———— ≈ ————
Συνεχίζουμε την σειρά μεταφράσεων ποίησης που με κάποιο τρόπο, ρητό ή υπόρρητο, διαμορφώνει ελληνικά σκηνικά και τοπία, που με την σειρά τους χρησιμεύουν στο κτίσιμο ενός κόσμου – άλλου, αλλά όχι ξένου. Μεταφέροντας τα στα ελληνικά, αποδίδουμε σε αυτά τα ποιήματα, κάπως σαν δώρο, τη γλώσσα χάριν της οποίας γράφτηκαν, παρόλο που γράφτηκαν σε άλλη.
———— ≈ ————
Σκηνές από την Ελλάδα των άλλων, V
Επανέρχομαι στον Τζέημς Μέριλ, ένα ποιητή που γνωρίζει την ελληνική γλώσσα (αρχαία και νέα) σχεδόν άπταιστα. (Για βιογραφικές και βιβλιογραφικές σημειώσεις βλ. Χάρτης 19 Ιούλιος 2020). Τα συγκεκριμένα ποιήματα είναι από την συλλογή Το Παραβάν της Φωτιάς (1969).
Το ποίημα «Λέξεις για την Μαρία» είναι γραμμένο για την Μαρία Μητσοτάκη, στενή φίλη του ποιητή στην Ελλάδα. Τα γαλλικά στο κείμενο τα αφήνω αμετάφραστα, όπως ο ποιητής.
Το ποίημα «Στα ελληνικά μου» έχει αμφίσημο τίτλο στα αγγλικά (“To my Greek”). Παρόλο που από επιστολές του ποιητή συμπεραίνουμε ότι όντως αναφέρεται στην σχέση του με την ελληνική γλώσσα, είναι επίσης αναμφίβολο από το ύφος και τα συμφραζόμενα ότι επίσης αποτείνεται στον Έλληνα εραστή του.
Λέξεις για την Μαρία
Με αφόρετα διαμάντια ανέκαθεν ντυμένη στα μαύρα
κωμική του πένθους αν όχι σιωπηλή σταρ του σικ
παρασυρόμενη από το βραδινό αεράκι του Σεπτέμβρη στα φτερά
μισό τετράγωνο από το σπίτι σου στο Bon Goût,
εκεί κατάρρευση, παραγγέλνεις ένα σκέτο κατάμαυρο
εσπρέσσο και το ούζο μου, σ’ αυτά τα ελληνικά
που κρατάς για τα γκαρσόνια και ανεβάζεις περισκόπιο
χωρίς να βγάλεις τα κατάμαυρα γυαλιά, και μετά,
για να ακουστεί: “Eh, Jimmy, qui sont ces deux strange men?”
Καιρό τώρα η περιέργεια έχει σκοτώσει την γάτα
μέσα σου. Γλυκός χαρακτήρας, απουσία δόλου,
αυτές δεν είναι οι αναγνωρισμένες αδυναμίες σου;
Οι πατριώτες μου, περί ών ο λόγος, σηκώνονται
μας κοιτούν και φεύγουν
και συμφωνούμε ότι δεν αξίζουν ακόμα
να τους σκαρώσουμε ψευδώνυμα,
όπως Ο Τούρκος, Ο Εξαφανισμένος Διπλωμάτης,
Η Ζουστίν, Η Νοσοκόμα, Ο Τρελός – α, και μια που το λέμε,
θα σε φωνάζω εφεξής Η Σεληνιασμένη.
Απόψε, 4 η ώρα το πρωί σε ένα σνακ μπαρ
εθεάθης να τρως, αν είναι δυνατόν,
καλαμαράκια, μόνη σου. Ο Αλέκος έμεινε κόκκαλο.
«Κάτσε λίγο, να τα δοκιμάσεις»
μου είπες, σηκώνοντας τους ώμους σου αδιάφορα όπως τότε
που η πόρτα του αυτοκινήτου σου μάγκωσε το δάχτυλο,
ένας ανεπαίσθητος αναστεναγμός πέρασε ανερμήνευτος
μέχρι που ο Φρέντρικ στο τραπέζι
είδε το ματωμένο χαρτομάντηλο και αρρώστησε.
Η Σαπφώ λέει ότι έχει έρθει στο καινούργιο σου διαμέρισμα.
Ο Τόνυ, που ανέβηκε τρεκλίζοντας με εκείνο τον καθρέφτη
Second Empire που είχες σταμπάρει στο μαγαζί του, λέει
πως τον έβαλες να τον στήσει πάνω σε μια καρέκλα και πάραυτα
τον έδιωξες. Σοβαρά τώρα;
Ας σχεδιάσουμε ένα καλορίζικο πάρτυ, «Αγάπη μου,
είναι αδύνατον με αυτόν τον L’Eternel Convive”.
Ψηλός, αστραφτερός, θα μπορούσε να μείνει χρόνια, θα έλεγα,
πίνοντας τα δροσερά μαύρα τσάγια των εμφανίσεων σου.
Όχι ότι κάθεσαι και καθόλου σπίτι φέτος.
Από τις δέκα σε σωφάρουν μέχρι την θάλασσα –
η τρέλα που λέγεται «Κηπουρική Φάση της Μαρίας».
Είχα έρθει κι εγώ κάποια στιγμή και χάζευα τα κλαδέματα
και τις μεταφυτεύσεις, με νύχια διαλυμένα, σε μια αφασία
ευτυχίας. Ένα κατάλευκο κυβικό με όλα τα κομφόρ
που είχες φτιάξει αλλά χωρίς επίπλωση. «Μπα, κανείς δεν μπορεί
να μένει μέρα νύχτα στον Παράδεισο. Καρέκλες, κρεβάτια – γιατί;
Dormir, d’ ailleurs, τόσο μακρυά από το Bon Goût; Θα πέθαινα!»
Σε ευφυέστερα χορτάρια από της Εύας (Σανέλ, πέρσι)
γονατίζεις στα πλουμιστά ανάκλιντρα αναρριχητικών της εφηβείας.
Ο σωφέρ χαλαρώνει καπνίζοντας στην σκιά . . .
Πριν καν καταλάβεις, δειλινό. Ιοστεφή τείχη
από μπρούτζινο λεύκωμα. Με απογοήτευση
αναπολείς ένα κόσμο στον οποίο γευματίζουμε,
παίζουμε χαρτιά, υποφέρουμε γηραιές κυρίες, σκεφτόμαστε εξ ανάγκης.
Η μηχανή του σωφέρ βρυχάται. Έχεις κλειδώσει καροτσάκι και ψαλίδες.
Το σύμπαν ανασταίνει μικρά άλματα των άκρων, και εξαφανίζεται
επιστρέφοντας πλεούμενο μαύρο ολονυχτίς ενάντια στην θάλασσα,
ένα παρελθόν που το γιασεμί σου μεθυστικά με ζάλη μεγαλώνει
στο παρόν. Από ό,τι κι αν συνέβη πριν ή κρύβεται
ακόμη από κάτω, περισυλλέγεις το ελάχιστο.
Χρόνια κοριτσίστικα, γάμος, πόλεμος . . .
Θα ήθελα κάποια στιγμή (όχι τώρα, έρχεται ο Τζούλιο)
να ακούσω αληθινά – εννοώ – δεν εννοώ –
Ζωγραφίζεις ένα χαμόγελο στο στόμα και απαντάς:
«Από πότε L’ Enfant ενδιαφέρεται για την αρχαιολογία;»
«Κάποιοι άνθρωποι έχουν την χάρη. Όχι εγώ πάντως»
λέει η Σαπφώ, εξοργισμένη, έξαλλη. «Γουστάρει κάποιον; Σκέτος μύθος.
Γουστάρει τον σωφέρ της – τελεία και παύλα. Αρνούμαι κάθετα
να την δω». Όσο για μένα, ήρθα να σε κλέψω
για μούσα στα ρεπό μου, και να στο πω επί τούτου, μόνο και μόνο
να σε κάνω να γελάσεις, ή να σηκώσεις τους ώμους σου αδιάφορα,
ή να περάσεις την χτένα στον ασημένιο αφρό της κεφαλής σου
που το αεράκι της Αιγύπτου φυσά πάνω σε αυτό το μέτωπο
με τις αχνές γραμμές πουδραρισμένης ίριδας.
Ευρύτερη επιχείρηση
Πλάγιο φτερούγισμα, μισή κλίση κεφαλής λόγω αμφιβολίας
– εννοώντας, παραδόξως, συμφωνία– επανδρώνει
την λιγοστή γκαρνταρόμπα χειρονομιών που με διακρίνει.
Πλέον κολλάει πάνω μου από συνήθεια. Η παλιά λεπτή πόζα μου
στο κατώφλι παρελαύνει στην πόλη με όψη τοπικών διαδόχων.
Ο ανηψιός της Κούλας έχει το κοστούμι που εκείνη μίκρυνε στο πλύσιμο.
Ο Αντρέας πάντα γούσταρε τα παπούτσια μου από την Ρώμη…
Θα φοράω αυτό το Ναι τους μέχρι τον τάφο
Στα ελληνικά μου
Αγαπημένο μου κουκούτσι,
αράγιστο σε κάθε συζήτηση, μικροδιαφορά ή διαμάχη,
φάε με τα δάχτυλα, ντύσου με εσώρουχο στον ύπνο,
αλλά μείνε γυμνό κάτω απ’ το δέρμα μου. Άσε παρελθόν και μέλλον
να χαθεί στα χείλη μας, το πέλαγος να κληρονομήσει
αυτά τα χάρτινα εκατομμύρια. Ας μην υπάρξει λέξη
που να πει δικαιοσύνη, οδύνη, συμβατικότητα. Ας είσαι σύμβαση εσύ –
καλού κακού, kaló-kakó, κακατού-βραχνάδα
παραλίες μη αποτυπωμένων λευκών κολπίσκων
σπαρμένες ήδη παντού με άρρυθμη ηχολαλιά.
Απαγορευμένες λέξεις: Αλάτι Φιλί Φόρεμα Πόδι Νέφος Ροδάκινο– Πες τα
με το όνομα τους, απ’ το πηγούνι μου στάζει μέλι. Λαμπρέ ηλίθιε,
κάθε μεσημέρι μενού και μπλα μπλα σε αφήνουν
πιο κοντά στο πιθανό, κάθε δειλινό και πιο πολύ χασμουρητό,
τρίχες πέφτουν στα μάτια, το κεφάλι χαμηλωμένο πάνω
στο ξεφύλλισμα λεξικών, να μαθαίνει απέξω την αποτυχία
αυτής ή της άλλης νέας μεθόδου συμβίωσης
χωρίς συνδέσμους. Και όμως
ακόμη μας φοβάμαι. Οι νύχτες πέφτουν,
κυλιόμαστε στα τυφλά, μούσκεμα από την λάμψη
της εκτίμησης, η σίβυλλα που πάνω της
γέρνω όταν όλα με εγκαταλείπουν, όταν κι εσύ –
Η γλώσσα η μητρική!
Το ελάχιστο σφάλμα της στο λούστρο του τρίπτυχου καθρέφτη,
ο αυτοματισμός της και ο νους μου είναι ένα και το αυτό.
Αρχαία σε φόντο γαλάζιο ασημί, σαν λέπι,
τι μπορεί να κάνει για σένα; Το κοκτέιλ της έχει ιδρώσει
από ορθολογισμό: η φωνή της θα αναδυθεί
πέρα από την οποιαδήποτε κατανόηση σου, θα ανέβει
σαν αίμα στο κεφάλι μετά από χαστούκι, χτυπητά εύστοχοι,
αν και ανεπανάληπτοι, τόνοι που εύκολα ξεχνιούνται
ακόμη κι όταν σου αλλάζουν την ζωή,
φλέβες που διακλαδώνονται σαν παγερό κοράλλι,
κοινοτοπίες που τείνουν προς κοινά σκηνικά,
δάκρυα, ασυνάρτητα τεχνάσματα,
ανατροπές στους βωμούς, κομμένο γυαλί και σχολές
οπαλίνας που εξοστρακίζονται σε τοιχώματα σπηλαίων
όπου έχει θαφτεί των λατινικών μου ο σκουριασμένος θησαυρός,
των ιταλικών μου τα οστά μαδημένα μέχρι τέλους,
όπου κάποιο θαλασσί πρωινό θα βρει τον γαμημένο της
λαιμό κομμένο από τo ίδιο αυτό ξυράφι πανδαισίας χρωμάτων,
ένα απλό σαββατοκύριακο μαζί σου που ολότελα δίνεται
στα βιβλία και στο ζειν (οτιδήποτε προκειμένου να γλυτώσουμε
από αυτή την τελική μεθυσμένη προφητεία που εξαιτίας της,
μη έχοντας την ευχή της, εσύ σειρήνα μου θα γιγαντωθείς,
εύχρηστη και ομιχλώδης, γκρίζα
φωνακλού, τυλιγμένη στα αποφόρια ενός ιδιώματος
διαλαλώντας τις ιδέες μου σε γη και ουρανό) – Α,
έχοντας επιλέξει το μονοπάτι της μικρής γνώσης,
εμπιστευτήκαμε ο ένας να εκμεταλλευτεί τον άλλον
ευγενικά εκτός από στιγμές σκληρής ανάγκης,
έλα, άσε κάτω τον τροχό των ρημάτων
και φίλα με στο στόμα παρόλο που τόχω γεμίσει με ντροπή.
Ασ’ τα σχολιαρόπαιδα να κάνουν τους γενναίους στα ρηχά της.
Ένα απολύτως κυανό τραγούδισμα αιωρείται πολύ πιο πάνω
από τα βάθη εκείνα όπου ζει
ο επιφάνιος, όταν ζει, μόνος του ήχος απέναντι στον ήχο.
Η ελάχιστη γυμνή λέξη ας είναι ό,τι πω μέσα σου.