Γυναίκα Αράχνη
Στον Γιώργο Μαρκόπουλο
Ένα βράδυ έσπασε τον αργαλειό
τον έκανε πλεούμενο, το υφαντό ιστίο
έκοψε τα μαλλιά, το ένα στήθος
έδωσε τον Τηλέμαχο σε ανάδοχη οικογένεια
με την καυτή της πόρπη το αριστερό έβγαλε μάτι
ήθελε να περάσει απαρατήρητη ανάμεσα στους Κύκλωπες
να βλέπει τη μισή ομορφιά της Καλυψώς
τα μισά νάζια στην αρχή
χάδια μετά τού Οδυσσέα.
Πριν δεθεί στο μεσαίο κατάρτι
έσταξε στ' αυτιά μελισσοκέρι
να μην ακούει τους οργασμούς της Κίρκης
αράχνη πάνω από την κλίνη τους υφαίνοντας εκδίκηση
κακό σφαλάγγι παραφύλαγε
πίσω απ' τα βράχια
να κεντρώσει μ' όλο το δηλητήριο
τον λευκό αστράγαλο της Ναυσικάς
καθώς έσκυβε να πιάσει το τόπι
τη στιγμή που εκείνος ξυπνούσε άντρας.
Πρώτη στάση Μυκήνες
Δεν περιμένει ούτε λεπτό.
Στον Ισθμό
τραβάει κατά της ξαδέλφης της
–άλλη αράχνη αυτή, σόι πήγαινε το βασίλειο–
μαζί πλέξαν το σιδερένιο δίχτυ
ξόβεργες για τον νικητή
και το βραβείο που 'φερνε στο παλάτι.
Τώρα νεκρός στο μπάνιο του.
Έτσι θα πλήρωνε και ο δικός της
την εικοσάχρονη απουσία
στη δεξιά μεριά του κρεβατιού.
Έκλεψε το πατρόν εκδίκησης
αναχωρεί για την Ιθάκη.
Αν όλα παν καλά
θα στείλει μήνυμα με φρυκτωρία στην ξαδέλφη
θα πάρουν τόξο
τέσσερα άλογα
θα φτάσουν ως τους Υπερβόρειους.
Άντρες Απόλλωνες.
Ναι, θα άξιζαν το έγκλημα, το αίμα.
Αντίστροφα
Στον Αντώνη Μπαλασόπουλο
Τις πρώτες μέρες του χωρισμού
ξερίζωνε τα μαλλιά της
ιππουρίδες
τρυπούσε τις φλέβες της
παπαρούνες
τα σπλάχνα της αίμα σκοτωμένο
τουλίπες Βουργουνδίας
τις νύχτες έκλαιγε
πρωινή δροσιά
ούρλιαζε σαν λύκος
εαρινές θύελλες και μελτέμια
έλεγαν οι μετεωρολόγοι
ζήλευε τις σκιές του Άδη
γυναίκες σκελετούς
πνιγμένες
με τα μαλλιά μπλεγμένα στα κοράλλια
η μάνα της τής έδινε στα νεύρα
παράτα με, της ούρλιαζε
για όλα εσύ φταις
μισούσε τα δημητριακά
το πρωί έριχνε ένα παντζάρι στο μπλέντερ
κόκκινα σταφύλια, βατόμουρα
έσταζε αίμα η απελπισία
στα χείλη
της έλειπε έως θανάτου
χτύπησε τατού στον σβέρκο Κάτω Κόσμος
πλάνταζε για τα υγρά του φιλιά
τις υγρές αγκαλιές στα μουχλιασμένα δώματα
χάραζε —φαντάρος πριν τ' απολυτήριο—
στην κοιλιά τις μέρες που απέμεναν μέχρι τον γυρισμό
σφαχτάρι έσταζε στο τσιγκέλι του χασάπη
για τον Πλούτωνα
τρεις και σήμερα
Ιλ. Ω 6
Πατρόκλου ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠΰ
Έγλειφε απ' τα δάχτυλα
το αίμα
μια μια απ' τη χούφτα
αφαιρούσε ενοχές
τον φόνο έβαφε λευκό
όλα λευκά
μόνο στα μάτια τους άφριζαν όλη νύχτα
κόκκινα λύθρος κύματα.
Αγκάλιαζε ο φίλος
τη φτέρνα τρυφερά
ευάλωτο
να μην τον βρει ο θάνατος
να πάρει εκείνον.
Πόλεμος εκ του σύνεγγυς
τα σώματα κερί λιωμένο
γυîα λυμένα απ' τ' ολονύχτιο πάλεμα
στην πρωινή δροσιά
το πρότερό τους σχήμα ανακτούν.
Ανακτά κι ο θάνατος το μεγαλείο του.
Τώρα σπαράζει παρά θίν' ἁλὸς
κάθε του μέλος τον θρηνεί
ανακατεύει τα κομμένα του μαλλιά
στα κόκαλα του εταίρου
σκίζεται, γδέρνεται, θρηνεί και σπαρταρά