ΙΙΙ
Το σύμπαν του Σαχτούρη μας αποκαλύπτεται αδόκητα καθαρό, ευθύς εξαρχής «ο πρώτος Κεραυνός» από την Λησμονημένη (1945). Από κεί και πέρα έχουμε την διαδοχική μας είσοδο από θύρα σε θύρα σε αλληλοδιάδοχα δωμάτια - σκοτεινούς θαλάμους, όπου οι εικόνες εμφανίζονται εμπλουτιζόμενες σε ποικιλία μιας στέρεης αρχιτεκτονικής αλληλουχίας, μέχρι και το Σκεύος (1971). 'Απο τα Χρωμοτραύματα (1980) και μετά, η στροβιλική των εικόνων του κατευθύνεται προς την πλέον πένθιμη και δωρική διαγραμματικότητα, όπως έχει επισημάνει (1990) ο Δ.Ν. Μαρωνίτης. Όμως, η πρόκληση την οποία σαν το γάντι μας πετά η ποίηση αυτή, δεν έχει να κάνει τόσο με την επισήμανση των γειτνιάσεών της με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Άλλωστε οι σχέσεις της με τα μοντερνιστικά συμφραζόμενα, (ευρωπαϊκά και αντίστοιχα η συγκαιρινά ελληνικά), μένουν μετέωρες, όσο καταγράφονται έξω από την πολλαπλότητα των σχέσεων με τα, δυνάμει, επαναστατικά για την έκφραση της στοιχεία της καθαυτό δικής της γλωσσικής περιοχής. Μ’ άλλα λόγια, ανοίγεται ως ορίζοντας εξαίρετων, ίσως, ανακαλύψεων η συνάφεια της ποίησης του Σαχτούρη, με εκείνα στα οποία η ίδια μας παραπέμπει: Με την παράδοση των παραμυθιών και με το δημοτικό τραγούδι. Εδώ, φαίνεται ότι έδρασαν ουσιαστικά, αφ’ ενός η σχέση του με τον Νίκο Εγγονόπουλο και αφ’ ετέρου τα ίδια τα καταγωγικά του απηχήματα, μέσα στα όποια, νομίζουμε, ότι, προϊόντος του χρόνου εντάσσει και τις επιρροές από τις επιλογές του της ευρωπαϊκής ποίησης. Ο Γιάννης Δάλλας μίλησε στην πραγματογνωσία της ανάγνωσης που έκαμε στο ποίημα «Του θηρίου» για τον ρυθμό: «Ο ρυθμός υποστηρίζει, σταθερά και υπόγεια, την οργάνωση αυτού του συστήματος, που από σύμπαν γίνεται κόσμος. Και είναι ένας ρυθμός με έμμετρη βάση. Η έμμετρη βάση είναι ο ίαμβος που εδώ σχεδόν θυσιάστηκε και έγινε ανάπαιστος. Θυσιάστηκε και έμεινε απλώς που και που, στην αρχή η στην μέση, σαν υπόμνημα η ανακοπή, η σποραδική παρουσία του. Περίπου έτσι: «Θα σε φέρω σ’ άλλα λιμάνια / να δεις τα βαπόρια πως τρώνε / τις άγκυρες / πως σπάζουν στα δυό τα κατάρτια / κι οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες [...]». (Πρβλ. ΓιάννηςΔαλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, σσ. 217, 218).
Η ποίηση κατ’ Αριστοτέλη είναι η τέχνη που εκφράζει τα καθόλου. (Πρβλ. Ποιητική 1451β 7-9). Βεβαιότατα τα παραμύθια και —κυρίως— το δημοτικό τραγούδι, «δημιουργούν τις μορφές με τις οποίες διατυπώνεται η συλλογή γνώση και μνήμη, η αντίληψη και η ερμηνεία του κόσμου». (Πρβλ. Γ.Μ. Σηφάκης, Για μία ποιητική του Ελληνικού Δημοτικού Τραγουδιού, σσ. 22, 23). Στην εποχή που ζει και δημιουργεί ο Σαχτούρης, προφανέστατα η συλλογική συνείδηση (η conscience collective) των κοινωνιολόγων έχει κατακερματισθεί. O ποιητής παραμένει απορφανισμένος συλλέκτης απηχημάτων και λειτουργός της νοσταλγίας μιας καθολικότητας. Κατ' αυτήν την έννοια, τα ίχνη αυτών των απηχημάτων στον Σαχτούρη, αποτελούν συστατικό στοιχείο της ποιητικής του ετερότητας. Καθορίζουν την ιδιοτυπία της φωνής του και δημιουργούν μέσω μιας ενστικτώδους ποιητικής αντίληψης, έναν ολόκληρο κόσμο. Τον δικό του κόσμο: «Φεγγάρι πεθαμένο μου / για ξαναβγές και πάλι / θέλω να δω το αίμα σου / δεν έκαιγες λυχνάρι / φώτιζες / το φοβισμένο πρόσωπο [...]», (Το ποίημα «Η πηγή»). Αλλού, στα δυό ποιήματα για τον στοιχειωμένο τόπο της καταγωγής του, «'Υδρα» (1948) και «Η 'Υδρα» (1956) έχουμε μίαν ισχυρότατη ανέλιξη μεταφορών, συμβόλων και εικόνων μέχρι το χτίσιμο, εν τέλει, δια της μορφής ενός —μέσω του τόπου— ψυχικού τρόπου: «Η Ύδρα είναι μία φραγκοσυκιά / γεμάτη πυρετό όνειρα κι αγκάθια / κι όπου γυρίσω βλέπω όλα κίτρινα / και δε μπορώ να κοιτάξω τα παράθυρα [...]». Στα περισσότερα ποιήματα του Σαχτούρη φωλιάζουν εικόνες που, διαθλασμένα η αναδιαταγμένα, έρχονται από την στέρνα της δημοτικής ποιητικής παράδοσης. Μεταμορφώσεις ζώων και πουλιών, συνδυαστικές φυσικών στοιχείων disjecta membra μιας συλλογικής ποιητικής συνείδησης, που περνώντας από τους μεγάλούς μας προγενέστερους ποιητές φθάνουν στο χέρι του καθώς προχωρεί «[...] σε δρόμο σκισμένο από κοφτερά γυαλιά [...]» σαν να σφυρίζει τον δημοτικό στίχο: «Το στόμα τ’ αίμα γέμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι», διψώντας ανεκλάλητα Για ουρανό.