Η μοναξιά ως υπέρτατη επικοινωνία


Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Το Φως των Εσο­χών της Σού­λας Αντω­νί­ου, μια έκ­δο­ση, εκτός των άλ­λων, και υψη­λής αι­σθη­τι­κής από «Το Ρο­δα­κιό», εκ­πέ­μπει πολ­λά μη­νύ­μα­τα. Εγώ θα επι­κε­ντρω­θώ σε ό,τι θα ήθε­λα να απο­κα­λέ­σω «μυ­στι­κό σώ­μα» αυ­τής της συλ­λο­γής, μια υπόρ­ρη­τη πα­ρου­σία ενός δε­σμού ανά­με­σα στην Ελ­πί­δα, τη Λύ­τρω­ση και τη Δι­καιο­σύ­νη, ενός δε­σμού που εξη­γεί και τις ανα­φο­ρές μου σε ορι­σμέ­νες ιστο­ρι­κές μορ­φές, σε κά­ποιες από τις οποί­ες προ­βαί­νει ρη­τά και η ίδια η ποι­ή­τρια.

Η Αντω­νί­ου ρω­τά στο προ­λο­γι­κό της ποί­η­μα το Πνεύ­μα να της πει τι γνω­ρί­ζει για «τις ητ­τη­μέ­νες νί­κες όσων ορα­μα­τί­στη­καν έναν άλ­λο κό­σμο» (σελ. 12). Αμέ­σως προ­βάλ­λει ο συ­νειρ­μός με την αντί­λη­ψη της Ιστο­ρί­ας στον Benjamin, μιας Ιστο­ρί­ας που πρέ­πει να ξα­να­γρα­φτεί από τη σκο­πιά των ητ­τη­μέ­νων, από τη σκο­πιά εκεί­νων, θα έλε­γα εγώ, που εί­ναι οι κλη­τοί της τε­λι­κής Νί­κης. Κλεί­νο­ντας τη με­λέ­τη του για τις εκλε­κτι­κές συγ­γέ­νειες του Goethe, εί­ναι άλ­λω­στε ο Benjamin που θα χα­ρά­ξει το πε­ριώ­νυ­μο από­φθεγ­μα:

«Μό­νο για χά­ρη των απελ­πι­σμέ­νων μας έχει δο­θεί η Ελ­πί­δα».


Ταυ­τό­χρο­να, σχε­δόν αντι­στι­κτι­κά προς αυ­τή την ηθι­κή δια­μαρ­τυ­ρία, συ­να­ντά­με απρό­σμε­να στην Οδύ­νη του «Εί­ναι» μια άλ­λη κο­λοσ­σιαία φι­λο­σο­φι­κή μορ­φή, στην οποία μας ει­σά­γει ο ποι­η­τής που επι­στέ­φει το ποί­η­μα, ο Hölderlin. Πρό­κει­ται βέ­βαια για τον Heidegger, που στο ύστε­ρο έρ­γο του θα αφο­σιω­θεί στη με­λέ­τη του με­γά­λου Γερ­μα­νού ποι­η­τή. Η Αντω­νί­ου ζη­τά να επι­συ­να­φθεί στη γλώσ­σα του Εί­ναι, αυ­τήν «που κα­νείς πια δεν κα­τα­λα­βαί­νει» (σελ. 14). Εί­ναι φα­νε­ρό που στο­χεύ­ει το πα­ρά­δο­ξο αί­τη­μα: στη φυ­γή από τον κό­σμο της αναυ­θε­ντι­κό­τη­τας, της φλυα­ρί­ας, της αση­μα­ντό­τη­τας, από το θό­ρυ­βο ενός κό­σμου που έγι­νε επι­λή­σμων των θε­με­λί­ων της ύπαρ­ξής του, ενός κό­σμου κα­θη­μαγ­μέ­νου από τον «Αμε­ρι­κα­νι­σμό», όπως θα δη­λώ­σει ξε­κά­θα­ρα στην «Επι­στο­λή για τον Αν­θρω­πι­σμό» ο Heidegger. Αλ­λά και οι «Ξέ­νοι Τό­ποι» απο­πνέ­ουν την ίδια «ανα­λυ­τι­κή υπαρ­κτι­κή»: η φθί­νου­σα Δύ­ση, αυ­τή που σε κά­νει να νοιώ­θεις όλο και πιο ξέ­νος, ανα­γκά­ζει την ποι­ή­τρια να στρα­φεί προς την Ανα­το­λή, για να αντα­μώ­σει το νό­η­μα του σή­με­ρα, δί­νο­ντας, όπως λέ­ει, «τα χέ­ρια μου στο χτες» (σελ. 17), μια χει­ρο­νο­μία που κα­τα­λύ­ει τη γραμ­μι­κό­τη­τα του χρό­νου, ανα­βιώ­νο­ντας το πα­ρελ­θόν ως μη­δέ­πο­τε απο­λε­σθέν και δί­νο­ντας στο όποιο μέλ­λον νό­η­μα μέ­σα από αυ­τή την επα­νά­κτη­ση, επα­νε­πι­νό­η­ση, επα­νι­διο­ποί­η­ση της Αλή­θειας. Έχου­με δη­λα­δή να κά­νου­με εδώ με ένα ακό­μη χαϊ­ντεγ­γε­ρεια­νό τό­πο, τη μελ­λο­ντι­κό­τη­τα του Dasein, συ­νο­δευό­με­νο από την μη γραμ­μι­κή αντί­λη­ψη του χρό­νου στον Benjamin.

Στο «Εί­μαι Εδώ» το υπαρ­κτι­κό πλέγ­μα που η ποι­ή­τρια αφή­νει να ανα­δυ­θεί αρ­χί­ζει να παίρ­νει μια δυ­να­μι­κό­τε­ρη μορ­φή:

«Σαν τα στα­σί­δια των αλει­τούρ­γη­των ξω­κλη­σιών/εφη­με­ρεύω./Άγρυ­πνη πε­ρι­πο­λώ να υπε­ρα­σπι­στώ/τα απρο­στά­τευ­τα όνει­ρα…» (σελ. 18). Και πιο κά­τω:

«Ίστα­μαι δεν αφί­στα­μαι,/όσο στη γη αν­θί­ζουν οι πα­πα­ρού­νες της επα­νά­στα­σης» (σελ. 19).

Η μο­να­ξιά ως υπέρ­τα­τη επι­κοι­νω­νία, ως αντί­δω­ρο σω­τη­ρί­ας, ως προ­σμο­νή και όχι ως ανα­χω­ρη­τι­σμός, ως αγρυ­πνία για την επεί­γου­σα έλευ­ση του Συμ­βά­ντος. Αλ­λά και πά­λι γνω­ρί­ζου­με κα­λά: εί­ναι για το Συμ­βάν (‘Ereignis’) που από τα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του ’30 και εφε­ξής μι­λά και πά­λι ο Heidegger, ιδί­ως στις «Συμ­βο­λές στη Φι­λο­σο­φία», εί­ναι επί­σης το Συμ­βάν που ο Benjamin θα προ­σλά­βει ως αξο­νι­κό κέ­ντρο της σκέ­ψης του με τη μορ­φή του ερ­χό­με­νου Μεσ­σία, με τη μορ­φή της Λύ­τρω­σης.

Προ­σμο­νή και Σω­τη­ρία θα επα­νέλ­θουν σε ένα από τα αι­σθα­ντι­κό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα του βι­βλί­ου, τη «Σιω­πή», μια πα­ρα­πο­μπή και πά­λι στον Heidegger και την έν­νοια της σιω­πής ως ου­σιώ­δους ομι­λί­ας με το Εί­ναι πέ­ρα από την απο­πνι­κτι­κή φλυα­ρία των πολ­λών (του ‘das Man’). Εδώ, τα θέ­μα­τα αυ­τά, φω­τι­σμέ­να πια από το ελ­λη­νι­κό φως, θα προ­βούν στο κεί­με­νο ως «χαρ­μο­λύ­πη των αρ­χαί­ων αγαλ­μά­των», ως «ομι­λού­σα σιω­πή της θά­λασ­σας», ως «ήθος της πέ­τρας», ως «άλα­λο ποί­η­μα» (σελ. 29), του­τέ­στιν ως ολό­κλη­ρη η οντο­λο­γι­κή δια­φο­ρά, η προ­φά­νεια μέ­σα από το οντι­κό εκεί­νου που ως Εί­ναι έχει από πά­ντα λη­σμο­νη­θεί, αλ­λά και σαν ίχνος μιας απου­σί­ας εί­ναι πά­ντα πα­ρόν και επεί­γον.

Αλ­λά η ποι­ή­τρια δεν οντο­λο­γί­ζει. Η εμπει­ρία του κό­σμου δεν εί­ναι από­μα­κρη, δεν εί­ναι σκο­πιά μιας ασώ­μα­της αιω­νιό­τη­τας, εί­ναι ποί­η­ση γραμ­μέ­νη από πό­νο, πά­θος και πέν­θος, μας λέ­ει η Αντω­νί­ου στο «Σκο­τει­νιά­ζει» (σελ. 30). Και πά­λι έμ­με­σα προ­βάλ­λει ο Heidegger: η ποί­η­ση μας μι­λά­ει, εί­μα­στε τα αντη­χεία της, δεν τη μι­λά­με, όπως χρη­σι­μο­ποιού­με τα κέρ­μα­τα της αγο­ραί­ας επι­κοι­νω­νί­ας. Όμως, πό­νος, πά­θος και πέν­θος κα­λούν τη Μνη­μο­σύ­νη, δεί­χνουν πέ­ρα από το Όν και την οντο­λο­γία, στη σκη­νή αχνο­φέγ­γει ένα άλ­λο αί­τη­μα, η Δι­καιο­σύ­νη, όχι πια αυ­τή της όρ­χη­σης με το Εί­ναι, όχι αυ­τή μιας όποιας θε­με­λιώ­δους οντο­λο­γί­ας, αλ­λά η Δι­καιο­σύ­νη ως Απο­κα­τά­στα­ση, ως Σω­τη­ρία.

Δεν εί­ναι γι’ αυ­τό τυ­χαία μια άλ­λη συ­νά­ντη­ση της ποι­ή­τριας λί­γο πιο κά­τω, αυ­τή με τον G. Landauer, τον δο­λο­φο­νη­μέ­νο το 1919 στο Μό­να­χο από τις φα­σι­στι­κές πα­ρα­στρα­τιω­τι­κές συμ­μο­ρί­ες αγω­νι­στή και επα­να­στά­τη. Εδώ πλέ­ον ο λό­γος της Αντω­νί­ου δεν γνω­ρί­ζει προ­σχή­μα­τα και καλ­λω­πι­σμούς. Η Δι­καιο­σύ­νη, το αί­τη­μα της Απο­κα­τά­στα­σης (αυ­τό που οι Εβραί­οι με όλη την πυ­κνό­τη­τα του μεσ­σια­νι­κού τους στο­χα­σμού ονό­μα­σαν ‘Tikkun’) προ­βάλ­λει ως κα­τη­γο­ρία ενά­ντια στους πολ­λούς, στους Οδυσ­σείς με τα κολ­λη­μέ­να στις λά­σπες «λου­στρι­νέ­νια του[ς] σκαρ­πί­νια» (σελ. 37), αυ­τούς που δεν θα έρ­θουν στον τό­πο της κλή­σης τους,

«όσο στους κα­θε­δρι­κούς να­ούς της Δύ­σης/συ­ντε­λεί­ται ακό­μα το έγκλη­μα του αιώ­να» (σελ. 38).

Ξα­νά εδώ η ση­μα­σιο­λο­γι­κά πλού­σια υπό­μνη­ση της Δύ­σης που ήδη, όπως εί­δα­με πιο πά­νω, έχει προ­βά­λει ως τό­πος της πα­ρακ­μής. Πράγ­μα­τι, στην Αντω­νί­ου, η Απο­κα­τά­στα­ση προ­βάλ­λει ως αί­τη­μα έμ­με­σα, με την ενο­χο­ποί­η­ση του μα­ζαν­θρώ­που, του επι­λή­σμο­νος, του προ­σαρ­μο­σμέ­νου κα­τοι­κί­διου, με την από­δο­ση ευ­θύ­νης. Κά­νει έτσι πο­λι­τι­κό κα­τ’ εξο­χήν το επεί­γον αί­τη­μα της Απο­κα­τά­στα­σης, όπου ακού­με πλέ­ον κα­θα­ρά το νό­η­μα της (αντί­στοι­χα έμ­με­σης) προ­τρο­πής για Απο­κα­τά­στα­ση, που δια­φαί­νε­ται στην πε­ρί­φη­μη «9η Θέ­ση για τη Φι­λο­σο­φία της Ιστο­ρί­ας» του Benjamin για τον «Angelus Novus» του Klee. Όπως έχει πει­στι­κά δεί­ξει ο Michael Löwy, ο Benjamin μι­λά πλέ­ον για την ατα­ξι­κή κοι­νω­νία ως πο­λι­τι­κή επα­νά­κτη­ση του πα­ρα­δεί­σου, ως «ανα­μνη­μό­νευ­ση όλων των θυ­μά­των […] εγκό­σμιο ισο­δύ­να­μο της ανά­στα­σης των νε­κρών» (Löwy 2004, σελ. 121-3). Και μή­πως δεν εί­ναι και πά­λι ο Benjamin που με τη 10η και τη 12η από τις «Θέ­σεις» κα­ταγ­γέλ­λει την εμπι­στο­σύ­νη στη «μά­ζα» και αντι­δια­στέλ­λει αυ­τή τη μά­ζα προς την «εκ­δι­κή­τρια τά­ξη» της αν­θρώ­πι­νης απε­λευ­θέ­ρω­σης, αυ­τήν που ανα­ζω­πύ­ρω­σε το κί­νη­μα των Σπαρ­τα­κι­στών, αυ­τήν που γνώ­ρι­ζε το ιε­ρό μί­σος κα­τά της δε­σπο­τεί­ας, μί­σος που τρο­φο­δο­τού­σε κα­τά τον Benjamin η ει­κό­να των υπό­δου­λων προ­γό­νων και «όχι βέ­βαια το ιδα­νι­κό των απε­λευ­θε­ρω­μέ­νων εγ­γο­νών», δη­λα­δή το πα­ρελ­θόν ως τό­πος του αι­τή­μα­τος Απο­κα­τά­στα­σης και όχι το γραμ­μι­κό μέλ­λον ως τε­χνο­κρα­τι­κή και άδο­ξη ικα­νο­ποί­η­ση κοι­νω­νι­κών ανα­γκών, εί­ναι η Luxemburg και ο Blanqui, όχι οι επαγ­γελ­μα­τί­ες απο­στά­τες της ιστο­ρι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας.

Κα­θώς η συλ­λο­γή φτά­νει στη μέ­ση της, κο­ρυ­φώ­νε­ται και ποιο­τι­κά. Σο αί­τη­μα για Απο­κα­τά­στα­ση δέ­νε­ται πλέ­ον με τη «Φω­νή του Πα­τέ­ρα» (κα­τα­λα­βαί­νου­με εδώ ποιος ήταν ο «Δά­σκα­λος» του Προ­λό­γου). Η πα­ρα­κα­τα­θή­κη του Πα­τέ­ρα, η αντά­μω­ση με τις «ψυ­χές των σε­πτών μας νε­κρών» και η κλή­ση τους «να πά­ρου­νε εκ­δί­κη­ση» τα όνει­ρα (σελ. 40) εί­ναι ο τό­πος όπου τε­λεί­ται το πραγ­μα­τι­κό Μυ­στή­ριο της Ανά­στα­σης, όπου το προ­σω­πι­κό δέ­νε­ται με το πο­λι­τι­κό και το υπαρ­ξια­κό στοι­χείο. Ξα­να­βρί­σκου­με εδώ το νό­η­μα των άφα­της δύ­να­μης στί­χων του Άγ­γε­λου Σι­κε­λια­νού, αυ­τού του με­γά­λου, πραγ­μα­τι­κά Εθνι­κού μας Ποι­η­τή, όταν συ­ναι­ρώ­ντας Ιστο­ρία, Μνη­μο­σύ­νη και Δί­καιο θα γρά­ψει:

«Εδώ ση­κώ­νε­τα’ όλ’ η γη με τους απο­θα­μέ­νους/και με τον ίδιο θά­να­το πα­τά­ει το θά­να­τό της/Κι απά­νω-απά­νω στα βου­νά, κι απά­νω στις κορ­φές τους/φω­τά­ει με μιας Ανά­στα­ση, ξε­σπά­ει αχός με­γά­λος/Η Ελ­λά­δα σέρ­νει το χο­ρό, ψη­λά, με τους Αντάρ­τες/–χι­λιά­δες δί­πλες ο χο­ρός, χι­λιά­δες τα τρα­πέ­ζια–/κι εί­ναι οι νε­κροί στα ξά­γνα­ντα πρω­το­πα­νη­γυ­ριώ­τες».


Σην απου­σία αυ­τού του με­γά­λου αχού στη Γερ­μα­νία του Με­σο­πο­λέ­μου πεν­θεί η Αντω­νί­ου στο ποί­η­μα για τον Landauer, απου­σία που στη «Φω­νή του Πα­τέ­ρα» γί­νε­ται πα­ρα­κα­τα­θή­κη για την ελευ­σό­με­νη Απο­κα­τά­στα­ση, μέ­σα από «τους σει­σμούς που μέλ­λο­νται να ’ρ­θούν», για να θυ­μη­θού­με και τον με­γά­λο Brecht.

Αντι­κρυ­στά στη «Φω­νή του Πα­τέ­ρα» βρί­σκε­ται ο «Απο­χαι­ρε­τι­σμός των Όπλων», όπου στη­λι­τεύ­ε­ται σε αντί­στι­ξη με το νό­η­μα του προη­γού­με­νου ποι­ή­μα­τος η αγο­ραία γνώ­ση, η γνώ­ση του «με­τα­πρά­τη», η γνώ­ση-εφό­διο του μελ­λο­ντι­κού «συμ­βα­σιού­χου», του πει­θή­νιου κα­τα­να­λω­τή (σελ. 41).

Και με­τά η επι­στρο­φή στη γρα­φή. Στις «Άσπρες σε­λί­δες» ένα «πα­λιό σε­βά­σμιο νό­η­μα» που «αδια­πραγ­μά­τευ­τα επι­μέ­νει» να κο­ρυ­φώ­νει τη σύν­δε­ση γρα­φής και πό­νου (σελ. 44), μας οδη­γεί στη σύν­δε­ση ανά­με­σα στο τραύ­μα, τη γρα­φή και τη λευ­κή σε­λί­δα ως την κει­με­νι­κή μή­τρα αυ­τής της σύν­δε­σης. Η γρα­φή δεν αναι­ρεί, αλ­λά με­τα­το­πί­ζει με­τω­νυ­μι­κά τον πό­νο. Στο ίχνος του γράμ­μα­τος, ο πό­νος του τραύ­μα­τος. Η λευ­κή σε­λί­δα ως αγ­χώ­δες αί­νιγ­μα:

«Στα πε­ρι­θώ­ρια των άσπρων σε­λί­δων/πα­ρα­μο­νεύ­ουν να με εκ­δι­κη­θούν/συ­γκλο­νι­σμοί».


Πρω­ταρ­χία της ενο­χής, απει­ρία του άγ­χους, φά­σμα του θα­νά­του. Ένα ποί­η­μα ψυ­χα­να­λυ­τι­κό θραύ­σμα.

Ποιο εί­ναι το νό­η­μα όλων αυ­τών; Στο «Αχει­ρο­ποί­η­το» απα­ντά με ένα άλ­λο ερώ­τη­μα:


«Πώς να συ­γκολ­λή­σει κα­νείς τα θραύ­σμα­τα ενός αχει­ρο­ποί­η­του ποι­ή­μα­τος;»
(σελ. 45).


Στο νό­η­μα έρ­χε­ται λοι­πόν έξω­θεν και άλ­λο­θεν, απο­κα­λύ­πτο­ντας το ποί­η­μα ως αχει­ρο­ποί­η­το, γι’ αυ­τό και ανο­λο­κλή­ρω­το. Στο νό­η­μα επι­συμ­βαί­νει, δεν «θε­μα­το­ποιεί­ται», δεν «συλ­λαμ­βά­νε­ται» νο­ο­κρα­τι­κά. Στο νό­η­μα υπάρ­χει μό­νο σαν το θραύ­σμα μιας υπερ­βα­τι­κό­τη­τας. Ο Benjamin εί­ναι και πά­λι πα­ρών. Στις δύο τε­λευ­ταί­ες του «Θέ­σεις για τη φι­λο­σο­φία της ιστο­ρί­ας» μι­λά αυ­τός ο μέ­γας Μύ­στης της Επα­νά­στα­σης για τα θραύ­σμα­τα του μεσ­σια­νι­κού χρό­νου που ει­σβάλ­λουν στον ιστο­ρι­κό χρό­νο και τε­λειώ­νει το κεί­με­νό του της Θέ­σης 18b με την πε­ρί­φη­μη φρά­ση:

«Για­τί, κά­θε δευ­τε­ρό­λε­πτο αυ­τού του χρό­νου ήταν [ενν. στον εβραϊ­κό χρό­νο της σω­τη­ρί­ας] η στε­νή πύ­λη μέ­σω της οποί­ας μπο­ρού­σε να διέλ­θει ο Μεσ­σί­ας».


Απέ­να­ντι στον κό­σμο του εξε­λι­κτι­σμού, όπως αυ­τός δια­μορ­φώ­θη­κε από τη χρι­στια­νι­κή θε­ο­δι­κία, τον Δια­φω­τι­σμό και την εγε­λεια­νή αντί­λη­ψη της Ιστο­ρί­ας, ορ­θώ­νε­ται δια μέ­σου του έρ­γου του Benjamin και με όχη­μα ένα ανα­δο­μη­μέ­νο μαρ­ξι­σμό, ένας άλ­λος χρό­νος, χρό­νος ρή­ξης και ασυ­νέ­χειας, χρό­νος συμ­βα­ντι­κός, χρό­νος υπέρ­λο­γης Λύ­τρω­σης, ο μεσ­σια­νι­κός χρό­νος (βλ. και Löwy 2004, σελ. 182). Όπως εύ­στο­χα το θέ­τει και ο Σάβ­βας Μι­χα­ήλ:


«Το αντί­θε­το της μυ­θι­κής επο­χή­ςδεν εί­ναι η επο­χή των Φώ­των, αλ­λά η μεσ­σια­νι­κή επο­χή. Το αντί­θε­το του Μύ­θου δεν εί­ναι η Ιστο­ρία, αλ­λά το τέ­λος της»
(Μι­χα­ήλ 1999, σελ. 266)


Ολό­κλη­ρο το μι­κρό άτι­τλο της σελ. 57 της συλ­λο­γής εναρ­μο­νί­ζε­ται ελ­λει­πτι­κά και σε πιο ήσ­σο­να κλί­μα­κα με αυ­τά: η ποι­ή­τρια κά­νει να φυ­τρώ­σουν ποι­ή­μα­τα-ανα­θή­μα­τα

«από μορ­φές μα­κρι­νές/από στιγ­μές πυ­κνές/από σκιές φευ­γά­τες».

Σην εμ­μο­νή του πό­νου μέ­σα στο βέ­βη­λο κό­σμο μας ξα­να­θυ­μί­ζει το άτι­τλο της σελ. 62. Πρό­κει­ται για μια ωδή στις ωδί­νες της γέν­νας και στις οδύ­νες της ψυ­χής, μα και στον πό­νο των σω­μά­των, που η μη­χα­νή της θε­σμο­ποι­η­μέ­νης βί­ας πα­ρά­γει. Πό­σο άπει­ρα με­γά­λη εί­ναι μια μι­κρή δια­φο­ρά στον το­νι­σμό, μια με­τα­τό­πι­ση από τους «φύ­λα­κες» στις «φυ­λα­κές». Δια­κει­με­νι­κά μας θυ­μί­ζει το απο­φθεγ­μα­τι­κό αυ­τό πε­ντά­στι­χο την δυ­να­τή έντα­ση που προ­κα­λεί η σι­κε­λια­νι­κή «Ιε­ρά Οδός», όπου ο Άγ­γε­λος των Ελ­λή­νων μι­λά, με αφορ­μή το βα­σα­νι­σμό των ζώ­ων του από έναν αρ­κου­διά­ρη, για το

«μαρ­τυ­ρι­κό τε­ρά­στιο σύμ­βο­λο όλου/το πό­νου του πα­νάρ­χαιου, όπ
᾿ ακό­μα/δεν του πλη­ρώ­θη απ᾿ τους θνη­τούς αιώ­νες/ ο φό­ρος της ψυ­χής»,


πό­νος που γί­νε­ται ακό­μη πιο ανυ­πό­φο­ρος από την άθλια συ­νε­νο­χή των αιώ­νιων αν­θρω­πά­κων, που κοι­τά­νε τη δου­λειά τους, που δια­βά­ζουν τα μα­θή­μα­τά τους, των «νοι­κο­κυ­ραί­ων», σιω­πη­λών και δου­λι­κών ψυ­χών. Γρά­φει ο ποι­η­τής:


«Και σκυμ­μέ­νο/το κε­φά­λι μου κρά­τη­σα ολο­έ­να,/καθ
ς στο ντέ­φι μέ­σα έρι­χνα, σκλά­βος/κ᾿ εγτου κό­σμου, μιδραχ­μή»


Στο άτι­τλο της σελ. 63 συ­μπυ­κνώ­νει την ου­σία ενός απει­κά­σμα­τος του κό­σμου της Λύ­τρω­σης μέ­σα από το πε­ρί­γραμ­μα της Ελ­πί­δας ως Πρό-λη­ψης του κό­σμου αυ­τού, ως Δι­καιο­σύ­νης που εί­ναι η ηθι­κή Αλή­θεια:

«Δεν έχουν ιθα­γέ­νεια τα όνει­ρα/δια­βα­τά­ρι­κά που­λιά εί­ναι/απο­δη­μούν με τα ψέ­μα­τα».

Σα όνει­ρα ως τό­πος της έξω­θεν σω­τη­ρί­ας, τό­πος χω­ρίς ιδιο­κτη­σία και εθνι­κό­τη­τα, αλ­λά γι’ αυ­τό και τό­πος μιας βα­θύ­τε­ρης αλή­θειας.

Ωστό­σο, η κα­θο­λι­κό­τη­τα της σω­τη­ρί­ας δεν την κα­θι­στά άσαρ­κη, δεν με­τα­τρέ­πει τους πι­στούς της σε ατο­μο­κε­ντρι­κούς ανα­χω­ρη­τές, σε παι­γνιώ­δεις και απλαι­σί­ω­τους νο­μά­δες χω­ρίς ανα­φο­ρά στο αί­σθη­μα και στη μνή­μη. Η ποι­ή­τρια θα ασκή­σει με ευ­γέ­νεια κρι­τι­κή στο κα­ζαν­τζα­κι­κό αυ­τό «ιδε­ώ­δες», που συ­χνά κα­τα­ντά το ιε­ρο­γλυ­φι­κό ενός ρη­χού μπο­ε­μι­σμού, γρά­φο­ντας (σελ. 67):

«Και εγώ που πι­στεύω και φο­βά­μαι/και εί­μαι αγκυ­ρο­βο­λη­μέ­νη στη βα­ρύ­τη­τα/των αι­σθη­μά­των και των ανα­μνή­σε­ων/πώς θα απε­λευ­θε­ρω­θώ;»


Τέ­λος, με­τά τη μό­νη ρη­τή ανα­φο­ρά στον διαρ­κή της αφα­νή συ­νο­μι­λη­τή, τον Walter Benjamin, στη σελ. 69, η ποι­ή­τρια θα ξα­να­δώ­σει μια αδρή πε­ρι­γρα­φή της αντί­θε­σης Υπερ­βα­τι­κού και Βέ­βη­λου, μι­λώ­ντας για τη χα­σού­ρα στα ζά­ρια και την ερή­μω­ση των ονεί­ρων, εξυ­πα­κού­ο­ντας ότι εί­ναι η δεύ­τε­ρη που γεν­νά την πα­ρακ­μή (σελ. 71).

Συ­γκε­φα­λαιώ­νο­ντας, υπάρ­χει στη συλ­λο­γή της Αντω­νί­ου ένας cantus firmus με πολ­λές πα­ραλ­λα­γές. Πρό­κει­ται για το δε­σμό ανά­με­σα στον πό­νο της εκ­κο­σμί­κευ­σης, τον πό­θο της απε­λευ­θέ­ρω­σης και το όχη­μα εκ­πλή­ρω­σης αυ­τού του πό­θου που ήταν και θα εί­ναι το προ­αιώ­νιας κα­τα­γω­γής ηθι­κό αί­τη­μα της Δι­καιο­σύ­νης ως Τι­μω­ρού Απο­κα­τά­στα­σης, αί­τη­μα νο­ού­με­νο ως κα­τ’ εξο­χήν πο­λι­τι­κό πρό­ταγ­μα.


Βι­βλιο­πα­ρου­σί­α­ση (Αθή­να, Σπί­τι της Κύ­πρου, 18/10/2016)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: