Κόκαλα έχει ο καφές;

Κόκαλα έχει ο καφές;


Καθώς περιμένω τον Ράσκυ ΙΙ, και την πανσέληνο, δύο εικοσιτετράωρα μετά τα ογδοηκοστά γενέθλια του Ντύλαν και τις τριήμερες εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Αρχιτροβαδούρου και Μεγαλομπαγάσα Μπομπ, με επισκέπτεται, λες κι είμαι κάνας βλαμμένος πρίγκιπας της Δανιμαρκίας, καίτοι ουδόλως ενοχικά, δίχως ίχνος spooky, χωρίς να ελλοχεύει μήτε να καραδοκεί κι ούτε να γυρεύει δικαίωση ή εκδίκηση, το Φάντασμα του Μπαμπά, με κλασική βυσσινί ρομπντεσάμπρ, με μπριγιαντινισμένο το μαλλί, χτενισμένο αψεγάδιαστα προς τα πίσω, με τα θαλασσιά του μάτια διαπεραστικά και συνάμα γαλήνια, με το μόνιμο τσιγάρο, τότε μάρκας Άστορ με κόκκινο φίλτρο, ανάμεσα στον δείκτη και τον μέσο, και μου ζητάει την ηδύτατη χάρη να του ετοιμάσω έναν καφέ, κάτι που ήταν η πρώτη πράξη περηφάνιας και αγάπης που θυμάμαι να κάνω στη ζωή μου (ίσως και η τελευταία, τέτοιος που έγινα) — ναι, την πρώτη φορά που ο μπαμπάς ζήτησε από εμένα κι όχι από τη μαμά να ετοιμάσω καφέ (ήμουν δεν ήμουν πέντε ετών, κι είναι για πάντα στη μνήμη μου χαραγμένο με φύλλα ακακίας και χρυσού) και με δίδαξε πώς να του ετοιμάζω τον καφέ, αισθάνθηκα περηφάνια και αγάπη, πίστεψα ότι είμαι πια χρήσιμος, λιγουλάκι ενήλικας, παρότι τα έφερε έτσι η ζωή που ούτε το ένα έγινα ποτέ ούτε το άλλο, εδώ συγγραφέας γνωστός στα πέριξ είμαι κι όλο τελείες ξεχνάω να βάλω

Και του ετοίμασα καφέ, του Μπαμπά-Φάντασμα, όπως μου είχε μάθει, μια κουταλιά καφέ, γερή κουταλιά, Οδυσσέα, μια κουταλιά κοφτή ζάχαρη, και ανακατεύουμε εξήντα φορές, όσα δευτερόλεπτα έχει το λεπτό, και μου τον φέρνεις μέσα, στο γραφείο, συναρμολογώ ένα Μπι Πενήντα Δύο, βομβαρδιστικό, σε μια ταινία το οδηγούσε ο Τζακ Πάλανς και τραγουδούσε, Μπλου Μουν, ταριτατάρα, Μπλου Μουν, ταριταρίρα, αλλά, φάντασμα καθώς ήταν ο μπαμπάς, έμεινα με τον καφέ και τις μνήμες στο χέρι, και τι να κάνω, ο έρμος, τον ήπια εγώ τον καφέ, καλό τον είχα κάνει πάντως, και εγκαίρως, δεν μου είχε χυθεί όπως μια φορά, έφηβος ήμουν πια και είχα αρχίσει να καταστρέφομαι ήδη από τη βιβλιομανία, μου είχαν βγάλει, μπαμπάς και μαμά, το παρωνύμι «γιατρός», γιατί πήγαινα στο μπάνιο με το βιβλίο και αργούσα, και μου φώναζαν, μπαμπάς και μαμά, Τελείωνε, γιατρέ, είμαστε κι άλλοι εδώ, γιατρέ, και δεν καταλάβαινα την ταύτιση βιβλιομανούς και ιατρού, μικρό παιδί σαν ήμουνα και πήγαινα σχολείο, μικρό παιδί, και μετά έφηβος πάντα στο χέρι το βιβλίο, και έτσι είχα χύσει τον καφέ, διάβαζα και έβρασε ο καφές και χύθηκε και ετοίμασα, φτου κι απ᾽ την αρχή άλλο, ας όψονται τα Ψάθινα Καπέλα, και χύθηκε κι ο δεύτερος, και άντε πάλι να ετοιμάσω (να ψήσω, έλεγε η γαιγιά μου), έναν τρίτο, και άκουσα τον μπαμπά να φωνάζει απ᾽ το γραφείο, Κόκαλα έχει ο καφές, μ᾽ ένα έντονο ερωτηματικό στο τέλος

Κι όταν νεροδίψασε, ο μπαμπάς (κύλησαν τα χρόνια, πηδάμε από το 1965, στο 1973, κι από κει στο 1990) ζήτησε, όπως πάντα, ένα μεγάλο ποτήρι νερό με τέσσερα παγάκια, ποτέ τρία πάντα τέσσερα, ήταν των ζυγών αριθμών ο μπαμπάς, κι εγώ πήγα στην κουζίνα και έφερα το νερό στον μπαμπά, και μου είπε, ο μπαμπάς, Γιέ μου, Οδυσσέα μου, ευτυχισμένος όποιος δεν σκέφτεται σαν εσένα, μπορώ να το πω μετά λόγου γνώσεως αυτό, πλην όμως δεν θα έλεγα ποτέ, γιέ μου, Οδυσσέα μου, ευτυχισμένος όποιος δεν αισθάνεται σαν εσένα, γιατί ξέρω ότι καλά αισθάνεσαι, κι έτσι πατσίζει την κοινωνική ηλιθιότητά σου η μεγάλη αισθαντικότητά σου, κι όποιος σε λέει συναισθηματικώς αναλφάβητο δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει

Ωριμότητα είναι να γίνεται ψυχοπνευματική διπλοτυπία ο Μπαμπάς και η Γυναίκα, η BLF, Best Lover Forever, και τσουπ!, άλλη μία ανατροπή του φροϋδικού συστήματος — η πρώτη ήταν ότι η καταστολή της λιβιδούς ωθεί στη δημιουργία, και τούμπαλιν, κούνια που σας κούναγε. Τώρα που έγραψα, με το λιλά μελάνι BLF, Best Lover Forever, μου έρχεται να πιάσω την άλλη πένα, με το βεραμάν μελάνι, και να γράψω BFL, Best Fuckin Lover, αλλά συγκρατώ την παρόρμηση, εξυπνάδες!, όλο εξυπνάδες, και ουσία μηδέν, λέω μέσα μου, αλλά μετά που το ξανασκέφτομαι, με ό,τι απομεινάρι περίσκεψης έχει κατακαθίσει στο κουφιοκεφαλάκι μου —μα γιατί, στο καλό, αργεί ο Ράσκυ; είχε πει θα έρθει στις έξι και είναι ήδη έξι, είπαμε να είμαστε Εγγλέζοι στα ραντεβού, αν μη τι άλλο—, ναι, μετά που το περνάω εκ νέου από το νου μου, οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι δεν τρέχει και τίποτα όταν, μια στις τόσες, τις πολλές τόσες ομολογουμένως, το ρίχνουμε στις εξυπνάδες και τα χαζολοΐδια, εδώ κοτζάμ Φάντασμα Μπαμπάς μ᾽ επισκέφτηκε και άρχισε να ζητάει καφέδες και να φιλοσοφεί, και να εκτοξεύει παροιμιακές εκφράσεις, μια οικτίροντας την κοινωνική αμβλύνοιά μου και μια επαινώντας τη συναισθηματική νοημοσύνη μου, α, όλα κι όλα, ακριβοδίκαιος πάντα ο μπαμπάς, ακόμα και ως Μπαμπάς Φάντασμα δεν ήταν άδικος, απλώς είχαν κυλήσει οι δεκαετίες από το θάνατο του μπαμπά κι είχε μείνει πίσω ο μπαμπάς σε ένια ζητηματάκια, πι του χι, εμείς εδώ, εγώ κι Εκείνη, στείλαμε το οιδιπόδειο για βρούβες, και το φιλοσοφήσαμε και επεξεργαστήκαμε τη θεωρία ότι του Έρωτος το απόγειο και το ζενίθ και το Έβερεστ και το Αραράτ και το Άλαμουτ είναι όταν ερωτεύεσαι την μετενσάρκωση του Μπαμπά που γίνεται Γυναίκα, όταν η Αγαπημένη δεν σου θυμίζει τη Μαμά, τη Ρόμυ Σνάιντερ, τη Ζυλιέτ Μπινός, ούτε καν την Τζην Τίρνεϊ, αλλά τον Μπαμπά και κανέναν άλλον, τότε ωριμάζεις, τότε είσαι έτοιμος να καταγείς στο Σύνταγμα της Ηδονής, τότε ευδαιμονείς ερωτικώς, τότε έσονται οι δύο εις σάρκαν μία, τότε μπορείς να ανακράξεις στα ουράνια και στη Φωκίωνος Νέγρη, We are the Ultimate Crossover Lovers, τότε η ζωή δεν έχει πώμα, τότε, τότε, τότε όλα, τότε τα πάντα, τότε


[ Συνεχίζεται εις το επόμενον ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: