Όνειρο 3 (θλίψη)
Ένα πουλί διασχίζει τον ύπνο σου. Ακούς τον θόρυβο φτερουγίσματος σαν να παφλάζει δυσοίωνη θάλασσα. Ανάβεις το φως, ένα κοράκι σε κοιτάζει με τρυφερότητα. Οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται, καταπίνουν το δωμάτιο και σένα. Φτάνεις στο κέντρο της θλίψης του (ποτέ δεν πίστευες πως η καρδιά της θλίψης χτυπάει τόσο εύρυθμα). Βολεύεσαι, θέλεις να μείνεις για πάντα. Θέλεις να γίνεις η θλίψη της θλίψης του. Γελάει συγκαταβατικά, ίσως και με μια πικρούτσικη ειρωνεία, σαν να σου λέει "δεν ξέρεις τίποτε ακόμη". Ξημερώνει στο σκοτάδι με μαύρα φτερά στο κρεβάτι σου.
Όνειρο 13 (Τουταγχαμών ή Κώστας, ο ελάσσων)
Κοιμάμαι μες το γέλιο σου τις Κυριακές του αιώνα. Το γέλιο σου είναι τυρκουάζ και έρχεται από την πόλη Νισαπούρ και τη Βιρτζίνια των ΗΠΑ. Το γέλιο σου είναι τυρκουάζ χωρίς παρομοιώσεις θάλασσας. Αντιβοά σε ορύγματα χαώδη, γεμίζει τα κοιλώματα πυρακτωμένων πετρωμάτων. Φορτίζεται απ' τον ήλιο και έχει ακριβές πανάκριβες φλέβες αργύρου.
Το γέλιο σου είναι ένας κινέζος της δυναστείας Σάνγκ. Αζτέκος που κανιβαλίζει. Η Δωδεκάτη νύχτα που δεν περάσαμε μαζί. Η μάσκα η νεκρική του ελάσσονος Τουταγχαμών. (Εσύ λέγε τον Κώστα).
Εκείνου που κατήγαγε μεγίστη νίκη επί του σκότους.
Και, ίσως, επί του μέγιστου φωτός.
Όνειρο 17 (Ενα κάποιο τέλος)
Ο Μπένγιαμιν ήταν συλλέκτης χαλασμένων παιχνιδιών (το είπε ο Νικήτας* και τον πιστεύουμε απολύτως). Και ο Μπουλγκάκοφ έστειλε ένα μακροσκελέστατο γράμμα στον Στάλιν, παρακαλώντας τον να του επιτρέψει να φύγει από τη Σοβιετική Ρωσία (αυτό κι αν το πιστεύουμε). Απ' όλα τα κομψά τετράποδα που ήταν στον Τιτανικό, σώθηκε ένα πεκινουά (λέγε με έρωτα του Κατακόλου).
Αρχίζει μια ουτιδανή βροχή, ένα αραιό ψιλόβροχο σαν να σε φτύνει ο θεός μη και τυχόν του βασκαθείς. Και δυναμώνει η βροχή, χορδή μπάσου ηλεκτρικού που ταλαντώνεται, πρήζεται ιδρωμένη. Και γινεται καταιγιστική, υγρά κατακρημνίσματα που παρασύρουν. Τώρα παιχνίδια, γράμματα, σκυλιά, έρωτες κι ιστορίες, βουλιάζουν μεσα σε κρουνούς νερού, χειμάρρους και υετούς προκατακλυσμιαίους. Δεν θα απομείνει τίποτα. Ούτε εσύ με τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά ουτε εγώ με τα βαμμένα νύχια.
Δεν θα απομείνει τίποτα.
Και ο μεγάλος ποταμός τίποτα δεν θα σώσει. Ούτε το τελευταίο βλέμμα σου λίγο πριν απ' το τέλος. Μόνο τη δυτική απαρασάλευτη πορεία του.
*Ο Νικήτας Σινιόσογλου ανέφερε το γεγονός σε ένα κειμενό του.
Όνειρο 18 (Έμιλυ)
Βρέχει πάλι στο όνειρο. Είμαι ο παραλήπτης των χιλιάδων χαμένων επιστολών της Έμιλυ και δεν ζω στο Άμερστ αλλά στη Νίκαια θρηνώντας τους δικούς μου νεκρούς. Εχω ταξινομήσει 8.950 επιστολές με αυστηρή χρονολογική σειρα. Τις αρωματίζω με λεβάντα και τις τοποθετώ σε ερμάρια λευκά σαν ολάνθιστους κρίνους. Επί 24 χρόνια, 6 μήνες και 15 μέρες σάς τις διαβάζω χαμηλόφωνα πίσω από την πόρτα. Κάθε μέρα σας διαβάζω και μία. Τη βροχή δεν τη βλέπω ποτέ. Την ακούω μόνο και τη νιώθω. Με ποτίζει όπως ποτίζει τους ασφόδελους του κήπου. Τους ασφόδελους και τους κατιφέδες. (Παρεμπιπτόντως, και εγώ, την κηδεία του πατέρα μου την παρακολούθησα από μια ρωγμή του πατρικού μου, της, δε, μητέρας, ήμουν το χώμα, ήμουν η χους εις χουν, η παρακλητική).
Σήμερα διάβασα την τελευταία της επιστολή και πλέον ξέρω.
Είμαι οι χαμένες επιστολές της Έμιλυ Ντίκινσον.
Είμαι το ατελείωτο εργόχειρο.
Ναι.
Είμαι η βροχή των 8950 ημερών.
Όνειρο 20 (Ρέη)
Αυτό το όνειρο είναι ασφυκτικό και δεν προμηνύει τίποτε καλό, σκέφτηκα μέσα στο ονειρό μου. Πέθανες πάλι, αυτή τη φορά στα χέρια μου με σπασμούς. Αρχισα να βρίζω θεούς και δαίμονες, έλεγα στον θεό πόσο καργιόλης είναι και να κατέβει να αναμετρηθούμε, δεν τον φοβάμαι, θα τον γαμήσω, φώναζα. Η αδερφή μου ήρθε ανήσυχη να με ξυπνήσει (από τότε που πέθανες, μένω στο πατρικό), μου έφερε νερό. Συνήλθα κάπως, έπεσαν οι παλμοί. Σκεφτομαι να βάλω το όνειρο αυτό, έτσι όπως είναι, αυτούσιο, στη συλλογή μου με τα όνειρα. Ανάβω τσιγάρο και παίρνω τα ποιήματα που διαβαζα πριν κοιμηθώ, "Εκεί που είχαν ζήσει" του Ρέιμοντ Κάρβερ. Ανοίγω τυχαία μια σελίδα και διαβάζω: "Γύρνα σπίτι. Ακούς; Τα πνευμόνια μου έχουν γεμίσει απ' τον καπνό της απουσίας σου". Σκέφτομαι πως πρέπει να 'ρθω αύριο να σε δω, το δίχως άλλοˑ σε έχω παραμελήσει. Τραβάω μια ρουφηξιά βαθιά και σβήνω το τσιγάρο. Ανοίγω το παραθυρο.