«Η λάμψη» (1980), του Stanley Kubrick

«Η λάμψη» (1980), του Stanley Kubrick

Για τη «Λάμ­ψη» (The Shining) δεν έχει νό­η­μα να γρά­φεις ανα­λύ­σεις. Όχι μό­νο επει­δή έχουν ει­πω­θεί τα πά­ντα γι’ αυ­τό το μνη­μείο του σύγ­χρο­νου σι­νε­μά αλ­λά κυ­ρί­ως για­τί εί­ναι έτσι φτιαγ­μέ­νη που το νό­η­μά της δια­φέ­ρει για τον κα­θέ­να. Όποιος έχει δει το —εξαι­ρε­τι­κό, ει­ρή­σθω εν πα­ρό­δω— ντο­κι­μα­ντέρ «Room 237», κα­τα­λα­βαί­νει ακρι­βώς τι θέ­λω να πω. Πε­ρισ­σό­τε­ρο από οποιο­δή­πο­τε άλ­λο αξιο­λά­τρευ­το κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό αί­νιγ­μα που έχει γρά­ψει ιστο­ρία (και δεν εί­ναι λί­γα αυ­τά), η «Λάμ­ψη» ασκεί ακρι­βώς την ίδια μαγ­γα­νεία, την ίδια έλ­ξη στο συ­νει­δη­τό και το υπο­συ­νεί­δη­το, όσο και την πρώ­τη μέ­ρα της προ­βο­λής της. Το μυ­στή­ριό της πα­ρα­μέ­νει εντε­λώς αλώ­βη­το με­τά από τό­σες και τό­σες από­πει­ρες εξή­γη­σής του. Από την πιο γε­λοία θε­ω­ρία συ­νο­μω­σί­ας μέ­χρι την πιο σο­βα­ρή θε­ω­ρη­τι­κή προ­σέγ­γι­ση, κα­νέ­νας πο­λιορ­κη­τι­κός κριός Λό­γου δεν έχει κα­τα­φέ­ρει να «ρί­ξει» τη θύ­ρα της. Πα­ρα­μέ­νου­με, ως θε­α­τές, πά­ντα «έξω» απ’ αυ­τό το δαι­δα­λώ­δες κά­στρο συμ­βο­λι­σμών και ση­μεί­ων που εί­ναι το έρ­γο, απο­κλει­σμέ­νοι από την εσω­τε­ρι­κή πε­ριο­χή του. Με κά­θε νέα προ­βο­λή σκαρ­φα­λώ­νου­με τα τεί­χη, ρί­χνου­με κλε­φτές μα­τιές κι έπει­τα «γκρε­μι­ζό­μα­στε» ξα­νά πί­σω στην αρ­χι­κή μας θέ­ση, ελά­χι­στα σο­φό­τε­ροι. Οι τί­τλοι τέ­λους πέ­φτουν και το μό­νο που μπο­ρού­με να κά­νου­με εί­ναι να μι­λά­με με­τα­ξύ μας γι’ αυ­τό που νο­μί­ζου­με ότι εί­δα­με. Πά­ντα το ίδιο συ­γκλο­νι­σμέ­νοι αλ­λά και το ίδιο ανή­ξε­ροι τε­λι­κά. Η άγνοια, τρέ­φει στα­θε­ρά τον εν­θου­σια­σμό μας και υπο­δαυ­λί­ζει το αει­θα­λές πά­θος που προ­κα­λεί το κιου­μπρι­κι­κό αρι­στούρ­γη­μα. Σαν ένα σύμ­πτω­μα —με την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή έν­νοια της λέ­ξης— που αντι­στέ­κε­ται σθε­να­ρά στην ερ­μη­νεία, η «Λάμ­ψη» μοιά­ζει με γόρ­διο δε­σμό της ψυ­χής που δεν λύ­νε­ται: πα­ρα­μέ­νει μια «αγιά­τρευ­τη» νεύ­ρω­ση, ένα «τραύ­μα» στο ασυ­νεί­δη­το που αρ­νεί­ται να βγει στο φως της συ­νεί­δη­σης και να θε­ρα­πευ­τεί. Αν το ασυ­νεί­δη­το εί­ναι δο­μη­μέ­νο σαν γλώσ­σα —κα­τά τη θρυ­λι­κή δια­τύ­πω­ση του Λα­κάν—, τό­τε κι η ται­νία του Κιού­μπρικ έχει τη δι­κή της γλωσ­σι­κή δο­μή. Μό­νο που δεν ξέ­ρου­με τι ακρι­βώς λέ­ει. Αυ­τό την κα­θι­στά αθά­να­τη.

Το μό­νο σί­γου­ρο εί­ναι ότι δεν πρό­κει­ται για μια συ­νη­θι­σμέ­νη ται­νία τρό­μου (κι ας εί­ναι, πα­ράλ­λη­λα, η κο­ρυ­φαία ται­νία τρό­μου στην ιστο­ρία του σι­νε­μά). Αν η «Λάμ­ψη» προ­κα­λεί, εν τού­τοις, τον φό­βο, την ανη­συ­χία, την αγω­νία και τε­λι­κά τη φρί­κη, το κά­νει με τον τρό­πο που προ­κα­λεί όλα αυ­τά τα συ­ναι­σθή­μα­τα το έρ­γο του Μπέ­κετ, επί πα­ρα­δείγ­μα­τι. Δη­λα­δή δη­μιουρ­γώ­ντας την υπο­ψία ότι ο πυ­ρή­νας της ιστο­ρί­ας δεν αφο­ρά μια τυ­χαία, ακραία πε­ρί­πτω­ση, απί­θα­νη άρα ανη­συ­χα­στι­κή μό­νο τη στιγ­μή που εξε­λίσ­σε­ται (όπως οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ται­νί­ες τρό­μου) αλ­λά την ίδια την αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση. Τον τρό­μο που ελ­λο­χεύ­ει κά­τω απ’ την κα­θη­με­ρι­νή κρού­στα των τε­τριμ­μέ­νων ενα­σχο­λή­σε­ων και των ατέρ­μο­νων «σκο­πών». Αν ο Κιού­μπρικ ήθε­λε να αφη­γη­θεί την στα­δια­κή κα­τάρ­ρευ­ση ενός ψυ­χι­σμού και το ατο­μι­κό πέ­ρα­σμα στην άβυσ­σο της τρέ­λας, θα το έκα­νε με τρό­πο ξε­κά­θα­ρο. Η πε­ρί­φη­μη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή απο­στα­σιο­ποί­η­ση στον τρό­πο που σκη­νο­θε­τεί, εδώ εί­ναι και απο­στα­σιο­ποί­η­ση από την ατο­μι­κή πε­ρί­πτω­ση, απ’ το «ιδιαί­τε­ρο» στοι­χείο. Τό­σο ο Τζακ όσο και η γυ­ναί­κα του η Γου­έ­ντι, δεν τον εν­δια­φέ­ρουν ως ατο­μι­κές πε­ρι­πτώ­σεις (γι’ αυ­τό, άλ­λω­στε, ως χα­ρα­κτή­ρες εί­ναι γραμ­μέ­νοι εντε­λώς σχη­μα­τι­κά) και το ίδιο θέ­λει να κά­νου­με κι εμείς: να δού­με πέ­ρα απ’ τα συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα, στο γε­νι­κό. Εκεί που εκ­βάλ­λει κά­θε ρεύ­μα προ­σω­πι­κής πο­ρεί­ας. Εκεί όπου οι δια­φο­ρές με­τα­μορ­φώ­νο­νται σε ομοιό­τη­τες. Τι πιο κοι­νό σε όλους μας, ας πού­με, από την έγνοια για τις διά­φο­ρες ευ­θύ­νες; Όταν ο Τζακ ακού­ει πρώ­τα φο­ρά από τον ερ­γο­δό­τη του για τις «ευ­θύ­νες» που θα έχει, τα­ρά­ζε­ται. Δια­βε­βαιώ­νει το αφε­ντι­κό του ότι θα μπο­ρέ­σει να αντα­πε­ξέλ­θει αλ­λά μέ­σα του έχει ήδη αρ­χί­σει η απο­στα­θε­ρο­ποί­η­ση και μό­νο στο άκου­σμα αυ­τής της λέ­ξης: «ευ­θύ­νη». Ο μη­χα­νι­σμός της τρέ­λας έχει τε­θεί σε λει­τουρ­γία, τα γρα­νά­ζια του γυρ­νά­νε. «Όλοι γεν­νιό­μα­στε τρε­λοί. Και κά­ποιοι πα­ρα­μέ­νουν σε όλη τους τη ζωή», λέ­ει κά­ποια στιγ­μή ο Εστρα­γκόν στο «Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον Γκο­ντό». Ο Τζακ, λοι­πόν, δεν τρε­λαί­νε­ται. Εί­ναι τρε­λός εξαρ­χής, όπως όλοι, απλώς χρειά­ζε­ται μια μι­κρή ώθη­ση για να κα­τρα­κυ­λή­σει στον πά­το της πα­ρά­νοιας, όταν οι πε­ρισ­σό­τε­ροι κα­τα­φέρ­νουν —με τα χί­λια ζό­ρια ίσως— να ισορ­ρο­πούν στο χεί­λος του γκρε­μού μέ­χρι το τέ­λος. Και τη ζη­μιά την κά­νει αυ­τή η μι­κρή, φαι­νο­με­νι­κά άκα­κη, λε­ξού­λα. Σ’ ένα από τα πρώ­τα ξε­σπά­σμα­τα ορ­γής που προει­κο­νί­ζουν την ανα­πό­φευ­κτη κα­τά­λη­ξη, ουρ­λιά­ζει στη Γου­έ­ντι (η οποία τον πα­ρα­κα­λεί να φύ­γουν απ’ το ξε­νο­δο­χείο) ότι φέ­ρε­ται εγω­ι­στι­κά, ότι δεν δί­νει δε­κά­ρα για τις δι­κές του «ευ­θύ­νες». Να πώς μια λέ­ξη ήταν αρ­κε­τή για να ξε­χαρ­βα­λώ­σει ορι­στι­κά το μυα­λό του κα­κό­μοι­ρου του Τζακ.

Να ζη­τάς από έναν άν­θρω­πο να εί­ναι «υπεύ­θυ­νος» (ως μέ­λος της κοι­νω­νί­ας, ως κα­λός σύ­ζυ­γος και σω­στός πα­τέ­ρας, ως άψο­γος ερ­γα­ζό­με­νος), εί­ναι μια πρώ­τη μορ­φή κα­θυ­πό­τα­ξης, άσκη­σης ελέγ­χου, κα­τα­πί­ε­σης: μια σί­γου­ρη μέ­θο­δος να εγκα­τα­στή­σεις έναν χω­ρο­φύ­λα­κα μέ­σα στο κε­φά­λι του και να τον φυ­λα­κί­σεις. Πολ­λοί (ίσως η πλειο­ψη­φία) το παίρ­νουν αψή­φι­στα. Αρ­κεί, όμως, ένας να πά­ρει εντε­λώς στα σο­βα­ρά αυ­τό το κα­θή­κον για να τον κα­τα­βρο­χθί­σει. Κι η «Λάμ­ψη» δεν κά­νει τί­πο­τα άλ­λο απ’ το να δεί­χνει τον τρό­πο με τον οποίο ο άν­θρω­πος τσα­κί­ζε­ται, λυ­γί­ζει, σπά­ει απ’ την πί­ε­ση μιας άμε­τρης ευ­θύ­νης που σαν Λερ­ναία Ύδρα, σε κά­θε κε­φά­λι που της κό­βου­με, ξε­πε­τά­ει άλ­λα τρία στη θέ­ση του. Τα ίδια τα κα­θή­κο­ντα, στην ποι­κι­λία και την ιδιαι­τε­ρό­τη­τά τους, ίσως μοιά­ζουν ασή­μα­ντα στα μά­τια του «εξω­τε­ρι­κού πα­ρα­τη­ρη­τή». Αρ­κεί, όμως, να δε­σμευ­τείς σ’ ένα εξ αυ­τών, να ανα­λά­βεις εσύ ο ίδιος να το φέ­ρεις σε πέ­ρας, να το­πο­θε­τή­σεις «μέ­σα» στην κα­τά­στα­ση τον εαυ­τό σου, για να νιώ­σεις το συ­ντρι­πτι­κό τους βά­ρος. Η συ­ντή­ρη­ση ενός άδειου ξε­νο­δο­χεί­ου κα­τά τους χει­με­ρι­νούς μή­νες, εί­ναι ένα τέ­τοιο εκ πρώ­της όψε­ως «ασή­μα­ντο» κα­θή­κον. Για τον ευ­συ­νεί­δη­το Τζακ, όμως, γί­νε­ται απ’ τη μια στιγ­μή στην άλ­λη το πιο ση­μα­ντι­κό πράγ­μα στον κό­σμο. Κι αν ο Κιού­μπρικ επι­μέ­νει ει­ρω­νι­κά στην ανά­δει­ξη αυ­τής της υπερ­βο­λι­κής προ­σή­λω­σης του Τζακ στο επου­σιώ­δες (σε βαθ­μό που να μοιά­ζει αυ­τή η προ­σή­λω­ση με απο­τέ­λε­σμα της τρέ­λας του και όχι με αι­τία της, όπως στ’ αλή­θεια συμ­βαί­νει), εί­ναι ίσως για­τί θέ­λει να μας κά­νει να υπο­ψια­στού­με τις δι­κές μας «πα­ρα­νοϊ­κές» προ­σκολ­λή­σεις σε τι­πο­τέ­νια κα­θή­κο­ντα που, μέ­σα στην αλα­ζο­νεία και τον εγω­κε­ντρι­σμό μας, έχου­με με­τα­τρέ­ψει σε λό­γους πε­ρι­στρο­φής της γης. Αν επι­χει­ρού­σε να τον «κα­τα­νο­ή­σει» και να τον κα­τα­στή­σει κα­τα­νοη­τό στον θε­α­τή, θα δη­μιουρ­γού­σε ταυ­τί­σεις: ο Τζακ θα γι­νό­ταν οι­κεί­ος και ανα­γνω­ρί­σι­μος, αλ­λά ο κα­θέ­νας θα κα­θη­συ­χα­ζό­ταν με τη σκέ­ψη ότι, σε αντί­θε­ση με τον κα­κό­μοι­ρο τον ήρωα, πράτ­τει το κα­θή­κον του χω­ρίς να φτά­νει σε υπερ­βο­λές, χω­ρίς να του σα­λεύ­ει. Αντί­θε­τα, ο ιδιο­φυ­ής Κιού­μπρικ θέ­λει να μας δεί­ξει έναν Τζακ ακα­τα­νό­η­το, ανοί­κειο, δυ­σερ­μή­νευ­τα «πα­ρα­νοϊ­κό» εν τέ­λει, για να μην στα­θού­με στο πρό­σω­πο και να στρα­φεί η προ­σο­χή μας (αν έχου­με μά­θει να κοι­τά­ζου­με, σα­φώς) στην απο­δε­κτή και αφα­νή τρέ­λα που κρύ­βε­ται πί­σω απ’ την τρο­μα­κτι­κή και φα­νε­ρή: την τρέ­λα των ασή­μα­ντων κα­θη­κό­ντων και των ασφυ­κτι­κών ευ­θυ­νών. Αρ­νεί­ται να σκια­γρα­φή­σει μια «υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα» για τον Τζακ, κλα­σι­κά απορ­ρί­πτει τον οιο­δή­πο­τε ψυ­χο­λο­γι­σμό που τό­νι­ζε εμ­φα­τι­κά το ει­δι­κό και ανοί­γε­ται στο γε­νι­κό. Αντί να αφη­γη­θεί μια ιστο­ρία για έναν συ­γκε­κρι­μέ­νο τύ­πο που τρε­λαί­νε­ται για συ­γκε­κρι­μέ­νους (πει­στι­κούς) λό­γους, χρη­σι­μο­ποιεί τον τύ­πο αυ­τό ως σύμ­βο­λο μιας αν­θρω­πό­τη­τας τρε­λα­μέ­νης από τα γεν­νο­φά­σκια της που δεν ξέ­ρει ότι τα έχει χα­μέ­να, φέρ­νει τον φα­κό κο­ντά στις ανα­τρι­χια­στι­κές γκρι­μά­τσες του για να μας δεί­ξει πώς τρε­μο­παί­ζει πά­νω στο πρό­σω­πό του η ανταύ­γεια μιας γε­νι­κό­τε­ρης πα­ρά­νοιας. Ο Κιού­μπρικ δεν εν­δια­φέ­ρε­ται για κα­νέ­ναν άν­θρω­πο ει­δι­κά, για κα­μία «ξε­χω­ρι­στή» πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι αλή­θεια. Τον απα­σχο­λεί η αν­θρω­πό­τη­τα, το γε­νι­κό. Γι’ αυ­τό μι­λού­σε πά­ντα, γι’ αυ­τό μι­λά­ει και στη «Λάμ­ψη».

Το θέ­μα δεν εί­ναι, ας πού­με, αν το ξε­νο­δο­χείο εί­ναι ή δεν εί­ναι στοι­χειω­μέ­νο (Εί­ναι, αλ­λά από τους δαί­μο­νες του Τζακ και στον βαθ­μό που η τρέ­λα του απο­δει­κνύ­ε­ται με­τα­δο­τι­κή: το ότι βλέ­πει κι η γυ­ναί­κα του τα φα­ντά­σμα­τα στο τέ­λος, δεν ση­μαί­νει κα­θό­λου πως τα φα­ντά­σμα­τα υπάρ­χουν. Απλώς η Γου­έ­ντι «κολ­λά­ει» την τρέ­λα του Τζακ, υιο­θε­τεί τη δι­κή του «οπτι­κή» στα πράγ­μα­τα. Ένας ξε­κά­θα­ρος υπαι­νιγ­μός του Κιού­μπρικ για το πως κα­τα­λή­γουν να «μο­λύ­νο­νται» οι κλει­στές κοι­νό­τη­τες από ιδέ­ες-ιούς, όταν δεν έχουν επα­φή με τον έξω κό­σμο), αυ­τό που έχει με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σία εί­ναι το για­τί ο ήρω­ας το βλέ­πει έτσι. Έχει κι αυ­τό να κά­νει με την πε­ρί­φη­μη «ευ­θύ­νη» του ως συ­ντη­ρη­τή. Αυ­τό που κα­λεί­ται, τρό­πον τι­νά, να συ­ντη­ρή­σει ο Τζακ δεν εί­ναι το κτή­ριο ως υλι­κό εν­διαί­τη­μα αλ­λά ως κι­βω­τός μνή­μης και φο­ρέ­ας ιστο­ρί­ας. Γι’ αυ­τόν ακρι­βώς τον λό­γο, έχει διαρ­κώς ορά­μα­τα με τις «έν­δο­ξες» μέ­ρες του, ορά­μα­τα που στο τέ­λος εξε­λίσ­σο­νται σε εφιάλ­τες γε­μά­τους αί­μα και φο­νι­κά. Το ξε­νο­δο­χείο εί­ναι, ίσως, η ίδια η δυ­τι­κή Ιστο­ρία — εκ πρώ­της όψε­ως πε­ρί­λα­μπρη, όλο νί­κες και με­γα­λεία αλ­λά τε­λι­κά, αν κοι­τά­ξεις κά­τω απ’ το πέ­πλο των θριάμ­βων, τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο από ένα θέ­α­τρο ωμό­τη­τας. Ο Τζακ, στο μέ­τρο που αντι­λαμ­βά­νε­ται τον εαυ­τό του ως θε­μα­το­φύ­λα­κα αυ­τών των υψη­λών «αξιών» που συμ­βο­λί­ζει το ξε­νο­δο­χείο, δεν δια­φέ­ρει σε τί­πο­τα απ’ τον οποιο­δή­πο­τε πε­ρή­φα­νο για το πα­ρελ­θόν του, δυ­τι­κό. Από υπερ­βο­λι­κό ζή­λο να προ­ε­κτεί­νει αυ­τή τη «σπου­δαία» γε­νε­α­λο­γι­κή γραμ­μή και να απο­τε­λέ­σει κρί­κο στη «χρυ­σή» αλυ­σί­δα των απο­γό­νων του Λευ­κού Αν­θρώ­που —«White man’s burden, Lloyd. White man’s burden!»—, κα­τα­λή­γει δο­λο­φό­νος (όχι τυ­χαία, ο μά­γει­ρας που σκο­τώ­νει εί­ναι έγ­χρω­μος). Υπάρ­χει ένα —αι­μο­στα­γές— κα­θή­κον «συ­ντή­ρη­σης» αυ­τού του πα­ρελ­θό­ντος, που συ­γκρού­ε­ται ακό­μα και με την ευ­θύ­νη του κα­λού οι­κο­γε­νειάρ­χη, του στορ­γι­κού πα­τέ­ρα. Από τη στιγ­μή που η γυ­ναί­κα του κι ο γιος του θα στα­θούν εμπό­διο στην «απο­στο­λή» του, θα προ­τι­μή­σει να θυ­σιά­σει τους πιο δι­κούς του αν­θρώ­πους, προ­κει­μέ­νου να μην προ­δώ­σει αυ­τό που αντι­λαμ­βά­νε­ται ως «ιε­ρό κα­θή­κον». Θέ­λει να υπε­ρα­σπι­στεί το «αί­μα» των προ­γό­νων (όμως το αί­μα που ανα­βλύ­ζει σε πο­τά­μια, στο θρυ­λι­κό φι­νά­λε, εί­ναι το αί­μα εκεί­νων που κα­τέ­σφα­ξαν οι πρό­γο­νοι για να κυ­ριαρ­χή­σουν) και για να το κά­νει αυ­τό, δεν έχει αντίρ­ρη­ση να χύ­σει το πραγ­μα­τι­κά δι­κό του: το αί­μα του γιου του. Το «κα­θή­κον» τον έχει τυ­φλώ­σει σε τέ­τοιο βαθ­μό που αντι­με­τω­πί­ζει τον ίδιο του τον αφα­νι­σμό ως δό­ξα. Έχει επω­μι­στεί την ευ­θύ­νη να αυ­το­κα­τα­στρα­φεί. Ίσως όπως ο πο­λι­τι­σμός που τον γέν­νη­σε και που ακο­λου­θεί την ίδια πο­ρεία προς την τρέ­λα.

Φυ­σι­κά, με τα πα­ρα­πά­νω δεν τρέ­φω την πα­ρα­μι­κρή αυ­τα­πά­τη ότι «εξή­γη­σα» το βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα αυ­τής της αβυσ­σα­λέα πο­λυ­ε­πί­πε­δης ται­νί­ας. Αλί­μο­νο, δεν εξα­ντλεί­ται έτσι εύ­κο­λα και πρό­χει­ρα η «Λάμ­ψη». Κά­θε χώ­ρος της που «ξε­κλει­δώ­νε­ται» οδη­γεί σε ατέρ­μο­νες δια­κλα­δώ­σεις, σε νέ­ους ση­μειο­λο­γι­κούς λα­βυ­ρίν­θους. Απλώς θε­ώ­ρη­σα ότι άρ­μο­ζε λί­γη πε­ρισ­σό­τε­ρη προ­σο­χή σε μια διά­στα­σή της που εν­δέ­χε­ται να μην έχει το­νι­στεί αρ­κε­τά.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: