Αργότερα μετακόμισα / σε ένα διώροφο στο Πέραμα / Βρέθηκα να συγκατοικώ / με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη / δουλεύοντας στο ίδιο εργοστάσιο / αντίθετες βάρδιες // Κάποτε χτύπησε την παλάμη του / Από τότε την κρύβει / μέσα στο σακάκι του («Μετά τον Johann Sebastian Bach»)
Ο υπερρεαλισμός αντιπροσωπεύει το πιο προφανές αλλά και το πιο πρωτότυπο γνώρισμα του ποιητικού βιβλίου του Βαγγέλη Αλεξόπουλου. Προφανές, από την άποψη ότι ήδη στον τίτλο αναγνωρίζεται το καθιερωμένο υπερρεαλιστικό παράθεμα από τον Isidore Ducasse: «… ωραίος… σαν την τυχαία συνάντηση πάνω σε ανατομικό τραπέζι μίας ραπτομηχανής και μίας ομπρέλας!». Επιπλέον, στη διάρθρωση της συλλογής, η οποία αποτελεί έναν συνδυασμό θεατρικής και κειμενικής οργάνωσης, και σε αρκετά από τα ποιήματα, διακρίνονται η εκκεντρική πόζα και τα παίγνια του παραδοσιακού σουρεαλισμού. Πρωτότυπο, από την άποψη ότι, εδώ, απαντά ένας «αφομοιωμένος υπερρεαλισμός» –όπως τον ονομάζει, στη σελίδα 67, ο ίδιος ο ποιητής– ο οποίος ενσωματώνει τον ρεαλισμό και πριμοδοτεί μία αντισυναισθηματολόγο διάθεση. Η τελευταία λαμβάνει τη μορφή της ψευδοαντικειμενικής παρατήρησης των γεγονότων, αφήνοντας τον λυρισμό να περιορίζεται σε ψήγματα και την τραγικότητα να παραμένει υπόρρητη. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι ότι αυτή η πρωτότυπη εκδοχή του υπερρεαλισμού ανοίγεται προς μία εντελώς σύγχρονη κατεύθυνση.
Ο Vilém Flusser στο δοκίμιό του «Στο σύμπαν των τεχνικών εικόνων» (Ins Universum der technischen Bilder) επισημαίνει τη ριζική μεταβολή την οποία επιφέρει, στο γνωστικό, το ηθικό, το αισθητικό επίπεδο, σε κάθε, εν γένει, πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης, η κυριαρχία της τηλεματικής πραγματικότητας. Η γραμμική, ιστορική συνείδηση, η διαμορφωμένη και παραγόμενη από τα κείμενα, εντοπίζεται σε έναν κόσμο ο οποίος απαιτεί να εξηγηθεί, να αποκωδικοποιηθεί και να ερμηνευθεί. Όμως η ψηφιακή πραγματικότητα αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από την ανάγκη για συνοχή, εξήγηση, απαρίθμηση και αφήγηση, από τον ιστορικό, δηλαδή, επιστημονικό, κειμενικό και γραμμικό τρόπο σκέψης, σε μία συνείδηση με καταστατικά στοιχεία τη διασπορά, την εικονικότητα και την επιφάνεια. Κατά συνέπεια, κατηγορίες όπως αληθινό-ψευδές, φυσικό-τεχνητό, αυθεντικό-απομίμηση, σταδιακά, εγκαταλείπονται, καθώς στη θέση τους προκρίνονται άλλες, όπως το αντιθετικό ζεύγος αφηρημένο-συγκεκριμένο. Ο Flusser υπογραμμίζει ότι το διαρκώς εξαπλούμενο τηλεματικό περιβάλλον καθιστά ανενεργή την επιστημολογική κριτική της προσέγγισης της πραγματικότητας· αποφορτίζει από την πίεση να επιτευχθεί αυτή η ίδια η προσέγγιση. Επομένως, ο άνθρωπος αποδεσμεύεται από το καθήκον της νοηματοδότησης του κόσμου.
Η ποίηση του Βαγγέλη Αλεξόπουλου ανήκει, εξ ολοκλήρου, στη σύγχρονη και μεταϊστορική, κατά τον Flusser, εποχή. Συμμορφώνεται προς τις μεταβολές τις οποίες συνεπάγεται η γιγαντιαία διεύρυνση του ψηφιακού δικτύου. Διατηρεί τη γραμμικότητα μόνο ως αναγκαστικό όρο και εξωτερική σύμβαση. Μάλιστα, την ενισχύει, φαινομενικά, αφού τα ποιήματα αντιπροσωπεύουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, αφηγηματικές πράξεις. Πρόκειται, όμως, για αφηγήσεις είτε με ένα, εξαρχής, παράλογο περιεχόμενο είτε με ένα περιεχόμενο το οποίο καταλήγει παράλογο μέσα από τεχνικές παραμόρφωσης. Οι αιτιώδεις σχέσεις διαρρηγνύονται ή παρωδούνται, καθώς τα γεγονότα συνδέονται με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Έτσι, η λογική αποσαθρώνεται και η προσπάθεια για την παρατήρηση και για την ερμηνεία της πραγματικότητας ακυρώνεται διακωμωδούμενη. Εν προκειμένω, σημαντική λειτουργία επιτελούν οι τίτλοι, στους οποίους, σε αρκετές περιπτώσεις, συμπυκνώνεται η παράλογη αφήγηση των ποιημάτων ή, σε άλλες, συνεχίζεται η εξιστόρηση των απροσδόκητα εξελισσομένων γεγονότων.
Εφαρμόζεται, λοιπόν, μία ποιητική επιφανείας, με την έννοια ότι η αναζήτηση για κάποιο αυθεντικό νόημα στον κόσμο ή στη ζωή ματαιώνεται και ότι η αλήθεια ταυτίζεται, αποκλειστικά, με την κατασκευή του εκάστοτε ποιήματος. Κατά συνέπεια, το αντιθετικό ζεύγος αληθινό-εικονικό και τα υπόλοιπα αντίστοιχα ζεύγη υποχωρούν μπροστά στις κατηγορίες του αφηρημένου και του συγκεκριμένου. Πλέον, προέχει το πόσο συγκροτημένα αναδεικνύεται η διασπορά του χάους, πόσο, δηλαδή, συγκεκριμένα και ρεαλιστικά αποδίδεται το παράλογο. Η καταγωγή του τελευταίου εντοπίζεται στο άρρητο. Το άρρητο, πάλι, ισοδυναμεί με τον άφατο ανθρώπινο πόνο, μπροστά, για παράδειγμα, στο εννιάχρονο κορίτσι που κάνει χημιοθεραπεία. Άρα, μπορεί να σημειωθεί το εξής: ότι η συλλογή του Βαγγέλη Αλεξόπουλου δεν παραπέμπει σε κάποιο πραγματολογικό περιβάλλον, γιατί τα ίδια τα πράγματα διεισδύουν επιθετικά σε αυτή, με μία συγκλονιστική ένταση, ώστε να χρειάζονται οι τεχνικές της αντισυναισθηματολογίας, της παραμόρφωσης, της παρωδίας, της παραμονής στην επιφάνεια και της εικονικότητας, για να καταστούν, όσο το δυνατόν, ανεκτά και υπόρρητα.
Κάφτρα τσιγάρου / που εκτελεί βολή / με μέγιστο βεληνεκές / η πτήση Air France 447 / απογειώθηκε στις 22:03 UTC / από το Ρίο ντε Τζανέιρο προς Παρίσι / και πνίγηκε στις 02:14 UTC ακριβώς / 300 χιλιόμετρα ανατολικά των νήσων Φερνάντο ντε Νορόνια / προς την κατεύθυνση Ντακάρ, στη Σενεγάλη // σε αχαρτογράφητα νερά του Ατλαντικού // Τα τελευταία λόγια του πιλότου: // «Σκατά, είμαστε νεκροί!» // Ένεκα ο ύπνος και ο έρωτας («Πτήση Air France 447»)
Η διείσδυση της πραγματικότητας συντελείται είτε άμεσα, με την αυτοψία, είτε έμμεσα. Στη δεύτερη περίπτωση, διακρίνεται ένα επιπλέον βασικό χαρακτηριστικό της συλλογής: η συνάρτησή της με τα μέσα ενημέρωσης αλλά και η φλεγματική στάση της απέναντι στον πανίσχυρο και επιθετικό λόγο τους. Μερικά ποιήματα επέχουν τον ρόλο αναρτήσεων με fake news σε απρόσμενα ψύχραιμο τόνο, ενώ ένα επανερχόμενο μοτίβο, αυτό του επιβατικού αεροσκάφους το οποίο συντρίβεται αύτανδρο, ανταποκρίνεται, με ειρωνία, στη βουλιμική καταστροφολογία των ειδήσεων. Οι Οδηγίες χρήσης ιπτάμενης ραπτομηχανής προβάλλουν τη σύνθετη σχέση τους με την τηλεματική κυριαρχία και κυρίως με τη θανατολόγο τεχνολογία της ενημέρωσης. Επικεντρώνονται στην κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος, σε αντίθεση με το παρελθόν, εισπράττει τον τρόμο και την τραγωδία μέσα από τη μιντιακή μεγέθυνση, με αποτέλεσμα να αρκείται στην επιλογή της παραίτησης από την προσπάθεια να παρέμβει τόσο στον κόσμο του όσο και στην πορεία της δικής του ζωής. Η συλλογή του Βαγγέλη Αλεξόπουλου, μεταξύ των άλλων, συνιστά, επομένως, και ένα συγκρατημένα πικρό σχόλιο για το πλήθος αυτών οι οποίοι προτιμούν να παρακολουθούν τα εικονικά τεκταινόμενα από το να ζουν, επειδή η συγκεκριμένη προτίμηση εξασφαλίζει την απαθή αδράνειά τους.