Τα ποιήματά μου […] [ξ]ορκίζουν το κακό. Μοιάζουν με μάσκες […] ζώων και προγόνων, για να ξορκιστεί ο θάνατος.
Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος 1997, 107
και ο θάνατος ουκ έσται έτι
Αποκάλυψη 21:4
Τα ποιήματά μου […] [ξ]ορκίζουν το κακό. Μοιάζουν με μάσκες […] ζώων και προγόνων, για να ξορκιστεί ο θάνατος.
Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος 1997, 107
και ο θάνατος ουκ έσται έτι
Αποκάλυψη 21:4
Η Βίβλος θεωρείται ακόμη το νούμερο ένα best seller όλων των εποχών. Για αιώνες, οι περισσότερες βιβλιοθήκες του χριστιανικού κόσμου διέθεταν ένα τουλάχιστον αντίτυπο. Σε πλείστες περιπτώσεις, μάλιστα, η Αγία Γραφή ήταν το βιβλίο που κανείς θα έβρισκε ακόμη και σε ιδιωτικές οικίες που κατά τα άλλα διέθεταν ελάχιστα έως καθόλου βιβλία. Επιπλέον, το περιεχόμενό της διαβαζόταν στις λειτουργίες και διαδιδόταν μέσω διαφόρων εκκλησιαστικών ή λαϊκών θεσμών και δρώντων. Δεδομένων όλων αυτών και του πλούτου της ίδιας της Βίβλου σε αφηγήσεις, ιδέες, αρχέτυπα και σύμβολα, δεν προκαλεί διόλου έκπληξη ότι στάθηκε μείζων δεξαμενή για την παραγωγή λογοτεχνικών έργων. Στη σύγχρονη Ελλάδα, η εκτεταμένη λογοτεχνική εκμετάλλευση της Βίβλου δεν τεκμαίρεται μόνο από τις πλέον γνωστές ή αναμενόμενες περιπτώσεις συγγραφέων του 19ου ή του πρώιμου 20ού αιώνα με ισχυρό θρησκευτικό υπόβαθρο και στόχευση, όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Τάκης Παπατσώνης ή η Μελισσάνθη. Το βιβλικό διακείμενο έπαιξε καίριο ρόλο και στη μεταπολεμική λογοτεχνική παραγωγή. Σε αυτό προσέφυγαν συγγραφείς τόσο διαφορετικοί όσο –ενδεικτικά– οι Οδυσσέας Ελύτης, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μιχάλης Κατσαρός, Θανάσης Βαλτινός και Μένης Κουμανταρέας.
Η Αποκάλυψη του Ιωάννη είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση από πολλές απόψεις, ένα οιονεί αυτόνομο μέρος της Αγίας Γραφής. Είναι το μόνο αποκαλυπτικό βιβλίο στην Καινή Διαθήκη, ένα βιβλίο που βασίστηκε σε μια ξεχωριστή κειμενική παρακαταθήκη και γέννησε τη δική του παράδοση. Αν και μοναδικό στην Καινή Διαθήκη, το βιβλίο του Ιωάννη είναι μέρος ενός πλούσιου και δημοφιλούς ιουδαιοχριστιανικού αποκαλυπτικού corpus και χαρακτηριστικό παράδειγμα του αποκαλυπτικού είδους. Συγχρόνως, η Αποκάλυψη είναι πολλαπλώς μετέωρη, μεθοριακή ή έκκεντρη: το καταληκτικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης, αλλά και αυτό με τους περισσότερους αρμούς και διαύλους επικοινωνίας με την Παλαιά Διαθήκη· ενώ αποσπάσματα από όλες τις άλλες κατηγορίες βιβλίων της Καινής Διαθήκης (Ευαγγέλια, Επιστολές, Πράξεις) έχουν ενσωματωθεί στις λειτουργίες, δεν ισχύει το ίδιο για την Αποκάλυψη, κι ας είναι το βιβλίο της Καινής Διαθήκης με τον πιο έντονο λειτουργικό χαρακτήρα· εξαιρετικά αμφιλεγόμενη και το τελευταίο βιβλίο που επρόκειτο να προστεθεί στον κανόνα της Καινής Διαθήκης· η υποδοχή της, τόσο η θρησκευτική όσο και η κοσμική, ακολούθησε μια δική της πορεία ανά τους αιώνες, διαχωρίζοντάς την από την υπόλοιπη Αγία Γραφή.
Ενδεικτικό της συνάφειας της Αποκάλυψης για τη νεοελληνική ποίηση είναι ότι το βιβλίο του Ιωάννη έχει μεταγραφεί στα νέα ελληνικά από αμφότερους τους νομπελίστες ποιητές,[1] ενώ αποτέλεσε συχνά καταφανή πηγή έμπνευσης του ποιητικού έργου τόσο των Σεφέρη και Ελύτη (π.χ. στα ποιήματα «Μνήμη Α΄» από το Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄ του πρώτου, «Πάτμος» και «Η Αποκάλυψη» από τη Μαρία Νεφέλη του δεύτερου) όσο και πολλών άλλων ποιητών, από το Διονύσιο Σολωμό μέχρι το Μιχάλη Γκανά. Ο Μίλτος Σαχτούρης, επηρεασμένος κι αυτός από τη Βίβλο γενικότερα αλλά και από ομοτέχνους που πραγματεύτηκαν ποιητικά την Αποκάλυψη πριν από αυτόν, συνιστά ένα εξέχον παράδειγμα νεοέλληνα ποιητή που ενέταξε τον αποκαλυπτικό λόγο στο έργο του. Το παρόν άρθρο θα εξερευνήσει τις ιδιαίτερες όψεις του σαχτουρικού αποκαλυπτικού λόγου, σχετικές τόσο με την ιδιάζουσα –για τα ελληνικά δεδομένα– λογοτεχνική γενεαλογία και ταυτότητα του Σαχτούρη όσο και με τις ευρύτερες αντιλήψεις για την ποίηση και τον ποιητή που χαρακτηρίζουν το έργο του.
Ο ποιητής ως προφήτης
Ο αποκαλυπτισμός είναι στενά συνδεδεμένος με την ποίηση και οι ποιητικές του εκδηλώσεις εμφανίζονται πολύ μεγαλύτερες σε αριθμό και ποικιλία. Μάλιστα οι θρησκευτικές αποκαλύψεις στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση έχουν οι ίδιες ποιητικό χαρακτήρα και δομή. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη ειδικότερα έχει συζητηθεί ως ποιητικό βιβλίο, με έμφαση στην αισθητική του μορφή και τα υμνολογικά του στοιχεία.[2] Ο προφητικός λόγος έχει εξάλλου συσχετισθεί με την ποίηση και εκτός της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης.[3] Επιπροσθέτως, ο αποκαλυπτισμός έχει αποδειχθεί συμβατός με θέματα που κυκλοφόρησαν ευρέως μεταξύ των νεότερων ποιητών, τουλάχιστον από τον Ρομαντισμό μέχρι τον Μοντερνισμό, όπως το αρχέτυπο του ποιητή-προφήτη, το οποίο συχνά συνδυάσθηκε με την πίστη στην επιδραστικότητα της ποίησης και την ικανότητά της να αλλάξει τον κόσμο.
Στο σαχτουρικό corpus ο ποιητής ταυτίζεται πρώτη φορά ρητά με το αρχέτυπο του προφήτη στη συλλογή με τον καθόλα αποκαλυπτικό τίτλο Σφραγίδα ή Η όγδοη σελήνη (1964):
κόβει με τα μαύρα του μάτια λουλούδια / με τα δόντια ζυμώνει με ήλιο και μέλι / το φεγγάρι
Ο προφήτης (Α 211)[4]
Βαθιά ξεχασμένος στον
αιώνιον ύπνο
κόβει με τα μαύρα του μάτια λουλούδια
με τα δόντια
ζυμώνει με ήλιο και μέλι
το φεγγάρι
καθώς βαθιά στενάζει πάνω του
ο ουρανός
το έκπτωτο χιμαιρικό λουλούδι
που το λένε τάφο
ο πέτρινος προφήτης
θα ουρλιάξει
Συνάμα, ο Σαχτούρης προσυπογράφει τη θεώρηση του ποιήματος ως θεϊκή επιφάνεια, αποκάλυψη ή δωρεά με αντιφατικές συνέπειες για το υποκείμενο, όπως στον Ιωάννη η γνώση των μελλόντων δόθηκε υπό μορφήν βιβλίου προς βρώση: «και έλαβον το βιβλίον εκ της χειρός του αγγέλου και κατέφαγον αυτό, και ην εν τω στόματί μου ως μέλι γλυκύ· και ότε έφαγον αυτό, επικράνθη η κοιλία μου» (Αποκ. 10:10). Η ποιητική έμπνευση, όπως και το αποκαλυπτικό όραμα, είναι ένα βίωμα, μια κατάσταση καταληψίας, εν πνεύματι και εν εκστάσει. Αυτό υποδεικνύει ο Μίλτος Σαχτούρης τόσο στις συνεντεύξεις του όσο και μέσα στην ίδια την ποιητική παραγωγή του. Ομοίως με τον ομοούσιο αυστριακό ποιητή Georg Trakl, για τον οποίο θα μιλήσω αναλυτικότερα παρακάτω και στον οποίο τα ποιήματα «προέκυψαν»,[5] ο Σαχτούρης μας λέει ότι τα ποιήματα «ξεπηδάνε από μέσα [τ]ου μονοκόμματα».[6] Σε ποιήματα όπως «Το κεφάλι του ποιητή» (Α 247) ή «Ο καθρέφτης» (Α 178) πάλι, η ποίηση συνδέεται με μια κατάσταση πυράκτωσης του μυαλού, με την έμπνευση να εξυπηρετεί ως ύλη καύσιμη μα και εκρηκτική, να αποβαίνει στην έξαρση αλλά και στην (αυτ)ανάφλεξη του υποκειμένου, και τον ποιητικό λόγο να εκφέρεται ωσάν χρησμός ή προφητεία. Επιπλέον, αν τα πτηνά γενικότερα στο σαχτουρικό έργο σχετίζονται έντονα με την ποιητική ιδιότητα και δραστηριότητα,[7] ο «άνθρωπος-πετεινός» και ο «άγιος πετεινός» συμβολίζουν «τον ποιητή την ώρα, την προφητική και τερατώδη, της δημιουργίας».[8]
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να ενταχθούν και οι δεσμοί μεταξύ αποκαλυπτισμού και συνθηκών ακραίας μεθοριακότητας. Τα μέρη της κειμενικής παράδοσης από την οποία οι ποιητές μπορεί να αντλήσουν στα αποκαλυπτικά γραπτά τους παρήχθησαν συχνά σε μεταιχμιακές περιόδους, π.χ. ο Δανιήλ μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και την βεβήλωση του Ναού από τον Αντίοχο Δ΄ Επιφανή, η Αποκάλυψη κατά τους ρωμαϊκούς διωγμούς των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων, η αποκαλυπτική τάση του Εξπρεσιονισμού τη δεκαετία του 1910 κ.λπ. Η συσχέτιση του αποκαλυπτισμού με την ιστορική μεθοριακότητα ή μεταιχμιακότητα έχει επισημανθεί επαρκώς στη βιβλιογραφία, ενώ το αποκαλυπτικό στοιχείο της σαχτουρικής ποίησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αγωνία του πολέμου, της κατοχής και των μεταπολεμικών χρόνων του Εμφυλίου, του Ψυχρού Πολέμου, του πυρηνικού ανταγωνισμού και του δόγματος της αμοιβαίως εξασφαλισμένης καταστροφής, αλλά και των διαψευσμένων ελπίδων για ένα νέο κόσμο μετά τη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για όλα αυτά μας μιλάει ο ποιητής στην πρώτη συλλογή της δεύτερης ποιητικής του περιόδου (Χρωμοτραύματα, 1980), προβαίνοντας σε έναν απολογισμό που συζευγνύει τους «δύσκολους καιρούς» και τον «προσωπικό μύθο» με το αρχέτυπο του ποιητή-προφήτη και αποκαλυπτικές απηχήσεις, διαμεσολαβημένες ενδεχομένως και μέσω της ζωγραφικής του Ιερώνυμου Μπος:
γυάλινη και θεοτική χαμένη / σε ξένους έρωτες σε ξένες χώρες γυάλινη με άσπρο αίμα
Θα ερχόταν εποχή (Β 28)
Θα ερχόταν εποχή
θωρακισμένα κάλαντα
με ξένους πυρετούς σε ξένες χώρες
η λησμονημένη πάντα με την καρφίτσα έμεινε
γυάλινη και θεοτική χαμένη
σε ξένους έρωτες σε ξένες χώρες
γυάλινη με άσπρο αίμα.
Έντομα σιδερένια τρύπαγαν τα πτώματα
—ύστερα από τόσα χρόνια—
κι ήταν αυτές «οι ωραίες μέρες» που
μας έταζαν
διάβολοι με πιρούνες παραμέριζαν
τα πτώματα
μέρα Πρωτοχρονιάς
«μαύρη μεγάλη σφυρίχτρα θ’ ακουστεί»
έλεγε ο προφήτης Ποιητής
και να που ακούστηκε η σφυρίχτρα
νερά
νερά
Αξίζει, όμως, να συνυπολογίσει κανείς και την προνομιακή σχέση του αποκαλυπτικού στοιχείου με τους μεθοριακούς χώρους και τις συνθήκες απομόνωσης. Αυτό ισχύει τόσο για ετεροτοπίες όπως η εξορία και η φυλακή (π.χ. ο Ιωάννης στην Πάτμο ή ο εξόριστος ποιητής στο «Προφητικόν» του Ελύτη) όσο και για την πίστη στο ρόλο του απομονωμένου ποιητή ως poète voyant. Αρκετοί ποιητές φαίνεται να έχουν συνταιριάξει την αποκαλυπτική τους ροπή με μια τέτοια πεποίθηση, σύμφωνα με την οποία ο ποιητής βρίσκεται σε μια θέση τόσο εντός όσο και εκτός της κοινωνίας, από όπου βλέπει τα δεινά και τις παθογένειές της και δύναται να προβλέψει την τελευτή ή την ανανέωσή της. Σχετικές εδώ κι οι παρατηρήσεις του Δάλλα, ως απαύγασμα συζητήσεών του με το Σαχτούρη, για την «αφοσίωσή του στις φύσεις εκείνες, που μες στη μοναξιά τους καίει υποδόρια μια ασίγαστη φλόγα», την «προσήλωσή του στις ενορατικές ή στις σεισμογενείς προσωπικότητες», «την επίμονη αναφορά του σε χτεσινούς κυρίως αναχωρητές και εικονοκλάστες» και τη «θεληματικά απομονωμένη» σκοπιά του.[9] Χαρακτηριστική ποιητική αποτύπωση αυτής της αντίληψης συνιστά το ακόλουθο ποίημα από τη συλλογή Το σκεύος:
Το ποντίκι (Α 235)
Ο ένας να μιλάει για ένα Μάρτυρα
κι ο άλλος ν’ απαντάει για έναν ποντικό
Ο ένας να μιλάει για έναν Άγιο
κι ο άλλος ν’ απαντάει για ένα σκύλο
και είναι τότε που μέσα στη μαυρίλα
είδα τον Ποιητή ολομόναχο
και γύρω του να λάμπει
το κενό
Όπως και στην Αποκάλυψη, το ποιητικό υποκείμενο αναλαμβάνει κάποτε το ρόλο του καταγραφέα υπερβατικών σκηνών και μελλοντικών γεγονότων που του εμφανίζονται δια οράματος. Υπό αυτό το πρίσμα, και το ρήμα «βλέπω» ακόμη και –ή μάλλον κυρίως– σε παρελθοντικό χρόνους παραπέμπει στην καταγραφή ενός τέτοιου οράματος και μπορεί να συσχετισθεί με τη φορμουλαϊκή επανάληψη του «(και) είδον» στην Αποκάλυψη. Πέρα από το ποίημα που μόλις παρέθεσα, ο τύπος «είδα» θα μπορούσε να αναγνωσθεί με αυτόν τον τρόπο στα εξής ποιήματα: «Ωροδείχτης» (Α 62), «Το μαρτύριο» (Α 119), «Το αμάξι» (Α 231), «Έξι αιφνίδια ομότροπα σχήματα» (Α 241), «Το καφενείο» (Α 254), «Ησυχάστε» (Β 57), «Το σπίτι μου» (Β 113). Η ενορατική ή οραματική λειτουργία της ποίησης, κι όχι απλώς μια περιγραφή τυπικής θέασης του περιβάλλοντος, υποβάλλεται και με τους τύπους «βλέπω» και «έβλεπα» στα ποιήματα «Η Ύδρα» (Α 125), «Ο Άγγλος ζωγράφος και ποιητής DANTE GABRIEL ROSSETTI γράφει με το χέρι μου ένα ποίημα» (Β 16), και κυρίως «Έβλεπα» (Α 195), «Το πράσινο απόγευμα» (Α 253) και «Το τηλέφωνο» (Α 99).
Καθώς εξομολογήθηκε ο ποιητής στο Γιάννη Δάλλα, ύστερα από το θάνατό της μητέρας του άρχισε να έχει καλύτερη αντίληψη «τι [τ]ου αποκάλυπταν πίσω από την πρόσοψή τους τα πράγματα». Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, ο Δάλλας ανέλυσε τη δήλωση αυτή προεκτείνοντας την έννοια της ενόρασης και επιφανείας προς το θέμα που βρίσκεται στο κέντρο του παρόντος άρθρου, υποστηρίζοντας πως η σαχτουρική φαντασία «στήνει σκηνώματα ζωής, θυμίζοντας […] επί πνευματικού [επιπέδου] μεταπολεμικά επίκαιρα, τα “επίκαιρα” από μια σύγχρονη Αποκάλυψη».[10]
Εξπρεσιονισμός και Νέα Αποκάλυψη
Πριν προχωρήσω σε περαιτέρω συζήτηση για τον αποκαλυπτισμό στη σαχτουρική ποίηση, θα ήταν χρήσιμη μια παρέκβαση για τον αποκαλυπτισμό ορισμένων από τους βασικούς ομοτέχνους του με τους οποίους παρουσιάζει αξιοσημείωτες εκλεκτικές συγγένειες. Ο αποκαλυπτισμός είναι αισθητά παρών στο έργο αρκετών από τους συγγραφείς που ο Σαχτούρης ενέταξε στη λογοτεχνική του γενεαλογία, λ.χ. τους Ρεμπώ και Χέλντερλιν.[11] Μολαταύτα, εδώ θα εστιάσω σε δύο περιπτώσεις που, εξαιτίας τόσο της δεδηλωμένης ιδιαίτερης αγάπης που τους είχε ο έλληνας ποιητής όσο και της διασύνδεσής τους με ευρύτερα λογοτεχνικά ρεύματα μείζονος σημασίας για την πρόσληψη της Αποκάλυψης και την εξέλιξη του αποκαλυπτικού λόγου στη μοντερνιστική λογοτεχνία, υποδεικνύουν επιπρόσθετες διαδρομές δεξίωσης και διάθλασης του αποκαλυπτισμού στη σαχτουρική ποίηση. Καθώς, λοιπόν, είχε δηλώσει ο Σαχτούρης σε συνομιλία και πάλι με τον Γιάννη Δάλλα: «Από τους νεότερους λυρικούς ο Ντύλαν Τόμας στα αγγλικά και ο Γκέοργκ Τρακλ στα γερμανικά, αυτοί είναι οι ποιητές μου».[12]
Η εκτεταμένη διεθνής μα και η περιορισμένη ελληνική βιβλιογραφία για τον εξπρεσσιονισμό επανέρχεται διαρκώς στην αποκαλυπτική διάσταση του κινήματος, όσον αφορά τόσο στις γερμανόφωνες απαρχές του όσο και στις παραφυάδες του σε άλλες χώρες.[13] Σχετικά με τον Τρακλ που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ, αποκαλυπτικών αναφορών βρίθει λ.χ. και ο τόμος των πρακτικών του διεθνούς συμποσίου που οργάνωσε το Πανεπιστήμιο Αθηνών κατά τη συμπλήρωση 120 χρόνων από τη γέννηση του αυστριακού ποιητή (2007). Η Αποκάλυψη είναι παρούσα στο μελέτημα του Stefan Lindinger για τα θρησκευτικά μοτίβα στο έργο του αλλά και στο λογοτεχνικό δοκίμιο του Γιώργου Κεντρωτή για το βίο, την ποίηση και τη διανοητική φυσιογνωμία του, ενώ η Κατερίνα Καρακάση, μολονότι πραγματεύεται την πρόσληψη του ορφικού μύθου από τον Τρακλ, ξεκινά το κείμενό της με μια συζήτηση για την εσχατολογική διάθεση που χαρακτήριζε διανοητικές και καλλιτεχνικές εκφάνσεις άρχοντος του 20ού αιώνα, και δη τον εξπρεσσιονισμό.[14] Επίσης, η πιο πρόσφατη μείζων προσθήκη στη διεθνή τρακλική βιβλιογραφία είναι μια μονογραφία του Richard Millington που φέρει τον όρο «Αποκάλυψη» ήδη στον τίτλο της.[15]
Λιγότερο γνωστή είναι η βρετανική λογοτεχνική κίνηση της Νέας Αποκάλυψης, που έκανε την εμφάνισή της γύρω στη δεκαετία του 1940. Επρόκειτο για μια χαλαρή συνομάδωση συγγραφέων που συμμετείχαν σε τρεις ανθολογίες υπό την επιμέλεια των James Findlay Hendry (1912-1986) και Henry Treece (1911-1966). Οι ανθολογίες συνομιλούσαν όλες με την Αποκάλυψη και έφεραν τους τίτλους The New Apocalypse (1939), The White Horseman (1941), Crown and Sickle (1944). Η πρώτη λειτούργησε προγραμματικά, εκκινώντας με ένα εισαγωγικό δοκίμιο του Hendry και δίνοντας το όνομα στην όλη κίνηση, ενώ οι τίτλοι των ακόλουθων δύο ανθολογιών απηχούν χωρία της Αποκάλυψης, και συγκεκριμένα τα 6:2 («…και ιδού ίππος λευκός…») και 14:4 («…έχων επί της κεφαλής αυτού στέφανον χρυσούν και εν τη χειρί αυτού δρέπανον οξύ») αντίστοιχα.
Ορισμένοι από τους ποιητές της Νέας Αποκάλυψης διαλέγονταν με βρετανούς ρομαντικούς ποιητές που είχαν πραγματευθεί την Αποκάλυψη, όπως ο William Blake, αλλά ήταν ο Ντύλαν Τόμας που παρουσιάσθηκε στην προαναφερθείσα εισαγωγή του Hendry ως το κατεξοχήν πρότυπο της νέας κίνησης και ο οποίος, λόγω και της συμμετοχής του στην εν λόγω ανθολογία, καθώς και της γενικότερης ποιητικής του παραγωγής στις δεκαετίες του ‘30 και ‘40, μπορεί να λογισθεί ως κεντρική μορφή της Νέας Αποκάλυψης, παρά την αμφίθυμη στάση του απέναντι στο κίνημα.[16]
Σε αντίθεση με τον Τρακλ, ο Τόμας μνημονεύεται σε αρκετά ποιήματα του Σαχτούρη, περιλαμβανομένου και ενός από τα τελευταία του που δεν εντάχθηκαν σε κάποια συλλογή.[17]
Σύμφωνα με τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, ο Τόμας μάλιστα αντιπροσωπεύει μια προέκταση του εξπρεσσιονισμού, από την οποία ο Σαχτούρης προσεγγίζει τον εξπρεσσιονισμό κινούμενος προς τα πίσω: «αναπλέει το εξπρεσσιονιστικό ρεύμα από τις εκβολές του –την “αποκαλυψιακή” ποίηση του Ντύλαν Τόμας– ώς τις παρεκβολές –τον μεταβατικό και διφυή Ιβάν Γκολ– και, κυρίως, ώς τις πηγές του: τον “ιερό” και δραματικό Γκέοργκ Τρακλ».[18]
Προφητικός λόγος
Κλείνοντας την παρένθεση για τη σχέση αποκαλυπτισμού και λογοτεχνικής γενεαλογίας του ποιητή, η οποία θα μας φανεί χρήσιμη και παρακάτω, χρήζει ξεχωριστής μνείας ο προφητικός λόγος, που δεν είναι διόλου σπάνιος στο σύνολο της σαχτουρικής ποίησης. Συναρθρώνεται συνήθως με ασαφείς χρονικούς προσδιορισμούς όπως «μια μέρα», «κάποτε», «σα(ν)» ή «όταν», σπανιότερα με πιο συγκεκριμένους όπως «αύριο» ή «μετά σαράντα χρόνια», που έχουν, όμως, κάτι από τον συμβολικό χαρακτήρα των χρονικών προσδιορισμών του θρησκευτικού προφητικού/αποκαλυπτικού λόγου και δεν μπορούν να εκληφθούν ως κυριολεξίες. Συχνά μάλιστα ο σαχτουρικός προφητικός λόγος συνδυάζεται με βιβλικό διακείμενο, όπου σημαίνεται ρητά ή υπαινικτικά ο Χριστός:
«κάποτε θα περπατήσω / επί των υδάτων / όπως ο Ιησούς Χριστός» («Στο βαπόρι», Β 69) ή «κρατώντας / ένα ξύλο / θα περάσουμε / μέσ’ απ’ τη μαύρη τρύπα / του ήλιου / που θα καίει» («Το χρυσάφι», Α 204), με τη λέξη «ξύλο», όπως συμβαίνει συχνά στην Καινή Διαθήκη, να δηλώνει το σταυρό του μαρτυρίου·
η ανάσταση των νεκρών:
«σα θα σηκώσω την ταφόπετρά μου» («Τα περιστέρια του νεκρού», Α 55) ή «Όταν χτυπήσουν / πάλι οι καμπάνες / θα πεταχτούμε / σαν τα πουλιά» («Οι καμπάνες», Α 121)·
ή και «ο δράκων, ο όφις ο μέγας ο αρχαίος, ο καλούμενος Διάβολος και ο Σατανάς» (Απ 12:9):
«σε μια γωνιά / ο δράκος / θα είναι / ένα κλωνάρι / ανθισμένη / αμυγδαλιά» («Ο άρχοντας», Α 168).
