Μεταξύ μας. Για τους άλλους – 6


Οι δυσκολίες της μετάφρασης από μια μη ευρωπαϊκή γλώσσα (και μάλιστα ιδεογραμματική). Οι δυσκολίες της «μετάφρασης» περιγραφών πόθου και λαγνείας από ένα πολιτισμικό πλαίσιο που απέχει πολύ από το δυτικό. Η άνεση (;) που προσφέρει μια παλιά γνωριμία: είναι ευκολότερη η μετάφραση ενός ακόμη έργου κάποιου συγγραφέα από έναν μεταφραστή ο οποίος έχει μεταφράσει και άλλα έργα του στο παρελθόν;


————————

Junichiro Tanizaki, Το πόδι της Φουμίκο, Άγρα 2020
Μεταφραστής: Παναγιώτης Ευαγγελίδης



Στα πλαί­σια των συ­ζη­τή­σε­ων της σει­ράς Με­τα­ξύ μας. Για τους άλ­λους, η οποία, επι­ση­μαί­νου­με, στό­χο έχει να ανα­δεί­ξει τις στρα­τη­γι­κές, τις τα­κτι­κές και τις τε­χνι­κές κά­ποιων κα­λών με­τα­φρά­σε­ων σε δύ­σκο­λα έρ­γα, πε­ζά είτε ποι­η­τι­κά, μέ­σα από ερω­τή­σεις προς το με­τα­φρα­στή τους, αντι­κεί­με­νό μας εί­ναι το έρ­γο του Junichiro Tanizaki, Το πό­δι της Φου­μί­κο, έρ­γο του 1919. Θέ­μα: Μια πε­ρί­πτω­ση πο­δο­λα­γνεί­ας. (Ή μή­πως δύο;). Δια­βά­ζου­με στο οπι­σθό­φυλ­λο: «Ο Ου­νο­κί­τσι, φοι­τη­τής στη Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών, αφη­γεί­ται τη συ­νά­ντη­σή του με τον συ­ντα­ξιού­χο Τσου­κα­κό­σι και τη μαι­τρέσ­σα του Φου­μί­κο. Ο γέ­ρος έμπο­ρος, πα­θια­σμέ­νος με την ομορ­φιά της ερω­μέ­νης του, ανα­θέ­τει στον νε­α­ρό ζω­γρά­φο να απο­δώ­σει δυ­τι­κό­τρο­πα τη Φου­μί­κο, κα­τά τον τρό­πο όμως μιας πα­λιάς για­πω­νέ­ζι­κης γκρα­βού­ρας, σε μια στά­ση που ανα­δει­κνύ­ει τη μο­να­δι­κή αι­σθη­σια­κό­τη­τα της γυ­ναί­κας που ανα­πα­ρί­στα­ται. Η εμ­μο­νή του για ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο μέ­ρος του σώ­μα­τός της, τα πό­δια της, θα απο­κτή­σει τέ­τοια έντα­ση που θα τον οδη­γή­σει στα όρια της τρέ­λας. Το Πό­δι της Φου­μί­κο πα­ρα­μέ­νει το πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κό από τα πρώ­ι­μα έρ­γα του Τα­νι­ζά­κι που διε­ρευ­νούν πλευ­ρές “δια­στρο­φι­κής”, όπως ονο­μα­ζό­ταν εκεί­νη την επο­χή. σε­ξουα­λι­κό­τη­τας». Η σχέ­ση νέ­ου και γέ­ρου και η ιδιό­τυ­πα τρια­δι­κή σχέ­ση με την κο­πέ­λα λει­τουρ­γούν ως leit motiv στο μι­κρό αυ­τό αρι­στούρ­γη­μα.
Σχε­τι­κά με τον συγ­γρα­φέα, δια­βά­ζου­με στο αυ­τά­κι του βι­βλί­ου: «Ο Τζου­νι­τσί­ρο Τα­νι­ζά­κι (1886-1965) ήταν ένας γνή­σιος «γιος του Έντο», έχο­ντας γεν­νη­θεί στο Νι­χόν­μπα­σι, τη λαϊ­κή εμπο­ρι­κή πε­ριο­χή κο­ντά στο λι­μά­νι του Τό­κιο, η οποία θε­ω­ρεί­ται το λί­κνο των πραγ­μα­τι­κών συ­νε­χι­στών της φε­ου­δαρ­χι­κής πρω­τεύ­ου­σας. Στα μι­σά πε­ρί­που της ζω­ής του με­τα­κι­νή­θη­κε και πή­γε να ζή­σει στο Κάν­σαϊ, την πε­ριο­χή της Οσά­κα και του Κιό­το, το κέ­ντρο της πα­ρα­δο­σια­κής ια­πω­νι­κής αυ­το­κρα­το­ρι­κής κουλ­τού­ρας». Και συνεχίζουμε με τις υπόλοιπες βιογραφικές πληροφορίες, πα­ρα­φρά­ζο­ντας και συνοψίζοντας: O Tanizaki είναι από τις με­γα­λύ­τε­ρες μορ­φές της ια­πω­νι­κές λο­γο­τε­χνί­ας, πο­λύ γνω­στός στη Δύ­ση. Εξάλ­λου, τον εί­χε ελ­κύ­σει πρό­σκαι­ρα η δυ­τι­κή κουλ­τού­ρα, σε ό,τι αφο­ρά τον κι­νη­μα­το­γρά­φο, το φα­γη­τό και τη μό­δα και, κά­πως πιο μό­νι­μα, η δυ­τι­κή λο­γο­τε­χνία, ση­μα­ντι­κά έρ­γα της οποί­ας με­τέ­φρα­σε και διέ­δω­σε στην Ια­πω­νία. Με τα χρό­νια, απορ­ρο­φή­θη­κε σχε­δόν ολο­κλη­ρω­τι­κά από την κουλ­τού­ρα του Κάν­σαι. Τα έρ­γα του δια­κρί­νο­νται για το ευ­ρύ φά­σμα σε ό,τι αφο­ρά το ύφος αλ­λά και τη θε­μα­το­λο­γία.

Αρ­κε­τά γνω­στός και στην Ελ­λά­δα ο συγγραφέας, έντε­κα του­λά­χι­στον έρ­γα του έχουν με­τα­φερ­θεί στα ελ­λη­νι­κά, όχι όλα τους με­τα­φρα­σμέ­να από τα ια­πω­νι­κά. Τέσ­σε­ρα από αυ­τά τα έχει με­τα­φρά­σει από τα ιαπωνικά ο Πα­να­γιώ­της Ευαγ­γε­λί­δης, με­τα­ξύ των οποί­ων συγκαταλέγεται και το εμ­βλη­μα­τι­κό λο­γο­τε­χνι­κό δο­κί­μιο Εγκώ­μιο της σκιάς (εκδ. Άγρα 1995), ένας στο­χα­σμός σχε­τι­κά με τις δια­φο­ρές στην αντί­λη­ψη πε­ρί ωραί­ου ανά­με­σα σε Δύ­ση και Ια­πω­νία, μια ανί­χνευ­ση δη­λα­δή της «ια­πω­νι­κό­τη­τας», κά­τι που εν­δια­φέ­ρει τον Π. Ευαγ­γε­λί­δη, ο οποί­ος, επισημαίνουμε. έχει με­τα­φρά­σει και το μι­κρό αφή­γη­μα του Να­γκάι Καϊ­φού Σι­γα­νή βρο­χή (εκδ. Αλέ­ξάν­δρεια 1991), αρ­χέ­τυ­πο εκεί­νου που ο ίδιος θε­ω­ρεί πως θα μπο­ρού­σε να ονο­μα­σθεί στε­ρε­ο­τυ­πι­κά «ια­πω­νι­κό­τη­τα». Γνω­στός και ο Π. Ευαγ­γε­λί­δης στο αναγνωστικό κοινό, ως ο κατ΄ εξο­χήν με­τα­φρα­στής ια­πω­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας στην Ελ­λά­δα, πα­λαιό­τε­ρα ήταν και ο μο­να­δι­κός.
Ο Π. Ευαγ­γε­λί­δης έχει γρά­ψει και το κα­τα­το­πι­στι­κό Επί­με­τρο του βι­βλί­ου κα­θώς και τις δια­φω­τι­στι­κές και όντως απα­ραί­τη­τες ση­μειώ­σεις. Στο τέ­λος του βι­βλί­ου υπάρ­χει ακό­μα ένα εν­δια­φέ­ρον μι­κρό κεί­με­νο τι­τλο­φο­ρού­με­νο Σχε­τι­κά με τον με­τα­φρα­στή, το οποίο ενέ­πνευ­σε και πολ­λές από τις ερω­τή­σεις αυ­τής της συ­ζή­τη­σης.
Επει­δή δεν πι­στεύ­ου­με πως εί­ναι και τό­σο σω­στή η «πα­λαιο»φι­λο­λο­γι­κή άπο­ψη πως, για να με­τα­φρά­ζει κα­νείς κα­λά, αρ­κεί να ξέ­ρει απλώς κα­λά τη γλώσ­σα αφε­τη­ρί­ας και πο­λύ πιο κα­λά τη γλώσ­σα άφι­ξης, επει­δή πι­στεύ­ου­με πως η κα­λή γνώ­ση - εν­δε­χο­μέ­νως και η βί­ω­ση - του πο­λι­τι­σμι­κού πλαι­σί­ου της γλώσ­σας αφε­τη­ρί­ας έχει ση­μα­σία στη με­τά­φρα­ση, επει­δή ο Π. Ευαγ­γε­λί­δης έχει ζή­σει κά­ποια χρό­νια στην Ια­πω­νία, επει­δή με­τα­φρά­ζει και από άλ­λες γλώσ­σες (ισπα­νι­κά), επει­δή έχει επι­λέ­ξει να μην εί­ναι full time με­τα­φρα­στής λο­γο­τε­χνί­ας και, το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο (;), επει­δή η συ­ζή­τη­ση αυ­τή αφο­ρά με­τά­φρα­ση από εξω­ευ­ρω­πα­ϊ­κή και μά­λι­στα ιδε­ο­γραμ­μα­τι­κή γλώσ­σα, οι ερω­τή­σεις σε αυ­τήν τη συ­ζή­τη­ση της σει­ράς Με­τα­ξύ μας. Για τους άλ­λους θα εί­ναι αρ­κε­τά δια­φο­ρε­τι­κές από εκεί­νες των συ­ζη­τή­σε­ων με άλ­λους με­τα­φρα­στές. Θα εστιάζουν το ενδιαφέρον κάπως πιο πολύ στο με­τα­φρα­στή και κά­πως λι­γό­τε­ρο (από ό,τι συ­νή­θως) στην ίδια τη «γυ­μνή» (;) με­τά­φρα­ση.


Νίκος Πρατσίνης:
Μεταξύ μας, είναι δυνατή μια σχετικά μεγάλη ακρίβεια στη μετάφραση από μια ιδεογραμματική γλώσσα, όπως η ιαπωνική, ή επιβάλλει εξ αντικειμένου στο μεταφραστή μια υπερβολική δημιουργικότητα, η οποία συνεπάγεται υποκειμενικότητα και μεγάλη ευθύνη; Μήπως και η ίδια η ανάγνωση έργου γραμμένου σε μια ιδεογραμματική γλώσσα συνεπάγεται αυξημένη υποκειμενικότητα στην ερμηνεία; Σε τι διαφέρει η μετάφραση από τα ιαπωνικά από τη μετάφραση από μια δυτική γλώσσα, π.χ. τα ισπανικά;


Παναγιώτης Ευαγγελίδης:
Αρ­χι­κά θα πρέ­πει να ορί­σου­με την πολ­λα­πλό­τη­τα της έν­νοιας της «ακρί­βειας» στην με­τά­φρα­ση. Ακρί­βεια ως προς την ετυ­μο­λο­γία της κά­θε λέ­ξης μιας δε­δο­μέ­νης φρά­σης. Ακρί­βεια νο­ή­μα­τος. Ακρί­βεια ατμό­σφαι­ρας και αί­σθη­σης. Ακρί­βεια στυλ. Και ού­τω κα­θε­ξής... Θέ­λω να πω μ' αυ­τό ότι το όνει­ρο της ακρί­βειας εί­ναι ένα εξ αρ­χής χα­μέ­νο παι­χνί­δι, και δεν το λέω με λύ­πη αλ­λά σαν κά­τι δε­δο­μέ­νο. Με­τά­φρα­ση ση­μαί­νει φρά­ζω-με­τά οπό­τε έχου­με μία και­νούρ­για φρά­ση, ένα νέο κεί­με­νο που θα μας με­τα­φέ­ρει στοι­χεία του πρω­τό­τυ­που αλ­λά σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση το ίδιο. Υπάρ­χουν οι δύο βα­σι­κές με­τα­φρα­στι­κές σχο­λές, αυ­τή της προ­σή­λω­σης στην γλωσ­σι­κή ακρί­βεια και εκεί­νη της από­δο­σης του νο­ή­μα­τος με χα­λά­ρω­ση της προ­σκόλ­λη­σης σε ένα εί­δος γλωσ­σι­κής ισο­με­τρί­ας, για να το πω έτσι.
Στα ια­πω­νι­κά έχου­με ιδε­ο­γράμ­μα­τα, δη­λα­δή συμ­βο­λο­ποι­η­μέ­νες ει­κό­νες με νό­η­μα, άρα μια διά­στα­ση την οποία δεν μπο­ρεί εξ ορι­σμού να έχει μια συλ­λα­βι­κή γλώσ­σα. Αυ­τό, του­λά­χι­στον για έναν αλ­λο­ε­θνή με­τα­φρα­στή όπως εγώ, κά­νει το αρ­χι­κό κεί­με­νο από μό­νο του ένα ει­κα­στι­κό δη­μιούρ­γη­μα, ενώ για τους ίδιους τους ιά­πω­νες υπο­θέ­τω πως η ανά­γνω­ση των ιδε­ο­γραμ­μά­των εί­ναι ένας αυ­το­μα­τι­σμός, που δεν έχει τί­πο­τα να κά­νει με το δι­κό μου γή­τε­μα μπρο­στά στο ιδε­ό­γραμ­μα του σπι­τιού για πα­ρά­δειγ­μα που εί­ναι μια στέ­γη με ένα γου­ρού­νι από κά­τω, ή του αν­θρώ­που που εί­ναι ένα αφαι­ρε­τι­κό σχή­μα κά­ποιου που περ­πα­τά­ει. Το ξέ­νο μου μά­τι δια­βά­ζει μα­ζί με το ιδε­ό­γραμ­μα-λέ­ξη και την κουλ­τού­ρα και την ιστο­ρία που το δια­μόρ­φω­σε. Η λέ­ξη για την ζή­λεια απο­τε­λεί­ται από δύο αρ­κε­τά σύν­θε­τα το κα­θέ­να τους ιδε­ο­γράμ­μα­τα, που όμως πε­ριέ­χουν και τα δυο σαν συ­στα­τι­κό τους το ιδε­ό­γραμ­μα της γυ­ναί­κας (Ένα ιδε­ό­γραμ­μα μπο­ρεί να πε­ριέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρα του ενός ιδε­ο­γράμ­μα­τα και έτσι να συ­νι­στά με την σει­ρά του ένα σύν­θε­το και­νούρ­γιο ιδε­ό­γραμ­μα). Φα­ντά­σου πό­ση τρο­φή για σκέ­ψη...

Ιδεόγραμμα του σπιτιού

Για μέ­να, όλα αυ­τά αλ­λά­ζουν φυ­σι­κά τη σχέ­ση με το κεί­με­νο. Ακό­μα και όταν μι­λάω ια­πω­νι­κά, ένα μέ­ρος του μυα­λού μου προ­σπα­θεί να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει και να ανα­λύ­σει τις λέ­ξεις που ανε­βαί­νουν απ τον λαι­μό μου κό­μπο κό­μπο επει­δή πα­ράλ­λη­λα τις βλέ­πω κιό­λας. Η ομι­λία μου εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή στα ια­πω­νι­κά απ ό,τι στα γαλ­λι­κά ή τα ισπα­νι­κά. Έχει μια διά­στα­ση πα­ρα­πά­νω, αυ­τήν της ταυ­τό­χρο­νης πα­ράλ­λη­λης ανα­πα­ρά­στα­σης σε ει­κό­νες των ήχων που εκ­πέ­μπω.
Οπό­τε, η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα στην οποία ανα­φέ­ρε­σαι, εξυ­πα­κού­ε­ται με την έν­νοια ότι μι­λά­με για μια πολ­λα­πλή ανά­γνω­ση και άρα μία πολ­λα­πλή με­τά­φρα­ση, με­τά από ένα ση­μείο αδύ­να­τη, του­λά­χι­στον στο επί­πε­δο της ει­κό­νας της τυ­πω­μέ­νης λέ­ξης, μιας και οι δι­κές μας γλώσ­σες έχουν κά­τι ανά­με­σα σε 25-30 γράμ­μα­τα και όλα παί­ζο­νται στους συν­δυα­σμούς τους, ενώ τα ιδε­ο­γράμ­μα­τα εί­ναι γύ­ρω στις 5000, με 2000 απ αυ­τά να χρη­σι­μο­ποιού­νται ευ­ρέ­ως. Και βέ­βαια ο με­τα­φρα­στής, εγώ, έχει τον πει­ρα­σμό να με­τα­φέ­ρει αυ­τή την πολ­λα­πλή μα­γεία στο δι­κό του πο­λύ πε­ριο­ρι­σμέ­νο πε­δίο παι­χνι­διού με τα γράμ­μα­τα, και ακό­μα κι αν αυ­τό δεν μπο­ρεί να γί­νει πα­ρα­μέ­νει μέ­σα του σαν μία τά­ση, ένας μί­τος που δεν τον οδη­γεί βέ­βαια σε κά­τι τε­λι­κά ορα­τό για τον ανα­γνώ­στη. Θα εί­μαι ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος αν μεί­νει κάπως σαν μυ­ρου­διά ανά­με­σα και πί­σω απ’ τις λέ­ξεις. Wishful thinking θα μου πεις...
Όσο για την ευ­θύ­νη, ναι, υπάρ­χει φυ­σι­κά πά­ντα η ευ­θύ­νη των επι­λο­γών, θα το ονό­μα­ζα όμως αντί για ευ­θύ­νη «εξα­να­γκα­σμέ­νη ελευ­θε­ρία», να κυ­λι­στεί κα­νείς μέ­σα σε έναν κά­μπο με χί­λια λου­λού­δια χω­ρίς να έχει την επι­λο­γή να μην το κά­νει.
Η υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα έτσι ορ­γιά­ζει. Τα ια­πω­νι­κά θε­ω­ρού­νται από τους γλωσ­σο­λό­γους ως μία ή ίσως η ασα­φέ­στε­ρη γλώσ­σα στον κό­σμο. Δεν υπάρ­χουν γέ­νη πα­ρά κατ’ εξαί­ρε­ση, δεν υπάρ­χουν κλί­σεις, αριθ­μοί —ενι­κός ή πλη­θυ­ντι­κός— πα­ρά επί­σης κατ’ εξαί­ρε­ση, οι ρη­μα­τι­κοί χρό­νοι εί­ναι μό­νο τρεις, πα­ρόν, πα­ρελ­θόν και μέλ­λον, και μία κα­τά­λη­ξη για την διάρ­κεια, οι γραμ­μα­τι­κοί προσ­διο­ρι­σμοί ελά­χι­στοι. Μια αρ­χαία ή πρω­τό­γο­νη γλώσ­σα θα έλε­γε κα­νείς, μια γλώσ­σα ση­μα­διών που πρέ­πει να ακο­λου­θή­σεις για να σου επι­κοι­νω­νή­σει τα αμφίσημα, πο­λύ συ­χνά, νο­ή­μα­τά της.
Έχου­με λοι­πόν ένα ακό­μα επί­πε­δο με­τά­φρα­σης, για­τί αυ­τή η ασά­φεια πρέ­πει στην δι­κή μου γλώσ­σα να απο­δο­θεί συ­γκε­κρι­μέ­να, μιας και η συ­νή­θεια της γλώσ­σας μας εί­ναι τέ­τοια που χω­ρίς το έστω και σχε­τι­κά συ­γκε­κρι­μέ­νο δεν μπο­ρεί να πα­ρα­χθεί νό­η­μα. Στο Τό­κιο, όταν πρω­το­πή­γα, πα­ρα­τη­ρού­σα πά­ντα πα­ρα­ξε­νε­μέ­νος αν­θρώ­πους που μι­λού­σαν και ο ένας έδει­χνε συ­χνά πυ­κνά με το δά­χτυ­λο τον εαυ­τό του στον άλ­λον, οι πιο «λαϊ­κοί» άν­θρω­ποι ακου­μπού­σαν με τον δεί­κτη του χε­ριού την άκρη της μύ­της τους, λέ­γο­ντας κά­τι. Σύ­ντο­μα έμα­θα ότι αυ­τό που έλε­γαν ήταν: «Εν­νο­είς εμέ­να;». Δεν κα­τα­λά­βαι­ναν δη­λα­δή ξε­κά­θα­ρα σε ποιον ανα­φε­ρό­ταν ο συ­νο­μι­λη­τής τους. Κά­τι που το βλέ­πει κα­νείς συ­χνά στο δρό­μο. Όλο αυ­τό, το για ποιον μι­λά­ει η φρά­ση, υπάρ­χει συ­χνά και στον γρα­πτό λό­γο, οπό­τε συ­νε­χώς με­τα­φρά­ζεις ερ­μη­νεύ­ο­ντας. Κου­βα­λάς πράγ­μα­τα που πρέ­πει στην δια­δρο­μή να αφή­σεις ενώ πρέ­πει να επι­νο­ή­σεις άλ­λα που δεν υπάρ­χουν. Εί­ναι ένα από τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της με­τά­φρα­σης από αυ­τή την γλώσ­σα, τα μα­θη­μα­τι­κά της, αφαι­ρείς και προ­σθέ­τεις. Υπάρ­χουν, για πα­ρά­δειγ­μα, πέ­ντε ιαπωνικές λέ­ξεις για την ελληνική λέ­ξη «εγώ», δύο για το «εσύ», ανά­λο­γα με τον βαθ­μό οι­κειό­τη­τας. Εκεί πρέ­πει να προ­σθέ­σεις για να ει­δι­κεύ­σεις. Και με­τά ένα σω­ρό μι­κρές λε­ξού­λες, επι­φω­νή­μα­τα, κι­ναι­σθη­τι­κή διά­στα­ση της γλώσ­σας, φω­νή­ε­ντα που μα­κραί­νουν σαν τρα­γού­δι ιε­ρο­τε­λε­στι­κό, άλ­λα μα­θη­μα­τι­κά, εν­νοώ «άλ­λου εί­δους μα­θη­μα­τι­κά της γλώσ­σας».

Πριν στα­μα­τή­σω με αυ­τό όμως, ας πω και λί­γο τον πό­νο μου και πόνο κά­θε με­τα­φρα­στή από τα ια­πω­νι­κά. Ενώ στα ισπα­νι­κά, λό­γου χά­ριν, μιας που τα ανα­φέ­ρεις κιό­λας, όταν βλέ­πω μπρο­στά μου την λέ­ξη ventana θα πάω στο λε­ξι­κό στο γράμ­μα v με­τά στο e, το n και το t και θα μου πα­ρου­σια­στεί η λέ­ξη, οπότε θα μάθω πως σημαίνει το πα­ρά­θυ­ρο, αυ­τό στα ια­πω­νι­κά δεν υπάρ­χει. Η άγνω­στη λέ­ξη που έχεις μπρο­στά σου εί­ναι ένα ιδε­ό­γραμ­μα, του οποίου αγνο­είς, εκτός από το νό­η­μα, και τον ήχο του, οπότε δεν μπορείς να το ψά­ξεις στο λε­ξι­κό κα­τά­τα­ξης των λέ­ξε­ων βά­σει της προ­φο­ράς τους. Δεν ξέ­ρεις τί­πο­τα γι’ αυ­τό πέ­ραν αυ­τού που βλέ­πεις. Ένα αί­νιγ­μα. Δεν θα μπω εδώ στην δια­δι­κα­σία εξή­γη­σης της λε­ξι­κο­γρά­φη­σης των ιδε­ο­γραμ­μά­των, θα πω μό­νο πως αν το ventana το βρί­σκεις σε λι­γό­τε­ρο από 15 δευ­τε­ρό­λε­πτα, για το ια­πω­νι­κό πα­ρά­θυ­ρο θα σου χρεια­στούν με­ρι­κά λε­πτά μέ­χρι να πα­ρα­με­ρί­σεις τις κουρ­τί­νες του ώστε να σου φα­νε­ρώ­σει το νό­η­μά του.

Μεταξύ μας. Για τους άλλους – 6


ΝΠ:
Σε ποιο βαθμό κρίνεις δυνατή τη μεταφορά στη γλώσσα μας - και σε άλλες δυτικές, μιας και είσαι πολύγλωσσος - των περιγραφών του πόθου και της νηφάλιας λαγνείας από μια πραγματικότητα τόσο μακρινή και ξένη, όπως η ιαπωνική, ειδικά μάλιστα ενός έργου το οποίο είχε γραφτεί σε μια εποχή που η Ιαπωνία δεν είχε δυτικοποιηθεί τόσο όσο είναι στις μέρες μας; Και για το θέσω και κάπως πιο γενικά: «μεταφράζεται» τελικά η ιαπωνικότητα; Το αναφέρω αυτό γιατί έχεις μεταφράσει και δυο βιβλία τα οποία, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την έχουν ως κεντρικό θέμα.

ΠΕ: Πά­ντα όταν με­τα­φρά­ζεις μία ατμό­σφαι­ρα, έναν αι­σθη­σια­σμό, έναν ιδιαί­τε­ρο ερω­τι­σμό, θα έχεις ανά­λο­γα προ­βλή­μα­τα απ’ όποια γλώσ­σα και αν το κά­νεις σε κά­ποια άλ­λη. Κά­θε επο­χή, κά­θε χώ­ρα, κά­θε κουλ­τού­ρα αλ­λιώς έχουν δια­μορ­φώ­σει, ση­μα­σιο­δο­τή­σει και χρω­μα­τί­σει αυ­τές τις κα­τη­γο­ρί­ες. Απλούστατα, όταν έχεις να με­τα­φρά­σεις τη γαλ­λι­κή, την ισπα­νι­κή ή τη βρε­τα­νι­κή, λό­γου χά­ριν, εκ­δο­χή του πό­θου, αυτή εί­ναι κά­τι στο οποίο ως ευ­ρω­παί­ος έχεις πο­λύ πι­θα­νά εκτε­θεί και άρα εί­σαι πε­ρισ­σό­τε­ρο εξοι­κειω­μέ­νος, και έτσι ευ­κο­λό­τε­ρα θα κα­τα­λά­βεις και θα οι­κειο­ποι­η­θείς αυ­τό που πε­ρι­γρά­φε­ται. Κά­τι ξέ­ρεις για τους εκλε­πτυ­σμέ­νους και επι­στη­μο­νι­κά δια­στρο­φι­κούς Γάλ­λους, για τους φλο­γε­ρούς και χα­ο­τι­κούς νό­τιους της ηπεί­ρου μας, για τους εσω­στρε­φείς και πι­θα­νά πιο κρυ­φά δια­στρο­φι­κούς βό­ρειους, με δυο λό­για έχεις εκτε­θεί σε όλα τα στε­ρε­ό­τυ­πα του εί­δους και έχεις πι­θα­νώς γνω­ρί­σει και εκ­προ­σώ­πους τους προ­σω­πι­κά. Στο ασια­τι­κό και ια­πω­νι­κό στε­ρε­ό­τυ­πο έχεις επί­σης εκτε­θεί κα­τά διά­φο­ρους τρό­πους. Όμως εκεί η ει­κό­να εί­ναι από­μα­κρη και η πλη­ρο­φό­ρη­ση πο­λύ ελ­λι­πέ­στε­ρη, και σί­γου­ρα εντε­λώς σχη­μα­τι­κή. Όντας δυ­τι­κός άν­θρω­πος έχεις στε­νό­τε­ρη συγ­γέ­νεια με την ευ­ρω­παϊ­κή κουλ­τού­ρα και, αν μη τι άλ­λο, εί­σαι σε κά­ποιο βαθ­μό δια­πο­τι­σμέ­νος από κοι­νές μυ­θο­λο­γί­ες και ανα­φο­ρές, εί­τε Έλ­λη­νας εί­τε Γάλ­λος, εί­τε Δα­νός. Εκεί, στη μα­κρι­νή μυ­θι­κή Ανα­το­λή, σου λεί­πουν αυ­τές οι ανα­φο­ρές κα­θώς και το τι τις γέν­νη­σε, καθώς και πώς και πό­τε και με ποιους τρό­πους αυτές δια­μόρ­φω­σαν πο­λι­τι­σμό και υπο­κεί­με­να. Οπό­τε οι λέ­ξεις που ανα­γκα­στι­κά θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις ως με­τα­φρα­στής θα έχουν σχε­τι­κή αξία, κα­θώς θα δια­βα­στούν από τον δυ­τι­κό ανα­γνώ­στη με βάση εκεί­νο που αυ­τός έχει στο μυα­λό του, άντε προ­σθέ­το­ντας και μια δό­ση εξω­τι­σμού και μυ­στη­ρί­ου, αλ­λά πο­τέ δεν θα αντα­πο­κρί­νο­νται σ’ αυ­τό στο οποίο πραγ­μα­τι­κά ανα­φέ­ρε­ται ο Ιά­πω­νας συγ­γρα­φέ­ας. Οπό­τε όχι, εν πολ­λοίς δεν με­τα­δί­δε­ται η λα­γνεία, ο ερω­τι­σμός, ο πό­θος, αλλά και γε­νι­κά η «ια­πω­νι­κό­τη­τα», εάν δεν έχεις ως ανα­γνώ­στης εγκύ­ψει, με­λε­τή­σει, εκτε­θεί με κά­ποιος τρό­πους, πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο, στην βα­θύ­τε­ρη με­λέ­τη της. Οι ατμό­σφαι­ρες πα­ρα­μέ­νουν μα­κρι­νές, ομι­χλώ­δεις ανα­το­λι­κές ατμό­σφαι­ρες, όπου ο ανα­γνώ­στης θα επεν­δύ­σει την δι­κή του ήδη δια­μορ­φω­μέ­νη ιδέα και, στο βαθ­μό που θα εί­ναι δια­βα­σμέ­νος ή όχι, θα την εμπλου­τί­σει προς την σω­στή κα­τεύ­θυν­ση είτε θα πα­ρα­πλα­νη­θεί προς κά­τι που θα εί­ναι ένα ολό­τε­λα δι­κό του δη­μιούρ­γη­μα. Με­γά­λη κου­βέ­ντα… και όλα αυ­τά που εί­πα εί­ναι σχη­μα­τι­κά, επει­δή προ­σπα­θούν να χω­ρέ­σουν έν­νοιες όπως αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα και υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα πρό­σλη­ψης και κα­τα­νό­η­σης. Ένας φι­λό­σο­φος θα μπο­ρού­σε εδώ να συ­νει­σφέ­ρει κά­τι κα­λύ­τε­ρο.

Μεταξύ μας. Για τους άλλους – 6


ΝΠ:
Πόσο (και πώς) σε έχει βοηθήσει στις πολλές μεταφράσεις σου από τα ιαπωνικά η μακρόχρονη παραμονή σου στην Ιαπωνία;

ΠΕ: Δεν νο­μί­ζω να εί­χα πο­τέ με­τα­φρά­σει από τα ια­πω­νι­κά εάν δεν εί­χα ζή­σει τα χρό­νια που έζη­σα στην Ια­πω­νία.
Συ­νε­χί­ζο­ντας την προη­γού­με­νη απά­ντη­ση, θα σου πω ότι εάν δεν εί­χα εκτε­θεί στη ζωή, στους αν­θρώ­πους, εάν δεν εί­χα απο­κτή­σει ένα πά­θος για κά­θε τι ια­πω­νι­κό, εάν δεν εί­χα με­λε­τή­σει την ιστο­ρία, την κουλ­τού­ρα, την λο­γο­τε­χνία, τις τέ­χνες, εάν δεν εί­χα εκτε­θεί και δεν είχα έρ­θει σε επα­φή φυ­σι­κή με την «ια­πω­νι­κό­τη­τα», δε θα εί­χα έτσι κι αλ­λιώς πο­τέ το κί­νη­τρο να με­τα­φέ­ρω στα ελ­λη­νι­κά όλο αυ­τό που για μέ­να εί­ναι ένας με­γά­λος έρω­τας. Πά­ντα, το έχω μά­θει εκ των υστέ­ρων αυ­τό για μέ­να, αυ­τό που με ωθεί να κά­νω κά­τι, εί­τε λέ­γε­ται να γρά­ψω λο­γο­τε­χνία είτε να κά­νω ται­νί­ες ή να με­τα­φρά­σω, εί­ναι το να επι­κοι­νω­νή­σω κά­ποια πράγ­μα­τα που με μα­γεύ­ουν, με τα οποία έχω έρω­τα, εί­τε αυτά είναι ιδέ­ες, εί­τε άν­θρω­ποι εί­τε κουλ­τού­ρα είτε ατμό­σφαι­ρες και αι­σθη­τι­κές, στους άλ­λους αν­θρώ­πους, σε ένα ανα­γνω­στι­κό κοι­νό στην πε­ρί­πτω­σή μας. Έλα εδώ, λέω, πλη­σί­α­σε, θέ­λω να σου πω κά­τι, θέ­λω να δω τι θα κά­νει στα δι­κά σου μά­τια αυ­τό που έβα­λε φω­τιά στην δι­κή μου όρα­ση. Δεν θα εί­χα λοι­πόν πο­τέ την επι­θυ­μία να το κά­νω εάν δεν εί­χα ζή­σει εκεί και επί­σης δεν νο­μί­ζω να εί­χα πο­τέ μπο­ρέ­σει να το κά­νω.

https://www.youtube.com/watch?v=u5xYdkMiV6Q


ΝΠ:
Ο J. Tanizaki, ως λάτρης και μεταφραστής της δυτικής λογοτεχνίας, είναι πιο βατός μεταφραστικά από άλλους Ιάπωνες συγγραφείς;

