Με τον πασίγνωστο στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου (Μπολιβάρ, εκδ. Ίκαρος) καλωσορίζουμε στις σελίδες αυτές ποιητές της Λατινικής Αμερικής που χρησιμοποιούν στην ποίησή τους ελληνικά θέματα και τους παρουσιάζουμε με ένα χαρακτηριστικό ποίημά τους και το βιογραφικό τους, αλλά και μ’ ένα κείμενο που μας στέλνουν για τη σχέση τους με την Ελλάδα.
Γιατί σκεφτήκαμε αυτή την ιδέα;
Γιατί οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, αποικίες της Ισπανίας, εμψυχώθηκαν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και αγωνίστηκαν για την Ανεξαρτησία τους με πρωτεργάτη τον Ελευθερωτή Σιμόν Μπολίβαρ. Επιπλέον, ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος.
Έτσι, λοιπόν, με καρυοφύλλι την πένα του ο καθένας και με λάβαρο την ποίηση, συναντιόμαστε εδώ για να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια από τη φλόγα που μας ένωσε.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας
Μεξικό
Η Elsa Cross (Πόλη του Μεξικού, 1946), Δόκτωρ Φιλοσοφίας του Εθνικού Αυτόνομου Πανεπιστημίου Μεξικού, είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Θρησκείας στο ίδιο πανεπιστήμιο. Έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα βιβλία ποίησης κι έχει δεχτεί πολλά βραβεία τόσο στο Μεξικό όσο και σε άλλες χώρες. Επίσης, έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία δοκιμίων καθώς και μεταφράσεις ποίησης.
Τα κύματα
Στη μνήμη του Μεξικανού ποιητή Χοσέ Κάρλος Μπεσέρρα
… en bas la mer aux flots amers
Στήλες αφιερωματικές
για ν’ ανοίγουν τον δρόμο των νεκρών.
Μαζί με τη θεά εμφανίζονται
αγόρια που φέρνουν ένα σπουργίτι,
μια νέα που προσφέρει –ή δέχεται– μια μικρή λάρνακα,
τα τυχερά της όνειρα;
Το σώμα αρπάζει στον αέρα την ιδέα της πτήσης–
εκεί όπου κείτονται κάτω από τις πέτρες
ιδιοφυίες ανυπόμονες.
Ή κάποιος κοιτάζει από τ’ απότομα βράχια
τη θάλασσα την πικρή και την όμορφη
του ναυαγίου του.
Η επικρατούσα εικόνα
παίρνει τις μορφές, τακτοποιεί χαρακτηριστικά,
ρυθμούς,
φώτα
στο μισοσκόταδο της χλομής της πτήσης.
Αστράφτουν οι παιγνιώδεις περιστροφές της
σαν φλόγες στα ψηλά θυμιατήρια.
Αν έρθουν πιο κοντά ο θάνατος με το πραγματικό,
πιο ανθρώπινοι οι θεοί
ή θεϊκοί οι άνθρωποι;
Όνειρα σαν παρακλήσεις,
ξιφάρια που εκτοξεύονται
σ’ έναν αόρατο στόχο:
σχήματα του πάθους,
του οράματος
χνάρια που διασταυρώνονται.
(Από το βιβλίο Ultramar. Odas. 2000)
Ασφόδελοι
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
Μες στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ-πέρα…
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
Όταν έπεφτε το καλοκαίρι στις αυλόπορτες
κι ο ήλιος έκανε να εναλλάσσονται στον τοίχο
τα χνάρια ενός φτερού
με τη γυαλάδα του ασβέστη
και κατακάθιζε στο στόμα η γεύση του κρασιού
όταν το καλοκαίρι συγκρατούσε τον αέρα
στους κλώνους της συκιάς
κι έδινε φτερά στο τρέμουλο
των φύλλων και τα χτυπηματάκια
στην πλάτη αντηχούσαν
την αιχμηρή κραυγή χελιδονιών
όταν υψώνονταν αρρενωπές φωνές
κολλημένες στους τοίχους
ενώ ο αυλός μιμούταν
τις περιπέτειες του κισσού στο μπαλκόνι,
και εκτεινόταν στον ορίζοντα
η ασταμάτητη ανείπωτη
λάμψη
α, αυτές οι ανοιχτές λάμψεις
γέμιζαν βλέμμα και καρδιά
όταν το καλοκαίρι άγγιζε
στο τέρμα της οδού Φανουρίου
ψηλά στ’ ανώφλια,
εκείνους τους ιστούς σημαιών και το οξειδωμένο χνάρι τους
όταν ξεραίνονταν τα βρύα στην ασβεστώδη πέτρα
κι έβγαζαν μόλις μιαν ανάσα
στον αέρα που έπεφτε σαν πυκνοΰφαντη κουρτίνα
αυτά τα μουρμουρητά
αργές επαναλήψεις της καρδιάς
δεν προαισθάνθηκαν,
τη στιγμή που απόμενε πια
μόνο λάμψη,
τον θάνατο που ερχόταν.
(Από το βιβλίο Nadir. 2010)
Αθηνά Πολιάς
(Για το άγαλμα της Αθηνάς στη μετόπη του αρχαίου ναού της στην Ακρόπολη)
Στη Νόρα Μορελεόν και τον Πέρε Ρομέρο
Πέπλος κεντητός με φίδια
και το χαμόγελο με το οποίο κατατροπώνει τον γίγαντα
που βυθίζεται στη θάλασσα.
Το βήμα της δίνει κλίση σ’ όλο της το σώμα
το δυνατό κι ευλύγιστο
σαν λόγχη καρφωμένη στη γη παλλόμενη ακόμα.
Στους κοκκινωπούς βοστρύχους της
και τα γατίσια μάτια
και στους άλλους μικρούς βοστρύχους στο μέτωπο,
μικρούλικα φίδια.
Και περισσότεροι βόστρυχοι πέφτουν στην πλάτη
διπλασιάζοντας τις πτυχές του πέπλου της.
Ο γίγαντας μέσα απ’ τη θάλασσα
μουγκρίζει κάπου κάπου
και κάνει να τρέμει η γη ή να εκρήγνυται κάποιο ηφαίστειο.
Κι εκείνη
χαμογελάει,
αήττητη,
ξεδιπλώνοντας τον πέπλο με τα φίδια.
(Ανέκδοτο)
Ετοιμοθάνατος πολεμιστής
(Για ένα ανάγλυφο του ναού της Αφαίας στην Αίγινα)
Στηριζόμενος ακόμα στην ασπίδα του
μόλις που ανασηκώνεται
πάνω στο χέρι του
υποχωρώντας ήδη στη σκιά
που του παίρνει σιγά σιγά
τους τένοντες
τους μυς τα νεύρα.
Από το τραύμα δραπετεύει
η επιθανάτια κόπωσή του
χωρίς να του αλλοιώνει το πρόσωπο
–το ίσα ίσα σοβαρό.
Του παίρνει πια η σκιά τα μάτια
και τη μνήμη του,
που ξανακάνει προς τα πίσω
ταχύτατα
τα βήματα
ως το χωριό που δε θα ξαναδεί ποτέ.
(Ανέκδοτο)
Ταφική στήλη ενός νέου από τη Σαλαμίνα
Προς τιμήν του Κ. Π. Καβάφη
Κάτω από ’να αέτωμα με φοινικόφυλλα
ο μελαγχολικός νέος
εγείρεται
στης δύναμής του την ανάμνηση,
κοιτάζοντας με άχρωμα μάτια
πέρα από τη λιμνοθάλασσα
τη ζωή του που διακόπηκε.
Ίσως ο κόσμος στον οποίο έχει πάει
να είναι επίσης άχρωμος,
ακόμα κι αν φυλάει
–όπως στη στήλη–
πορφυρές γωνίες.
Ή ίσως να μην είναι πολύ διαφορετικός
από τον κόσμο τον εδώ
και να υπάρχουν ποτάμια με ολάνθιστες όχθες,
γάτες που ν’ αρπάζουν στον αέρα
μια λιμπελούλα.
Ή να είναι απλώς ένα βασίλειο σκιών.
Αλλά ο νέος μοιάζει να κοιτάζει
εκείνο που για πάντα έμεινε στη Σαλαμίνα.
Κι ίσως η γενναιότητά του
την οποία μνημονεύει το μάρμαρο
να ήταν τέτοια που συγκέντρωσε
σε μια στιγμή
αυτό που μια μακρά ζωή θα του ’δινε.
(Ανέκδοτο)
Κείμενο για την Ελλάδα
Με εμμονή για την Ελλάδα από τα δώδεκά μου χρόνια, είχα από τότε μια έντονη επιθυμία να ταξιδέψω εκεί, κάτι που κατάφερα έπειτα από σχεδόν πενήντα χρόνια. Πριν απ’ το ταξίδι φοβόμουν να συναντήσω κάτι πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που εξιδανίκευα τόσον καιρό̇ αλλά το να βρίσκομαι εκεί, ν’ αναπνέω αυτό τον αέρα, ν’ ακούω αυτή τη γλώσσα, να βλέπω αυτά τα τοπία ξεπέρασε όλα όσα είχα ονειρευτεί.
Μάρκο Αντόνιο Κάμπος
Ο Marco Antonio Campos (Πόλη του Μεξικού, 1949) είναι ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Έχει εκδώσει οκτώ βιβλία ποίησης, ένα με σύντομα πεζά και ένα με αφορισμούς. Έχει μεταφράσει Γάλλους, Ιταλούς και Βέλγους ποιητές, ενώ η δική του ποίηση έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ολλανδικά και ρουμανικά. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία τόσο στο Μεξικό όσο και στο εξωτερικό.
Σ’ ένα μπουρδέλο της Αθήνας
Σ’ ένα μπουρδέλο της Αθήνας, εκείνο το απόγευμα η Δήμητρα μου είπε: «Με λένε Δήμητρα, συνηθισμένο όνομα για Ελληνίδες. Είμαι η ωραιότερη πουτάνα της Ελλάδας». Το απόγευμα προχωρούσε πια στο δειλινό· ο νταβατζής μού πρότεινε κι άλλες πόρνες, ό,τι θέλετε, ναι, ένα κρασί;, un attimo, signore. Δε μιλούσε αγγλικά ούτε ιταλικά, ίσα ίσα ελληνικά· μόλις που συλλάβιζε τα νομίσματα.
Εγώ; Εγώ γεννήθηκα πριν από χίλιους αιώνες. Πατέρας μου ήταν ο πατέρας αυτών των τόπων, η μητέρα μου, ανθός της Ιταλίας. Μοιάζω στη σκιά αυτών των τόξων, στη σκιά αυτών των πλοίων, στη σκιά μου. Το σώμα μου σαπίζει στα μουσεία, όπως κι η αγαπημένη μου. Αντίο χρυσέ αιώνα που ’γινες στάχτη, αντίο μάτια μου: ο γλάρος είναι ψόφιος δίπλα στη λίμνη.
Η Δήμητρα σηκώνεται, ανοίγει τα μάτια: «Δεν είν’ αλήθεια! Δεν είν’ αλήθεια!» Και με κοιτάζει σαν τ’ όνειρο στον ύπνο κάποιου πτώματος.
1975
Στις παραλίες της Κέρκυρας
Η ομίχλη μπλεκόταν, ξαναγυρνούσε, ήταν ένας γάτος
που νιαούριζε μέσα στα δέντρα!
Ο πατέρας μου, περιμένοντάς με στην παραλία,
μου φώναζε: «Γιε μου, από πότε η σκιά σε κυνηγάει;
Από ποια σκιά ή από ποια γυναίκα φεύγεις μακριά;
Τι άκουσες –ποια φωνή; – πίσω απ’ την ηχώ;
Ήσουνα χνάρι, τα ονόματα των ανθρώπων
Σου μένουν ακόμα ο ήλιος και η σκέψη»
1975
Αυτή η φωνή στον Πειραιά
Στην Ίδα Βιτάλε και τον Ενρίκε Φιέρρο
Από μακριά,
σαν κάτι ανέλπιστο ήρθε
Στον Πειραιά, καθισμένες στη σειρά,
οι γυναίκες τραγουδούσαν
«Είσαι στο σπίτι σου», σου είπαν
Άνοιξες καλά τα μάτια
Αυτή η φωνή, Θεέ μου,
ήταν η δική μου
1975
Είν’ όμορφη η ζωή
(Κοκκάρι)
Ο περιπλανώμενος άγγιξε τα ελαιόδεντρα,
τα μαύρα σταφύλια, τον ήλιο στ’ αμπέλι.
Είδε τη φλογισμένη θάλασσα που μακριά
διαλυόταν σ’ ένα ατμώδες γαλάζιο
μέχρι να γίνει ένα γαλάζιο πούσι. Πήρε στη χούφτα
μια χούφτα χώμα, κι αργά αργά
το άφησε να πέσει στη γη,
αργά αργά.
Οι μέλισσες βούιζαν, ήταν μέλι,
γλυκά τα σταφύλια, ω!, καλοκαίρι
αναρίθμητο που το ακούω τώρα:
«Είν’ όμορφη η ζωή σαν το νησί
μα τα στενά περάσματα τη ζώνουν».
1989
Ελληνικά καλοκαίρια
Πράσινες πεδιάδες κι άγονα βουνά κάτω απ’ τον ήλιο,
Βράχοι ψηλοκρεμαστοί ιπτάμενοι κλεμμένοι απ’ τον κίτρινο χαλκό,
Ψαροχώρια αραδιασμένα με αθωότητα
από χέρι λευκό,
Αυτές οι γερόντισσες που μπαλώνουν στη σκιά
σε διαδρόμους ή βεράντες πολύ μικρών
χωριών πολύ μικρών νησιών,
Χρυσή άμμος που κάνει τη θάλασσα ακόμα πιο γαλάζια
και τη θάλασσα πιο άγρυπνη για τους πλόες,
Οι ντόπιοι την αυγή που κοιτάζουν τη θάλασσα
από οποιονδήποτε ναό ή κορυφή,
Πρασινόμαυρα αμπέλια κι ελαιόδεντρα φεγγαριού
κάτω απ’ το πρασινόμαυρο φεγγάρι της λαδιάς θάλασσας,
Ο ορίζοντας μπλάβος ή βιολετής
από τον ίλιγγο και το ύψος κάποιου βουνού
που μετρούσε τα ύψη της Κεφαλλονιάς,
Η βραχονησίδα κοντά στο Ναύπλιο
που ξέρει απ’ το αντίο των ταξιδιών
και τον χαιρετισμό των γυρισμών,
Οι θεοί και οι ήρωες που περπατάνε στους δρόμους
και κάποιες φορές μεταμφιέζονται σε πέτρες ή δέντρα,
Αυτό που έμεινε κάτω απ’ την καρδιά και το δέρμα
σαν εσωτερικός φωτισμός ή σαν ήχος καμπανών,
Γι’ αυτό, γι’ αυτό λέω, ρωτάω, επιμένω:
Πού, πού βρίσκουμε περισσότερη ποίηση, πού,
απ’ ό,τι στα ελληνικά καλοκαίρια;
1989
Ελλάδα ή καθυστερημένο γράμμα στον Ούγο Γκουτιέρρες Βέγα
Στον Φρανσίσκο Τόρρες Κόρδοβα
Τώρα που συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από τον θάνατό σου, αγαπημένε Ούγο, θυμάμαι που συζητούσαμε επί μακρόν, προπαντός απ’ το τηλέφωνο, για ιταλικές κι ελληνικές πόλεις. Ωστόσο, κάποτε σχολίασα ότι καμία χώρα δε μου έδωσε στο σύνολό της τόσο παρατεταμένη συγκίνηση σ’ ένα ταξίδι όσο η Ελλάδα το καλοκαίρι του 1975. Αν υπάρχουν δύο χώρες όπου αυτόν που είναι μόνος δεν τον βρίσκει η πλήξη κι η μονοτονία, είναι η Ιταλία και η Ελλάδα.
Ήταν αρχές Δεκέμβρη. Έφευγα από το κρύο και τη βροχή του ευρωπαϊκού βορρά. Ήταν μια εποχή που άρχιζα να καταλαβαίνω τι σήμαινε η λέξη απελπισία και η λέξη φυγή. Ήμουνα στη Ρώμη και γυρόφερνε στο μυαλό μου η ιδέα να επισκεφτώ την Ελλάδα. Η Νίνφα Σάντος, β΄ γραμματέας της πρεσβείας, την οποία τόσο πολύ αγαπήσαμε, μου δάνεισε κάποια βιβλία κι έφυγα με τρένο για το Μπρίντιζι, όπου πεντέμισι χρόνια νωρίτερα, λίγο πριν να φτάσει στο λιμάνι για να επιβιβαστεί και να ταξιδέψει στην Ελλάδα, είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ο Χοσέ Κάρλος Μπεσέρρα, τον οποίο θυμόσουν με βαθιά αγάπη. Αγόρασα ένα εισιτήριο γ΄ θέσης και περίμενα ως αργά τη νύχτα για να πάρω το φέριμποτ Μπρίντιζι-Κέρκυρα. Κατά την αναμονή, μου ερχόταν ένας στίχος του Δάντη, ο οποίος στο Καθαρτήριο βάζει τον Βιργίλιο να λέει για το σώμα του: «Napoli l’ ha e da Brindizio è tolto» (ΙΙΙ, 25-27).
Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευα διά θαλάσσης. Φαντάζεσαι τι σημαίνει να ταξιδεύει κανείς γ΄ θέση, ακόμα κι αν είναι είκοσι έξι χρόνων και κάπως δυνατός. Αλλά το επόμενο πρωί κιόλας, και μόνο το χάζεμα του Ιονίου με γέμισε ευχαρίστηση και στα νερά της Κέρκυρας και μετά της Πάτρας, ήταν σκέτη αγαλλίαση. Άκουγα μέσα μου τον μουσικό άνεμο του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι και μου ξανάρχονταν τα διαβάσματά μου από Όμηρο και άλλους αρχαίους λυρικούς.
Από την Πάτρα πήγα με αυτοκίνητο στην Αθήνα, όπου έμεινα σ’ ένα ταπεινό ξενοδοχείο. Ήταν δύο εβδομάδες ιλίγγου. Όλη την ώρα μού ερχόταν ξανά και ξανά, σαν να την άκουγα, η μουσική του Θεοδωράκη. Κουβαλούσα στα μάτια της μνήμης την εικόνα μιας Μεξικανής κοπέλας που είχε ένα ωραίο όνομα κι ένα βαρύγδουπο επώνυμο. Την οικονομική μου στενότητα δεν την αισθανόμουν χάρη στη μοναχική ευτυχία και την ευχάριστη έκπληξη του να βρίσκομαι στην Αθήνα. Να περπατάω στην Πλάκα, να μένω με τις ώρες στην Ακρόπολη, να γνωρίζω μια ωραιότατη πόρνη, που ας την πούμε Δήμητρα, να κάνω στοχαστικούς περιπάτους στον Πειραιά, νυχτερινές εξόδους με κάτι νεαρές Μαλαισιανές και μια παρέα από Ιταλούς και Ιταλίδες του ξενοδοχείου στις ταβέρνες όπου η μουσική και ο χορός ήταν μια φρενίτιδα… Θυμάμαι πως, έπειτα από ένα άγριο ξενύχτι επισκέφτηκα το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο οποίο βρίσκεται το αποκαλούμενο χρυσό προσωπείο του Αγαμέμνονα. Ήταν τέτοια η ομορφιά των αγαλμάτων, που το σώμα ξέχασε την κούραση και ξαναπήρε την ελαφράδα του αέρα.
Στο μόνο τουρ
που, απ’ όσα έκανα στη ζωή μου, άξιζε τον κόπο, μου έτυχε μια ξεναγός καλλιεργημένη, ευγενέστατη, με την οποία μιλούσαμε στα γαλλικά, και η οποία ίσως είδε σ’ εμένα τον μοναδικό από εκείνη την ομάδα που ενδιαφερόταν για κάτι παραπάνω απ’ το γνωστό και το ανεκδοτολογικό. Συχνά η ιστορική μυθοπλασία επιβάλλεται περισσότερο απ’ όσο η ίδια η πραγματικότητα. Έπειτα από σαράντα τέσσερα χρόνια δεν έχω ξεχάσει την πεδιάδα του Μαραθώνα που έμοιαζε σαν μία ανάσα ούτε τη Θήβα που ξαναχτίστηκε μετά την καταστροφή της από τους Ρωμαίους. Αν στην αρχαία Ελλάδα οι θεοί περπατούσαν μαζί με τους ανθρώπους, στη σύγχρονη Ελλάδα μπορεί κανείς να περπατήσει με τις ιστορικές και λογοτεχνικές προσωπικότητες. Φτάνοντας στις Μυκήνες, έξω ακόμα από τη ζώνη της πόλης, η ξεναγός έδειξε σε δύο διαφορετικές στιγμές δύο πεντάγωνες πύλες: «Εδώ είναι οι τάφοι της Κλυταιμνήστρας και του Αγαμέμνονα», κι ένιωσα κάτι σαν γροθιά στο στομάχι, και μου ήρθαν στον νου χωρία από την απελπισμένη Ηλέκτρα, η οποία έζησε στην τραγωδία του Σοφοκλή αυτό που με τον τρόπο του θα επαναλάμβανε ο Άμλετ πολλούς αιώνες αργότερα.
Ύστερα, φτάνοντας σούρουπο στο Ναύπλιο, ανέβηκα την κοπιαστική σκάλα του βράχου και είδα, όχι χωρίς βαθιά μελαγχολία, τη θάλασσα κάτω απ’ τ’ αστέρια, κι είπα μέσα μου πως η θάλασσα σ’ εκείνο το μέρος, κουβαλούσε με τα κύματά της τις λέξεις «τελευταίος ασπασμός». Το βραδάκι της επόμενης μέρας, στην Επίδαυρο, ένας Ιταλός αρχιτέκτονας μας ζήτησε να κάνουμε ησυχία κι άφησε να πέσει ένα πολύ μικρό φύλλο χαρτιού κι ακούστηκε σ’ όλο το θέατρο ο ήχος του χαρτιού κι αυτό το ελάχιστο γεγονός –αυτός ο απαλότατος ήχος– ακόμα αντηχεί στ’ αυτιά της μνήμης, και τον ακούω συγκινημένος όποτε θελήσω.
Επέστρεψα στην Ελλάδα τα καλοκαίρια του 1988 και του 1989. Σ’ ένα ποίημα και σ’ ένα σύντομο πεζό κείμενο θυμήθηκα τον καυτό ήλιο πάνω από το Ιόνιο, που μου φαινόταν να περιγράφει τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη⸱ τις πέντε μέρες που πέρασα στο πανέμορφο νησί της Κεφαλλονιάς, και τους νέους περιπάτους σε μια Αθήνα τώρα αποπνικτική. Στους Δελφούς άκουγα –προσπαθούσα ν’ ακούσω– τις προφητικές πέτρες και το εξαγνιστικό νερό να τρέχει, και στο οπτικό πεδίο είχα την Ιτέα, τη θάλασσα και τα ανάλαφρα κορίτσια που ο ήλιος δεν τα ξεχνάει.
Το 1989, μέσω της μεξικανικής πρεσβείας στην Αυστρία, ζήτησα να σου γράψουν για να δω αν θα μου έκλεινες συνεντεύξεις με τον Ελύτη και τον Θεοδωράκη. Όχι, δεν ήταν δυνατόν, απάντησες, αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη είδα την εξαιρετική πρόθεσή σου καθώς μου έστειλες έναν μακρύ κατάλογο. Ναι, καλύτερα θα ήταν ο Γιάννης Ρίτσος, αλλά καθώς ήταν καλοκαίρι είχε πάει στο σπίτι του στη Σάμο, ναι, οπωσδήποτε, από την πρεσβεία μπορούσαν να μου πληρώσουν το αεροπλάνο απ’ την Αθήνα κι ένα ταπεινό ξενοδοχείο στο νησί.
Στην πρεσβεία από την πρώτη στιγμή εξαφανίστηκε η δυσπιστία που είχαμε μεταξύ μας πριν από δεκαπέντε χρόνια. Μου έδωσες τα πρώτα σου Προσκυνήματα [Peregrinaciones], δηλαδή, την πρώτη σου ποιητική συλλογή, την οποία τη διάβασα στο ταξίδι για τη Σάμο. Στο πολύ μικρό Καρλόβασι πήρα συνέντευξη από τον Ρίτσο στο καλοκαιρινό του σπίτι ένα πρωί του Ιουλίου. Όχι, ο Ρίτσος δεν ήταν ένας διανοούμενος, όπως ο Μπόρχες, ο Πας ή ο Λούτσι⸱ αντίστοιχα με τον Αργεντινό Ενρίκε Μολίνα οι απαντήσεις του είχαν ένα λυρικό πέταγμα συμπυκνώνοντας μέσα τους έναν στοχασμό. Κατά τη συνέντευξη, σ’ εκείνο το μικρό απομονωμένο σπίτι στο νησί, μπαινόβγαινε η κόρη του Ρίτσου…
Στο τέλος ο Ρίτσος μού αφιέρωσε την εκτενή ανθολογία, που τη διάβασα, με μια πανέμορφη καλλιγραφία όπως του 19ου αιώνα. Ένιωσα έκπληξη που το βιβλίο ήταν στη γερμανική μετάφραση. Του είπα ότι ζούσα στην Αυστρία κι ότι δεν είχα πρόσβαση σε άλλες μεταφράσεις έργων του. Κοίτα έκπληξη: έπειτα από έναν χρόνο ο Ρίτσος πέθανε.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, σου πήρα συνέντευξη για τα Προσκυνήματά σου, που τη δημοσίευσε ο Ουμπέρτο Μπέτις στο Σάμπατο. Συμπέσαμε σε κάτι: Η Ελλάδα κάθε μέρα είναι καινούρια. Στην πρεσβεία ήταν ο αγαπημένος φίλος μας Φρανσίσκο Τόρρες Κόρδοβα. Με σύστησε στον Βίκτορ Ιβάνοβιτς, έναν Ελληνορουμάνο που είχε το χάρισμα των γλωσσών, και στον Τίτο Πατρίκιο, δάσκαλο του επιγράμματος στην ποίηση και στη συζήτηση. Σε κάποιο δείπνο σχολίασες πως ναι, πράγματι, το επόμενο Σάββατο θα μπορούσα να πήγαινα στην Κόρινθο και να πάρω συνέντευξη από τον Μίκη Θεοδωράκη. «Εξαιρετικά», είπα. Ο Βίκτορ Ιβάνοβιτς σήκωσε το χέρι για να με συνοδεύσει, κάτι που θα έκανε ευκολότερα τα πράγματα, αλλά την τελευταία στιγμή ο Θεοδωράκης το ακύρωσε. Στενοχωρήθηκα πολύ που δε θα μπορούσα να του πω τα όσα η μουσική και τα τραγούδια του σήμαιναν για μένα από τα είκοσί μου.
Τον Βίκτορ Ιβάνοβιτς τον ξανάδα τον Μάιο του 2019 στο Βουκουρέστι και θυμηθήκαμε τα αθηναϊκά μας δείπνα. «Υπήρξε εξαίρετος φίλος», σκέφτηκα κάποια στιγμή.
Ύστερα από χρόνια, όταν γύρισες στο Μεξικό απ’ το Πουέρτο Ρίκο, βασανισμένος από τις Αρχές της SRE [Γραμματεία Εξωτερικών Σχέσεων] του τότε, άρχισες να δημοσιεύεις ένα ένα τα βιβλία της ωραιότατης ελληνικής τριλογίας σου (Οι ελληνικοί ήλιοι [Los soles griegos], Άσματα του δεσποτάτου του Μορέως [Cantos del despotado de Morea] και Μια εποχή στην Αμοργό [Una estación en Amorgós]), τα οποία σου έδωσαν μια προνομιούχα θέση στη μεξικανική ποίηση του 20ού αιώνα. Έκτοτε συζητούσαμε πολλές φορές για περισσότερα από είκοσι χρόνια κι ήσουν για μένα ένας από τους πιο στενούς μου φίλους.
Εσύ και η αξέχαστη Λουσίντα να έχετε ούριους ανέμους στους πλόες που κάνετε στις χώρες της νύχτας. Όπου κι αν είστε κι όπου κι αν πηγαίνετε. Ίσως, σκέφτομαι, μια νέα Ελλάδα.