Ars vanitatis

Και εσύ να φεύγεις να χάνεσαι να δραπετεύεις. Τις νύχτες να γίνεσαι άθυρμα επάνω στο λιθόστρωτο ερημικών συνοικιών, σκιά μοναχική, αποτραβηγμένη μέσα στο νεφέλωμα, εκεί που τα βροχερά βράδια κάποιοι άνδρες ερασιτέχνες της ηδονής περιπλανώνται εις άγραν περιπέτειας θέλοντας να σκοτώσουν την πλήξη τους.

Για αυτούς δεν είσαι παρά μια κινούμενη πρόκληση, ένα μικροσκοπικό γρανάζι τεράστιας μηχανής, μια ασήμαντη σταγόνα βροχής πάνω στο δέρμα τους που στεγνώνει μαζί με το πουκάμισό τους. Όταν σε συναντούν στην γωνία του δρόμου ένας καταθλιπτικός ερωτισμός τους τραβά προς το μέρος σου, επιθυμούν διακαώς να τακτοποιήσουν τα χρέη προς τον εαυτό τους, να σβήσουν ρωγμές και τραύματα. Με λίγες κουβέντες, με χαμόγελο συνενοχής και υπεκφυγές γίνεσαι η σκλάβα τους, μια μαριονέτα που κινείται από τα νήματα ενός desir desesperé.

Υπόσχεσαι λοιπόν να τους ξαναζωντανέψεις με υπηρεσίες εντός και εκτός ρεπερτορίου, να τους χαρίσεις εκείνες τις απαστράπτουσες στιγμές για τις οποίες αδημονούν, έναντι μιας στάνταρ αδιαπραγμάτευτης τιμής που διεκδικείς με τεχνογνωσία σαν αυτή των λογιστών ή εμπόρων μιας ars vanitatis που δεν αντιμετωπίζει ποτέ πρόβλημα πελατείας.

Στο παλιό ξενοδοχείο «Allegria Airport» με θέα το αεροδρόμιο, ανάμεσα στα γυάλινα κτίρια των αερογραμμών, δίπλα στο τέρμιναλ ένα, οι λαβυρινθώδεις διάδρομοι με το παχύ χαλί και τους ποτισμένους λιμπιντικές αναθυμιάσεις τοίχους, μοιάζουν με παρασκήνια θεάτρου. Η νύχτα ξαναβρίσκει εδώ τον μύθο της μοιράζοντας ρόλους σε μια παράσταση θιάσου, σε ένα δράμα απατηλών σχέσεων και φθηνών προνομίων που σαρκάζει χονδροειδώς τον έκφρονα λόγο του έρωτα, το κοινότοπο και παράλογο παζάρι ενός πόθου χωρίς όνομα.

Παρακάμπτεις τον εαυτό σου και παραδίνεσαι στην ωμότητα της συγκυρίας αυθόρμητα, παίρνοντας προκλητικές γυμνές πόζες μιας ικανής για όλα εκδιδόμενης ανάσκελα σε ανώνυμα κρεβάτια, παρακολουθώντας με μάτια ορθάνοιχτα τον ανεμιστήρα στο ταβάνι να περιστρέφεται ανάλαφρα, ενώ δίπλα στο κομοδίνο ένα αποτσίγαρο καπνίζει ανάμεσα στις στάχτες. Ψάχνεις την αλήθεια σου στο σκοτάδι πεθαίνοντας από ντροπή, κρύβοντας τα χαρακτηριστικά σου με ένα τρόπο αταβιστικό σαν τις αρχαίες πόρνες νοσοκομείου αφροδισίων νοσημάτων, όσο ένα άλλο κομμάτι του εαυτού σου σαρκάζει από την γωνία του ταβανιού την σκηνοθετημένη παράσταση, το σκηνικό που έχεις πλαστογραφήσει με υπερβάλλοντα ζήλο.

Με λεπτές χαρακιές στο δέρμα από το ημίφως που μπαίνει μέσα από τις γρίλιες, το σώμα σου κατάλευκο και άδειο λες και έχεις ανοίξει τις φλέβες σου μέσα στην ζεστή μπανιέρα, διασπαθίζει άνευ ουσιαστικού κέρδους τους υπαρξιακούς του πόρους μην μπορώντας να ξεχωρίσει αυτά που του ανήκουν από αυτά που του παίρνουν.

Όλοι αυτοί οι αγνοί και ωραίοι τύποι, άνδρες νάρκισσοι με προορισμό το άγνωστο, τρωτοί χωρίς ταυτότητα ή και μάχιμοι, μπλεγμένοι σε εκκρεμότητες αιχμηρές σαν το ξυράφι του μπαρμπέρη στον καλυμμένο από αφρό λαιμό τους, βυθίζονται ανεπιφύλακτα στον αλμυρό ωκεανό ενός πόθου πυρετώδους και ιδεοληπτικού και δεν μπορούν να ξεφύγουν.

Με καλούς ή και άξεστους τρόπους βγάζουν μπροστά σου τα ατημέλητα ή καλοραμμένα στις κλασικές αποχρώσεις των μπίζνεσμεν κοστούμια τους, ξεκουμπώνουν στα γρήγορα το κουμπί του κολάρου τους που καρφώνεται στο καρύδι του λαιμού και κρύβοντας έντεχνα έντονα σημεία ανεπάρκειας και αμηχανίας ξαπλώνουν επάνω σου.

Μοιάζει να ξέρετε ο ένας τον άλλον κι όμως είστε υπερβολικά ξένοι. Τα άγνωστα γυμνά κορμιά, με τον χτύπο της καρδιάς τους να ακούγεται στο στήθος σου μέσα, άπληστα, βαριά σαν πέτρα, τρέμουν και ιδρώνουν, πασχίζουν να αντλήσουν δόξα από την μετριότητα τους. Μα η συνθήκη είναι αμείλικτη, το όριο ανάμεσα στην απόλαυση και την δυστυχία είναι ανεπαίσθητο, το ελιξίριο βρίσκεται σε κάτι ακαθόριστο που συνεχώς διαφεύγει και μένει μετέωρο σαν το ακουστικό που άφησε να αιωρείται ξαφνικά πάνω από το έδαφος κάποιος που μόλις έφυγε διακόπτοντας απελπισμένος την συνομιλία. Αναρωτιούνται τότε αν το σώμα τους είναι πηγή βασάνων η ευχαρίστησης, τον κόσμο κατακλύζουν οι ηττημένοι σκέπτονται και σκύβουν επάνω σου με συσπασμένα χαρακτηριστικά και τις φλέβες στο μέτωπο έτοιμες να σπάσουν.

Πρόσωπα πεισματάρικα, νεανικά, μεσόκοπα, πιλότοι και στελέχη αερογραμμών που η ανάσα τους μυρίζει κηροζίνη, νεοσύλλεκτοι αξιωματικοί και υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, ανήσυχοι ξαναμμένοι παίκτες που μόλις έχουν κλείσει τα σαράντα, ταχυδακτυλουργοί με περιποιημένα μουστάκια που βγάζουν λαγούς από τα καπέλα τους, ναύτες και καπετάνιοι, απατεώνες και χρηματιστές, λεβέντες που μοιάζουν πολύ με το πορτραίτο αφίσας του δρόμου.

Όλοι αυτοί, που όταν στρέφεις τα νώτα και χάνεσαι στην καρδιά του πλήθους που πλημμυρίζει τα πεζοδρόμια, σε ξεχνούν αμέσως σαν να σε κατάπιε ο άνεμος, σαν να μην υπήρξες ποτέ ή σαν να πέθανες.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: