέτοντας τη Λησμονημένη, σαν τον μπουρλοτιέρη προππάπο του, ο ποιητής έβαλε μπουρλότο στα βιβλία και εγκατέλειψε τη Νομική. Η μεγάλη επαναστατική πράξη του εγγονού ήταν αυτή και η πλήρης αφοσίωση στην Ποίηση ήταν η συνέπειά της.
Το 1943 γνώρισε τον Οδυσσέα Ελύτη που και εκείνος είχε κάνει ακριβώς το ίδιο, χωρίς απλώς να βάλει φωτιά στα βιβλία. Ο Ελύτης που στα Ανοιχτά Χαρτιά (σ. 300) κατατάσσει τον Σαχτούρη στους «πιο σημαντικούς» του «ανανεωμένου επιτελείου» των Νέων Γραμμάτων και συνδέθηκε φιλικά μαζί του. Έχει τιμηθεί με τρία Κρατικά Βραβεία, αλλά και με το βραβείο «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές», το 1956 από την Ιταλική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση. Ποιήματά του, μεταφρασμένα από τον Κίμωνα Φράιερ, κυκλοφόρησαν το 1968, στην Ουάσιγκτον, από τις εκδόσεις Charioteer Press. Το 1977 μαγνηφωνήθηκε και εκδόθηκε απαγγελία 43 ποιημάτων, με επιμέλεια του Μάνου Ελευθερίου, από τη δισκογραφική εταιρεία Lyra. Συλλογική έκδοση των ποιημάτων του Μίλτου Σαχτούρη έγινε από τις εκδόσεις Κέδρος σε δύο τόμους.
Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει τα ποιήματα των ετών 1945-1971 και ο δεύτερος τα ποιήματα των ετών 1980-1998. Συνολική επανέκδοση έγινε το 2014. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Συχνές στα ποιήματα του Σαχτούρη είναι οι αναφορές άλλων ποιητών, με τα ονόματά τους, τόποι και χρώματα, καθώς επίσης και πρόσωπα στα οποία αφιερώνει ποιήματα. Μια απλή έρευνα στα Άπαντά του θα μας καταδείξει του λόγου το αληθές. Οι αναφερόμενοι δεν είναι μόνο ποιητές, αλλά και εκπρόσωποι άλλων τεχνών, ζωγράφοι και μουσικοί. Από τους ποιητές αναφέρονται οι Νίκος Εγγονόπουλος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Γκάτσος, Κώστας Καρυωτάκης, Διονύσιος Σολωμός, ο πεζογράφος Ν. Γ. Πεντζίκης, ο Νίκος Καχτίτσης, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Άρης Αλεξάνδρου. Από τους ζωγράφους οι Νίκος Χατζηκυριάκος- Γκίκας, Γιώργος Μπουζιάνης, από τους μουσικούς οι Νίκος Σκαλκώτας, Γεώργιος Σκλάβος και πολλοί ακόμα Έλληνες και ξένοι. Και, βέβαια, η αναφορά στα ονόματά τους δεν είναι τυχαία. Τον συνδέει μαζί τους η εκλεκτική συγγένεια που τους καθιστά ομοτράπεζους στον υπερρεαλισμό, είτε συγκλίνοντας / αποκλίνοντας, είτε γιατί φέρουν και αυτοί το σημάδι της μοίρας πάνω τους, οπότε καθίσταται «συγγενής» και συνοδοιπόρος τους. Όλα τα «πρόσωπα» όμως, ενώ αυτονομούνται μέσω του ονόματός τους, προσαρμόζονται ή αφομοιώνονται στο σαχτουρικό ποιητικό κλίμα. Έτσι στο ποίημα «Ο Νεκρός της ζωής μας Ιωάννης Βενιαμίν Δ’ Αρκόζι», το οποίο αφιερώνεται στον Νίκο Εγγονόπουλο, ο μνημονευόμενος ήρωας πράττει παράλογα και κλαίει παράλογα, εφόσον σκοτώνει ό,τι επιθυμεί να έχει. Συγχρόνως στέλνει μήνυμα ο Σαχτούρης αφενός στον Εγγονόπουλο, αλλά και στον αναγνώστη, σχετικά με το κωδικοποιημένο περιεχόμενο του ποιήματος.
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο αφιερώνει το ποίημα «Τα χωρισμένα», στο οποίο ο Σαχτούρης ανασυνθέτει με το δικό του τρόπο τον κόσμο του Εμπειρίκου. Υπάρχει πάντα μία γυναίκα, ένας εραστής, άλογα, σπιρούνια και καράβια, αλλά η ατμόσφαιρα δεν έχει τίποτα από την ενθουσιαστική-ερωτική διάθεση του Εμπειρίκου.
Το ποίημα «Περιστέρια του νεκρού» αφιερώνεται στον Οδυσσέα Ελύτη και μοιάζει σαν να δίνει απάντηση στο «Άσμα Ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», με εμφανείς τις δημοτικές καταβολές, ενώ στο φόντο ο «νεκρός» «μοιάζει μπαξές που του ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά».
Στο ποίημα «Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών» συγκεντρώνει σε ένα μικρό συμπόσιο Σολωμό, Εγγονόπουλο, Μπουζιάνη, Σκλάβο, Καρυωτάκη και Σκαλκώτα, πάχοντες ως φαίνεται από την κοινή μοίρα, την ίδια στην οποία υπάγεται και ο Νίκος Καρούζος, τον οποίο ο Σαχτούρης προσφωνεί «καημένε Νίκο» και προσθέτει την επεξηγηματική φράση «κατατρεγμένος από τους Κατσημπαλήδες», στο ποίημα «Για τον Νίκο Καρούζο». Προφανώς ο Σαχτούρης στρέφεται κατά του κύκλου του περιοδικού Τα Νέα Γράμματα, από τον οποίο κατ’ αρχάς είχαν εξαιρεθεί και ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος. Το όλο κλίμα είναι βαρύ. Ανοίκεια μοιάζει η οποιαδήποτε «αναπνοή», ανάρμοστη η όποια φλυαρία. Με λιτό λόγο και απλό ύφος ξεπερνάει πάντα την επιφάνεια για να ταράξει τα χθόνια νερά και τον ύπνο των αγαπημένων πεθαμένων του. Η εμμονή με τους πεθαμένους καθιστά την ποίησή του μνημόσυνο ή νεκρόδειπνο. Όπως και να το πούμε το ποίημα είναι «σταυρός» καρφωμένος σε «μνήμα». Λες και οι νεκροί του ζητούν να κάνει το χρέος του. Να μην τους ξεχνάει και να τους αποδώσει αυτό που τους πρέπει. Κι εκείνος, πιστός τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος, όχι μόνο αποδίδει αυτό που πρέπει, αλλά περνάει πίσω από τα πρόσωπά τους, ταυτίζεται μ’ αυτά, μεταμορφώνεται σ’ αυτά.