ΠΕ: Ένα από τα βα­σι­κά γνω­ρί­σμα­τα που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Τα­νι­ζά­κι ως συγ­γρα­φέα, μα­ζί με άλ­λους της γε­νιάς του, εί­ναι ότι βρί­σκε­ται στο με­ταίχ­μιο μιας Ια­πω­νί­ας η οποία προ­χω­ρού­σε με όλο και πιο επιταχυνόμενους ρυθ­μούς σε αυ­τό που ονο­μά­ζου­με εκ­δυ­τι­κο­ποί­η­ση, ει­δι­κά με­τά το τέ­λος του Β΄ Πα­γκό­σμιου πο­λέ­μου. Ο αυ­το­κρά­το­ρας μί­λη­σε τότε για πρώ­τη φο­ρά στο λαό του από το ρα­διό­φω­νο και ο κό­σμος άκου­σε την φω­νή του. Αυ­τό ση­μα­το­δό­τη­σε από μό­νο του το τέ­λος μιας επο­χής. Ο Τα­νι­ζά­κι τα­λα­ντεύ­ε­ται ανά­με­σα στη γοη­τεία του και­νούρ­γιου και το ίδιο του το αί­μα και τις ρί­ζες, που ήταν αυ­τές ενός παι­διού του Έντο, ενός παι­διού που ήταν γέν­νη­μα θρέμ­μα δη­λα­δή του πα­λιού Τό­κιο, με ό,τι αυ­τό ση­μαί­νει ως προς ήθη, συ­νή­θειες, ιδέ­ες, γού­στα, αι­σθη­τι­κή, ατμό­σφαι­ρα. Γέρ­νει πά­ντα προς τα εκεί όπου κυ­ρί­ως γα­λου­χή­θη­κε, παίρ­νο­ντας από το και­νούρ­γιο ό,τι τον μα­γεύ­ει και τον εξυ­πη­ρε­τεί (στο δο­κί­μιό του Εγκώ­μιο της σκιάς, όπου, σχη­μα­τι­κά μι­λώ­ντας, «σκιά» εί­ναι η ανα­το­λι­κή αι­σθη­τι­κή και «φως» η δυ­τι­κή, υπε­ρα­σπί­ζε­ται τις αρ­χές και τις αξί­ες της πρώ­της, εν τού­τοις μας λέ­ει ότι στο σπί­τι του έχει εγκα­τα­στή­σει τουα­λέ­τα δυ­τι­κού τύ­που, για­τί πο­λύ απλούστατα εί­ναι πο­λύ πιο βο­λι­κή).
Εί­ναι πο­λύ νω­ρίς όμως ακό­μα χρο­νι­κά ώστε η έκ­θε­σή του σε και­νούρ­για ήθη και στον Δυ­τι­κό τρό­πο και κα­νό­να να έχει επη­ρε­ά­σει την γρα­φή του, ώστε να την έχει κά­νει πιο βα­τή, όπως το θέ­τεις. Θα εί­χε εν­δια­φέ­ρον μια εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νη με­λέ­τη πά­νω σε κά­τι τέ­τοιο και σί­γου­ρα κά­τι θα υπάρ­χει στην Ια­πω­νία, μιας και ο Τα­νι­ζά­κι θε­ω­ρεί­ται αν όχι ο, του­λά­χι­στον ένας από τους σπου­δαιό­τε­ρους συγ­γρα­φείς του 20ού αιώ­να στην χώ­ρα του. Αυ­τό που μπο­ρώ να ανα­φέ­ρω εδώ εί­ναι ότι ο Γιουκίο Μι­σί­μα, για πα­ρά­δειγ­μα, θε­ω­ρεί­ται πο­λύ πιο δύ­σκο­λος για τον με­τα­φρα­στή, αλ­λά και για τον Ιά­πω­να ανα­γνώ­στη, επει­δή χρη­σι­μο­ποιεί πο­λύ σπά­νια ιδε­ο­γράμ­μα­τα που δεν εί­ναι σε ευ­ρεία χρή­ση πλέ­ον, μιας και ήταν λά­τρης και υπε­ρα­σπι­στής της πα­λαιάς αυ­το­κρα­το­ρι­κής Ια­πω­νί­ας, πράγ­μα που οδή­γη­σε εξ άλ­λου και στον θά­να­τό του.

Ζωγραφική ζεν
Ζωγραφική ζεν


ΝΠ: Πώς επηρεάζει τη μετάφραση και τη γλώσσα απόδοσής της το γεγονός ότι το έργο έχει ηλικία εκατό ετών; Είναι αισθητό αυτό στο πρωτότυπο;

ΠΕ: Προ­φα­νώς, τα ια­πω­νι­κά, όπως και κά­θε άλ­λη γλώσ­σα με­τα­λλάσ­σον­ται, πολ­λές λέ­ξεις και εκ­φρά­σεις πέ­φτουν σε αχρη­σία, άλ­λες και­νούρ­γιες εμ­φα­νί­ζο­νται, πό­σο μάλ­λον σ’ αυ­τήν την χώ­ρα που ζει ακρο­βα­τώ­ντας ανά­με­σα σε δύο κουλ­τού­ρες και πο­λι­τι­σμούς, δη­μιουρ­γώ­ντας κα­τά την άπο­ψή μου μια τρί­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή και από την Δύ­ση και από την κλα­σι­κή στε­ρε­ο­τυ­πι­κή Ανα­το­λή.

https://www.youtube.com/watch?v=ponTbDDMYjw


ΝΠ:
Έχεις μεταφράσει τέσσερα έργα του J. Tanizaki. Μεταξύ αυτών και το δοκιμιακό Εγκώμιο της σκιάς. Νιώθεις, πιστεύεις, νομίζεις -δεν ξέρω και εγώ ποιο ρήμα να χρησιμοποιήσω… ας είναι η απάντησή σου εμπειρική- πως η μεταφραστική σχέση με κάποια έργα του συγγραφέα διευκολύνει μια ανάλογη σχέση και με άλλα του έργα; Έστω και αν ο συγγραφέας έχει ευρύ θεματολογικό και υφολογικό φάσμα; Έστω και αν το πέρασμα του χρόνου αλλάζει τον άνθρωπο (και τον συγγραφέα, λογικά…); Ή νιώθεις, πιστεύεις, νομίζεις πως κάθε σημαντικό έργο, κάθε έργο που επιβιώνει του δημιουργού του, έχει τους δικούς του κώδικες, που λίγη σχέση έχουν με τους κώδικες άλλων έργων του ίδιου συγγραφέα;

ΠΕ: Και τα δύο. Και κά­θε έρ­γο μπο­ρεί να έχει τους δι­κούς του κώ­δι­κες, αν έτσι το απο­φα­σί­σει ο γρά­φων, και υπάρ­χει το κοι­νό συ­στα­τι­κό, ο ίδιος συγ­γρα­φέ­ας με τις κα­τα­βο­λές, τις εμ­μο­νές, τα γη­τέ­μα­τά του από λέ­ξεις και γλωσ­σι­κούς τρό­πους. Όπως και θέ­μα­τα. Η πο­δο­λα­γνεία, για την οποία ήταν γνω­στός ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας και δεν το έκρυ­βε εξ άλ­λου, εί­ναι θέ­μα και στο Πό­δι της Φου­μί­κο, και στο Ημε­ρο­λό­γιο ενός Τρε­λού Γέ­ρου, σε ένα δη­λα­δή από τα πρώ­τα και σε ένα από τα τε­λευ­ταία του έρ­γα. Κι αυ­τό γεν­νά­ει από μό­νο του μια γλώσ­σα. Το Εγκώ­μιο της Σκιάς ως δο­κί­μιο μι­λά­ει και απο­τυ­πώ­νει και αυ­τό, όπου του δί­δε­ται η ευ­και­ρία να το κά­νει, την έλ­ξη του συγ­γρα­φέα για πράγ­μα­τα που χρη­σι­μο­ποιεί ως σκη­νι­κά στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του, το ημί­φως, την εύ­θραυ­στη και φευ­γα­λέα ομορ­φιά, τα πα­λαιά ήθη και αι­σθη­τι­κές, πράγ­μα­τα μέ­σα στα οποία με­γά­λω­σε ο Τα­νι­ζά­κι. Και πά­ντα υπάρ­χει κά­ποιος ηλι­κιω­μέ­νος στις μυ­θο­πλα­σί­ες του, ο οποί­ος τα πε­ρι­γρά­φει και τα υπο­στη­ρί­ζει. Αντί­στοι­χα, η γλώσ­σα αντι­κα­το­πτρί­ζει αυ­τή την προ­σή­λω­ση σε αρ­χές και αρέ­σκειες και τις απο­δί­δει με τις ανά­λο­γες λέ­ξεις. Και όσο ο Τα­νι­ζά­κι πα­ρα­παί­ει, ηθε­λη­μέ­να ή αθέ­λη­τα ανά­με­σα στους κό­σμους του, άλλο τό­σο και οι λέ­ξεις του τον ακο­λου­θούν σ’ αυ­τό του το τα­ξί­δι.


ΝΠ:
Δεν είσαι full time μεταφραστής λογοτεχνίας. Θεωρώ, προφανώς, θετική για τη ζωή αυτή την έλλειψη μονομέρειας, νομίζω όμως ότι είναι θετική και για το μεταφραστικό έργο. Συμφωνείς;

ΠΕ: Αυ­τό θα το πεί­τε εσείς οι ανα­γνώ­στες, μα­κά­ρι να ισχύ­ει. Σί­γου­ρα για μέ­να η ενα­σχό­λη­ση με πολ­λά εί­ναι πη­γή ανα­νέ­ω­σης και με βοη­θά­ει να ζω χω­ρίς να βα­ριέ­μαι και να ζω κά­θε νέα με­τά­φρα­ση σαν μια φρέ­σκια πε­ρι­πέ­τεια, με όλον τον εν­θου­σια­σμό που αυ­τό συ­νε­πά­γε­ται. Χά­νε­ται αυ­τή η αί­σθη­ση του νέ­ου πά­λι στην πο­ρεία, βέ­βαια, αλ­λά αυ­τό εί­ναι μια άλ­λη κου­βέ­ντα.


ΝΠ:
Νομίζεις ότι κάτι χάθηκε από το πρωτότυπο στη μετάφραση αυτή; Τι ήταν το πιο σημαντικό που πέρασε τελικά στα ελληνικά; Τι σε δυσκόλεψε πιο πολύ;

ΠΕ: Χά­θη­καν πολ­λά, όπως εξή­γη­σα ήδη. Το εί­ναι της αρ­χι­κής γλώσ­σας βα­σι­κά, πράγ­μα που εξ ορι­σμού χά­νε­ται πά­ντα στην με­τά­φρα­ση. Αν απ’ τα γαλ­λι­κά θα εί­χε χα­θεί η μα­γεία της γαλ­λι­κής γλώσ­σας, που για μέ­να εί­ναι με­γά­λη, εδώ χά­νε­ται η πολ­λα­πλή μα­γεία των ια­πω­νι­κών. Η ιδέα και η ελ­πί­δα εί­ναι να έχου­με την δη­μιουρ­γία μιας και­νούρ­γιας μα­γεί­ας, αυ­τής στην οποία το πρω­τό­τυ­πο έρ­γο με­τα­φρά­ζε­ται.

Στα ελ­λη­νι­κά το τι πέ­ρα­σε θα μου το πεις εσύ και θα το κου­βε­ντιά­σου­με σε μια άλ­λη ευ­και­ρία.

Αυ­τό που μου έρ­χε­ται στο μυα­λό σαν δυ­σκο­λία ήταν η με­τά­φρα­ση μιας λέ­ξης για μία από­χρω­ση στα μαλ­λιά της Φού­μι­κο.* Την έφε­ρα στα δι­κά μας μέ­τρα, μιας και πραγ­μα­τι­κά δεν ήξε­ρα καν και τι ακρι­βώς ήταν. Βλέ­πεις, η κά­θε κουλ­τού­ρα έχει την δι­κή της σχέ­ση με το χρώ­μα, πώς το αντι­λαμ­βά­νε­ται και τι ση­μαί­νει κι αυ­τό εί­ναι επί­σης κά­τι ακό­μα που δεν μπο­ρεί να απο­δο­θεί στην με­τά­φρα­ση. Γι’ αυ­τό και οι επε­ξη­γη­μα­τι­κές συ­ζη­τή­σεις —αυ­τό που κά­νου­με δη­λα­δή, που με ρω­τάς κι εγώ απα­ντάω και διευ­κρι­νί­ζω— όπως αυ­τή εδώ, εί­ναι πά­ντα πο­λύ χρή­σι­μες.

https://www.youtube.com/watch?v=tWJQQiZYcUA


————
O Παναγιώτης Ευαγγελίδης επέλεξε και την εικονογράφηση της συζήτησης
————


*Φούμικο ή Φουμίκο; οι εκδότες επιλέγουν το Φουμίκο και γι’ αυτό και στις περισσότερες περιπτώσεις στη συζήτηση προκρίθηκε αυτή η απόδοση. Ο Π. Ευαγγελίδης σε σχετική ερώτηση αποκάλυψε πως ο τονισμός των ιαπωνικών μπορεί να είναι ολόκληρο το θέμα μιας άλλης συζήτησης.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: