Μικρή κλίμακα: Γιάννης Δρούγος, Αύρα Μαργαρίτη, Νατάσα Σίδερη, Ιγνάτης Χουβαρδάς


H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

————————  ≈ ————————
Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η λέ­ξη:
«Άκου»
————————  ≈ ————————

Φράγ­μα

Κοί­τα­ξε πρώ­τα τα χέ­ρια του. Έπει­τα κοί­τα­ξε το πυ­κνό δά­σος γύ­ρω του και πλάι του εκεί­νη, ήσυ­χα κοι­μι­σμέ­νη. Άγ­γι­ξε το πρό­σω­πό της και το έβα­ψε με τη λά­σπη από την πα­λά­μη του, χρώ­μα μαύ­ρο με μια υγρα­σία πα­χύρ­ρευ­στη, κολ­λώ­δη. Προ­σπά­θη­σε να δια­κρί­νει το κυ­μά­τι­σμα των μαλ­λιών της, να ει­σπνεύ­σει τη μυ­ρω­διά τους. Εί­δε δί­πλα της το μα­χαί­ρι που άστρα­ψε στιγ­μιαία. Θυ­μή­θη­κε. Έγει­ρε το κε­φά­λι του πά­νω στα ακί­νη­τα στή­θη της κι έκλα­ψε για λί­γο. Θυ­μή­θη­κε τη φω­νή της. Φω­νή σαν ψι­λή βρο­χή στο τζά­μι με­ρι­κές ώρες πριν. Τα λό­για της, την από­φα­ση, την πα­ραί­τη­ση, το αμε­τά­κλη­το: ει­σι­τή­ριο για μια δια­δρο­μή χω­ρίς επι­στρο­φή. Όλα αυ­τά σκε­φτό­ταν, ώσπου έσκυ­ψε στο αυ­τί της. Η γλώσ­σα του κι­νή­θη­κε δει­λά στον λο­βό της, έπαι­ξε με το σκου­λα­ρί­κι της, της ζή­τη­σε συγ­χώ­ρε­ση και ήρ­θε ο χεί­μαρ­ρος των λέ­ξε­ων που έσπα­σε το φράγ­μα του πα­λιού εαυ­τού του. «Τώ­ρα θα εί­σαι μο­νά­χα δι­κή μου, δεν θα μπο­ρείς να φύ­γεις, για­τί δεν φεύ­γου­με απ’ ό,τι αγα­πά­με. Άκου πό­σο ήσυ­χη εί­ναι εδώ έξω η νύ­χτα. Αυ­τή την ησυ­χία ήθε­λα να σου χα­ρί­σω, να ημε­ρέ­ψει τ’ αγρί­μι της καρ­διάς σου. Νυν και αεί. Άκου!»

Γιάν­νης Δρού­γος


Θα­να­το­βά­δι­σμα ή Όταν τα φα­ντά­σμα­τα αγνο­ούν ότι εί­ναι φα­ντά­σμα­τα

«Άκου! Άκου­σες, αδερ­φού­λη μου, τι λέ­νε τα κο­ρά­κια;»

«Εί­ναι πτη­νά ψεύ­τες, πλα­νό­διοι γη­τευ­τές. Κλεί­σ’ το πα­ρά­θυ­ρο. Ας φά­με προ­τού κρυώ­σει η σού­πα.»

Μα το κου­τά­λι από κασ­σί­τε­ρο γλι­στρά μες το εκτο­πλα­σμα­τι­κό του άκρο. Η φά­βα στά­ζει από τον λά­ρυγ­γα, λάκ­κος με λα­σπό­νε­ρα στο πά­τω­μα. Μά­τια σαν αυ­τό­χει­ροι αστέ­ρες, μα­νιω­δώς αστρά­φτουν και θο­λώ­νουν. Το πρό­σω­πό του, ωχρή σπου­δή στη δι­πλω­πία.

Τον βά­ζω στο κέ­δρι­νο κρε­βά­τι, το σε­ντό­νι σά­βα­νο να χαϊ­δεύ­ει το δια­φα­νές του δέρ­μα.

Τα κο­ρά­κια πα­ρα­μέ­νουν στο πα­ρά­θυ­ρο. Κορ­νι­ζα­ρι­σμέ­να, θαρ­ρείς, σαν πα­λιά ντα­γκε­ρο­τυ­πία. Σκαρ­φα­λώ­νω στο κλα­δί τους με την άυ­λη γορ­γά­δα των φα­ντα­σμά­των, κρε­μιέ­μαι απ’ την κού­νια που νω­χε­λι­κά λι­κνί­ζει τους νε­κρούς.

«Μα τι κα­τά­ρα», κρώ­ζουν οι κουρ­δι­στοί οιω­νοί μου. «Μα τι ευ­χή. Να θυ­μά­σαι και να ξε­χνάς, να πε­θαί­νεις και να ξυ­πνάς.»

Αύ­ρα Μαρ­γα­ρί­τη

Το τέ­λος της ξη­ρα­σί­ας

Φτά­σα­με λί­γο πριν το ηλιο­βα­σί­λε­μα. Τα χρώ­μα­τα του ου­ρα­νού μπερ­δε­μέ­να. Ήταν δι­κή σου ιδέα να φύ­γου­με από το σπί­τι αρ­γά το από­γευ­μα. «Του­λά­χι­στον να μην έχου­με τον ήλιο», εί­πες. Εί­χα πά­ψει από και­ρό να δια­φω­νώ, κι έτσι δεν πε­ρί­με­νες να δεις αν θα συμ­φω­νή­σω. Στον δρό­μο έτρε­χες, σχε­δόν. Θυ­μά­μαι να λα­χα­νιά­ζω με­ρι­κά βή­μα­τα πί­σω σου και να ανα­ρω­τιέ­μαι πού βρί­σκεις την ενέρ­γεια. Και να ανα­ρω­τιέ­μαι ποιος, και με τι αντάλ­λαγ­μα, σου έδω­σε νε­ρό κρυ­φά από εμέ­να. Και να ανα­ρω­τιέ­μαι μή­πως πρέ­πει να σε πιά­σω από το χέ­ρι ή τα μαλ­λιά και να γυ­ρί­σου­με πί­σω, αφού για να ζη­λεύω ση­μαί­νει πως κά­που μέ­σα μου θα πρέ­πει να ελ­πί­ζω ή πι­στεύω σε κά­ποιο μέλ­λον. Τα ερω­τή­μα­τα επι­βρά­δυ­ναν το βή­μα μου ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Δε σου άρε­σε να με βλέ­πεις ανα­πο­φά­σι­στο, κι έτσι επι­τά­χυ­να μέ­χρι να σε φτά­σω. Όσο για σέ­να, εί­χες ήδη φτά­σει. Στά­θη­κα δί­πλα σου και σε βο­ή­θη­σα να κρε­μά­σεις τα ρού­χα σου στα κά­γκε­λα της γέ­φυ­ρας, πριν κρε­μά­σω και τα δι­κά μου δί­πλα σε εκεί­να των ζευ­γα­ριών που προη­γή­θη­καν. Θυ­μά­μαι να ανα­ρω­τιέ­μαι με­τά από ποιο αριθ­μό επα­να­λή­ψε­ων οι με­μο­νω­μέ­νες πρά­ξεις των αν­θρώ­πων με­τα­τρέ­πο­νται σε πα­ρά­δο­ση. Ήταν λί­γο πριν το ηλιο­βα­σί­λε­μα. Ο ου­ρα­νός και οι ήχοι της πό­λης μπερ­δε­μέ­νοι. Ίσως γι’ αυ­τό, όταν σου εί­πα, «Άκου!», στον πρώ­το ακό­μη τό­νο της κλί­μα­κας του μπου­μπου­νη­τού, εσύ δεν άκου­σες. Γερ­μέ­νος πά­νω στην κου­πα­στή της γέ­φυ­ρας, θυ­μά­μαι να ανα­ρω­τιέ­μαι αν πρό­λα­βες να νιώ­σεις τις πρώ­τες στα­γό­νες της βρο­χής.

Να­τά­σα Σί­δε­ρη

Ένα δεύ­τε­ρο γυ­ναι­κείο βλέμ­μα

Κά­θε βρά­δυ επι­κοι­νω­νώ μα­ζί της από το τη­λέ­φω­νο. Σή­με­ρα φαί­νε­ται πιο νευ­ρι­κή κι ανυ­πό­μο­νη. «Άκου!», μου λέ­ει. Φα­ντά­ζο­μαι ότι θα μου μι­λή­σει για βε­λού­δι­να νε­ρά και κρύ­πτες στο δά­σος, όμως ακούω ψύ­χραι­μα τα πα­ρά­πο­νά της για μέ­να. Της προ­τεί­νω να πλέ­ξου­με μια φα­ντα­σί­ω­ση κι όταν έρ­θει η κα­τάλ­λη­λη ευ­και­ρία, να την κά­νου­με πρά­ξη. Την πιέ­ζω να δε­χθεί την πι­θα­νό­τη­τα να εί­μα­στε σε ένα δω­μά­τιο και κά­ποια γυ­ναί­κα να μας βλέ­πει. «Λυ­πά­μαι που σου το χα­λάω», λέ­ει, «εί­μαι ένας άν­θρω­πος της απο­κλει­στι­κό­τη­τας, μό­νο έτσι λει­τουρ­γώ». Δεν θα μπο­ρού­σα να της φέ­ρω αντίρ­ρη­ση. Ανα­γνώ­ρι­ζα τον εαυ­τό μου πριν από μια δε­κα­ε­τία στα λό­για της. Πα­ρα­δε­χό­μουν με θάρ­ρος την αλ­λα­γή μου. Προ­σπα­θού­σα τώ­ρα να φα­ντα­σιω­θώ μια τολ­μη­ρή ερω­τι­κή σκη­νή μα­ζί της, εμείς οι δύο, μό­νο εμείς οι δύο, όπως προ­τι­μού­σε. Κι όσο την πί­ε­ζα την κα­τά­στα­ση, πα­ρει­σέ­φρεε το δεύ­τε­ρο γυ­ναι­κείο βλέμ­μα να μας θω­ρεί.    

Ιγνά­της Χου­βαρ­δάς

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: