Τα προκαταρκτικά
Τέλη της δεκαετίας του 1960. Η τηλεόραση δεν έχει έρθει ακόμα για τα καλά στην Ελλάδα. Ούτε οι τοστιέρες. Ούτε τα φωτοτυπικά μηχανήματα. Ούτε τα κασετόφωνα. Ούτε η κρέμα γάλακτος και τα φιλέτα κροκόδειλου στα ακριβά ρεστοράν. Έχει έρθει όμως η κολόνια Tosca 4711 και ξεσαλώνει στους γυναικείους κόρφους. Στην αυλή ενός Δημοτικού σχολείου, τα πιτσιρίκια παίζουν ένα αγαπημένο παιχνίδι τους. Το ίδιο παίζουν και στο παραδιπλανό σχολείο. Και στον παρακάτω νομό. Κι ακόμη παραπέρα. Άρα είναι ένα δημοφιλέστατο πανελλήνιο παιχνίδι. Το εξής. Τα παιδιά επαναλαμβάνουν εν χορώ, ταχύρυθμα, δίχως ανάσα, με βαλκάνιο αξάν, τις συνδηλώσεις που παράγει η ατελείωτη λέξη: «To-sca-to-sca-to-sca-to-sca-to-sca-to-sca-to-sca-to-» και πάει λέγοντας. Στο τέλος, ξεκαρδίζονται στα γέλια. Ανάμεσά τους και ο γνωστός πια Τάσος του προ-προηγούμενου κειμένου, εκείνο με τον τίτλο «Οι ποιητές την ξέρουν καλά τη σιωπή». Τι; Τον λησμονήσατε κιόλας; Αχ, έρημε, αρκεί που σε θυμάμαι εγώ.
Και τώρα, δράση 90′′
Στις αρχές του ίδιου αιώνα, στα 1902, πολύ πριν γεννηθούν οι γονείς αυτών των ξεκαρδισμένων παιδιών που έχουν τις λέξεις για παιχνίδι τους, ένας ποιητής σε μιαν εξοχή της Βιέννης μασάει τις σάρκες του επειδή δεν μπορεί να μασήσει τις λέξεις του. «Απώλεσα εντελώς την ικανότητα να σκέφτομαι ή να μιλώ για κάτι με κάποια συνοχή... Οι λέξεις πλέουν σκόρπιες γύρω μου, πήζουν και μεταμορφώνονται σε μάτια που καρφώνονται πάνω μου και με αναγκάζουν κι εγώ να τα κοιτάζω... Ένα ποτιστήρι, ένα σκυλί ξαπλωμένο στον ήλιο, ένα ταπεινό κοιμητήρι, ένας ανάπηρος, μπορούν να αποκτήσουν ξαφνικά χαρακτήρα τόσο ανώτερο ώστε όλες οι λέξεις να μου φαίνονται φτωχές για να τον εκφράσω... Οι λέξεις με εγκαταλείπουν...». Ο ποιητής Ούγκο Φον Χόφμαννσταλ αποχαιρετά τις λέξεις καθώς εννοεί πως δεν μπορεί πια να της χρησιμοποιήσει για να μιλήσει για τη ζωή, καθώς αυτές από μόνες τους έχουν εσωστρεφώς τη δική τους αυτόνομη μυστική ζωή. Στις περιπλανήσεις του στην εξοχή βλέπει μια αγελάδα να κοιμάται και δεν ξέρει πώς αυτό μπορεί να εκφραστεί σωστά με λέξεις, γιατί νιώθει πως μέσα στην αγελάδα κοιμούνται και οι λέξεις οι οποίες αποτελούν την κατάσταση του ύπνου της- έτσι αποφάσισα να το καταλάβω εγώ.
Κάτι που ίσως δεν υποψιάζονται οι αναγνώστες της λογοτεχνίας, είναι ο φόβος του συγγραφέα πως μπορεί μια μέρα να τον εγκαταλείψουν οι λέξεις του. Είναι ο φόβος όχι της απώλειας της «έμπνευσης» αλλά ο φόβος της εισβολής μέσα του μιας «έμπνευσης» η οποία είναι ανίκανη να συνεργαστεί με τις λέξεις, διότι δουλεύει με άλλο λειτουργικό σύστημα. Με λίγα λόγια, ο συγγραφέας τρέμει με την ιδέα πως μπορεί μια μέρα αυτός και η πραγματικότητα να γίνουν ένα, καταργώντας εκείνη την ευεργετική απόσταση η οποία του επέτρεπε τόσον καιρό να απλώνει προς αυτήν τις γέφυρές του οι οποίες αποτελούνταν από λέξεις.
Γι’ αυτό, η πιο βασανιστική ερώτηση την οποία θα μπορούσε να υποβάλλει ένας δημοσιογράφος σε έναν συγγραφέα ίσως να είναι: «Ποιο θα είναι το θέμα της επικείμενης σιωπής σας;».
Τέλος χρόνου.
Αμέσως μετά
Η Γουίννυ του Μπέκετ στις Ευτυχισμένες Μέρες αναφωνεί θαμμένη μέχρι την καρωτίδα της: «Υπάρχουν στιγμές που ακόμα κι οι λέξεις σ’ εγκαταλείπουν. Τι πρέπει λοιπόν να κάνει κανείς ώσπου να ξανάρθουν; Να χτενιστεί αν δεν τόχει κάνει ή να λιμάρει τα νύχια του αν έχουν ανάγκη από λιμάρισμα. Έτσι, θα μπορεί να περιμένει ώσπου νάρθουν πάλι οι λέξεις.».
Αναγνώστη, στοχάσου για 90 δευτερόλεπτα όλους εκείνους τους συγγραφείς οι οποίοι αυτήν τη στιγμή περιμένουν σιωπηλοί τις λέξεις τους να επιστρέψουν.