Σειρά
σημειωμάτων για ποιητικά και πεζογραφικά έργα που εκδόθηκαν πρόσφατα,
επιχειρεί
να καταδυθεί στο κάθε ένα χωριστά, ωσάν αυτό να ήταν μαύρη τρύπα,
δηλαδή, συγκεκριμένο σημείο στον χωροχρόνο, όπου η βαρύτητα είναι τόσο
ισχυρή που ούτε καν το φως δεν μπορεί να εξέλθει, γιατί η ύλη που
βρίσκεται εκεί συγκεντρωμένη έχει συμπιεστεί σε ένα ελάχιστο διάστημα.
Για να κατορθωθεί η κατάδυση στο εκάστοτε «λογοτεχνικό έργο-τρύπα»,
αξιοποιείται σε κάθε περίπτωση και ένα διαφορετικό «θεωρητικό
βιβλίο-κουμπί», προκειμένου να φωτιστεί το πυκνό υλικό που μαςπεριβάλλει
κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης-κατάδυσης, χωρίς να στερηθούμε το
παραμικρό από την αναγκαία σκοτεινή πυκνότητα που το διακρίνει.
Σημείωμα για την νουβέλα της Ούρσουλας Φωσκόλου «Η Παναγία των εντόμων» (Κίχλη 2020) με τη βοήθεια του δοκιμίου «Το εγκώμιο της σκιάς» του Junichiro Tanizaki (Άγρα 1992)
Το δεύτερο βιβλίο της Ούρσουλας Φωσκόλου, Η Παναγία των εντόμων, ισχυροποιεί το ιδιαίτερο συγγραφικό της αποτύπωμα, εξερευνώντας τελετουργικά τη σχέση του εαυτού με το παρελθόν του, του προφανούς και του αφανούς, του ανθρώπινου αλλά και του φάσματος πέρα από το ανθρώπινο, που δύσκολα προσδιορίζεται ή περιγράφεται ρητά. Το λεπτοδουλεμένο κείμενο ξεκινά το ταξίδι του στους διαδρόμους του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, χτίζοντας σταδιακά μιαν εσωτερική ένταση που θα αντιστοιχούσε σε μεταφυσική εμπειρία, για να περάσει στην εξαρτητική, απόλυτη σχέση ενός άνδρα με τον παιδικό του έρωτα, την μία και μοναδική Παναγία της ζωής και των ονείρων του. Με διαρκείς εναλλαγές στην αφήγηση, η συγγραφέας στήνει έναν κόσμο τολμηρό, υπό την έννοια πως τολμά να φωτίσει σχεδόν αποκλειστικά ανομολόγητα πεδία της ανθρώπινης μνήμης και επιθυμίας. Στο έργο της Φωσκόλου τίποτα δεν είναι εξωστρεφές, αστραφτερό, ή ελκυστικό με τρόπο κοινό. Ο Τανιζάκι ολοκληρώνει Το εγκώμιο της σκιάς (1933) ─το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά στην εξαιρετική μετάφραση του Παναγιώτη Ευαγγελίδη από τα ιαπωνικά─ σημειώνοντας τα παρακάτω: «Ασφαλώς, ο σκοπός όλων αυτών που έγραψα είναι η ιδέα πως κάπου, όπως ας πούμε στη λογοτεχνία και τις τέχνες, παραμένει κάποιος δρόμος όπου γίνεται να αντισταθμιστούν αυτές οι απώλειες. Αυτά που ήδη χάσαμε απ’ τον κόσμο της σκιάς, θέλω να προσπαθήσω να τα ανακαλέσω τουλάχιστον μέσα στη σφαίρα της λογοτεχνίας. Στο παλάτι που λέγεται λογοτεχνία, τα υπόστεγα θέλω να είναι βαθιά και οι τοίχοι σκοτεινοί∙ θα σπρώξω κάθετι που χτυπάει στο μάτι μες στο σκοτάδι, θα προσπαθήσω να απογυμνώσω τα εσωτερικά από κάθε άχρηστη διακόσμηση. Δεν θέλω να ‘ναι όλα τα σπίτια έτσι, αλλά θα ήταν καλά να υπήρχε έστω κι ένα μόνο τέτοιο σπίτι. Όπου για δοκιμή να μπορούμε να σβήσουμε τα φώτα, να δούμε πώς θα ‘ναι επιτέλους χωρίς αυτά.─» Η Ούρσουλα Φωσκόλου μας ξεναγεί στον κόσμο ενός μουσείου που θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε ως τόπο μνήμης και ιστορίας του ανθρώπου που δεν ξεχνά πως είναι ζώο, αξιοποιώντας διαρκώς το φως και το σκοτάδι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, προκειμένου να καταδείξει και πως το ακριβώς ίδιο αντικείμενο μνήμης αποκτά διαφορετική υπόσταση αναλόγως του φωτεινού ή σκοτεινού σημείου που επιλέγουμε να το τοποθετήσουμε μέσα μας: Πόσο κοντά στην επιφάνεια της ύπαρξής αντέχουμε να φέρουμε την αλήθεια της επιθυμίας;
Το μουσείο είναι δροσερό και λίγο σκοτεινό. Τα περισσότερα εκθέματα φωτίζονται από κίτρινες λάμπες, κρυμμένες σε εσοχές της οροφής, ενώ τα μεγάλα ζώα στέκονται στο ημίφως. Δεξιά και αριστερά στον κύριο διάδρομο, μπροστά από τις μεγάλες προθήκες, υπάρχει ένα πολύ χοντρό μπρούτζινο κάγκελο. Διατρέχει σχεδόν ολόκληρη την αίθουσα κι υποθέτω πως μπορεί κανείς να περιδιαβάσει το μουσείο χωρίς να το αφήσει στιγμή από τα χέρια του. Αγγίζω πού και που το μπρούτζινο κάγκελο, ανακουφίζοντας προσωρινά τις ζεστές μου παλάμες, κι έπειτα απομακρύνομαι, για να κοιτάξω τα εκθέματα από απόσταση. Παρατηρώ τα ίχνη των χεριών μου να υγραίνουν στιγμιαία το κρύο μέταλλο κι έπειτα να στεγνώνουν και να εξαφανίζονται. Προσπαθώ να θυμηθώ πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά.
«Τι είναι αυτό;» ρωτούσα. «Κι αυτό;»
Όταν σταματούσαμε μπροστά στις προθήκες, κρατούσα σφιχτά το χέρι της μαμάς περιμένοντας την απάντηση.
«Έχει και ανθρώπους;»
Όλα έμοιαζαν φωτεινά και αστραφτερά, ενίοτε λίγο τρομακτικά από το ύψος μου, αλλά ασκούσαν πάνω μου τρομερή γοητεία. Γύρω από κάθε έκθεμα υπήρχε, θυμάμαι, ένα κόκκινο βελούδινο σχοινί, από τις άκρες του οποίου κρέμονταν χρυσαφένια κρόσσια και μια λευκή ετικέτα «Μην εγγίζετε». Όταν κανείς δεν έβλεπε, άπλωνα το χέρι, χάιδευα τη στιλπνή γούνα των ζώων και ανατρίχιαζα ολόκληρος.
Ο πρωταγωνιστής της Παναγίας των εντόμων παίρνει ένα αδιανόητο ρίσκο: Τολμά να αγγίξει, αθέατα, επικίνδυνα μα και απολύτως πραγματικά, το αδιαμφισβήτητο, άυλο μα και σάρκινο πρόσωπο της επιθυμίας του. Σε έναν σύγχρονο κόσμο που κατακλύζεται από εικόνες και στερείται τα νοήματα, η συγγραφέας υπερασπίζεται την καρδιά της επιθυμίας χωρίς ωραιοποιήσεις, συμπεριλαμβάνοντας κάθε στιγμή την σκληρή, επιζήμια διάσταση της αναζήτησης και της εκπλήρωσής της. Παρότι η ιστορία εκτυλίσσεται στον δυτικό κόσμο, η σπουδή στην λεπτομέρεια, η εσωτερικότητα, η έμφαση στις σκιές των πραγμάτων και η ιδιαίτερη προσήλωση στο να αποδοθεί ο φωτισμός που αρμόζει σε κάθε επιφάνεια και περίσταση, παραπέμπουν σε μια σκόπιμη και αξιοσημείωτη οικειοποίηση της ανατολίτικης παράδοσης και των συνδέσεων που η τελευταία συνεπάγεται με την σφαίρα του μυστηριακού, του ιερού, του μαγικού. Γράφει ο Τανιζάκι: «Στα σκεύη από λάκα, υπάρχει μια απόλαυση σε κείνο το διάστημα, από τη στιγμή που σηκώνουμε το σκέπασμα μέχρι που τα φέρνουμε στο στόμα μας, τότε που τα μάτια βυθίζονται στην καρδιά του σκοτεινού βυθού του σιωπηλού και κατασταλαγμένου υγρού, αυτού που το χρώμα του δεν διαφέρει απ’ αυτό του σκεύους. Δεν μπορεί κανείς να διακρίνει τι βρίσκεται μέσα στα σκοτεινά βάθη της κούπας, αλλά αισθάνεται στην παλάμη του τον ευγενικό παλμό του ζωμού, ενώ στα χείλη της κούπας το υγρό ξελαγαρίζει και σηκώνεται ο ατμός του ζεστού νερού, αυτός που κουβαλάει τη μυρωδιά αυτή που πριν ακόμα βάλουμε το υγρό στο στόμα μας, μας κάνει να αποξεχνιόμαστε σε μια προαίσθηση γεύσης. Τι άβυσσος χωρίζει την αίσθηση αυτής της στιγμής απ’ την αντίστοιχη εκείνη, όταν η σούπα έρχεται σερβιρισμένη με τον δυτικό τρόπο, σ’ ένα ασπριδερό ρηχό μπωλ. Η πρώτη είναι μια μυσταγωγία, μια στιγμή που θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε εκστατική. (…) Όταν κάθομαι μπροστά σ’ ένα κύπελλο της σούπας, αφήνοντας τον ακαθόριστο, σαν κάποιου εντόμου μακρινού, ήχο, να ποτίζει την ακοή φτάνοντας μέχρι τα τρίσβαθά μου, όταν η προαίσθηση της γεύσης χαϊδεύει τη σκέψη μου, αισθάνομαι πάντα αιχμάλωτος μιας μυστικής συγκέντρωσης». Σε έναν κόσμο που τρέχει διαρκώς, μέρα και νύχτα, η συγγραφέας μας επιβάλλει απολαυστικά, μέσα από την βραδεία αφομοίωση που απαιτεί η ανάγνωση των σελίδων του βιβλίου της, να σταθούμε. Να αφουγκραστούμε ό,τι θα ήταν αδύνατο να παρατηρηθεί μέσα στη βιασύνη μας να φέρουμε σε πέρας αυτό που έχουμε κατανοήσει ως ζωή, μιμούμενοι τις ζωές και τα βήματα των άλλων.
Χρειάστηκε να σκύψω λίγο το κεφάλι για να μπω. Ο φωτισμός είναι τόσο χαμηλός, που από ένστικτο ψηλαφίζω τον τοίχο δεξιά μου, αναζητώντας κάποιο διακόπτη. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τα μάτια μου συνηθίζουν και αρχίζω να ξεχωρίζω τους όγκους. Το βλέμμα μου τραβούν αμέσως τα κοράλια που διακρίνονται στο βάθος. Στέκονται όρθια, σαν υπερμεγέθεις παλάμες ή σαν δαντελωτοί σκελετοί αλλόκοσμων πλασμάτων, μπροστά σε μια υποβρύχια τοιχογραφία. Πιο πολύ από θάλασσα, η γωνιά με τα κοράλλια θυμίζει το έδαφος ενός απάτητου πλανήτη. Από κάποιο σημείο ψηλά ακούγονται ήχοι κυμάτων. Πάνω από το κεφάλι μου ανακαλύπτω ένα ζευγάρι ηχεία, μαύρα και γεμάτα σκόνη, με στρογγυλή πρόσοψη κι ένα δίχτυ ψιλό, που στις άκρες του μοιάζει φαγωμένο από κάποιο έντομο. Κλείνω μερικές φορές τα μάτια κι αρχίζω να λικνίζομαι αργά, ανεπαίσθητα, σαν να ‘χω βυθιστεί σε μια τεράστια αγκαλιά που προσπαθεί να με κοιμίσει. Έστι, καθώς συμβάλλει και ο διαρκής βόμβος του εξαερισμού της αίθουσας, νομίζω για λίγο πως βρίσκομαι στο αμπάρι ενός τεράστιου πλοίου, κατοικημένου από εκατοντάδες κοιμισμένα ζώα. Με κάθε κυματισμό η καρίνα του τρίζει ελαφρά, σαν παλιά ξύλινη πόρτα στον αέρα.
Επισημαίνει, επίσης, ο Τανιζάκι πως «είναι όρος αναγκαίος κάποιος βαθμός ημίφωτος, απόλυτη καθαριότητα και ησυχία, τέτοια που να μπορεί ν’ακούγεται και το βούισμα ενός κουνουπιού» και λέει ακόμα ότι «εμείς οι Ανατολίτες δημιουργούμε ομορφιά με το να κάνουμε να ξεπηδούν σκιές από παντού». Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της «Παναγίας των εντόμων», όλες μας οι αισθήσεις έχουν ενεργοποιηθεί με γνωστό αλλά και ανοίκειο τρόπο. Τα βαλσαμωμένα ζώα, τα θρησκευτικά σύμβολα, ο δημόσιος χώρος, τα κάθε λογής αντικείμενα που παρουσιάζονται μπροστά μας, αποκτούν μια ταυτότητα πέρα από την συνηθισμένη: Εκείνη που δημιουργείται από το νήμα νοήματος της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, αλλά κι εκείνη που δημιουργούμε εμείς οι αναγνώστες, σαν άλλοι πρωταγωνιστές μιας παράλληλης ιστορίας που κανείς δεν έχει αφηγηθεί ακόμη, όμως υπάρχει. Είναι αδύνατο να ακούσουμε καθαρά την ιστορία της «Παναγίας των εντόμων» αν δεν εμπιστευθούμε πρώτα απ’ όλα τη σιωπή. Τα έντομα αποκλείεται να κατορθώσουν ακουστούν σε έναν κόσμο θορυβώδη. Η ουσιώδης λεπτομέρεια που δίνει χρώμα και σχήμα στην αφήγηση δεν υφίσταται μέσα στην φασαρία. Η Φωσκόλου δημιουργεί ένα ιδιότυπο κλίμα σιωπής, φωτός και σκιάς που επιτρέπει στην προσωπική ιστορία επιθυμίας του καθενός μας να υπάρξει μέσα από το βιβλίο της, και το καθιστά επαρκώς επιδραστικό, ώστε να εξακολουθήσει να μας απασχολεί με το πέρας της ανάγνωσης.
Πιο δεξιά, ανάμεσα σε κούτες και πλαστικές σακούλες που δεν ξέρω πια τι περιέχουν, ξεπροβάλλει —λιτό και σκονισμένο—το ξύλινο
γονατιστήριο. Από το δερμάτινο μαξιλαράκι του διακρίνεται μονάχα μια άκρη, έτσι όπως είναι θαμμένο κάτω από μια στοίβα ρετάλια. Το σπρώχνω με το πόδι, ώσπου το κληροδότημα της θείας Ρόζας μου αποκαλύπτεται γέρικο και σαρακοφαγωμένο, όμως οικείο στην όψη και στο άγγιγμα. Ένα λεπτό στρώμα κίτρινης σκόνης έχει σκορπίσει στο πάτωμα γύρω του, σαν φωτοστέφανο που μαράθηκε κι έπεσε. Οι κλειδώσεις μου κάνουν αλλεπάλληλα «κρακ», καθώς γονατίζω με το πρόσωπο στον τοίχο και τα χέρια σταυρωμένα μπροστά μου, πάνω στο ξύλινο ραφάκι. Το ανάγλυφο κεφάλι της Παρθένου, κρεμασμένο ακριβώς απέναντι, με κοιτά. Το πρόσωπό της, ολόλευκο και λίγο ρόδινο στις παρειές, πλαισιώνεται από ένα χρυσό στεφάνι που ‘χει ξεθωριάσει κατά τόπους. Μοιάζει να ξεπροβάλλει δισταχτικά από τον τοίχο, καθώς ο γύψος της έχει αποκτήσει με τα χρόνια ένα καφετί χρώμα, ίδιο με τα ντουβάρια του σπιτιού μου.
Ένα λεπτοδουλεμένο φιλντισένιο ροδάριο κρέμεται γύρω απ’ τον λαιμό της. Το χαϊδεύω σαν να περνώ τα δάχτυλά μου μέσα από μια μακριά τούφα μαλλιών.
«Χαίρε, Μαρία κεχαριτωμένη…»
Οι πρώτες λέξεις σκορπίζουν σαν μικροσκοπικοί κρύσταλλοι στην ησυχία του δωματίου.
Παίρνω το ροδάριο στα χέρια μου. Με τον δείκτη και τον αντίχειρα σφίγγω κάθε χάντρα. Την περιεργάζομαι σαν να ψάχνω στις αυλακώσεις της μια απάντηση.
Ο Τανιζάκι επιμένει: «Στ’ αλήθεια, η ομορφιά του γιαπωνέζικου δωματίου εξαρτάται απόλυτα και γεννιέται από την εναλλαγή αμυδρού φωτός και σκιάς, κι έξω απ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε άλλο. (…) Για μας τίποτε άλλο έξω απ’ αυτές τις πλάγιες αδύναμες ακτίνες φωτός δεν είναι στοιχείο ομορφιάς για το δωμάτιο». Η συνάντηση λέξεων και εικόνων στο έργο της Φωσκόλου μας θυμίζει πως παρότι τα μυστικά του σύμπαντος είναι δύσκολο να χωρέσουν σ’ ένα βιβλίο, κάθε ιστορία είναι αληθινή μόνο αν την αφηγηθούμε με τον ξεχωριστό τρόπο που της αναλογεί. Θα είχε ενδιαφέρον να σκεφτούμε, όπως μας προτείνει εμμέσως και η συγγραφέας, πόσο διαφορετική θα ακουγόταν η ιστορία της σε ένα δελτίο ειδήσεων, με την έμφαση που δίνεται εκεί σε μια κατηγορία γεγονότων, παρακάμπτοντας όλες τις σκιάσεις και τους φωτισμούς που συνδέονται με τα εσωτερικά γεγονότα — την τόσο κρίσιμη αλλά και αθέατη διάσταση της αλήθειας, που η λογοτεχνία δεν λησμονεί.