Ας δούμε, όμως, πιο προσεκτικά ένα ποίημα αυτής της κατηγορίας:
μια μέρα θα ξυπνήσω / άστρο / όπως το ’λεγες / τότε θα είσαι ένα πουλί / ίσως να είσαι ένα παγόνι/ εγώ θα έχω αθωωθεί
Η μεταμόρφωση (Α 104)
Μια μέρα θα ξυπνήσω
άστρο
όπως το ’λεγες
θα πλύνω από τα χέρια μου
το αίμα
και θα πετάξω τα καρφιά
από το στήθος μου
δε θα φοβάμαι πια τον κεραυνό
δε θα φοβάμαι το σφαγμένο
πετεινό
μια μέρα θα ξυπνήσω
άστρο
όπως το ’λεγες
τότε
θα είσαι ένα πουλί
ίσως να είσαι ένα παγόνι
εγώ
θα έχω αθωωθεί
Τα καρφιά και το αίμα παραπέμπουν στο σταυρικό μαρτύριο, με το ποίημα να διαλέγεται και στον τελευταίο του στίχο με την παύλεια Προς Ρωμαίους επιστολή: «…ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία· / ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας» (Ρωμ 6:6-6:7). Ακριβώς μετά το χωρίο αυτό, μάλιστα, έρχεται το σημείο από το οποίο έλκει την έμπνευσή του ο τίτλος (και η επωδός) του γνωστότερου ίσως αποκαλυπτικού ποιήματος του Ντύλαν Τόμας, του «Κι ο θάνατος δε θα ‘χει εξουσία»: «…Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ 6:9). Για άλλη μια φορά βλέπουμε δηλαδή πώς ο αποκαλυπτικός λόγος διαπλέκει κατά την ποιητική εκφορά του άλλα σημεία της Βίβλου πέραν της Αποκάλυψης.
Άλλα ποιήματα που μπορούν να υπαχθούν σε αυτήν την κατηγορία με ή χωρίς άμεσα ανιχνεύσιμο βιβλικό διακείμενο είναι τα εξής: «Στιγμές» (Α 182), «Τρία δάκρυα του Θεού» (Α 19-20), «Η λησμονημένη, V» (Α 35), «Ο θάνατος» (Α 53), «Πέτρος» (Α 60), «Ο σκύλος» (Α 124), «Τ’ αδέρφια μου» (Α 126), «Θρήνος» (Α 212), «Χαρτιά» ( Α 215), «Φθινοπωρινό τοπίο» (Β 102).
Το σαχτουρικό ποιητικό σύμπαν και η Αποκάλυψη
Γενικότερα πάντως γνωρίσματα της σαχτουρικής ποίησης, όπως μορφές τερατικές, μεταμορφωμένες και μεταμορφούμενες, υβριδικές σε αλλόκοτες μίξεις ανθρώπων, ζώων, φυτών και άβιων αντικειμένων, βασανισμοί, εν γένει εφιαλτικά σκηνικά και όντα, τα οποία η κριτική έχει συχνά αποδώσει στον τρόμο και την αγωνία του πολέμου και της μεταπολεμικής εποχής, είναι συνάμα ακραιφνώς αποκαλυπτικά. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει λ.χ. ο Χατζηβασιλείου με αφορμή το ποίημα «Έξι αιφνίδια ομοιότροπα σχήματα», που, σε ένα πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, στίζεται από χριστιανικά σύμβολα (ιχθύς, αρνίον, περιστερά, ουρανός, σταυρός) και εικόνες φρίκης και παρα-/μεταμόρφωσης: «η ζωοφαγική Αποκάλυψη που συλλαμβάνει το ποιητικό Εγώ αντιστοιχεί στην ανθρωποφαγική ηθική του πραγματικού χρόνου και της ιστορίας».[19] Παράλληλα, το ποιητικό σύμπαν του Σαχτούρη μπορεί να συσχετισθεί με την Αποκάλυψη και από την άποψη ότι, τόσο σε επίπεδο μορφής όσο και περιεχομένου, διατηρεί μια προνομιακή σχέση με την τελετουργία. Όπως προαναφέρθηκε, η Αποκάλυψη δε διαβάζεται κατά τη Θεία Λειτουργία, κι ωστόσο έχει περιγραφεί ως βιβλίο, όχι μόνο σαφέστατα προφητικό, αλλά και κατεξοχήν τελετουργικό, που συνιστά το ίδιο μια λειτουργία.
Το πρώτο ποίημα στο αναγνωρισμένο σαχτουρικό corpus που φέρει αποκαλυπτικά στοιχεία είναι το «Natura», γραμμένο, όπως και όλη η πρώτη αναγνωρισμένη συλλογή του ποιητή, περί τα 1943-1944, όταν η ήττα των δυνάμεων του Άξονα άρχιζε να φαντάζει πλέον όλο και πιο πιθανή και το τέλος του πολέμου (που θα συνεπέφερε έναν καθαρμένο και αναζωογονημένο κόσμο) φαινόταν επικείμενο. Αν και είχε μεσολαβήσει ο αιματοβαμμένος Δεκέμβρης του 1944 μεταξύ της γραφής των ποιημάτων της συλλογής Η λησμονημένη και της έκδοσής της το 1945, δεν ήταν παρά στην εποχή του Εμφυλίου και του Ψυχρού Πολέμου που οι αποκαλυπτικές προσδοκίες του Σαχτούρη τσακίστηκαν εξ ολοκλήρου. Το ποίημα φαίνεται να αρδεύεται από το 21ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης και αφηγείται την ανακαίνιση του κόσμου:
Natura (Α 23)
Του ρόδινου νήπιου η μαύρη μάνα
όλη τη νύχτα με τα δέντρα με τα σύννεφα αγαπιόταν
Τ’ άλλο πρωί
νέα πουλιά ραμφίζαν ηλιαχτίδες
γεμίσανε σπυριά τα πρόσωπα στ’ αγάλματα
γύρω τους στήσανε χορό κοπέλες οργισμένες
και τραγουδήσαν με μάτια κουρασμένα άλλους ουρανούς
Όλες φορέσανε τη νέα χλόη
πήραν στα χέρια τα νήπια του κόσμου
στις αυγινές παλάμες κρατούν δροσοσταλίδες
Το ποίημα φέρει υπερπληθώρα σημαινόντων της νεότητας ή ανανέωσης: όχι μόνο το επίθετο «νέα» αλλά και «νήπιο», «κοπέλες», «σπυριά», που υποδηλώνουν εφηβική ακμή, «πρωί» και «αυγινές»· ακόμη και τους «άλλους» ουρανούς θα μπορούσε κανείς να διαβάσει ως νέους ουρανούς, συσχετίζοντας τη φράση με την αρχή του 21ου κεφαλαίου («και είδον ουρανόν καινόν», Απ 21:1).
Εντούτοις, το «Natura» είναι μια αρκετά μοναχική νησίδα μέσα στο αποκαλυπτικό πέλαγος του Σαχτούρη. Κατά μια τυπολογία που έχει χρησιμοποιηθεί στη μελέτη του αποκαλυπτικού «ίχνους» στη γερμανόφωνη εξπρεσσιονιστική ποίηση, το σαχτουρικό ποίημα εμπίπτει αμιγώς στη συνομοταξία του θετικού αποκαλυπτισμού. Ο κανόνας, όμως, για το Σαχτούρη δεν είναι ο χιλιασμός αλλά η εσχατολογία, όχι τα οράματα ενός νέου κόσμου, αλλά ο Αρμαγεδδών και ο όλεθρος του κόσμου τούτου, ήτοι ο αρνητικός αποκαλυπτισμός ή έστω μια σύζευξη των δύο μέσα από μια λογική «διφασικής Αποκάλυψης».[20] Η κοσμική ανακαίνιση του «Natura» έρχεται σε αντίθεση λ.χ. με τον κατακλυσμό που είδαμε στο «Θα ερχόταν εποχή». Το τελευταίο, μάλιστα, εμπεριέχει τη μετάβαση από τη θετική στην αρνητική αποκάλυψη. Η «μέρα Πρωτοχρονιάς», που υποδηλώνει την υπόσχεση μιας νέας αρχής, αντιπαρατίθεται στην ειρωνεία που επικρατεί σε επίπεδο τόσο καταστασιακό όσο και λεκτικό: οι υποσχέσεις ανατρέπονται βίαια· «κι ήταν αυτές “οι ωραίες μέρες” που μας έταζαν», επισημαίνει δηκτικά το ποιητικό υποκείμενο. Αντί για τον ερχομό μιας άλλης εποχής με θετικές συμπαραδηλώσεις, το σκηνικό ανακαλεί το 9ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης, ιδίως σε πράγματα που περιγράφονται στην αρχή του κεφαλαίου ως επακόλουθα του σαλπίσματος του πέμπτου αγγέλου. Συγκεκριμένα η αναφορά σε σιδερένια έντομα και διαβόλους θυμίζει τις ακρίδες με «θώρακας ως θώρακας σιδηρούς» (9,9) υπό τον «άγγελον της αβύσσου» ονόματι Απολλύων (9,11), που τους παραχωρείται εξουσία να βασανίζουν τους ανθρώπους για συγκεκριμένο χρόνο.
Μια ιδιάζουσα περίπτωση διαλόγου της σαχτουρικής ποίησης με την Αποκάλυψη συγκροτεί το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952), γραμμένο την άνοιξη του 1949:
Θα σε φέρω σ᾿ άλλα λιμάνια / Να δεις τα βαπόρια πώς τρώνε τις άγκυρες
Του θηρίου (Α 81)
Μη φεύγεις θηρίο
Θηρίο με τα σιδερένια δόντια
Θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι
Θα σου δώσω ένα λαγήνι
Θα σου δώσω κι ένα κοντάρι
Θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις
Θα σε φέρω σ᾿ άλλα λιμάνια
Να δεις τα βαπόρια πώς τρώνε
τις άγκυρες
Πώς σπάζουν στα δυο τα κατάρτια
Κι οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες
Θα σου βρω πάλι το ίδιο κορίτσι
Να τρέμει δεμένο στο σκοτάδι το βράδυ
Θα σου βρω πάλι το σπασμένο μπαλκόνι
Και το σκύλο ουρανό
Που βαστούσε τη βροχή στο πηγάδι.
Θα σου βρω πάλι τους ίδιους
στρατιώτες
Αυτόν που χάθηκε παν τρία χρόνια
Με την τρύπα πάνω απ᾿ το μάτι
Κι αυτόν που χτυπούσε τις νύχτες
τις πόρτες
Με κομμένο το χέρι
Θα σου βρω πάλι το σάπιο το Μήλο
Μη φεύγεις θηρίο
Θηρίο με τα σιδερένια δόντια
Ο ποιητής έχει εξομολογηθεί για το εν λόγω ποίημα: «Το ‘γραψα σαν ξόρκι, που θ’ άλλαζε τη ζωή μου. Κι ύστερα κάθισα και συλλογίστηκα. Τι είναι αυτό που ξορκίζω; Ναι, είναι η έμπνευση κι η ποίηση που με κατατρώει».[21] Το «θηρίο», όμως, δε θα πρέπει να ιδωθεί μονοδιάστατα ως σύμβολο της ποιητικής έμπνευσης που αναλίσκει το υποκείμενο. Κάποιοι κειμενικοί δείκτες ωθούν προς την θεώρησή του ταυτόχρονα ως το Θηρίο της Αποκάλυψης, του οποίου το όνομα (ο αριθμός) είναι 666. Δεδομένης της αριθμολογίας που έχει ήδη επισημάνει η κριτική στη σαχτουρική ποίηση, η οποία, καθώς ευελπιστώ να μπορέσω να δείξω αναλυτικότερα σε μελλοντική εργασία, απαντάται συχνά σε επίπεδο τόσο περιεχομένου όσο και δομής, η συσχέτιση του ποιήματος με την Αποκάλυψη μπορεί να εντοπιστεί και στη δομική συγκρότησή του. Συγκεκριμένα, ο πρώτος στίχος του ποιήματος έχει 6 συλλαβές, η πρώτη στροφή 6 στίχους, όλο το ποίημα 6 στροφές. Το ποίημα, δηλαδή, μπορεί να θεωρηθεί πως θεμελιώνεται επάνω στον «αριθμό του θηρίου».[22]
Επομένως, η δομική αυτή διαπίστωση μάλλον δεν είναι τυχαία, αλλά συνεπικουρεί στον τελετουργικό –και συμβολικό– χαρακτήρα του ποιήματος. Σε λεκτικό επίπεδο, άλλωστε, έχουμε το «κοντάρι», που συνιστά αντιστροφή του μοτίβου της δρακοκτονίας. Το θηρίο και ο δράκων έχουν ταυτιστεί και έχουν περάσει και στη λαϊκή παράδοση των δρακοντοκτόνων αγίων. Επιπροσθέτως, η δεύτερη στροφή ανακαλεί τις καταστροφές στο 8ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης: «Και ο δεύτερος άγγελος εσάλπισε, και ως όρος μέγα πυρί καιόμενον εβλήθη εις την θάλασσαν, και εγένετο το τρίτον της θαλάσσης αίμα, / και απέθανε το τρίτον των κτισμάτων των εν τη θαλάσση, τα έχοντα ψυχάς, και το τρίτον των πλοίων διεφθάρη» (Απ 8:8-8:9). Έχουμε, επίσης, «το σάπιο το Μήλο», το οποίο οδηγεί σε έμμεση συσχέτιση του αποκαλυπτικού θηρίου με τον «όφι τον αρχαίο», πράγμα που γίνεται και στο κείμενο του Ιωάννη. Άσχετες, όμως, δεν είναι ούτε οι εικόνες της εποχής της συγγραφής, κυρίως στην τέταρτη στροφή. Το ποίημα είναι γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του ‘40, όταν ακόμη η παγκόσμια αίσθηση ότι τα βιώματα του Β΄ Π.Π. ταυτίζονται με αποκαλυπτικές πληγές, και άρα η Δευτέρα Παρουσία είναι κοντά, ήταν ζωντανή.
Ολόκληρο το ποίημα βέβαια αγγίζει τα όρια του καρναβαλικού, με τις επαναλαμβανόμενες θυσίες που προτείνονται στο θηρίο να παρωδούν, ενδεχομένως, την προσφορά μεταθανάτιας ανταμοιβής που γίνεται σε ορισμένες από τις Επτά Εκκλησίες στην αρχή του κειμένου του Ιωάννη, ώστε αυτές να εμμείνουν στα διδάγματα του Χριστού και να μην αποκηρύξουν την πίστη τους ούτε ενώπιον θρησκευτικών διώξεων, βασανιστηρίων και μαρτυρίου.
Κάτι άλλο που θα μπορούσε να συμβαίνει εδώ είναι ότι ο ποιητής επικαλείται το Θηρίο, γιατί κανονικά μόνο αν αυτό έρθει θα μπορέσει να έρθει και η Δευτέρα Παρουσία. Παρά τη ροπή του προς τον αρνητικό αποκαλυπτισμό, ο Σαχτούρης παραπέμπει συχνά στην ανάσταση των νεκρών, ενώ σε κάποια ποιήματα σκιαγραφεί μια ανάπλαση του σύμπαντος που θυμίζει κυρίως το κεφάλαιο 21 της Αποκάλυψης, π.χ. στο κάτωθι ποίημα της συλλογής Ο περίπατος:
είναι ένας ποταμός δεξιά / κι άλλος αριστερά και μεσ’ στη μέση πιά / θάνατος δεν υπάρχει
Κρυμμένος (Α 170)
Κρυμμένος
μεσ’ στο θάνατό μου
τραγουδώ
είναι σα μια καινούργια μέρα
αλλιώτικα πουλιά πετούν τριγύρω
και με κοιτούνε πέτρινες κοπέλες
που δεν κλαίνε
είναι ένας ποταμός δεξιά
κι άλλος αριστερά
και μεσ’ στη μέση πια
θάνατος δεν υπάρχει
Η συνάφεια του ποιήματος αυτού με το «Natura» διαφαίνεται και σε ένα πρώτο επίπεδο με τη νύξη στην κοσμική ανακαίνιση, στην επανεκκίνηση του χρόνου («είναι σα μια καινούργια μέρα»), αλλά και με την αναφορά στις «πέτρινες κοπέλες», που ενδέχεται να συμφύρουν τα αγάλματα και τις κοπέλες του παλαιότερου ποιήματος. Ο τελευταίος στίχος αντλεί από το αποκαλυπτικό «Θάνατος ουκ έσται έτι». Ακόμη, όμως, και οι στίχοι «είναι ένας ποταμός δεξιά / κι άλλος αριστερά» παρουσιάζουν εκλεκτικές συγγένειες με τη Βίβλο, αυτή τη φορά με τη Γένεση, βιβλίο με το οποίο, βέβαια, η ίδια η Αποκάλυψη διατηρεί ισχυρές διακειμενικές σχέσεις, όπως και με άλλα μέρη της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς αναφέρθηκε ήδη. «Και είπεν ο Θεός· γενηθήτω στερέωμα εν μέσω του ύδατος και έστω διαχωρίζον ανά μέσον ύδατος και ύδατος. και εγένετο ούτως. / και εποίησεν ο Θεός το στερέωμα, και διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσον του ύδατος, ο ην υποκάτω του στερεώματος, και αναμέσον του ύδατος του επάνω του στερεώματος» (Γεν 1:6-1:7). Μόνο που αυτό που στη Γένεση τοποθετείται σε κάθετο άξονα, στο σαχτουρικό ποίημα μπαίνει σε οριζόντιο: και στις δύο περιπτώσεις στο μέσον είναι ο επίγειος χώρος, ο δημιουργηθείς στη Γένεση και αναδημιουργηθείς στην Αποκάλυψη.
Η αποχώρηση ή εξάλειψη των υδάτων λειτουργεί γενικά ως μεταφορά της κατάργησης του θανάτου, καθώς και στην αρχή του 21ου κεφαλαίου της Αποκάλυψης, παρόμοια με τη διατύπωση που βλέπουμε για το θάνατο, τονίζεται: «και η θάλασσα ουκ έστιν έτι» (Απ 21:1). Ένα στάδιο επιτεταμένης μεταιχμιακότητας είναι ό,τι μας παρουσιάζεται στο παρακάτω ποίημα της συλλογής Τα στίγματα:
Ο ποιητής (Α 201)
Σα θα με βρούνε πάνω στο ξύλο του θανάτου μου
γύρω θα ’χει κοκκινίσει πέρα για πέρα ο ουρανός
μια υποψία θάλασσας θα υπάρχει
κι έν’ άσπρο πουλί, αποπάνω, θ’ απαγγέλλει μέσα
σ’ ένα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τα τραγούδια μου.
Πάλι το «ξύλο» με την έννοια του σταυρού, ο ουρανός μεταμορφωμένος αλλά όχι ανακαινισμένος, η θάλασσα σχεδόν μα όχι πλήρως εξαλειμμένη, καθώς και τρομερή απουσία φωτός. Ενώ η σκηνή θυμίζει από τη μία το τέλος του σταυρικού μαρτυρίου του Χριστού, όταν, σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, επικράτησε παντού σκότος (Μτ 27:45, Μκ 15:33, Λκ 23:44), περισσότερο παραπέμπει στο προστάδιο της Δευτέρας Παρουσίας, όταν, κατά τις Πράξεις των Αποστολών, «ο ήλιος μεταστραφήσεται εις σκότος και η σελήνη εις αίμα πριν ή έλθειν ημέραν κυρίου την μεγάλην και επιφανή» (Πράξ 2:20). Είναι σαν η κοσμική ανακαίνιση να ήταν ήδη εν εξελίξει, μα ανεστάλη.
Ο ιουδαιοχριστιανικός αποκαλυπτισμός χωρίζει την ιστορία στα δύο, με την παρούσα εποχή από τη μία, όπου κυριαρχεί ο Σατανάς, και τη βασιλεία του Θεού από την άλλη. Πρόκειται για την αντιπαραβολή «του αιώνος τούτου» και «του αιώνος εκείνου» που βλέπουμε στο Κατά Λουκάν (20:34-35), με τη διαχωριστική γραμμή να τίθεται συχνά στο Κατά Ματθαίον (13:40, 13:49, 24:3, 28:20) ως «συντέλεια του αιώνος». Στη δεύτερη περίοδο του έργου του, ο Σαχτούρης προβαίνει σε μια μεταμοντέρνα αντιστροφή του παραδοσιακού αποκαλυπτισμού, όπου η μετα-αποκαλυπτική εποχή είναι εδώ και τώρα. Το κακό έχει σαρώσει και επιμολύνει όλες τις διόδους λύτρωσης και ο διάβολος ανακηρύσσεται ανοιχτά ο ηγεμόνας του κόσμου αυτού, που είναι και ο μόνος κόσμος. Δεν υφίσταται πλέον καμία εξωιστορική ουτοπική προοπτική. Ο Διάβολος, που μνημονεύεται εμμέσως ως «ο θεός του αιώνος τούτου» από τον Απόστολο Παύλο (Κορ Β 4:4), εμφανίζεται ρητά μόνο στη δεύτερη φάση του σαχτουρικού έργου, με πολλαπλές αναφορές. Για το θέμα που μας ενδιαφέρει εδώ συναφή είναι κυρίως τα ποιήματα «Ησυχάστε», «Ο μεγάλος καθρέφτης» (Β 60) και «Η συνάντηση» (Β 110). Το μετα-αποκαλυπτικό σύμπαν του Σαχτούρη είναι εν τέλει ξεκάθαρα αρνητικό, καθώς διακηρύσσει στο «Δαιμονολόγιο» (Β 89): οι Δαίμονες «θα βασιλέψουν / σ’ αυτή τη γη / που είναι πια δική τους».
Ο αποκαλυπτισμός του Σαχτούρη, λοιπόν, μπορεί να συσχετισθεί με το αρχέτυπο του ποιητή ως οραματιστή και προφήτη, με τις εκλεκτικές του συγγένειες με ξένους ομοτέχνους, με την εκφορά προφητικού λόγου, καθώς και με γενικότερα χαρακτηριστικά του ποιητικού του σύμπαντος, όπως η εικονοποιία του. Η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση επιλεγμένων ποιημάτων ανέδειξε εναργέστερα το διάλογό τους με συγκεκριμένα εδάφια της Βίβλου, καθώς και την ευρύτερη στάση του ποιητή απέναντι στη σχέση του παρόντος και του αποκαλυπτικού χωροχρόνου. Μολαταύτα, η συζήτηση του αποκαλυπτικού στοιχείου στη σαχτουρική ποίηση δεν μπορεί να εξαντληθεί στα πλαίσια ενός άρθρου. Μέσω της άνωθι ανάλυσης και των παρατεθέντων ποιήματων επιχειρήθηκε απλώς να δοθεί στον αναγνώστη μια γεύση του αποκαλυπτικού λόγου στο σαχτουρικό έργο.