Οι δυσκολίες της μετάφρασης από μια μη ευρωπαϊκή γλώσσα (και μάλιστα ιδεογραμματική). Οι δυσκολίες της «μετάφρασης» περιγραφών πόθου και λαγνείας από ένα πολιτισμικό πλαίσιο που απέχει πολύ από το δυτικό. Η άνεση (;) που προσφέρει μια παλιά γνωριμία: είναι ευκολότερη η μετάφραση ενός ακόμη έργου κάποιου συγγραφέα από έναν μεταφραστή ο οποίος έχει μεταφράσει και άλλα έργα του στο παρελθόν;
Στα πλαίσια των συζητήσεων της σειράς Μεταξύ μας. Για τους άλλους, η οποία, επισημαίνουμε, στόχο έχει να αναδείξει τις στρατηγικές, τις τακτικές και τις τεχνικές κάποιων καλών μεταφράσεων σε δύσκολα έργα, πεζά είτε ποιητικά, μέσα από ερωτήσεις προς το μεταφραστή τους, αντικείμενό μας είναι το έργο του Junichiro Tanizaki, Το πόδι της Φουμίκο, έργο του 1919. Θέμα: Μια περίπτωση ποδολαγνείας. (Ή μήπως δύο;). Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο: «Ο Ουνοκίτσι, φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, αφηγείται τη συνάντησή του με τον συνταξιούχο Τσουκακόσι και τη μαιτρέσσα του Φουμίκο. Ο γέρος έμπορος, παθιασμένος με την ομορφιά της ερωμένης του, αναθέτει στον νεαρό ζωγράφο να αποδώσει δυτικότροπα τη Φουμίκο, κατά τον τρόπο όμως μιας παλιάς γιαπωνέζικης γκραβούρας, σε μια στάση που αναδεικνύει τη μοναδική αισθησιακότητα της γυναίκας που αναπαρίσταται. Η εμμονή του για ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματός της, τα πόδια της, θα αποκτήσει τέτοια ένταση που θα τον οδηγήσει στα όρια της τρέλας. Το Πόδι της Φουμίκο παραμένει το πιο αντιπροσωπευτικό από τα πρώιμα έργα του Τανιζάκι που διερευνούν πλευρές “διαστροφικής”, όπως ονομαζόταν εκείνη την εποχή. σεξουαλικότητας». Η σχέση νέου και γέρου και η ιδιότυπα τριαδική σχέση με την κοπέλα λειτουργούν ως leit motiv στο μικρό αυτό αριστούργημα.
Σχετικά με τον συγγραφέα, διαβάζουμε στο αυτάκι του βιβλίου: «Ο Τζουνιτσίρο Τανιζάκι (1886-1965) ήταν ένας γνήσιος «γιος του Έντο», έχοντας γεννηθεί στο Νιχόνμπασι, τη λαϊκή εμπορική περιοχή κοντά στο λιμάνι του Τόκιο, η οποία θεωρείται το λίκνο των πραγματικών συνεχιστών της φεουδαρχικής πρωτεύουσας. Στα μισά περίπου της ζωής του μετακινήθηκε και πήγε να ζήσει στο Κάνσαϊ, την περιοχή της Οσάκα και του Κιότο, το κέντρο της παραδοσιακής ιαπωνικής αυτοκρατορικής κουλτούρας». Και συνεχίζουμε με τις υπόλοιπες βιογραφικές πληροφορίες, παραφράζοντας και συνοψίζοντας: O Tanizaki είναι από τις μεγαλύτερες μορφές της ιαπωνικές λογοτεχνίας, πολύ γνωστός στη Δύση. Εξάλλου, τον είχε ελκύσει πρόσκαιρα η δυτική κουλτούρα, σε ό,τι αφορά τον κινηματογράφο, το φαγητό και τη μόδα και, κάπως πιο μόνιμα, η δυτική λογοτεχνία, σημαντικά έργα της οποίας μετέφρασε και διέδωσε στην Ιαπωνία. Με τα χρόνια, απορροφήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από την κουλτούρα του Κάνσαι. Τα έργα του διακρίνονται για το ευρύ φάσμα σε ό,τι αφορά το ύφος αλλά και τη θεματολογία.
