Πέντε όνειρα

Όνει­ρο 3 (θλί­ψη)

Ένα που­λί δια­σχί­ζει τον ύπνο σου. Ακούς τον θό­ρυ­βο φτε­ρου­γί­σμα­τος σαν να πα­φλά­ζει δυ­σοί­ω­νη θά­λασ­σα. Ανά­βεις το φως, ένα κο­ρά­κι σε κοι­τά­ζει με τρυ­φε­ρό­τη­τα. Οι κό­ρες των μα­τιών του δια­στέλ­λο­νται, κα­τα­πί­νουν το δω­μά­τιο και σέ­να. Φτά­νεις στο κέ­ντρο της θλί­ψης του (πο­τέ δεν πί­στευ­ες πως η καρ­διά της θλί­ψης χτυ­πά­ει τό­σο εύ­ρυθ­μα). Βο­λεύ­ε­σαι, θέ­λεις να μεί­νεις για πά­ντα. Θέ­λεις να γί­νεις η θλί­ψη της θλί­ψης του. Γε­λά­ει συ­γκα­τα­βα­τι­κά, ίσως και με μια πι­κρού­τσι­κη ει­ρω­νεία, σαν να σου λέ­ει "δεν ξέ­ρεις τί­πο­τε ακό­μη". Ξη­με­ρώ­νει στο σκο­τά­δι με μαύ­ρα φτε­ρά στο κρε­βά­τι σου.


Όνει­ρο 13 (Του­ταγ­χα­μών ή Κώ­στας, ο ελάσ­σων)

Κοι­μά­μαι μες το γέ­λιο σου τις Κυ­ρια­κές του αιώ­να. Το γέ­λιο σου εί­ναι τυρ­κουάζ και έρ­χε­ται από την πό­λη Νι­σα­πούρ και τη Βιρ­τζί­νια των ΗΠΑ. Το γέ­λιο σου εί­ναι τυρ­κουάζ χω­ρίς πα­ρο­μοιώ­σεις θά­λασ­σας. Αντι­βοά σε ορύγ­μα­τα χα­ώ­δη, γε­μί­ζει τα κοι­λώ­μα­τα πυ­ρα­κτω­μέ­νων πε­τρω­μά­των. Φορ­τί­ζε­ται απ' τον ήλιο και έχει ακρι­βές πα­νά­κρι­βες φλέ­βες αρ­γύ­ρου.

Το γέ­λιο σου εί­ναι ένας κι­νέ­ζος της δυ­να­στεί­ας Σάνγκ. Αζ­τέ­κος που κα­νι­βα­λί­ζει. Η Δω­δε­κά­τη νύ­χτα που δεν πε­ρά­σα­με μα­ζί. Η μά­σκα η νε­κρι­κή του ελάσ­σο­νος Του­ταγ­χα­μών. (Εσύ λέ­γε τον Κώ­στα).

Εκεί­νου που κα­τή­γα­γε με­γί­στη νί­κη επί του σκό­τους.

Και, ίσως, επί του μέ­γι­στου φω­τός.

Όνει­ρο 17 (Ενα κά­ποιο τέ­λος)

Ο Μπέν­για­μιν ήταν συλ­λέ­κτης χα­λα­σμέ­νων παι­χνι­διών (το εί­πε ο Νι­κή­τας* και τον πι­στεύ­ου­με απο­λύ­τως). Και ο Μπουλ­γκά­κοφ έστει­λε ένα μα­κρο­σκε­λέ­στα­το γράμ­μα στον Στά­λιν, πα­ρα­κα­λώ­ντας τον να του επι­τρέ­ψει να φύ­γει από τη Σο­βιε­τι­κή Ρω­σία (αυ­τό κι αν το πι­στεύ­ου­με). Απ' όλα τα κομ­ψά τε­τρά­πο­δα που ήταν στον Τι­τα­νι­κό, σώ­θη­κε ένα πε­κι­νουά (λέ­γε με έρω­τα του Κα­τα­κό­λου).

Αρ­χί­ζει μια ου­τι­δα­νή βρο­χή, ένα αραιό ψι­λό­βρο­χο σαν να σε φτύ­νει ο θε­ός μη και τυ­χόν του βα­σκα­θείς. Και δυ­να­μώ­νει η βρο­χή, χορ­δή μπά­σου ηλε­κτρι­κού που τα­λα­ντώ­νε­ται, πρή­ζε­ται ιδρω­μέ­νη. Και γι­νε­ται κα­ται­γι­στι­κή, υγρά κα­τα­κρη­μνί­σμα­τα που πα­ρα­σύ­ρουν. Τώ­ρα παι­χνί­δια, γράμ­μα­τα, σκυ­λιά, έρω­τες κι ιστο­ρί­ες, βου­λιά­ζουν με­σα σε κρου­νούς νε­ρού, χει­μάρ­ρους και υε­τούς προ­κα­τα­κλυ­σμιαί­ους. Δεν θα απο­μεί­νει τί­πο­τα. Ού­τε εσύ με τα βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά ου­τε εγώ με τα βαμ­μέ­να νύ­χια.

Δεν θα απο­μεί­νει τί­πο­τα.

Και ο με­γά­λος πο­τα­μός τί­πο­τα δεν θα σώ­σει. Ού­τε το τε­λευ­ταίο βλέμ­μα σου λί­γο πριν απ' το τέ­λος. Μό­νο τη δυ­τι­κή απα­ρα­σά­λευ­τη πο­ρεία του.

*Ο Νι­κή­τας Σι­νιό­σο­γλου ανέ­φε­ρε το γε­γο­νός σε ένα κει­με­νό του.


Όνει­ρο 18 (Έμι­λυ)

Βρέ­χει πά­λι στο όνει­ρο. Εί­μαι ο πα­ρα­λή­πτης των χι­λιά­δων χα­μέ­νων επι­στο­λών της Έμι­λυ και δεν ζω στο Άμερστ αλ­λά στη Νί­καια θρη­νώ­ντας τους δι­κούς μου νε­κρούς. Εχω τα­ξι­νο­μή­σει 8.950 επι­στο­λές με αυ­στη­ρή χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρα. Τις αρω­μα­τί­ζω με λε­βά­ντα και τις το­πο­θε­τώ σε ερ­μά­ρια λευ­κά σαν ολάν­θι­στους κρί­νους. Επί 24 χρό­νια, 6 μή­νες και 15 μέ­ρες σάς τις δια­βά­ζω χα­μη­λό­φω­να πί­σω από την πόρ­τα. Κά­θε μέ­ρα σας δια­βά­ζω και μία. Τη βρο­χή δεν τη βλέ­πω πο­τέ. Την ακούω μό­νο και τη νιώ­θω. Με πο­τί­ζει όπως πο­τί­ζει τους ασφό­δε­λους του κή­που. Τους ασφό­δε­λους και τους κα­τι­φέ­δες. (Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, και εγώ, την κη­δεία του πα­τέ­ρα μου την πα­ρα­κο­λού­θη­σα από μια ρωγ­μή του πα­τρι­κού μου, της, δε, μη­τέ­ρας, ήμουν το χώ­μα, ήμουν η χους εις χουν, η πα­ρα­κλη­τι­κή).

Σή­με­ρα διά­βα­σα την τε­λευ­ταία της επι­στο­λή και πλέ­ον ξέ­ρω.

Εί­μαι οι χα­μέ­νες επι­στο­λές της Έμι­λυ Ντί­κιν­σον.

Εί­μαι το ατε­λεί­ω­το ερ­γό­χει­ρο.

Ναι.

Εί­μαι η βρο­χή των 8950 ημε­ρών.


Όνει­ρο 20 (Ρέη)

Αυ­τό το όνει­ρο εί­ναι ασφυ­κτι­κό και δεν προ­μη­νύ­ει τί­πο­τε κα­λό, σκέ­φτη­κα μέ­σα στο ονει­ρό μου. Πέ­θα­νες πά­λι, αυ­τή τη φο­ρά στα χέ­ρια μου με σπα­σμούς. Αρ­χι­σα να βρί­ζω θε­ούς και δαί­μο­νες, έλε­γα στον θεό πό­σο καρ­γιό­λης εί­ναι και να κα­τέ­βει να ανα­με­τρη­θού­με, δεν τον φο­βά­μαι, θα τον γα­μή­σω, φώ­να­ζα. Η αδερ­φή μου ήρ­θε ανή­συ­χη να με ξυ­πνή­σει (από τό­τε που πέ­θα­νες, μέ­νω στο πα­τρι­κό), μου έφε­ρε νε­ρό. Συ­νήλ­θα κά­πως, έπε­σαν οι παλ­μοί. Σκε­φτο­μαι να βά­λω το όνει­ρο αυ­τό, έτσι όπως εί­ναι, αυ­τού­σιο, στη συλ­λο­γή μου με τα όνει­ρα. Ανά­βω τσι­γά­ρο και παίρ­νω τα ποι­ή­μα­τα που δια­βα­ζα πριν κοι­μη­θώ, "Εκεί που εί­χαν ζή­σει" του Ρέι­μοντ Κάρ­βερ. Ανοί­γω τυ­χαία μια σε­λί­δα και δια­βά­ζω: "Γύρ­να σπί­τι. Ακούς; Τα πνευ­μό­νια μου έχουν γε­μί­σει απ' τον κα­πνό της απου­σί­ας σου". Σκέ­φτο­μαι πως πρέ­πει να 'ρ­θω αύ­ριο να σε δω, το δί­χως άλ­λοˑ σε έχω πα­ρα­με­λή­σει. Τρα­βάω μια ρου­φη­ξιά βα­θιά και σβή­νω το τσι­γά­ρο. Ανοί­γω το πα­ρα­θυ­ρο.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: