Ολοκληρωμένα αισθητικά μορφώματα ευθύβολης παραστατικότητας

Ολοκληρωμένα αισθητικά μορφώματα ευθύβολης παραστατικότητας

Χρήστος Αντωνίου, «Εν βυθώ…», Εκδόσεις Νίκας-Ελληνική Παιδεία

οπα­δοί του έρω­τα
κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι

                  


                  

Πτυ­χές από την πε­ρι­πέ­τεια και τις επα­κό­λου­θες επι­πτώ­σεις με­ρι­κών τυ­πι­κών διά­φυ­λων σχέ­σε­ων απο­τε­λούν εδώ τους στα­θε­ρούς δεί­κτες ανα­φο­ρών και αυ­το­α­να­φο­ρών. Επι­γράμ­μα­τα σαν αυ­τό συ­μπυ­κνώ­νουν την αγω­νία του ατό­μου να επι­βε­βαιω­θεί μέ­σα στον συ­νή­θως αδιά­φο­ρο, απρό­σφο­ρο, πα­θο­λο­γι­κά ναρ­κισ­σευό­με­νο Άλ­λον/ Άλ­λην. Εν­νοώ τα εξής: «Δε φταί­ει μό­νο η ευαί­σθη­τη καρ­διά σου/η κού­ρα­ση, η μο­να­ξιά./Σέρ­νε­ται πά­ντο­τε δί­πλα στα πό­δια μας/μέ­σα στα στά­χυα του Έρω­τα/μια οχιά!». Η πρω­το­πρό­σω­πη, δό­κι­μη και πο­λύ­πει­ρη έκ­φαν­ση γνω­ρί­ζει πώς να προσ­διο­ρί­ζει με ενάρ­γεια την πε­ριρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα. Δεν απο­κλί­νει άνευ λό­γου, δεν επαί­ρε­ται, δεν προ­τεί­νει ανε­δα­φι­κές λύ­σεις στα προ­βλή­μα­τα της ιλα­ρο­τρα­γω­δί­ας του ζην. Απλώς στοι­χειο­θε­τεί με επάρ­κεια ύφους κα­νό­νες συ­μπε­ρι­φο­ράς. Η δε όλη εσω­κει­με­νι­κή τά­ξη, έχο­ντας απορ­ρο­φή­σει, με­τα­ξύ άλ­λων και τα πο­ρί­σμα­τα της υπερ­ρε­α­λι­στι­κής προ­ο­πτι­κής, υπο­στη­ρί­ζει με επι­τυ­χία στο πε­δίο των αι­σθη­τι­κών εμπε­δώ­σε­ων, την ανά­πλα­ση του κρί­σι­μου βιώ­μα­τος. Τα ποι­κί­λα νο­ή­μα­τα και ο φο­ρέ­ας τους, το σώ­μα δη­λα­δή, συ­να­πο­τε­λούν εστί­ες της ποι­η­τι­κής δια­πραγ­μά­τευ­σης. Νους = εμπει­ρία κορ­μιού. Η λέ­ξη κο­μί­ζει κατ΄ εξο­χήν ση­μα­σιο­λο­γι­κή έντα­ση. Η τή­ρη­ση των ορί­ων ασφα­λεί­ας του εγώ πα­ρα­μέ­νει εμ­φα­νής σε όλη την έκτα­ση της συλ­λο­γής. Πα­ρα­θέ­τω, για τις ανά­γκες της επο­πτι­κής στιγ­μής, το ποί­η­μα με τί­τλο «Κρι­τι­κή», αφιε­ρω­μέ­νο στην Αν­θού­λα Δα­νι­ήλ: «Συ­νή­θως αφαι­ρώ δια­κρι­τι­κά μά­σκες με πολ­λά ψι­μύ­θια/πε­ρού­κες που φο­ρούν ου­τι­δα­νοί ηθο­ποιοί/για να κρύ­βουν τ’ απρό­σω­πα πρό­σω­πά τους./Βγαί­νω μέ­σα από το χρό­νο διαρ­κώς ρω­τώ­ντας/και ξα­να­θυ­μί­ζο­ντας στην αν­θρώ­πι­νη μα­ταιο­δο­ξία/τ’ ανά­γλυ­φα του 5ου αιώ­να π.Χ. στη με­γά­λη αί­θου­σα /του Μου­σεί­ου, —αυ­τά τα μι­κρά ομοιώ­μα­τα της ψυ­χής μας— /αυ­στη­ρούς ρυθ­μούς και πτυ­χώ­σεις αγαλ­μά­των/την τέ­χνη χά­ρα­ξης των ρα­βδώ­σε­ων του Παρ­θε­νώ­να/τη γέν­νη­ση του Χρι­στού στο Δαφ­νί/και δεν ξε­γε­λιέ­μαι απ' τις φω­νές του πλή­θους /στις αί­θου­σες των λο­γί­ων και των βι­βλιο­πω­λεί­ων. Υπάρ­χω/και χω­ρίς τον πλα­στό πε­ρί­γυ­ρό μου».

Η ομο­λο­γία, με την οποία κλεί­νει η ως άνω έβδο­μη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Χρή­στου Αντω­νί­ου, δί­νει το μέ­τρο της κυ­ριο­λε­ξί­ας του ρή­μα­τος. Ό, τι δη­λα­δή δια­κρί­νει το σύ­νο­λο της έως σή­με­ρα πα­ρα­γω­γής του στο πε­δίο των απαι­τη­τι­κών εμπε­δώ­σε­ων ύφους. Ήτοι: «Το ξέ­ρω πως δεν ήρ­θα άσκο­πα στον κό­σμο /και πως κά­τι του­λά­χι­στον θ’ αγ­γί­ξω,/την αί­σθη­ση ίσως που θ’ ανά­ψει μέ­σα μου λα­μπά­δα/να καί­ει στην εκ­κλη­σιά /για χά­ρη εκεί­νης της αγά­πης που δεν γνώ­ρι­σα». Χω­ρίς πό­ζα, χω­ρίς ακ­κι­σμούς ή πε­ριτ­τές επα­να­λή­ψεις ενός ναρ­κισ­σευό­με­νου εαυ­τού και κυ­ρί­ως χω­ρίς τα αυ­τι­στι­κά κολ­πά­κια ενός δή­θεν μο­ντερ­νι­σμού, η δη­μιουρ­γι­κή γρα­φή πε­ριο­ρί­ζε­ται στις ου­σί­ες. Στα καί­ρια ση­μεία, όπου έχει εστιά­σει την ήδη κα­λώς ασκη­μέ­νη του προ­σο­χή, o λό­γος ανα­δει­κνύ­ει το επι­λεγ­μέ­νο αντι­κεί­με­νο ανα-πα­ρά­στα­σης κατ΄ οι­κο­νο­μί­αν.

Συ­γκρα­τώ ότι η κα­τά­φα­ση στη ζωή εί­ναι δε­δο­μέ­νη. Η δε αμεί­ω­τη νη­φα­λιό­τη­τα, με την οποία προ­σεγ­γί­ζο­νται στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση τα ποι­κί­λα της φαι­νό­με­να, συ­νι­στά την εμ­φα­νή βά­ση ενός ζω­τι­κού, κα­θό­λα στω­ι­κού ανα­στο­χα­σμού. Ασφα­λώς η κα­τ’ εξο­χήν ποι­η­τι­κή αι­τία, δη­λα­δή η αί­σθη­ση, εί­ναι πα­ντα­χού πα­ρού­σα. Απα­ντά μά­λι­στα στην πρώ­τη κιό­λας ανα­γνω­ρι­στι­κή μας επα­φή. Το κεί­με­νο συ­νι­στά το δια­κρι­τό απο­τύ­πω­μά της. Αί­σθη­ση=πη­γή γραμ­μα­το­συ­ντα­κτι­κών ρο­ών. Άλ­λω­στε, ως γνω­στόν, «δεν θα ξε­μπλέ­ξο­με πο­τέ με την αί­σθη­ση. Όλα τα ορ­θο­λο­γι­στι­κά συ­στή­μα­τα θα απο­δει­χθούν μια μέ­ρα ανυ­πο­στή­ρι­κτα στο μέ­τρο που προ­σπα­θούν, αν όχι να την πε­ριο­ρί­σουν στο έσχα­το, του­λά­χι­στον να μη την αξιο­λο­γή­σουν στις φαι­νο­με­νι­κές της υπερ­βο­λές» (Αντρέ Μπρε­τόν). Η συ­χνή μό­νω­ση του εγώ δεν οδη­γεί στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση στον αφα­νι­σμό του. Κά­θε άλ­λο. Στο δέ­κα­το πέμ­πτο ποί­η­μα, από τα τριά­ντα εν­νέα του βι­βλί­ου, δη­λα­δή στο μέ­σον ακρι­βώς της συλ­λο­γής, η ει­κό­να ενός κατ΄ ανά­γκην μο­να­χι­κού, αλ­λά όχι απα­ραί­τη­τα αδιέ­ξο­δου βί­ου απο­δί­δε­ται με υπο­δειγ­μα­τι­κή ενάρ­γεια.
Έτσι ο χρό­νος που προ­κύ­πτει στις μα­κρές πε­ριό­δους της απε­ξάρ­τη­σης από τη σκη­νή των πολ­λών εί­ναι αυ­τού­σιος ο πο­θη­τός συγ­γρα­φι­κός χρό­νος. Ταυ­το­χρό­νως: ο χρό­νος για την καλ­λιέρ­γεια της ίδιας της ύπαρ­ξης. Κο­ντο­λο­γίς, η με­λέ­τη των αι­σθη­τών πραγ­μά­των αλ­λά και των νο­ου­μέ­νων τι­νών ορ­γα­νώ­νε­ται στην καρ­διά του ατο­μι­κού χω­ρό­χρο­νου. Ο δε επιού­σιος ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κός άρ­τος του ποι­η­τι­κού δρώ­ντος εί­ναι αυ­τή ακρι­βώς η ώσμω­σή του με το άρ­ρη­το(εν­δε­χο­μέ­νως ρη­τό). Η πε­ρι­ποί­η­ση, η οποία πα­ρέ­χε­ται στο γρά­φον εγώ απο­δί­δει στο με­τα­ξύ καρ­πούς. Εί­ναι, εκτός των άλ­λων συ­να­φών, και το προ­α­να­φε­ρό­με­νο ποί­η­μα το αφιε­ρω­μέ­νο στην Παυ­λί­να Πα­μπού­δη, με τί­τλο «Το πα­ξι­μά­δι της μο­να­ξιάς», όπως το πα­ρα­θέ­τω κα­τά λέ­ξη: «Όλη τη βδο­μά­δα μα­ζεύω την τρο­φή μου / μια φλού­δα ελ­πί­δας, ένα φυλ­λα­ρά­κι δυό­σμο / την υπό­νοια μιας μι­κρής έστω ευ­τυ­χί­ας / και άλ­λα πολ­λά διαι­τη­τι­κά και την Πα­ρα­σκευή/το βρά­δυ κοι­τά­ζω το πα­ξι­μά­δι της μο­να­ξιάς».

Οι κα­λώς με­λε­τη­μέ­νες άμυ­νες του εαυ­τού τον προ­φυ­λάσ­σουν συ­νει­δη­τά από την υπα­γω­γή του σε νευ­ρώ­σεις. Σε ένα από τα ει­σα­γω­γι­κά ποι­ή­μα­τα, πέμ­πτο στη σει­ρά, αφιε­ρω­μέ­νο στην Πη­νε­λό­πη Πα­παϊ­ω­άν­νου, που φέ­ρει τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τί­τλο «Μι­θρι­δα­τι­σμός», εμ­φαί­νε­ται συ­νο­πτι­κά ένα μέ­ρος της ευ­φυούς πο­λι­τι­κής του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου. Ο καλ­λί­φω­νος κι άλ­λο τό­σο εμ­βρι­θής εξορ­κι­σμός του Κα­κού και η πα­ρε­πό­με­νη ομοιο­πα­θη­τι­κή ία­σή του σε εν­νέα μό­λις στί­χους. Τυ­πι­κή δια­χεί­ρι­ση των συ­νταγ­μά­των των εύ­στο­χων συλ­λα­βών από τον Χρή­στο Αντω­νί­ου. Οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι λο­γό­τυ­ποι προ­σφέ­ρουν το ικα­νό και ανα­γκαίο συ­γκι­νη­σια­κό κλί­μα. Έτσι, στον αντί­πο­δα ενός ιδιό­με­λου ακού­γε­ται ο χτύ­πος των καρ­φιών που αρ­θρώ­νουν δο­μές αντί­στα­σης στη φθο­ρά. Ας το δια­τυ­πώ­σω δια­φο­ρε­τι­κά: ακού­με τον δρα­στι­κό μο­νό­λο­γο της συ­στη­μα­τι­κής στρά­τευ­σης στον πραγ­μα­τι­σμό. Αντι­γρά­φω κα­τά λέ­ξη: «Κα­θη­με­ρι­νά λαμ­βά­νω μι­κρή δό­ση θα­νά­του / για ν’ απο­φύ­γω το ανα­πά­ντε­χα ακα­ριαίο. / Την πρώ­τη μέ­ρα παίρ­νω μια κου­τα­λιά αδια­φο­ρί­ας /την άλ­λη λί­γη φι­λαυ­τία /την τρί­τη άδη­λο κέρ­δος /κι έπει­τα ανα­ξιο­πρέ­πεια, προ­στυ­χιά, βία κα­τα­λα­λιά κτλ κτλ / Ο Σύλ­λας θα πε­ρι­φέ­ρε­ται στην Αθή­να / πο­λύ νευ­ρι­κός!». Συ­γκρα­τώ ότι το ορ­μέμ­φυ­το του θα­νά­του απα­ντά σε πλεί­στα όσα ποι­ή­μα­τα. Ανι­χνεύ­ε­ται εύ­κο­λα. Εντο­πί­ζε­ται βε­βαί­ως στο εσω­τε­ρι­κό του φω­τα­γω­γη­μέ­νου βυ­θού, τον οποίο δεν παύ­ει να εξε­ρευ­νά ο επί­μο­νος, επαρ­κής ποι­η­τι­κός νους. Ήδη στην πρώ­τη σε­λί­δα του βι­βλί­ου το­νί­ζε­ται δε­ό­ντως ότι: «το αί­μα [. . .] σε λί­γες μό­νο στιγ­μές / γί­νε­ται θο­λό πο­τά­μι / και πνί­γει τις λέ­ξεις μου / στην αρ­χή κιό­λας του ποι­ή­μα­τος».

Η ανά­λυ­ση των αι­τί­ων και των αι­τια­τών της υπαρ­ξια­κής αγω­νί­ας απο­τε­λεί πρω­τεύ­ον κα­θή­κον της δια­χεί­ρι­σης του ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κού υλι­κού. Η επί­κλη­ση μά­λι­στα του Δη­μο­κρί­του λει­τουρ­γεί ως το ικα­νό και ανα­γκαίο έναυ­σμα της πα­ρά­θε­σης των συ­νταγ­μά­των των ήχων που ακο­λου­θεί. Η προ­με­τω­πί­δα στο τρί­το ποί­η­μα της συλ­λο­γής απο­τε­λεί εμ­φα­νές δά­νειο από τα άφθι­τα σπα­ράγ­μα­τα του ρη­ξι­κέ­λευ­θου Αβδη­ρί­τη. Αυ­τού­σιο το γλυ­κύ­πι­κρο πρό­ταγ­μα έχει ως εξής: «Ετεή δ’ ου­δέν ίδμεν εν βυ­θώ γαρ η αλή­θεια». Εξ ου και ο ομι­λη­τι­κός, ο πάμ­φω­τος εν τέ­λει βυ­θός — τί­τλος, ο οποί­ος κα­τα­νο­εί­ται πλή­ρως. Κα­θί­στα­ται μά­λι­στα «ένας άλ­λος ου­ρα­νός», όπως υπο­γραμ­μί­ζε­ται αρ­κού­ντως στο δέ­κα­το έβδο­μο ποί­η­μα της συλ­λο­γής. Με­τά την «σύ­ντο­νον αγρυ­πνί­ην» του πα­ρα­στα­τι­κού λό­γου δί­πλα στα φα­ντά­σμα­τά του, αλ­λά και στις απτές αλή­θειες του, το ρή­μα επι­κα­λεί­ται με­τά­βα­ση στη ρε­α­λι­στι­κή διαύ­γα­ση. Το σύ­νο­λο όλων των θε­μα­το­λο­γι­κών πα­ρα­μέ­τρων, κυ­ρί­ων και δευ­τε­ρευου­σών, όπως ακρι­βώς εκτί­θε­ται εδώ, πι­στο­ποιεί τό­σο την στα­θε­ρά αυ­το­ε­λεγ­χό­με­νη ρη­μα­τι­κή συ­νέ­πεια, όσο και την εξει­δι­κευ­μέ­νη μέ­ρι­μνα του Χρή­στου Αντω­νί­ου να κα­τα­θέ­τει ολο­κλη­ρω­μέ­να αι­σθη­τι­κά μορ­φώ­μα­τα ευ­θύ­βο­λης πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: