Της άρεσε να μιλάει. Να μιλάει ασταμάτητα. Δυνατά, αργά και καθαρά. Μιλούσε στη δουλειά, στις παρέες, μόνη στο σπίτι. Προτιμούσε τις λέξεις με τα πολλά φωνήεντα που τις πρόφερε στρογγυλεύοντας το στόμα και ανοίγοντας υπερβολικά τα μάτια. Η γλώσσα της σκαρφάλωνε από φωνήεν σε φωνήεν, γλιστρούσε υγρή πάνω τους και τα ακουμπούσε προσεκτικά στα στεγνά της χείλια.
Από τα σύμφωνα αγαπούσε το σίγμα που έβγαινε σφυρίζοντας από το κενό των δυο μπροστινών δοντιών της. Ευτυχώς που ούτε ο ορθοδοντικός δεν είχε καταφέρει να το κλείσει. Τα υπόλοιπα σύμφωνα τα στριφογύριζε στον ουρανίσκο ή τα τραβούσε με δύναμη από το βάθος του λαιμού της. Στο τέλος έβγαιναν όλα βαριά, πλούσια, λιπαρά.
Στο σπίτι έβαζε τις λέξεις στη σειρά, χωρίς να την ενδιαφέρει ιδιαίτερα το νόημα κι ύστερα τις έγλειφε αργά, τις πιπιλούσε και στο τέλος τις έφτυνε μία- μία. Μερικές έπεφταν βαριά στο πάτωμα, άλλες ισορροπούσαν στην άκρη του τραπεζιού κι άλλες χώνονταν στις σκοτεινές γωνίες. Περίμεναν. Για λίγο.
Μερικές φορές το φωτιστικό τής τραπεζαρίας με τα λεπτά μεταλλικά φύλλα, συντονιζόταν με τον ήχο της φωνής της και διέκοπτε τον μονόλογό της μ’ ένα διαπεραστικό σφύριγμα.
Στο μπάνιο, μπροστά στον καθρέφτη, τραγουδούσε. Δυνατά και καθαρά. Δεν την απασχολούσε ο ρυθμός, συγκεντρωνόταν στους στίχους που τους έκοβε σε μικρές μπουκιές, τους ανακάτευε αργά σαν το ζεστό φαγητό στο πιάτο της και τους μπέρδευε με δικές της λέξεις και ήχους από φανταστικά όργανα.
Στη δουλειά μιλούσε ασταμάτητα. Της άρεσε να διηγείται ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια που τις δάγκωνε άγρια στην αρχή κι ύστερα τις στρογγύλευε με το σάλιο της και τις έκανε να μοιάζουν με το μισοφαγωμένο γλειφιτζούρι μικρού παιδιού. Μόλις τελείωνε τις ιστορίες και σταματούσε για λίγο να πάρει ανάσα, ένιωθε να ζωντανεύει το γδάρσιμο στο λαιμό της από το παλιό ψαροκόκαλο που είχε καταπιεί ένα καλοκαίρι, στην κατασκήνωση του Αγίου Ανδρέα.
Όταν οι λέξεις πολλαπλασιάζονταν επικίνδυνα και στριμώχνονταν και φούσκωναν τα μάγουλά της, πήγαινε σ’ εκείνο το μπαρ της γειτονιάς που έβαζε την πιο δυνατή μουσική και σερβίριζε τα πιο δυνατά ποτά. Η διπλή, ξύλινη πόρτα κρατούσε τη μουσική και τη μυρωδιά του αλκοόλ μακριά από τα σπίτια και το δρόμο. Ένα βαρύ μεταλλικό κλειδί κρεμόταν με αλυσίδα από το πόμολο και παρά τη φωτεινή πινακίδα με τον ελέφαντα, τον χρωματισμένο γαλάζιο, όλοι έδιναν ραντεβού στο Κλειδί. Κι όταν ένας μεθυσμένος από τη μουσική και το ποτό ευφάνταστος πελάτης, σκάλισε στην πόρτα ένα κλειδί του σολ, όλοι έδιναν ραντεβού στα Δυο Κλειδιά.
Εκείνη, μόλις έμπαινε στο μπαρ, στεκόταν για λίγο ακίνητη κι ύστερα άρχιζε να ξεφορτώνεται τις λέξεις που πίεζαν και φούσκωναν τα μάγουλά της. Έπαιρνε το ποτό της και στεκόταν ακριβώς κάτω από το σκοτεινό ηχείο που κρεμόταν από το ταβάνι. Τραγουδούσε δυνατά και καθαρά. Στην αρχή. Τους δικούς της στίχους. Έπινε. Τραγουδούσε πολύ δυνατά και καθόλου καθαρά. Όσο περνούσε η νύχτα.
Τους δυο άντρες της ζωής της, τους γνώρισε στα Δυο Κλειδιά. Ο πρώτος είχε πιάσει τη θέση της κάτω από το ηχείο, χωρίς να τραγουδάει. Ακίνητος, με το ποτήρι κρυμμένο στη μεγάλη παλάμη του. Αργότερα έπιασε τη δεύτερη θέση στον καναπέ της και το δεύτερο μαξιλάρι στο κρεβάτι της.
Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος. Την άκουγε όλη την ημέρα να μιλάει, κουνώντας το κεφάλι, ανασηκώνοντας τα φρύδια, χαμογελώντας, τρίβοντας τις μεγάλες παλάμες του. Ένα βράδυ του καλοκαιριού που η ζέστη θόλωνε τα πρόσωπα, την ξύπνησε απότομα, την κάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε να της μιλάει ασταμάτητα. Δυνατά και καθαρά. Μία- μία έπεφταν οι λέξεις στα σεντόνια και σχεδίαζαν τα όνειρά του. Κάτι όνειρα κρυφά, βασανισμένα με αγωνία και κυνηγητό.
Τα πρωί, εκείνη μάζεψε τις λέξεις που τις είχαν απομείνει μαζί με τα μαλλιά της κι έφυγε τρέχοντας για τη δουλειά. Όταν, μετά από λίγες μέρες, εκείνος εξαφανίστηκε για τα καλά, της άφησε κάποια από τα όνειρα. Στην αρχή δεν ήξερε τι να τα κάνει. Ύστερα τα τακτοποίησε στην ντουλάπα, μαζί με τις κουβέρτες. Έβγαιναν όμως, γλιστρούσαν στο πάτωμα και την κυνηγούσαν.
Ο δεύτερος, της έβαζε απαλή μουσική στο στερεοφωνικό που είχε κουβαλήσει μαζί του και της χάιδευε τα μαλλιά με τις ώρες. Ένα βράδυ του χειμώνα που η ομίχλη θόλωνε τα τζάμια, ακούμπησε στο αυτί της τα χείλια του και της ψιθύρισε ιστορίες από προηγούμενους έρωτες. Έρωτες παράξενους, τραβηγμένους από περίεργη γωνία σε ασυνήθιστα μέρη. Μουρμούριζε όλο το βράδυ. Τα πρωί, εκείνη, κυνηγημένη από τους ψιθύρους, με βουβές τις λέξεις κι αχτένιστα μαλλιά, έτρεξε στη δουλειά.
Όταν κι εκείνος έφυγε για τα καλά, της άφησε το στερεοφωνικό. Και τα ηχεία. Έπαιζαν μόνο απαλή μουσική που βοηθούσαν τους ξεχασμένους ψιθύρους να μπαινοβγαίνουν από το μπαλκόνι και να τσαλακώνουν τις κουρτίνες. Στην αρχή δεν έδωσε καμία σημασία. Αργότερα έβαλε στόρια.
Από τότε που έμεινε μόνη, γύριζε πιο νωρίς στο σπίτι. Άνοιγε το ραδιόφωνο, ακουμπούσε τα πόδια της στο τραπεζάκι του σαλονιού, ταξινομούσε στα γρήγορα τις λέξεις που τις είχαν περισσέψει από όλη την ημέρα και τις έσπρωχνε στην άκρη. Έκλεινε τα μάτια, καθάριζε το λαιμό και τον ουρανίσκο και ύγραινε τα χείλια της. Ήταν η μόνη ώρα της ημέρας που έμενε σιωπηλή. Περίμενε. Ανυπόμονα. Τη Φωνή.
Η Φωνή άρχιζε την εκπομπή της τα μεσάνυχτα. Θα ήταν σίγουρα ψηλός, ξερακιανός, με ξανθά μαλλιά, λίγο αραιά στην κορυφή, με θαμπό δέρμα και κατάλευκη οδοντοστοιχία. Τα λόγια του έμπαιναν στο δωμάτιο και το έκαναν να γυρίζει τόσο γρήγορα μέχρι που εκείνη αναγκαζόταν να ξαπλώσει στον καναπέ και να γαντζωθεί από το μπράτσο του.
Η Φωνή, αδύνατη και νευρική, την έκανε να νιώθει εύθραυστη, την υπνώτιζε. Άκουγε τις λέξεις που κυλούσαν απόμακρες, η μια πίσω από την άλλη και τη θερμή ανάσα του που κάπου-κάπου σκάλωνε και λαχάνιαζε και κόμπιαζε κι έσπρωχνε για να βγει προς τα έξω χωρίς να τα καταφέρνει. Αναστατωνόταν.
Ήταν σίγουρη πως η Φωνή έκρυβε κάποιο μυστικό. Οι λέξεις εκεί που έτρεχαν με το δικό τους ρυθμό, κάπου σκόνταφταν, κάπου σταματούσαν, σαν να έπρεπε να σκαρφαλώσουν πάνω από ένα στρογγυλό, λείο εμπόδιο κι ύστερα να γλιστρήσουν σε μια μεταλλική τσουλήθρα για να βρουν την έξοδο.
Κολλούσε συχνά το αυτί της στο ηχείο, άνοιγε την ένταση του ενισχυτή, τη χαμήλωνε απότομα, ύστερα απομακρυνόταν και πλησίαζε από διαφορετική μεριά.
Προσπάθησε να μπει στο σταθμό και να γνωρίσει από κοντά τη Φωνή. Οι κλειδωμένες πόρτες όμως και οι σεκιουριτάδες δεν την άφησαν να πλησιάσει.
Στα Δυο Κλειδιά, ένα βράδυ, της έπιασε την κουβέντα ένας πιτσιρικάς που έσφιγγε τις γροθιές του στις τσέπες του δερμάτινου μπουφάν. Δεν άκουγε τι της έλεγε, κουνούσε μόνο το κεφάλι της πάνω κάτω και τραγουδούσε. Δυνατά και καθαρά. Στην αρχή. Τον άφησε να κολλήσει πάνω της.
Τα ξημερώματα, όταν η μουσική χαμήλωσε, τον άκουσε να τραγουδάει. Πολύ δυνατά κι όχι καθαρά. Ένιωσε στο σκαρφάλωμα της φωνής του το λείο και γλιστερό εμπόδιο, τις ζωντανές λέξεις, το λαχάνιασμα, το κόμπιασμα, το σπρώξιμο. Κόλλησε το στόμα της στο δικό του και ακούμπησε με τη γλώσσα της το κρύο μέταλλο. Στρογγυλό από πάνω. Τραχύ και σκληρό από κάτω.
Γύρισε στο σπίτι και κλείστηκε στο μπάνιο. Άναψε το φως και πλησίασε στον καθρέφτη. Άνοιξε το στόμα κι έψαξε να βρει στη γλώσσα της εκείνο το σημείο. Εκείνο το σημείο που θα τρυπούσε για να στερεώσει τη μπίλια. Τη μεταλλική, στρογγυλή μπίλια, με την τραχιά μπάρα από κάτω. Σκέφτηκε το αίμα που θα έτρεχε από την πληγή. Μια καινούργια εφηβεία. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν.
Πίσω από τη μπίλια θα μαζεύονταν όλες οι λέξεις. Θα μάθαινε από την αρχή να μιλάει. Ίσως μια καινούργια γλώσσα.