Σχετικά με την ερμηνεία των δύο κύριων χρωμάτων, του κόκκινου και του μπλε, μπορούμε να δεχτούμε τη σαφέστερη χριστιανική συμβολική, σύμφωνα με την οποία το κόκκινο ταυτίζεται το αίμα του Ιησού Χριστού ενώ το μπλε με την ουράνια ζωή. Εδώ, βέβαια, φαίνεται πως τα δύο αυτά χρώματα δεν παρουσιάζονται ως είθισται. Η Παρθένος φέρει το γνωστό της μπλε ένδυμα, είναι όμως πασιφανές πως πρόκειται για ένα ένδυμα πολυτελές, έστω και διακριτικό, ενώ πλαισιώνεται από τον χαρακτηριστικό της άρχουσας τάξης κατάστικτο μανδύα. Επιπλέον, το χρώμα του δεν θυμίζει σε τίποτα το ήρεμο γαλάζιο που θα ήταν αναμενόμενο· αντιθέτως, είναι σκούρο και αυστηρό. Την περιβολή της Παρθένου ολοκληρώνει το υπερμέγεθες διάδημα και το διάφανο, αραχνοΰφαντο πέπλο, που αγκαλιάζει το γυμνό της κεφάλι, ενώ μια υποψία τρυφής μπορούμε να αντλήσουμε και από τη χρυσή ζώνη καθώς και από την κορδέλα η οποία ενώνει τις δύο πτυχές του πάνω μέρους του φορέματός της, στην άκρη της οποίας διακρίνονται μικροσκοπικά λαμπερά σφαιρίδια. Εδώ μπορεί να προστεθεί μια μετριοπαθής υπόθεση σχετικά με το πράσινο χρώμα της κορδέλας, εφόσον το πράσινο συναντάται επίσης στις απεικονίσεις της Παρθένου, συμβολίζοντας το «χλοερόν των χαρισμάτων» του Ιησού, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η επιλογή του χρώματος αυτού δεν θα μπορούσε να είναι και τυχαία, σε περίπτωση που ο ζωγράφος είχε θελήσει να προσδώσει αληθοφάνεια στο ένδυμα, δίχως όμως να επιτρέψει σε αυτήν την καλλωπιστική λεπτομέρεια, η οποία αναγκαστικά τοποθετείται στο κέντρο του πίνακα, να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του θεατή, γεγονός που τελικά επιτυγχάνεται αφού ο συγγενικός με το μπλε ένδυμα πράσινος τόνος της κορδέλας δεν ξεχωρίζει ιδιαίτερα, ενώ ταυτόχρονα ελκύει όσο χρειάζεται το επιστάμενο βλέμμα, το οποίο παρατηρεί το επίσης αραχνοΰφαντο –όπως το πέπλο– εσώρουχο που ντύνει την κοιλιά της Παρθένου, καθώς και το περίγραμμα του εσωτερικού τού μπλε φορέματος, στην αριστερή –από την πλευρά του θεατή–, κλειστή γωνία του, η οποία στέκεται κατά τέτοιον τρόπο που ο θεατής μπορεί σχεδόν να μετρήσει το βάρος και το υλικό του υφάσματος. Αξίζει να προστεθεί πως, δίπλα, η ανοιχτή γωνία του φορέματος, από την οποία αποκαλύπτεται το στήθος της Παρθένου, δίνει μια διαφορετική αίσθηση ως προς το βάρος και το υλικό του υφάσματος: εκεί, το ύφασμα φαίνεται πιο λεπτό και ευλύγιστο, ο θεατής βλέπει καθαρά τη λευκή επένδυση, ενώ διακρίνει ακόμη και τις ραφές.
Περνώντας στις μορφές των αγγέλων παρατηρούμε αμέσως τη σχεδιαστική τους διαφοροποίηση σε σχέση με την Παρθένο και τον Ιησού. Η Παρθένος και ο Ιησούς, τουλάχιστον μέσα στην όλη απόκοσμη εικόνα, παραμένουν αμιγώς ρεαλιστικοί, μολονότι δύο είναι τα στοιχεία εκείνα τα οποία τραβούν αμέσως την προσοχή του θεατή: πρώτον το ασυνήθιστα λευκό χρώμα του δέρματός τους, που θυμίζει γκριζάλ (grisaille), και δεύτερον η «τυφλή» κόμη της Παρθένου (η οποία δεν είναι φαλακρή, αφού διακρίνονται, στα αριστερά από την πλευρά του θεατή, οι ρίζες της ξανθής ή φαιοκόκκινης –ομοίως με τον Ιησού– κόμης, που χάνεται κάτω από το διάδημα, παρ’ όλα αυτά όμως το εύρος του γυμνού μετώπου και των κροτάφων της τις επισκιάζουν). Η μορφή του Ιησού φαίνεται πως είναι η πλέον αληθοφανής, αφού διαθέτει τη συνήθη όψη του βρέφους, ενώ το αριστερό του χέρι δείχνει προς τα αριστερά, πιθανότατα δηλαδή προς την αριστερή πτυχή, με τον Ετιέν Σεβαλιέ και τον Άγιο Στέφανο, ως ένδειξη ευλογίας. Αξίζει, τέλος, να προστεθεί πως τη μερική αυτήν αληθοφάνεια της Παρθένου και του Ιησού συνεπικουρούν τα συγκεντρωμένα στα πρόσωπα χρώματα, εφόσον, σε αντίθεση με τα κατάλευκα σώματα, οι παρειές και τα χείλη διαθέτουν ένα διακριτό ρόδινο χρώμα, ενώ στο πρόσωπο της Παρθένου μπορεί να παρατηρηθεί ακόμη και το χρώμα των φρυδιών. Δεν διακρίνονται καθόλου βλέφαρα, αλλά το στοιχείο αυτό είναι επιμέρους.
Συνεπώς, ως προς τις λεπτομέρειές τους η Παρθένος και ο Ιησούς ανταποκρίνονται στην «ανθρωπινότητά» τους, ενώ οι άγγελοι, αν και ανθρωπομορφικοί σε όλη την ιστορία της απεικόνισής τους στην Τέχνη, είναι επιεικώς ασυνήθιστοι.
Οι άγγελοι είναι χερουβείμ και σεραφείμ, όπως κατά παράδοση οι άγγελοι που περιστοιχίζουν την ένθρονη βρεφοκρατούσα Παρθένο, κι αυτό υποδηλώνεται από τις παιδικές τους όψεις. Διακρίνονται έξι κόκκινοι και τρεις μπλε άγγελοι (Ο Κάναντεϊ θεωρεί πως οι κόκκινοι άγγελοι είναι άγγελοι της ημέρας ενώ οι μπλε άγγελοι είναι άγγελοι της νύχτας). Καθένας άγγελος είναι μονόχρωμος· το χρώμα κυριαρχεί παντού, στα φτερά, στο δέρμα, στα νύχια, στην κόμη, ακόμη και στους βολβούς των ματιών. Δεν είναι όμως μονάχα αυτή η αυστηρή μονοχρωμία των αγγέλων που τους καθιστά αλλόκοτους. Αχνές φωτοσκιάσεις στους μηρούς, στα μέτωπα και στα χέρια κάνουν το σώμα να μοιάζει φτιαγμένο από κάποια απροσδιόριστη ύλη, που δεν είναι η σάρκα. Παράλληλα όμως οι άγγελοι δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε «αέρινοι», αφού τα έντονα αυτά χρώματα κάνουν την ύλη από την οποία είναι φτιαγμένοι να μοιάζει βαριά και συμπαγής.
Οφείλουμε βέβαια να αναφερθούμε και στο επίσης μονόχρωμο, συγκεκριμένα μπλε φόντο, του οποίου ο τόνος διαφέρει απειροελάχιστα από τον τόνο των μπλε αγγέλων. Το φόντο, δίχως καμία σκιά ή οποιαδήποτε υποψία σχημάτων, είναι βεβαίως μονοδιάστατο, και μόνο η διάταξη των μορφών προσδίδει κάποιο βάθος στον πίνακα, μολονότι όλα τα πρόσωπα, κυρίως όμως οι άγγελοι, μοιάζουν να ασφυκτιούν μέσα στο πλαίσιο του έργου. Αρκεί να σταθούμε στον πρώτο κόκκινο άγγελο που απεικονίζεται δεξιά της Παρθένου –από την πλευρά του θεατή–, στο ύψος του διαδήματος: ο άγγελος αυτός, με σκυφτό κεφάλι, ενώ ο λαιμός του ούτε που διακρίνεται, δείχνει σχεδόν σαν να πιέζεται ανάμεσα στον θρόνο της Παρθένου και σε κάποιον νοητό τοίχο. Γενικώς αυτή η αίσθηση της ασφυξίας ελλοχεύει στον πίνακα. Η Παρθένος, με τα χέρια ελαφρώς ανοιχτά, μοιάζει να οριοθετεί τον χώρο της ανάμεσα στους στριμωγμένους αγγέλους, εκμεταλλευόμενη συν τοις άλλοις και τον όγκο του θρόνου, ενώ η στάση του σώματός της είναι μάλλον καθοδική, γεγονός που στον νου του θεατή μπορεί να αποδοθεί στο βάρος των ενδυμάτων και του διαδήματος, σε κάποια αντίθεση με τη στάση των αγγελικών μορφών, που είναι ανοδική –ειδικά αν σταθούμε στις γωνίες των φτερωμάτων–, παρόλο που, όπως προαναφέρθηκε, οι άγγελοι είναι οι κύριοι εκφραστές της ασφυξίας.
Συμπληρωματικά, μπορούμε να σταθούμε σε δύο επιπλέον στοιχεία του πίνακα: Στην απεικόνιση των γεννητικών οργάνων του Ιησού και στην απεικόνιση του στήθους της Παρθένου.
Όσον αφορά το ζήτημα της απεικόνισης των γεννητικών οργάνων, γνωρίζουμε πως η γυμνότητά τους στις αναπαραστάσεις του Ιησού σε βρεφική ηλικία δεν είναι σπάνια, αντίθετα με τις αναπαραστάσεις του Ιησού ως ενήλικα (κυρίως σε θέματα που αντλούνται από τα Άγια Πάθη), στις οποίες δεν έχουμε ούτε μία ανάλογη απεικόνιση, αφού τα γεννητικά όργανα πάντα καλύπτονται τεχνηέντως. Ο πίνακας του Φουκέ βέβαια δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα σχετική με το ζήτημα, αφενός επειδή ο Ιησούς παρουσιάζεται στη βρεφική του ηλικία και αφετέρου επειδή, ούτως ή άλλως, εάν μια νοητή γραμμή χωρίσει οριζοντίως το έργο σε δύο τμήματα, το σώμα του Ιησού θα βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του το κάτω τμήμα και συνεπώς η γυμνότητά του δεν θα τραβήξει το πρώτο βλέμμα του θεατή. Μολαταύτα και τα δύο σώματα, της Παρθένου και του Ιησού, παραμένουν άμεσα εκτεθειμένα απέναντι στον θεατή, πάντα καταλαμβάνοντας το κέντρο του πίνακα, επομένως δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τον βαθμό στον οποίον είχαν αποδεχτεί τόσο ο ίδιος ο Ζαν Φουκέ όσο και οι πρώτοι θεατές του πίνακα τη συμβολική της γυμνότητας.
Ορμώμενοι από τα παραπάνω και μεταβαίνοντας στην απεικόνιση του στήθους της Παρθένου, οφείλουμε να έχουμε κατά νου πως το ζήτημα της γυμνότητας στη θρησκευτική τέχνη απασχόλησε ουκ ολίγες φορές τους μελετητές, αφού είδαν σε αυτήν την αντίληψη του φύλου ανά τους αιώνες. Ο Λίο Στάινμπεργκ υποστηρίζει πως η απεικόνιση των γεννητικών οργάνων του Θείου Βρέφους κατά τον 15ο αιώνα δεν είναι τυχαία ή απλώς συνεπακόλουθη της γενικής αθωότητας που πρέπει να το περιβάλλει, αντιθέτως, είναι σκόπιμη και υποδηλώνει πως θεατής πρέπει «να μάθει κάτι» αντικρίζοντας τη γυμνότητα του Βρέφους: πως ο Ιησούς έχει φύλο, είναι, δηλαδή, ένας άνδρας. Η θέση του Στάινμπεργκ θα απασχολήσει και τον Άρνολντ Ντάβιντσον, ο οποίος θα διαφωτίσει τον αναγνώστη σημειώνοντας τη διαφορά μεταξύ σεξουαλικότητας
(sexuality) και φύλου (sex).
Η ηπιότητα της διερώτησης που αφορά τη γυμνότητα του Θείου Βρέφους θεωρούμε πως μπορεί να κατευθύνει τον θεατή να ερμηνεύσει την αναπαράστασή της όχι ως ασέβεια ή, έστω, υπόνοια περί του ανθρώπινου βίου του Ιησού η οποία αντιβαίνει στη χριστιανική θεολογία, αλλά ως επικύρωση του γεγονότος πως ο Ιησούς ήταν τέλειος θεός και τέλειος άνθρωπος. Με λίγα λόγια, η Αναγέννηση παρουσίασε ένα γυμνό Θείο Βρέφος προκειμένου να αναδείξει την «ανθρωπινότητά» του, η οποία βέβαια δεν θα μπορούσε να υφίσταται εάν υπήρχε το ζήτημα ενός ανύπαρκτου ή απροσδιόριστου φύλου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ερμηνεύσουμε και το στοιχείο της γυμνότητας στον πίνακα του Ζαν Φουκέ, λέγοντας πως, εδώ, η γυμνότητα είναι το σύμβολο της ανθρωπινότητας (δηλαδή της ιδιότητας του ανθρώπου), η οποία αναπόφευκτα περιστρέφεται γύρω από το σώμα.
Αυτός είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίον η εικόνα του στήθους της Παρθένου ελκύει αδιάκοπα το ενδιαφέρον θεατών και μελετητών. Κατ’ αρχάς, όπως τα γεννητικά όργανα του Θείου Βρέφους υποδηλώνουν τον ανδρισμό του, έτσι και το στήθος της Παρθένου υποδηλώνει τη θηλυκότητά της, και η πεποίθηση αυτή ήταν αρκετή ώστε ο πίνακας του Φουκέ να συνδεθεί άρρηκτα με τη μελέτη της παρουσίας της γυναίκας στην Τέχνη.
Η Παρθένος του Φουκέ ανταποκρίνεται με ακρίβεια στα δύο βασικά και αντικρουόμενα σύμβολα του γυναικείου στήθους: του θηλασμού και της ηδονής. Εδώ, το θέμα του πίνακα είναι οπωσδήποτε η Maria lactans ή αλλιώς η Γαλακτοτροφούσα, δηλαδή η Παρθένος που θηλάζει το Θείο Βρέφος. Ας επαναληφτεί όμως πως πρότυπο για την απεικόνιση της Παρθένου υπήρξε η γνωστή για την ωραιότητά της επίσημη βασιλική ερωμένη Ανιές Σορέλ, μάλλον μέσω της μεσολάβησης του Ετιέν Σεβαλιέ και τις πιέσεις της ίδιας της Σορέλ. Εκτός του ιστορικού πλαισίου, πολλοί μελετητές σχολιάζουν με κυνισμό την επιλογή της Σορέλ ως προτύπου, μεταξύ αυτών και ο Κάναντεϊ (λέγοντας πως η Παρθένος μόνο παρθένος δεν ήταν).
Οπωσδήποτε για τον φιλότεχνο θεατή δεν έχει σημασία τι κοιτάζει ένας ζωγράφος όταν δημιουργεί το έργο του, αλλά τι απεικονίζει τελικά ο πίνακάς του, παρότι η ταυτότητα του προτύπου –ειδικά του γυναικείου προτύπου– απασχόλησε πολλάκις το κοινό καθ’ όλη την ιστορία της Τέχνης, με πιο χαρακτηριστικές ίσως περιπτώσεις αυτήν της εταίρας Φρύνης καθώς και αυτήν του Ντεγκά, ο οποίος είναι γνωστός για την επιμονή του να χρησιμοποιεί ως πρότυπα ιερόδουλες ακόμη και σε θέματα που δεν αφορούσαν τον λεγόμενο «έκλυτο βίο», τη νυχτερινή ζωή και τις διασκεδάσεις, αλλά περιελάμβαναν απλώς γυναικείες μορφές.
Στην περίπτωση του Φουκέ, είναι βέβαιο πως η έμμεση «απεικόνιση» της Σορέλ ως Παρθένου δεν θα περνούσε απαρατήρητη κι αυτό διότι επρόκειτο για ένα πρόσωπο που απείχε μακράν από το μοτίβο της φιλάρεσκης ερωμένης. Η επιρροή που ασκούσε στον Κάρολο Ζ΄ σχετικά με τη διαχείριση του κράτους ήταν βαθιά και, όπως απεδείχθη, σωτήρια. Η Μέριλιν Γιάλομ συγκαταλέγεται στους μελετητές που αποκαθιστούν τη Σορέλ και τις φήμες γύρω από το όνομά της: Αν και υπήρχε η φήμη πως η Σορέλ κυκλοφορούσε (σχεδόν) γυμνόστηθη, είναι πιθανότερο, λέει η Γιάλομ, πως απλώς ακολουθούσε την ενδυματολογική τάση της αυλής σε φορέματα πιο ελαφριά και πιο ανοιχτά στο στήθος, μια τάση την οποία είχε εδραιώσει η Ισαβέλλα της Βαυαρίας, μητέρα του Καρόλου Ζ΄. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μάλλον καταρρίπτεται ο μύθος σύμφωνα με τον οποίον ο Φουκέ απεικόνισε το αποκεκαλυμμένο στήθος της Παρθένου ύστερα από απαίτηση της ίδιας της Σορέλ να παρουσιαστεί ακριβώς όπως ντυνόταν στην καθημερινότητά της, δηλαδή με το ένα στήθος γυμνό.
Όπως και να έχει, σπάνια συναντούμε αναφορές στην Παρθένο του Φουκέ δίχως μια ιδιαίτερη μνεία στο γυμνό της στήθος, απόδειξη πως η εξωπραγματική αυτή εικόνα οφείλει τη διασημότητά της όχι απλώς και αορίστως στην άριστη απόδοση του θέματος από τον ζωγράφο, αλλά στις ιδιαίτερες λεπτομέρειες και στις πρωτοπόρες τεχνικές επιλογές, οι οποίες καθιστούν τον πίνακα διαφορετικό από κάθε άλλον αντίστοιχου θέματος.
Οι αναφορές αυτές στέκονται με προσοχή στο σχήμα του στήθους, το «τέλειο ημισφαίριο» όπως αναφέρει ο Κάναντεϊ, στο οποίο ο θεατής πράγματι παρατηρεί μια τέλεια γεωμετρία, μια όχι απολύτως ρεαλιστική σφαιρικότητα. Τόσο η σφαιρικότητα των μαστών όσο και η μεταξύ τους απόσταση, που δεν θα δικαιολογείτο σε καμία περίπτωση ανατομικά, πόσο μάλλον δεδομένης της στενότητας του θώρακα και της μέσης της Παρθένου, είναι οπωσδήποτε δύο από τα σημεία του πίνακα τα οποία χαρακτηρίζονται από έλλειψη ρεαλισμού. Παρ’ όλα αυτά, δεν διακρίνεται κάποια δυσαρμονία. Ίσως λόγω των χρωμάτων αλλά και της όλης «ποιητικής σύλληψης του Φουκέ» –επίσης κατά τον Κάναντεϊ– ως προς τη διαχείριση του θέματός του, ο θεατής ξεφεύγει αμέσως από το πλαίσιο της αληθοφάνειας και παρασύρεται από την αυστηρή μεγαλοπρέπεια της σκηνής.
Συμπερασματικά, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως ο Φουκέ δεν ξέφυγε ακριβώς από τον κανόνα της απόδοσης της Maria lactans – στην πραγματικότητα, χρησιμοποίησε την παραδοσιακή «πρώτη ύλη», απλώς τη διαχειρίστηκε με τον δικό του τρόπο, έναν τρόπο το δίχως άλλο πρωτοποριακό, και σε αυτό έγκειται η διαφοροποίησή του, δηλαδή στην τεχνική, και όχι στην τέχνη καθαυτήν.
Όπως προαναφέρθηκε, συναντούμε εδώ ένα τυπικό μοτίβο: την Παρθένο ένθρονη, το Θείο Βρέφος στην αγκαλιά της, τον θηλάζοντα μαστό, τη σύναξη των αγγέλων, το κόκκινο και το μπλε. Ύστερα, με μια μάλλον αφαιρετική τάση, ο Ζαν Φουκέ τοποθέτησε απλώς τις μορφές του στον απροσδιόριστο χώρο (με κατεύθυνση προς τον θεατή), κατόπιν ταξινόμησε τα χρώματα σύμφωνα με τις μορφές (το μπλε για το βάθος, το κόκκινο για τους αγγέλους και το λευκό για την Παρθένο και το Θείο Βρέφος) και τέλος οραματίστηκε εκείνες τις λεπτομέρειες οι οποίες έμελλε να δώσουν ταυτότητα στο έργο του: το στήθος της Παρθένου και το χέρι του Ιησού, που «ενώνει» τη δεξιά με την αριστερή πτυχή του δίπτυχου.
Βάσει αυτών, είναι ασφαλές να θεωρήσουμε πως ο Φουκέ, εν γνώσει ή εν αγνοία του, επέτυχε μία χρυσή τομή ανάμεσα στην απεικόνιση της πραγματικότητας και στην απεικόνιση της σύλληψης, υπερβαίνοντας έτσι την εποχή του και καθιστώντας εαυτόν «μοντέρνο» αιώνες πριν από την είσοδο στο μοντέρνο.
Είναι φρονιμότερο να μας διέπει η αντίληψη ότι κάθε χαρακτηρισμός που αποδίδεται στο πρόσωπο ενός καλλιτέχνη αναφορικά με το έργο το οποίο μας κληροδότησε πρέπει να εκφράζεται με γνώμονα τη συνέπεια. Για παράδειγμα, εάν χαρακτηρίσουμε τον Ζαν Φουκέ ως «πρώιμο μοντερνιστή», έστω και παραδεχόμενοι την υπερβολή της έκφρασης, δεν αρκεί ένας και μόνο πίνακας για την υποστήριξη μιας τέτοιας θέσης. Είναι γεγονός πως η Παρθένος της δεξιάς πτυχής του Δίπτυχου του Μελάν είναι το μοναδικό έργο του Ζαν Φουκέ το οποίο ενσωματώνει όλα αυτά τα αξιοπερίεργα στοιχεία τα οποία και το διαφοροποιούν. Ο ζωγράφος πάντως δημιούργησε έργα αναμενόμενα ως προς την τέχνη της εποχής του, αν και εξαίσια, όπως μαρτυρούν τόσο οι μελετητές του έργου του όσο και η ίδια του η ταχύτατα ανοδική επαγγελματική πορεία κατά τη διάρκεια του βίου του. Εξάλλου, ακόμη και ως προς το ίδιο το δίπτυχο, ενώ η δεξιά πτυχή, με την ένθρονη Παρθένο, παρουσιάζει όλες τις προαναφερθείσες ιδιαιτερότητες, η αριστερή πτυχή, με τον Ετιέν Σεβαλιέ και τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο, δεν διαθέτει τίποτα το εξωπραγματικό.
Από την άλλη πλευρά όμως, εάν συμφωνήσουμε με τη φράση του Κάναντεϊ περί «ποιητικής σύλληψης», τότε ακόμη και η μοναδικότητα της περίπτωσης της Παρθένου θα μας αρκούσε ώστε να θεωρήσουμε πως ο Φουκέ πέρασε πράγματι σε ένα άλλο επίπεδο αντίληψης της ζωγραφικής, ακόμη και αν αυτή η αντίληψη –οπωσδήποτε όχι συνειδητά εκφραζόμενη– περιορίστηκε σε ένα μόνο έργο.
Ο υπερρεαλιστής Μιρό, γνωστός για τα αφαιρετικά του έργα με τα έντονα χρώματα, στα οποία κυριαρχούν το μπλε, το κόκκινο και το κίτρινο, κάποτε θα πει: