Λυκάβας
Βγήκα έξω απ’ το Χρόνο και κοίταξα
κι ένιωσα τα χαρακτηριστικά, που με καθόριζαν
να χάνονται.
Βγήκα έξω απ’ το Λόγο κι αφουγκράστηκα
είδωλα από πάγο τα ψεύδη μου
και έλιωναν.
Βγήκα έξω απ’ την Καρδιά
κενά τα συναισθήματά μου
άχρηστα παιδικά παιχνίδια.
Βγήκα έξω απ’ το Σώμα και βίωσα
παραλυμένα νεύρα, νεκρές ανάγκες και επιθυμίες
σαρκίο σηπόμενο.
Βγήκα έξω απ’ τον Κόσμο
κι ήταν σα να μην είχα ποτέ μέσα του εισέλθει
αγέννητο, άδειο κέλυφος με κούφια ρίζα.
Στο δρόμο της αυτοΓνωσίας βγήκα
και στο βωμό της όλα τα θυσίασα.
Βγήκα κι οι πόρτες κλείσαν πίσω μου·
Αδιανόητη η όποια επιστροφή, απαγορευμένη.
Κρατώ λοιπόν στα χέρια μου σαν θησαυρό
Αυτή τη Γνώση.
Ως ο τα πάνθ’ ορά.
Κι ονόματα της δίνω και την καλώ
συνδιαλέγομαι μαζί της.
Ψάχνοντας μάταια να ξεγελάσω τη δίκαια κερδισμένη
και αιώνια Μοναξιά μου.