Αρκετά γνωστός και στην Ελλάδα ο συγγραφέας, έντεκα τουλάχιστον έργα του έχουν μεταφερθεί στα ελληνικά, όχι όλα τους μεταφρασμένα από τα ιαπωνικά. Τέσσερα από αυτά τα έχει μεταφράσει από τα ιαπωνικά ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το εμβληματικό λογοτεχνικό δοκίμιο Εγκώμιο της σκιάς (εκδ. Άγρα 1995), ένας στοχασμός σχετικά με τις διαφορές στην αντίληψη περί ωραίου ανάμεσα σε Δύση και Ιαπωνία, μια ανίχνευση δηλαδή της «ιαπωνικότητας», κάτι που ενδιαφέρει τον Π. Ευαγγελίδη, ο οποίος, επισημαίνουμε. έχει μεταφράσει και το μικρό αφήγημα του Ναγκάι Καϊφού Σιγανή βροχή (εκδ. Αλέξάνδρεια 1991), αρχέτυπο εκείνου που ο ίδιος θεωρεί πως θα μπορούσε να ονομασθεί στερεοτυπικά «ιαπωνικότητα». Γνωστός και ο Π. Ευαγγελίδης στο αναγνωστικό κοινό, ως ο κατ΄ εξοχήν μεταφραστής ιαπωνικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, παλαιότερα ήταν και ο μοναδικός. Ο Π. Ευαγγελίδης έχει γράψει και το κατατοπιστικό Επίμετρο του βιβλίου καθώς και τις διαφωτιστικές και όντως απαραίτητες σημειώσεις. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ακόμα ένα ενδιαφέρον μικρό κείμενο τιτλοφορούμενο Σχετικά με τον μεταφραστή, το οποίο ενέπνευσε και πολλές από τις ερωτήσεις αυτής της συζήτησης. Επειδή δεν πιστεύουμε πως είναι και τόσο σωστή η «παλαιο»φιλολογική άποψη πως, για να μεταφράζει κανείς καλά, αρκεί να ξέρει απλώς καλά τη γλώσσα αφετηρίας και πολύ πιο καλά τη γλώσσα άφιξης, επειδή πιστεύουμε πως η καλή γνώση - ενδεχομένως και η βίωση - του πολιτισμικού πλαισίου της γλώσσας αφετηρίας έχει σημασία στη μετάφραση, επειδή ο Π. Ευαγγελίδης έχει ζήσει κάποια χρόνια στην Ιαπωνία, επειδή μεταφράζει και από άλλες γλώσσες (ισπανικά), επειδή έχει επιλέξει να μην είναι full time μεταφραστής λογοτεχνίας και, το σημαντικότερο (;), επειδή η συζήτηση αυτή αφορά μετάφραση από εξωευρωπαϊκή και μάλιστα ιδεογραμματική γλώσσα, οι ερωτήσεις σε αυτήν τη συζήτηση της σειράς Μεταξύ μας. Για τους άλλους θα είναι αρκετά διαφορετικές από εκείνες των συζητήσεων με άλλους μεταφραστές. Θα εστιάζουν το ενδιαφέρον κάπως πιο πολύ στο μεταφραστή και κάπως λιγότερο (από ό,τι συνήθως) στην ίδια τη «γυμνή» (;) μετάφραση.
Νίκος Πρατσίνης: Μεταξύ μας, είναι δυνατή μια σχετικά μεγάλη ακρίβεια στη μετάφραση από μια ιδεογραμματική γλώσσα, όπως η ιαπωνική, ή επιβάλλει εξ αντικειμένου στο μεταφραστή μια υπερβολική δημιουργικότητα, η οποία συνεπάγεται υποκειμενικότητα και μεγάλη ευθύνη; Μήπως και η ίδια η ανάγνωση έργου γραμμένου σε μια ιδεογραμματική γλώσσα συνεπάγεται αυξημένη υποκειμενικότητα στην ερμηνεία; Σε τι διαφέρει η μετάφραση από τα ιαπωνικά από τη μετάφραση από μια δυτική γλώσσα, π.χ. τα ισπανικά;
Παναγιώτης Ευαγγελίδης: Αρχικά θα πρέπει να ορίσουμε την πολλαπλότητα της έννοιας της «ακρίβειας» στην μετάφραση. Ακρίβεια ως προς την ετυμολογία της κάθε λέξης μιας δεδομένης φράσης. Ακρίβεια νοήματος. Ακρίβεια ατμόσφαιρας και αίσθησης. Ακρίβεια στυλ. Και ούτω καθεξής... Θέλω να πω μ' αυτό ότι το όνειρο της ακρίβειας είναι ένα εξ αρχής χαμένο παιχνίδι, και δεν το λέω με λύπη αλλά σαν κάτι δεδομένο. Μετάφραση σημαίνει φράζω-μετά οπότε έχουμε μία καινούργια φράση, ένα νέο κείμενο που θα μας μεταφέρει στοιχεία του πρωτότυπου αλλά σε καμία περίπτωση το ίδιο. Υπάρχουν οι δύο βασικές μεταφραστικές σχολές, αυτή της προσήλωσης στην γλωσσική ακρίβεια και εκείνη της απόδοσης του νοήματος με χαλάρωση της προσκόλλησης σε ένα είδος γλωσσικής ισομετρίας, για να το πω έτσι.
Στα ιαπωνικά έχουμε ιδεογράμματα, δηλαδή συμβολοποιημένες εικόνες με νόημα, άρα μια διάσταση την οποία δεν μπορεί εξ ορισμού να έχει μια συλλαβική γλώσσα. Αυτό, τουλάχιστον για έναν αλλοεθνή μεταφραστή όπως εγώ, κάνει το αρχικό κείμενο από μόνο του ένα εικαστικό δημιούργημα, ενώ για τους ίδιους τους ιάπωνες υποθέτω πως η ανάγνωση των ιδεογραμμάτων είναι ένας αυτοματισμός, που δεν έχει τίποτα να κάνει με το δικό μου γήτεμα μπροστά στο ιδεόγραμμα του σπιτιού για παράδειγμα που είναι μια στέγη με ένα γουρούνι από κάτω, ή του ανθρώπου που είναι ένα αφαιρετικό σχήμα κάποιου που περπατάει. Το ξένο μου μάτι διαβάζει μαζί με το ιδεόγραμμα-λέξη και την κουλτούρα και την ιστορία που το διαμόρφωσε. Η λέξη για την ζήλεια αποτελείται από δύο αρκετά σύνθετα το καθένα τους ιδεογράμματα, που όμως περιέχουν και τα δυο σαν συστατικό τους το ιδεόγραμμα της γυναίκας (Ένα ιδεόγραμμα μπορεί να περιέχει περισσότερα του ενός ιδεογράμματα και έτσι να συνιστά με την σειρά του ένα σύνθετο καινούργιο ιδεόγραμμα). Φαντάσου πόση τροφή για σκέψη...
Για μένα, όλα αυτά αλλάζουν φυσικά τη σχέση με το κείμενο. Ακόμα και όταν μιλάω ιαπωνικά, ένα μέρος του μυαλού μου προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει και να αναλύσει τις λέξεις που ανεβαίνουν απ τον λαιμό μου κόμπο κόμπο επειδή παράλληλα τις βλέπω κιόλας. Η ομιλία μου είναι διαφορετική στα ιαπωνικά απ ό,τι στα γαλλικά ή τα ισπανικά. Έχει μια διάσταση παραπάνω, αυτήν της ταυτόχρονης παράλληλης αναπαράστασης σε εικόνες των ήχων που εκπέμπω.
Οπότε, η δημιουργικότητα στην οποία αναφέρεσαι, εξυπακούεται με την έννοια ότι μιλάμε για μια πολλαπλή ανάγνωση και άρα μία πολλαπλή μετάφραση, μετά από ένα σημείο αδύνατη, τουλάχιστον στο επίπεδο της εικόνας της τυπωμένης λέξης, μιας και οι δικές μας γλώσσες έχουν κάτι ανάμεσα σε 25-30 γράμματα και όλα παίζονται στους συνδυασμούς τους, ενώ τα ιδεογράμματα είναι γύρω στις 5000, με 2000 απ αυτά να χρησιμοποιούνται ευρέως. Και βέβαια ο μεταφραστής, εγώ, έχει τον πειρασμό να μεταφέρει αυτή την πολλαπλή μαγεία στο δικό του πολύ περιορισμένο πεδίο παιχνιδιού με τα γράμματα, και ακόμα κι αν αυτό δεν μπορεί να γίνει παραμένει μέσα του σαν μία τάση, ένας μίτος που δεν τον οδηγεί βέβαια σε κάτι τελικά ορατό για τον αναγνώστη. Θα είμαι ευχαριστημένος αν μείνει κάπως σαν μυρουδιά ανάμεσα και πίσω απ’ τις λέξεις. Wishful thinking θα μου πεις...
Όσο για την ευθύνη, ναι, υπάρχει φυσικά πάντα η ευθύνη των επιλογών, θα το ονόμαζα όμως αντί για ευθύνη «εξαναγκασμένη ελευθερία», να κυλιστεί κανείς μέσα σε έναν κάμπο με χίλια λουλούδια χωρίς να έχει την επιλογή να μην το κάνει.
Η υποκειμενικότητα έτσι οργιάζει. Τα ιαπωνικά θεωρούνται από τους γλωσσολόγους ως μία ή ίσως η ασαφέστερη γλώσσα στον κόσμο. Δεν υπάρχουν γένη παρά κατ’ εξαίρεση, δεν υπάρχουν κλίσεις, αριθμοί —ενικός ή πληθυντικός— παρά επίσης κατ’ εξαίρεση, οι ρηματικοί χρόνοι είναι μόνο τρεις, παρόν, παρελθόν και μέλλον, και μία κατάληξη για την διάρκεια, οι γραμματικοί προσδιορισμοί ελάχιστοι. Μια αρχαία ή πρωτόγονη γλώσσα θα έλεγε κανείς, μια γλώσσα σημαδιών που πρέπει να ακολουθήσεις για να σου επικοινωνήσει τα αμφίσημα, πολύ συχνά, νοήματά της.
Έχουμε λοιπόν ένα ακόμα επίπεδο μετάφρασης, γιατί αυτή η ασάφεια πρέπει στην δική μου γλώσσα να αποδοθεί συγκεκριμένα, μιας και η συνήθεια της γλώσσας μας είναι τέτοια που χωρίς το έστω και σχετικά συγκεκριμένο δεν μπορεί να παραχθεί νόημα. Στο Τόκιο, όταν πρωτοπήγα, παρατηρούσα πάντα παραξενεμένος ανθρώπους που μιλούσαν και ο ένας έδειχνε συχνά πυκνά με το δάχτυλο τον εαυτό του στον άλλον, οι πιο «λαϊκοί» άνθρωποι ακουμπούσαν με τον δείκτη του χεριού την άκρη της μύτης τους, λέγοντας κάτι. Σύντομα έμαθα ότι αυτό που έλεγαν ήταν: «Εννοείς εμένα;». Δεν καταλάβαιναν δηλαδή ξεκάθαρα σε ποιον αναφερόταν ο συνομιλητής τους. Κάτι που το βλέπει κανείς συχνά στο δρόμο. Όλο αυτό, το για ποιον μιλάει η φράση, υπάρχει συχνά και στον γραπτό λόγο, οπότε συνεχώς μεταφράζεις ερμηνεύοντας. Κουβαλάς πράγματα που πρέπει στην διαδρομή να αφήσεις ενώ πρέπει να επινοήσεις άλλα που δεν υπάρχουν. Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της μετάφρασης από αυτή την γλώσσα, τα μαθηματικά της, αφαιρείς και προσθέτεις. Υπάρχουν, για παράδειγμα, πέντε ιαπωνικές λέξεις για την ελληνική λέξη «εγώ», δύο για το «εσύ», ανάλογα με τον βαθμό οικειότητας. Εκεί πρέπει να προσθέσεις για να ειδικεύσεις. Και μετά ένα σωρό μικρές λεξούλες, επιφωνήματα, κιναισθητική διάσταση της γλώσσας, φωνήεντα που μακραίνουν σαν τραγούδι ιεροτελεστικό, άλλα μαθηματικά, εννοώ «άλλου είδους μαθηματικά της γλώσσας».
Πριν σταματήσω με αυτό όμως, ας πω και λίγο τον πόνο μου και πόνο κάθε μεταφραστή από τα ιαπωνικά. Ενώ στα ισπανικά, λόγου χάριν, μιας που τα αναφέρεις κιόλας, όταν βλέπω μπροστά μου την λέξη ventana θα πάω στο λεξικό στο γράμμα v μετά στο e, το n και το t και θα μου παρουσιαστεί η λέξη, οπότε θα μάθω πως σημαίνει το παράθυρο, αυτό στα ιαπωνικά δεν υπάρχει. Η άγνωστη λέξη που έχεις μπροστά σου είναι ένα ιδεόγραμμα, του οποίου αγνοείς, εκτός από το νόημα, και τον ήχο του, οπότε δεν μπορείς να το ψάξεις στο λεξικό κατάταξης των λέξεων βάσει της προφοράς τους. Δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτό πέραν αυτού που βλέπεις. Ένα αίνιγμα. Δεν θα μπω εδώ στην διαδικασία εξήγησης της λεξικογράφησης των ιδεογραμμάτων, θα πω μόνο πως αν το ventana το βρίσκεις σε λιγότερο από 15 δευτερόλεπτα, για το ιαπωνικό παράθυρο θα σου χρειαστούν μερικά λεπτά μέχρι να παραμερίσεις τις κουρτίνες του ώστε να σου φανερώσει το νόημά του.
ΝΠ: Σε ποιο βαθμό κρίνεις δυνατή τη μεταφορά στη γλώσσα μας - και σε άλλες δυτικές, μιας και είσαι πολύγλωσσος - των περιγραφών του πόθου και της νηφάλιας λαγνείας από μια πραγματικότητα τόσο μακρινή και ξένη, όπως η ιαπωνική, ειδικά μάλιστα ενός έργου το οποίο είχε γραφτεί σε μια εποχή που η Ιαπωνία δεν είχε δυτικοποιηθεί τόσο όσο είναι στις μέρες μας; Και για το θέσω και κάπως πιο γενικά: «μεταφράζεται» τελικά η ιαπωνικότητα; Το αναφέρω αυτό γιατί έχεις μεταφράσει και δυο βιβλία τα οποία, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την έχουν ως κεντρικό θέμα.
ΠΕ: Πάντα όταν μεταφράζεις μία ατμόσφαιρα, έναν αισθησιασμό, έναν ιδιαίτερο ερωτισμό, θα έχεις ανάλογα προβλήματα απ’ όποια γλώσσα και αν το κάνεις σε κάποια άλλη. Κάθε εποχή, κάθε χώρα, κάθε κουλτούρα αλλιώς έχουν διαμορφώσει, σημασιοδοτήσει και χρωματίσει αυτές τις κατηγορίες. Απλούστατα, όταν έχεις να μεταφράσεις τη γαλλική, την ισπανική ή τη βρετανική, λόγου χάριν, εκδοχή του πόθου, αυτή είναι κάτι στο οποίο ως ευρωπαίος έχεις πολύ πιθανά εκτεθεί και άρα είσαι περισσότερο εξοικειωμένος, και έτσι ευκολότερα θα καταλάβεις και θα οικειοποιηθείς αυτό που περιγράφεται. Κάτι ξέρεις για τους εκλεπτυσμένους και επιστημονικά διαστροφικούς Γάλλους, για τους φλογερούς και χαοτικούς νότιους της ηπείρου μας, για τους εσωστρεφείς και πιθανά πιο κρυφά διαστροφικούς βόρειους, με δυο λόγια έχεις εκτεθεί σε όλα τα στερεότυπα του είδους και έχεις πιθανώς γνωρίσει και εκπροσώπους τους προσωπικά. Στο ασιατικό και ιαπωνικό στερεότυπο έχεις επίσης εκτεθεί κατά διάφορους τρόπους. Όμως εκεί η εικόνα είναι απόμακρη και η πληροφόρηση πολύ ελλιπέστερη, και σίγουρα εντελώς σχηματική. Όντας δυτικός άνθρωπος έχεις στενότερη συγγένεια με την ευρωπαϊκή κουλτούρα και, αν μη τι άλλο, είσαι σε κάποιο βαθμό διαποτισμένος από κοινές μυθολογίες και αναφορές, είτε Έλληνας είτε Γάλλος, είτε Δανός. Εκεί, στη μακρινή μυθική Ανατολή, σου λείπουν αυτές οι αναφορές καθώς και το τι τις γέννησε, καθώς και πώς και πότε και με ποιους τρόπους αυτές διαμόρφωσαν πολιτισμό και υποκείμενα. Οπότε οι λέξεις που αναγκαστικά θα χρησιμοποιήσεις ως μεταφραστής θα έχουν σχετική αξία, καθώς θα διαβαστούν από τον δυτικό αναγνώστη με βάση εκείνο που αυτός έχει στο μυαλό του, άντε προσθέτοντας και μια δόση εξωτισμού και μυστηρίου, αλλά ποτέ δεν θα ανταποκρίνονται σ’ αυτό στο οποίο πραγματικά αναφέρεται ο Ιάπωνας συγγραφέας. Οπότε όχι, εν πολλοίς δεν μεταδίδεται η λαγνεία, ο ερωτισμός, ο πόθος, αλλά και γενικά η «ιαπωνικότητα», εάν δεν έχεις ως αναγνώστης εγκύψει, μελετήσει, εκτεθεί με κάποιος τρόπους, περισσότερο ή λιγότερο, στην βαθύτερη μελέτη της. Οι ατμόσφαιρες παραμένουν μακρινές, ομιχλώδεις ανατολικές ατμόσφαιρες, όπου ο αναγνώστης θα επενδύσει την δική του ήδη διαμορφωμένη ιδέα και, στο βαθμό που θα είναι διαβασμένος ή όχι, θα την εμπλουτίσει προς την σωστή κατεύθυνση είτε θα παραπλανηθεί προς κάτι που θα είναι ένα ολότελα δικό του δημιούργημα. Μεγάλη κουβέντα… και όλα αυτά που είπα είναι σχηματικά, επειδή προσπαθούν να χωρέσουν έννοιες όπως αντικειμενικότητα και υποκειμενικότητα πρόσληψης και κατανόησης. Ένας φιλόσοφος θα μπορούσε εδώ να συνεισφέρει κάτι καλύτερο.
ΝΠ: Πόσο (και πώς) σε έχει βοηθήσει στις πολλές μεταφράσεις σου από τα ιαπωνικά η μακρόχρονη παραμονή σου στην Ιαπωνία;
ΠΕ: Δεν νομίζω να είχα ποτέ μεταφράσει από τα ιαπωνικά εάν δεν είχα ζήσει τα χρόνια που έζησα στην Ιαπωνία.
Συνεχίζοντας την προηγούμενη απάντηση, θα σου πω ότι εάν δεν είχα εκτεθεί στη ζωή, στους ανθρώπους, εάν δεν είχα αποκτήσει ένα πάθος για κάθε τι ιαπωνικό, εάν δεν είχα μελετήσει την ιστορία, την κουλτούρα, την λογοτεχνία, τις τέχνες, εάν δεν είχα εκτεθεί και δεν είχα έρθει σε επαφή φυσική με την «ιαπωνικότητα», δε θα είχα έτσι κι αλλιώς ποτέ το κίνητρο να μεταφέρω στα ελληνικά όλο αυτό που για μένα είναι ένας μεγάλος έρωτας. Πάντα, το έχω μάθει εκ των υστέρων αυτό για μένα, αυτό που με ωθεί να κάνω κάτι, είτε λέγεται να γράψω λογοτεχνία είτε να κάνω ταινίες ή να μεταφράσω, είναι το να επικοινωνήσω κάποια πράγματα που με μαγεύουν, με τα οποία έχω έρωτα, είτε αυτά είναι ιδέες, είτε άνθρωποι είτε κουλτούρα είτε ατμόσφαιρες και αισθητικές, στους άλλους ανθρώπους, σε ένα αναγνωστικό κοινό στην περίπτωσή μας. Έλα εδώ, λέω, πλησίασε, θέλω να σου πω κάτι, θέλω να δω τι θα κάνει στα δικά σου μάτια αυτό που έβαλε φωτιά στην δική μου όραση. Δεν θα είχα λοιπόν ποτέ την επιθυμία να το κάνω εάν δεν είχα ζήσει εκεί και επίσης δεν νομίζω να είχα ποτέ μπορέσει να το κάνω.
ΝΠ: Ο J. Tanizaki, ως λάτρης και μεταφραστής της δυτικής λογοτεχνίας, είναι πιο βατός μεταφραστικά από άλλους Ιάπωνες συγγραφείς;
ΠΕ: Ένα από τα βασικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζει τον Τανιζάκι ως συγγραφέα, μαζί με άλλους της γενιάς του, είναι ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας Ιαπωνίας η οποία προχωρούσε με όλο και πιο επιταχυνόμενους ρυθμούς σε αυτό που ονομάζουμε εκδυτικοποίηση, ειδικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου. Ο αυτοκράτορας μίλησε τότε για πρώτη φορά στο λαό του από το ραδιόφωνο και ο κόσμος άκουσε την φωνή του. Αυτό σηματοδότησε από μόνο του το τέλος μιας εποχής. Ο Τανιζάκι ταλαντεύεται ανάμεσα στη γοητεία του καινούργιου και το ίδιο του το αίμα και τις ρίζες, που ήταν αυτές ενός παιδιού του Έντο, ενός παιδιού που ήταν γέννημα θρέμμα δηλαδή του παλιού Τόκιο, με ό,τι αυτό σημαίνει ως προς ήθη, συνήθειες, ιδέες, γούστα, αισθητική, ατμόσφαιρα. Γέρνει πάντα προς τα εκεί όπου κυρίως γαλουχήθηκε, παίρνοντας από το καινούργιο ό,τι τον μαγεύει και τον εξυπηρετεί (στο δοκίμιό του Εγκώμιο της σκιάς, όπου, σχηματικά μιλώντας, «σκιά» είναι η ανατολική αισθητική και «φως» η δυτική, υπερασπίζεται τις αρχές και τις αξίες της πρώτης, εν τούτοις μας λέει ότι στο σπίτι του έχει εγκαταστήσει τουαλέτα δυτικού τύπου, γιατί πολύ απλούστατα είναι πολύ πιο βολική).
Είναι πολύ νωρίς όμως ακόμα χρονικά ώστε η έκθεσή του σε καινούργια ήθη και στον Δυτικό τρόπο και κανόνα να έχει επηρεάσει την γραφή του, ώστε να την έχει κάνει πιο βατή, όπως το θέτεις. Θα είχε ενδιαφέρον μια εμπεριστατωμένη μελέτη πάνω σε κάτι τέτοιο και σίγουρα κάτι θα υπάρχει στην Ιαπωνία, μιας και ο Τανιζάκι θεωρείται αν όχι ο, τουλάχιστον ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα στην χώρα του. Αυτό που μπορώ να αναφέρω εδώ είναι ότι ο Γιουκίο Μισίμα, για παράδειγμα, θεωρείται πολύ πιο δύσκολος για τον μεταφραστή, αλλά και για τον Ιάπωνα αναγνώστη, επειδή χρησιμοποιεί πολύ σπάνια ιδεογράμματα που δεν είναι σε ευρεία χρήση πλέον, μιας και ήταν λάτρης και υπερασπιστής της παλαιάς αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, πράγμα που οδήγησε εξ άλλου και στον θάνατό του.
ΝΠ: Πώς επηρεάζει τη μετάφραση και τη γλώσσα απόδοσής της το γεγονός ότι το έργο έχει ηλικία εκατό ετών; Είναι αισθητό αυτό στο πρωτότυπο;
ΠΕ: Προφανώς, τα ιαπωνικά, όπως και κάθε άλλη γλώσσα μεταλλάσσονται, πολλές λέξεις και εκφράσεις πέφτουν σε αχρησία, άλλες καινούργιες εμφανίζονται, πόσο μάλλον σ’ αυτήν την χώρα που ζει ακροβατώντας ανάμεσα σε δύο κουλτούρες και πολιτισμούς, δημιουργώντας κατά την άποψή μου μια τρίτη πραγματικότητα που είναι διαφορετική και από την Δύση και από την κλασική στερεοτυπική Ανατολή.
ΝΠ: Έχεις μεταφράσει τέσσερα έργα του J. Tanizaki. Μεταξύ αυτών και το δοκιμιακό Εγκώμιο της σκιάς. Νιώθεις, πιστεύεις, νομίζεις -δεν ξέρω και εγώ ποιο ρήμα να χρησιμοποιήσω… ας είναι η απάντησή σου εμπειρική- πως η μεταφραστική σχέση με κάποια έργα του συγγραφέα διευκολύνει μια ανάλογη σχέση και με άλλα του έργα; Έστω και αν ο συγγραφέας έχει ευρύ θεματολογικό και υφολογικό φάσμα; Έστω και αν το πέρασμα του χρόνου αλλάζει τον άνθρωπο (και τον συγγραφέα, λογικά…); Ή νιώθεις, πιστεύεις, νομίζεις πως κάθε σημαντικό έργο, κάθε έργο που επιβιώνει του δημιουργού του, έχει τους δικούς του κώδικες, που λίγη σχέση έχουν με τους κώδικες άλλων έργων του ίδιου συγγραφέα;
ΠΕ: Και τα δύο. Και κάθε έργο μπορεί να έχει τους δικούς του κώδικες, αν έτσι το αποφασίσει ο γράφων, και υπάρχει το κοινό συστατικό, ο ίδιος συγγραφέας με τις καταβολές, τις εμμονές, τα γητέματά του από λέξεις και γλωσσικούς τρόπους. Όπως και θέματα. Η ποδολαγνεία, για την οποία ήταν γνωστός ο ίδιος ο συγγραφέας και δεν το έκρυβε εξ άλλου, είναι θέμα και στο Πόδι της Φουμίκο, και στο Ημερολόγιο ενός Τρελού Γέρου, σε ένα δηλαδή από τα πρώτα και σε ένα από τα τελευταία του έργα. Κι αυτό γεννάει από μόνο του μια γλώσσα. Το Εγκώμιο της Σκιάς ως δοκίμιο μιλάει και αποτυπώνει και αυτό, όπου του δίδεται η ευκαιρία να το κάνει, την έλξη του συγγραφέα για πράγματα που χρησιμοποιεί ως σκηνικά στα μυθιστορήματά του, το ημίφως, την εύθραυστη και φευγαλέα ομορφιά, τα παλαιά ήθη και αισθητικές, πράγματα μέσα στα οποία μεγάλωσε ο Τανιζάκι. Και πάντα υπάρχει κάποιος ηλικιωμένος στις μυθοπλασίες του, ο οποίος τα περιγράφει και τα υποστηρίζει. Αντίστοιχα, η γλώσσα αντικατοπτρίζει αυτή την προσήλωση σε αρχές και αρέσκειες και τις αποδίδει με τις ανάλογες λέξεις. Και όσο ο Τανιζάκι παραπαίει, ηθελημένα ή αθέλητα ανάμεσα στους κόσμους του, άλλο τόσο και οι λέξεις του τον ακολουθούν σ’ αυτό του το ταξίδι.
ΝΠ: Δεν είσαι full time μεταφραστής λογοτεχνίας. Θεωρώ, προφανώς, θετική για τη ζωή αυτή την έλλειψη μονομέρειας, νομίζω όμως ότι είναι θετική και για το μεταφραστικό έργο. Συμφωνείς;
ΠΕ: Αυτό θα το πείτε εσείς οι αναγνώστες, μακάρι να ισχύει. Σίγουρα για μένα η ενασχόληση με πολλά είναι πηγή ανανέωσης και με βοηθάει να ζω χωρίς να βαριέμαι και να ζω κάθε νέα μετάφραση σαν μια φρέσκια περιπέτεια, με όλον τον ενθουσιασμό που αυτό συνεπάγεται. Χάνεται αυτή η αίσθηση του νέου πάλι στην πορεία, βέβαια, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
ΝΠ: Νομίζεις ότι κάτι χάθηκε από το πρωτότυπο στη μετάφραση αυτή; Τι ήταν το πιο σημαντικό που πέρασε τελικά στα ελληνικά; Τι σε δυσκόλεψε πιο πολύ;
ΠΕ: Χάθηκαν πολλά, όπως εξήγησα ήδη. Το είναι
της αρχικής γλώσσας βασικά, πράγμα που εξ ορισμού χάνεται πάντα στην μετάφραση. Αν απ’ τα γαλλικά θα είχε χαθεί η μαγεία της γαλλικής γλώσσας, που για μένα είναι μεγάλη, εδώ χάνεται η πολλαπλή μαγεία των ιαπωνικών. Η ιδέα και η ελπίδα είναι να έχουμε την δημιουργία μιας καινούργιας μαγείας, αυτής στην οποία το πρωτότυπο έργο μεταφράζεται.
Στα ελληνικά το τι πέρασε θα μου το πεις εσύ και θα το κουβεντιάσουμε σε μια άλλη ευκαιρία.
Αυτό που μου έρχεται στο μυαλό σαν δυσκολία ήταν η μετάφραση μιας λέξης για μία απόχρωση στα μαλλιά της Φούμικο.* Την έφερα στα δικά μας μέτρα, μιας και πραγματικά δεν ήξερα καν και τι ακριβώς ήταν. Βλέπεις, η κάθε κουλτούρα έχει την δική της σχέση με το χρώμα, πώς το αντιλαμβάνεται και τι σημαίνει κι αυτό είναι επίσης κάτι ακόμα που δεν μπορεί να αποδοθεί στην μετάφραση. Γι’ αυτό και οι επεξηγηματικές συζητήσεις —αυτό που κάνουμε δηλαδή, που με ρωτάς κι εγώ απαντάω και διευκρινίζω— όπως αυτή εδώ, είναι πάντα πολύ χρήσιμες.
———— O Παναγιώτης Ευαγγελίδης επέλεξε και την εικονογράφηση της συζήτησης ————
*Φούμικο ή Φουμίκο; οι εκδότες επιλέγουν το Φουμίκο και γι’ αυτό και στις περισσότερες περιπτώσεις στη συζήτηση προκρίθηκε αυτή η απόδοση. Ο Π. Ευαγγελίδης σε σχετική ερώτηση αποκάλυψε πως ο τονισμός των ιαπωνικών μπορεί να είναι ολόκληρο το θέμα μιας άλλης συζήτησης.