Με τα φτερά

Ραφαήλ, λεπτομέρεια από την εικονογράφηση της οροφής στη Βίλα Φαρνεζίνα της Ρώμης (1517-18)
Ραφαήλ, λεπτομέρεια από την εικονογράφηση της οροφής στη Βίλα Φαρνεζίνα της Ρώμης (1517-18)

Ο για­τρός το­πο­θε­τώ­ντας την ακτι­νο­γρα­φία στη φω­τει­νή οθό­νη, τους εί­χε πει επί λέ­ξει: Εί­ναι ρι­ζω­μέ­νο στο με­σο­θω­ρά­κιο. Από εδώ απλώ­νει τα κλα­διά του στους δύο πνεύ­μο­νες και στους λεμ­φα­δέ­νες, σκι­τσά­ρο­ντας πά­νω στους πνεύ­μο­νες του παι­διού τους το πε­ρί­γραμ­μα του δέν­δρου με το δά­χτυ­λό του.
Το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δέν­δρο μέ­σα του. Στη σκο­το­δί­νη τους, εί­δαν   τα λα­μπά­κια του να ανα­βο­σβή­νουν.  
Ό,τι ήταν να συμ­βεί, συ­νέ­βη γρή­γο­ρα, μέ­σα σε ένα μή­να όλα εί­χαν τε­λειώ­σει.
Ξε­στό­λι­σαν το δέν­δρο τους στο σα­λό­νι, το πή­ραν και το πέ­τα­ξαν στα σκου­πί­δια. Με τό­σο βε­βα­ρυμ­μέ­νο ιστο­ρι­κό ού­τε συ­ζή­τη­ση να το αφή­σουν δί­πλα στον κά­δο για κά­ποιον που μπο­ρεί να το χρειά­ζε­ται.
Εκεί­νη κρα­τού­σε τον κά­δο ανοι­χτό κι εκεί­νος το γύ­ρι­σε ανά­πο­δα και το έσπρω­χνε λο­ξά να πά­ει στον πά­το.
Μα­ζεύ­ουν τα στο­λί­δια, τα λα­μπιό­νια, τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα τρα­γού­δια. Ό,τι έχει σχέ­ση με Χρι­στού­γεν­να το τυ­λί­γουν στο κα­λό τρα­πε­ζο­μά­ντη­λο. Αυ­τός απλώ­νει το τρα­πε­ζο­μά­ντη­λο στο πά­τω­μα κι εκεί­νη φέρ­νει τα στο­λί­δια και τα ρί­χνει μέ­σα.
Μπά­λες, αγ­γε­λά­κια με ανοι­χτά φτε­ρά, αγ­γε­λά­κια με κλει­στά φτε­ρά, σι­ντί, κορ­δέ­λες, τη φάτ­νη με το Χρι­στό, τους τρεις μά­γους που ακου­μπούν τα δώ­ρα τους στα πό­δια του, το χρυ­σό αστέ­ρι της Βη­θλε­έμ.
Εκεί­νος δέ­νει κό­μπο τις τέσ­σε­ρις γω­νί­ες, τα παίρ­νει αγκα­λιά και βγαί­νει να τα ρί­ξει στα σκου­πί­δια.
Εκεί­νη πέ­φτει ξέ­πνοη στην πο­λυ­θρό­να.
Τον πε­ρι­μέ­νει και μό­λις τον βλέ­πει να μπαί­νει, ορ­μά­ει και τον βου­τά­ει απ’ το για­κά.

Εσύ φταις, εσύ φταις... Το κα­τά­λα­βες; Δεν εί­χε άλ­λο τρό­πο να σου φω­νά­ξει «κοί­τα­ξέ με.»

Κα­τε­βά­ζει τις πα­λά­μες της στο στή­θος του και τον σπρώ­χνει πί­σω, εκεί­νος δεν αντι­στέ­κε­ται -κα­τά βά­θος κι αυ­τός το ίδιο πι­στεύ­ει για τον εαυ­τό του. Οπι­σθο­χω­ρεί κι οπι­σθο­χω­ρώ­ντας κολ­λά­ει με την πλά­τη στον τοί­χο. Εκεί­νη κλαί­ει γο­ε­ρά και τον τα­ρα­κου­νά­ει από τα πέ­τα, εκεί­νος της πιά­νει τα χέ­ρια και κλαί­ει από μέ­σα του. Ησύ­χα­σε αγά­πη μου, ησύ­χα­σε, της λέ­ει, αλ­λά για εκεί­νη αυ­τές οι λέ­ξεις έρ­χο­νται από μια άλ­λη επο­χή και απευ­θύ­νο­νται σε άλ­λη, άγνω­στη γυ­ναί­κα. Απο­ρεί μά­λι­στα πώς τολ­μά­ει με­τά από όσα έχουν συμ­βεί, να της λέ­ει ησύ­χα­σε αγά­πη μου, πώς τολ­μά­ει να βά­ζει στο στό­μα του αυ­τές τις λέ­ξεις;
Τον αφή­νει και μπαί­νει στο παι­δι­κό δω­μά­τιο. Για­τί τον άφη­σε; Για­τί έφυ­γε; Μή­πως ξύ­πνη­σε η μνή­μη των μα­κρι­νών εκεί­νων ημε­ρών που ο ήλιος έκαι­γε γλυ­κά την πλά­τη τους κι αυ­τοί —και οι τρεις μα­ζί— βου­τού­σαν στη θά­λασ­σα χω­ρίς να έχουν επί­γνω­ση της ευ­τυ­χί­ας τους επει­δή όλα ήταν τό­σο φυ­σι­κά ώστε κα­νείς δεν χρεια­ζό­ταν να ανα­ρω­τη­θεί τι εί­ναι η ευ­τυ­χία; Κά­θε άλ­λο. Αν ήταν έτσι έπρε­πε τώ­ρα να τον εκ­δι­κεί­ται ξε­ρι­ζώ­νο­ντας τρί­χα τρί­χα τα μαλ­λιά του που άσπρι­σαν σε μια νύ­χτα όταν κοι­μή­θη­κε αυ­τός και ξύ­πνη­σε άλ­λος.
Ίσως να τον συ­μπό­νε­σε, ίσως να αι­σθάν­θη­κε πό­σο μά­ταιο εί­ναι να κα­τε­δα­φί­ζεις το ερεί­πιο, πό­σο ανε­λέ­η­το εί­ναι να ρί­χνεις κά­τω τον πε­σμέ­νο.

Στο δω­μά­τιο του γιου τους, μπρο­στά στο πα­ρά­θυ­ρο, ανοί­γει τη σι­δε­ρώ­στρα λες και δεν έχει συμ­βεί τί­πο­τα και βά­ζει το σί­δε­ρο στην πρί­ζα. Τα ρού­χα του παι­διού — σω­ρός πά­νω στο κρε­βά­τι του, τα εί­χε αφή­σει η ίδια εκεί όπως τα μά­ζε­ψε από το σύρ­μα, τό­τε, ήρ­θε τώ­ρα η ώρα να τα σι­δε­ρώ­σει.
Μό­λις το σί­δε­ρο έκα­ψε κα­λά, παίρ­νει και σι­δε­ρώ­νει τα πα­ντε­λό­νια. Τα πό­δια του, τι μα­κριά που εί­ναι τα πό­δια του, τι ψη­λά για την ηλι­κία του τα κα­νιά του. Συ­νε­χί­ζει με τα που­κά­μι­σα, τε­λειώ­νει με τα μπλου­ζά­κια. Τις κάλ­τσες και τα εσώ­ρου­χα δεν τα σι­δε­ρώ­νει. Τα δι­πλώ­νει απλώς και τα βά­ζει στα συρ­τά­ρια. Περ­νά­ει τα που­κά­μι­σα στις κρε­μά­στρες, τα τα­κτο­ποιεί στη ντου­λά­πα, δι­πλώ­νει τα πα­ντε­λό­νια, δι­πλώ­νει τα μα­κριά μα­νί­κια των μα­κό, σταυ­ρώ­νο­ντας τα χέ­ρια του μπρο­στά στο στή­θος.

Εκεί­νος στέ­κε­ται στην μπαλ­κο­νό­πορ­τα και κοι­τά­ζει το νε­α­ρό ζευ­γά­ρι με τα δυο αγό­ρια στην απέ­να­ντι βε­ρά­ντα.
Τρώ­νε όλοι μα­ζί γύ­ρω από το στρογ­γυ­λό τρα­πέ­ζι. Ακού­ει τις φω­νές, τις κου­βέ­ντες τους, τον ήχο από τα μα­χαι­ρο­πή­ρου­να πά­νω στα πιά­τα,
πα­ρα­τη­ρεί το μπου­κά­λι με το εμ­φια­λω­μέ­νο νε­ρό στη μέ­ση,
τα χάρ­τι­να κου­τιά με το χυ­μό,
τα παι­διά να πί­νουν πορ­το­κα­λά­δα.
Τα δυο αγό­ρια εί­ναι δί­δυ­μα,
ο ένας εί­ναι ο κα­θρέ­φτης του άλ­λου,
αλ­λά τώ­ρα εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κά, το ένα αγό­ρι εί­ναι ο γιος του,
μα για­τί τρώ­ει με την ξέ­νη οι­κο­γέ­νεια ο γιος του;
Το παι­δί κα­τα­λα­βαί­νει πως το κοι­τά­ζει ο πα­τέ­ρας του από απέ­να­ντι, ση­κώ­νε­ται με την πορ­το­κα­λά­δα στο χέ­ρι κι απο­μα­κρύ­νε­ται από το τρα­πέ­ζι,
στέ­κε­ται δί­πλα στη γλά­στρα με την ελιά, τον κοι­τά­ζει κι αυ­τό, του χα­μο­γε­λά­ει,
τον χαι­ρε­τά­ει,
του στέλ­νει φι­λιά με το άδειο χέ­ρι.
Εκεί­νος φεύ­γει από την μπαλ­κο­νό­πορ­τα και τρέ­χει στο παι­δι­κό δω­μά­τιο, πη­γαί­νει σε εκεί­νη να της πει τα νέα.
Τη βρί­σκει μπρο­στά στο ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο να μι­λά­ει με το παι­δί τους, μό­λις εί­χε φτά­σει στο μπαλ­κό­νι τους, κρα­τώ­ντας στο χέ­ρι του το πο­τή­ρι με την πορ­το­κα­λά­δα.

Πώς κα­τά­φε­ρες να πε­ρά­σεις το κε­νό αγό­ρι μου; Το ρω­τά­ει.

Το παι­δί τής απα­ντά­ει

Με τα φτε­ρά μου.

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: