ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ
1936-2000
Επιμέλεια αφιερώματος: Ευριπίδης Γαραντούδης
Nτοκουμέντα: ΕΚΠΑ, Φωνοθήκη Γ. Ζεβελάκη, Αρχείο Χάρτη
Η λογοτεχνία, αν κάποτε οι άνθρωποι την πάρουν στα σοβαρά, είναι μια ανθεκτική αξία – μπορεί ακόμα και να παράγει και να προτείνει αξίες. Πάντα ονειρεύομαι μια βασιλεία της λογοτεχνίας, όταν θα έχει εκπληρωθεί το ρηθέν «η ζωή αντιγράφει την τέχνη», και οι άνθρωποι θα αισθάνονται να ζουν μέσα σ’ ένα ατέλειωτο, υγρό, συγκλονιστικό μυθιστόρημα.
(«Η φθορά της γλώσσας επιβάλλει την αυστηρότητα στη λογοτεχνία ( Ο Γιώργος Χειμωνάς μιλάει στον Τάσο Γουδέλη)», Το Δέντρο, τχ. 27, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1986, σ. 113. Αναδημοσίευση στο βιβλίο του Χειμωνά, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ; Δημόσια κείμενα, εκδ. Καστανιώτη 1995, σ. 97).
Σε απόσταση 21 ετών από τον θάνατο του Γιώργου Χειμωνά, το ποικίλο ενδιαφέρον για το έργο του παραμένει αμείωτο στην Ελλάδα, τόσο στο περιβάλλον της φιλολογικής κριτικής όσο και σε εκείνο της λογοτεχνικής κριτικής. Τα πάσης φύσεως κείμενα που γράφτηκαν για τον άνθρωπο και το έργο του, από ευκαιριακά σημειώματα μέχρι διδακτορικές διατριβές, τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά από τον θάνατό του, αθροίζονται πλέον σε εκατοντάδες.
Τα πεζογραφήματα του Χειμωνά, εκείνο το μέρος του συγγραφικού έργου του που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας, απευθύνονται σε όσους αναζητούν στην ανάγνωση της λογοτεχνίας κάτι περισσότερο ή και διαφορετικό από την απόλαυση. Ακριβώς όπως συνέστησε ο ίδιος στους αναγνώστες των λογοτεχνικών κειμένων του στο δοκίμιό του Η δύσθυμη Αναγέννηση το 1987: «Αυτός ο λόγος θα επιβληθεί σε αναγνώστες απρόθυμους, δύστροπους, ανθιστάμενους, που θα αντιδρούν με δυσπιστία ή θα είναι αδιάφοροι. Η εμπιστοσύνη της ανάγνωσης σ’ αυτήν την λογοτεχνία αποτελεί τον πρωταρχικό της όρο και υποκαθιστά εκείνον της απόλαυσης» (Γιώργος Χειμωνάς, Η δύσθυμη αναγέννηση. Όγδοο μάθημα για τον λόγο, Αθήνα, Ύψιλον / βιβλία 1987, σ. 30).
Συγγραφέας με πολύ ισχυρή (για τα δεδομένα της ελληνικής λογοτεχνίας) ιδιοπροσωπία, ο Χειμωνάς έμεινε ανεπηρέαστος από το γενικό κλίμα των σύγχρονών του ελλήνων πεζογράφων, δηλαδή την αφήγηση θεμάτων με περιορισμένο εύρος και τοπικό χαρακτήρα, καθώς και την ποικίλη (θεματική, κοινωνική, ιδεολογική) προσήλωση στο εντόπιο ή το ιθαγενές στοιχείο. Παρά την έμφαση στα πεζογραφήματα αλλά και στα δοκίμιά και τις συνεντεύξεις του σε στοιχεία της ελληνικότητας, ο Χειμωνάς, συνάμα, κάνει τη μεγάλη αφήγηση, την αφήγηση ιστοριών με θέμα το ανθρώπινο γένος, ιστοριών που το εύρος τους καλύπτει «θέματα ογκώδη», όπως τα ονόμασε. Τα θέματα αυτά εκφράζουν με καθολικό τρόπο τη σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση, όπως την αντιλαμβανόταν διανοητικά και την βίωνε εμπειρικά, μέσα από τα «νοήματα-βιώματα» ή «ιδέες-βιώματα», όπως τα ονόμασε.
Η ιδιοτυπία του έργου του είναι τέτοιας πρωτοτυπίας και τέτοιας ποιότητας ώστε το έργο αυτό προσδιορίζει το ίδιο την τεχνοτροπία του, αντιστεκόμενο σθεναρά στις επιχειρούμενες εντάξεις του σε γενικά σχήματα ή στο πολύκλωνο δίκτυο μιας γραμματολογικά καθορισμένης παράδοσης. Βασικά, πάντως, χαρακτηριστικά της ακμαίας πεζογραφικής παράδοσης του ευρωπαϊκού μοντερνισμού και ανάλογα γνωρίσματα των σποραδικών πεζογραφικών εκδηλώσεων του ελληνικού μεσοπολεμικού μοντερνισμού μάς βοηθούν να εννοήσουμε και, ώς ένα σημείο, να περιγράψουμε τα εννέα πεζογραφήματα του Χειμωνά, αλλά και τα μεταφράσματά του, ως ένα εξαιρετικά δημιουργικό και ανθεκτικό στον χρόνο αντιπαράδειγμα σε σύγκριση με τη συντριπτική πλειονότητα των έργων της ελληνικής μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής πεζογραφίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι: η ρήξη με τις συμβάσεις της παλαιότερής του, ρεαλιστικής πεζογραφίας και η υπέρβαση της ρεαλιστικής αληθοφάνειας· η ειδολογική απροσδιοριστία ή η μίξη του αφηγηματικού με το ποιητικό είδος· η συντακτική αποδιοργάνωση, η κατάργηση ή η εντελώς ιδιότυπη χρήση της στίξης· η έμφαση στο ασυνείδητο, το όνειρο και το παράλογο· η προβολή της αυτονομίας της τέχνης και της ίδιας της λογοτεχνικής γλώσσας ως παραγωγού του νοήματος· η ασυνεχής πλοκή τα πολλά χάσματα της οποίας αναπληρώνονται ώς ένα βαθμό από τις επαναλήψεις, τις αναλογίες και τα επανερχόμενα αρχετυπικά σύμβολα· η συχνή χρήση αφηγηματικού τρόπου που προσιδιάζει στον εσωτερικό μονόλογο· η αποκοπή από τον ιστορικό και κοινωνικό περίγυρο όπου συνήθως διαδραματίζεται η πλοκή· η διάθλαση του εξωτερικού κόσμου μέσα από την παραμορφωτική και διαταραγμένη συνείδηση ενός δεσπόζοντος αφηγηματικού χαρακτήρα· η σαφής πριμοδότηση του χώρου έναντι του κατακερματισμένου ή ασυνεχούς ή ά-χρονου χρόνου. Επίσης ως στοιχεία της μοντερνιστικής αντίληψης του κόσμου στα πεζογραφήματα του Χειμωνά μπορούμε να αναγνωρίσουμε την κατάδειξη της χαοτικής, αποσπασματικής ή κατακερματισμένης, δυσαρμονικής φύσης της σύγχρονης εμπειρίας, όπως και τη σταθερή εστίαση των έργων του στο βίαιο, το φρικιαστικό, το τερατόμορφο, το ορμέμφυτο, το αρχέγονο ή πρωτόγονο, το ζωώδες και το μυθικό στοιχείο.
Συγκροτημένο από κομμάτια φαντασμαγορικά λαμπερού και αρτιωμένου, συμπερασματικού ανθρώπινου λόγου, που υφαρπάζονται από την περιβάλλουσα σιωπή και ερημία του κόσμου, τη σιωπή που κάθε τόσο εικονοποιούν τα λευκά τυπογραφικά κενά ή διαστήματα, το πεζογραφικό έργο του Χειμωνά συστέλλεται και διαστέλλεται ανάμεσα στο συμπυκνωμένο νόημα και το κειμενικά εξαπλωμένο βίωμα. Αφηρημένα και συγκεκριμένα, ιστορικά, γεωγραφικά ή τοποχρονικά προσδιορισμένα στοιχεία και, από την άλλη μεριά, μυθικές και τελετουργικές καταστάσεις συνδυάζονται, δομούνται και αποδομούνται, εωσότου ολοκληρώνονται στον φαντασμαγορικό λόγο. Ο Χειμωνάς κατάφερε να αναπληρώσει το κενό της προϊούσας απουσίας ή και απώλειας του ανθρώπινου κόσμου στη συνείδησή του με τα λογοτεχνικά πεζογραφήματά του που άρθρωσαν τον λόγο μέχρι τα όρια του ανεκτού της γλώσσας για να διεκτραγωδήσει την αέναη ανθρώπινη περιπέτεια του πάθους και της συγκίνησης μπροστά στα μεγάλα θέματα-δράματα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως ο έρωτας και ο θάνατος· κατόρθωσε να κρυσταλλώσει, με υλικά τα ερείπια του κόσμου, σε φαντασμαγορικό λόγο ό,τι αξίζει να γράψει ο μεγάλος συγγραφέας και ό,τι απομένει από αυτόν: αφηγήθηκε (και μας αφηγείται ακόμα) τη συνταρακτική ιστορία του γένους του. Ιδίως στον Εχθρό του ποιητή, το τελευταίο γνωστό μας πεζογράφημά του, κατέληξε στην καθαρά ιδεαλιστική προβολή της βαθιά ελεγειακής τέχνης του ως φαντασμαγορικής υποκατάστασης του κόσμου που έχει τελειώσει, ορθώνοντας το είδωλο του λόγου του στη θέση του απόντος ανθρώπου. Ο δικός του λόγος απορροφά ή αναπληρώνει κάθε κριτικό κείμενο για το έργο του. Λέει, λοιπόν, ο ίδιος σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, το 1990: «Εγώ γεμίζω αυτό το πραγματικό, υπαρκτό κενό [του τέλους του πολιτισμού] με όλη ξανά τη χαμένη συγκίνηση που στήριζε πάντα τη λογοτεχνία. Έτσι ώστε κι αυτή ακόμα η οδυνηρά βιωμένη από όλους μας ερημία να αποκτά πάλι την αίγλη της ανθρώπινης παρουσίας, που πια δεν υπάρχει» (Έλενα Δ. Χατζηιωάννου, «Γιώργος Χειμωνάς, Δεν ξαναγράφω λογοτεχνία», Τα Νέα, 22 Οκτωβρίου 1990). Συνάμα, για τον Χειμωνά η τέχνη αναπληρώνει τα κενά της πραγματικότητας ή απαλείφει, χάρη στη φαντασμαγορία της, τις όψεις της ατέλειας ή και της αθλιότητας που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο.
Ο Χειμωνάς γεννήθηκε στην παλιά πόλη της Καβάλας, στη συνοικία της Παναγίας, στις 16 Μαρτίου 1936. Αυτή είναι η ληξιαρχική ημερομηνία γέννησής του, καθώς ο ίδιος είχε δηλώσει αρκετές φορές ότι γεννήθηκε το 1939. Το 1943 η οικογένειά του εγκατέλειψε, λόγω της βουλγαρικής κατοχής, την Καβάλα και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Γιώργος έζησε τα επόμενα 19 χρόνια, μέχρι το 1962. Αν και ήθελε να γίνει φιλόλογος, το οικογενειακό περιβάλλον του τον ωθούσε προς τις θετικές επιστήμες. Έτσι, αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο, επέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1962, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή της πόλης, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Το 1964 αναχώρησε, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, για το Παρίσι, όπου έμεινε μέχρι το 1967. Στο διάστημα αυτής της τριετίας μετεκπαιδεύτηκε στη νευρολογία, την ψυχιατρική και τη νευροψυχολογία. Το 1966 ολοκλήρωσε στη γαλλική γλώσσα και υποστήριξε επιτυχώς τη διατριβή του, Συνείδηση, Λόγος και Αφασία, με θέμα τη σχέση της συνείδησης και του λόγου μέσα από τη μελέτη της αφασίας. Το 1967, όταν επέστρεψε από τη Γαλλία στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου έζησε και εργάστηκε την υπόλοιπη ζωή του, με εξαίρεση τα μικρά χρονικά διαστήματα των ταξιδιών του, κυρίως στο εξωτερικό και ιδίως στη Γαλλία, με αγαπημένο τόπο των διακοπών του τη Βρετάνη. Το 1969 άρχισε να εργάζεται στην Έδρα Νευρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο, όπου αργότερα οργάνωσε το Νευροψυχολογικό Εργαστήριο, του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση, ασκώντας νοσηλευτικά, ερευνητικά και εκπαιδευτικά καθήκοντα, φτάνοντας μέχρι τη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή Νευρολογίας και Νευροψυχολογίας. Στις 18 Μαΐου 1970 έγινε ο γάμος του Χειμωνά με τη θεατρική συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη, αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη. Στις 16 Ιανουαρίου 1971 γεννήθηκε ο μοναδικός γιος του ζευγαριού, Θανάσης. Το 1972 απολύθηκε από το Αιγινήτειο Νοσοκομείο για «αντεθνική συμπεριφορά», κυρίως επειδή συμμετείχε στον τόμο Δεκαοκτώ κείμενα (1970), ενώ την ίδια χρονιά άνοιξε ιδιωτικό ιατρείο. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, επανήλθε στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο. Το 1997 ο Χειμωνάς παραιτήθηκε από τη θέση του στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο. Στη διάρκεια του 1998 νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα στο Παρίσι. Στα δύο επόμενα χρόνια η διαμονή του μοιραζόταν ανάμεσα στην Αθήνα και τη γαλλική πρωτεύουσα. Το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου του 2000 αναχώρησε για το Παρίσι. Σ’ ένα μαύρο χαρτοφύλακα, που μετέφερε μαζί του σ’ όλα τα ταξίδια του, πήρε μαζί του το χειρόγραφο του βιβλίου του Το σπίτι της Γερτρούδης, καθώς και άλλα χειρόγραφα. Στις 27 Φεβρουαρίου πέθανε ξαφνικά, βράδυ Κυριακής, στη μονάδα εντατικής νοσηλείας του νοσοκομείου Αμπρουάζ Παρέ της Βουλόνης, σε ηλικία 64 ετών. Σύμφωνα με την επίσημη ιατρική ανακοίνωση ο θάνατός του προήλθε από μικροβιακή λοίμωξη. Οι ακριβείς συνθήκες του θανάτου του παρέμειναν αδιευκρίνιστες. Κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στις 2 Μαρτίου 2000 στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών. Με εντολή του δημάρχου Αθηναίων παραχωρήθηκε δωρεάν τάφος.
Ο συγγραφέας δεν έχει αναγνώστες, δεν έχει έργο. Δεν έχει φίλους. Ούτε καν εχθρούς. Έχει πολλούς που τον αγαπούν, όμως, όταν το μαθαίνει, είναι πολύ αργά – κι αυτοί είναι οι μοναδικοί εχθροί του: Ενώ πρέπει να ξέρουν, τον αφήνουν να ψοφήσει σαν το σκυλί. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να αντέξει την μοναξιά. Αμείβει πλουσιοπάροχα εκείνους που τυχαίνει να τον πλησιάσουν, μόνο για να τους βλέπει, να σταθούν λίγο για να τους δει. Όταν του κάνουν αυτήν την χάρη, τους την ανταποδίδει ηγεμονικά – τους χαρίζει όλους τους πύργους του.
(Γιώργος Χειμωνάς, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ; Δημόσια κείμενα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1995, σσ. 11-12).
Στη διάρκεια της ζωής του ο Χειμωνάς εξέδωσε εννέα πρωτότυπα πεζογραφικά έργα:
Πεισίστρατος, Θεσσαλονίκη 1960.
Η εκδρομή, Αθήνα, Κέδρος 1964.
Μυθιστόρημα, Αθήνα, Κέδρος 1966.
Ο γιατρός Ινεότης, Αθήνα, Κέδρος 1971.
Ο γάμος, Αθήνα, Κέδρος 1974.
Ο αδελφός, Αθήνα, Κέδρος 1975.
Οι χτίστες, Αθήνα, Κέδρος 1979.
Τα ταξίδια μου, Αθήνα, Κέδρος 1984.
Ο εχθρός του ποιητή, Αθήνα, Κέδρος 1990.
Ύστερα από τον θάνατό του, τα σημαντικότερα βιβλία του είναι:
Το ένατο μάθημα για τον λόγο
(Αθήνα, Καστανιώτης 2001), όπου περιέχεται το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της ομιλίας-συζήτησής του, στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, με το ζεύγος Hans και Νίκης Eideneier, άλλους νεοελληνιστές και φοιτητές, στις 29 Οκτωβρίου 1989.
Πεζογραφήματα (Αθήνα, Καστανιώτης 2005), συγκεντρωτική έκδοση των εννέα αυτοτελώς εκδομένων λογοτεχνικών πεζογραφημάτων του, με εισαγωγή, επιμέλεια και εκτενές χρονολόγιο βίου και έργου του Χειμωνά από τον Ευριπίδη Γαραντούδη, όπου και αναλυτική καταγραφή της Εργογραφίας του.
Χειρόγραφα από το αρχείο του Αλέξανδρου Ίσαρη. Ο αδελφός – Άγιος Γεώργιος – Μετείκασμα – Επιστολές
(Αθήνα, Ίκαρος 2006), με πρόλογο του ποιητή και φίλου του Χειμωνά Αλέξανδρου Ίσαρη και επιμέλεια έκδοσης του Ευριπίδη Γαραντούδη, όπου το κύριο έργο του Χειμωνά, που παρουσιάζεται και σχολιάζεται, είναι η, εν μέρει άγνωστη, πρώιμη μορφή του έργου Ο αδελφός σε διπλωματική έκδοση.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Χειμωνάς δημοσίευσε σειρά δοκιμιακών ιδίως κειμένων, αλλά και συνεντεύξεων, προκειμένου κυρίως να υποδείξει στους αναγνώστες της πεζογραφίας του τους τρόπους με τους οποίους δομείται η γραφή του και ποια είναι τα βαθύτερα νοήματά της. Τα σημαντικότερα από αυτά τα κείμενα εκδόθηκαν στα βιβλία:
Έξι μαθήματα για τον λόγο, Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία 1984.
Ο λόγος. Μάθημα έβδομο και τελευταίο: Ο χρόνος και το σύμβολο (με δύο εισαγωγικά σχόλια), Αθήνα, Εκδόσεις Ράππα 1985.
Η δύσθυμη Αναγέννηση. Όγδοο μάθημα για τον λόγο, Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία 1987.
Τα όνειρα της αϋπνίας. Το ιερατείο του ύπνου και η δια των ονείρων καύσις των αιρετικών της νύχτας, Αθήνα, Πλέθρον 1994.
Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ; Δημόσια κείμενα, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1995.
Επίσης από τη δεκαετία του 1980 η μετάφραση κορυφαίων έργων της λογοτεχνικής παράδοσης λειτούργησε για τον Χειμωνά ως μία άλλη, λιγότερο ευθεία, οδός δημιουργικής αναμέτρησής του με ό,τι ο ίδιος ονόμαζε «μεγάλη λογοτεχνία». Ο Χειμωνάς μετάφρασε τα εξής λογοτεχνικά έργα:
Σοφοκλής, Ηλέκτρα, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1984.
Ευριπίδης, Βάκχες, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1985.
Σαίξπηρ, Άμλετ, Αθήνα, Κέδρος 1988.
Ευριπίδης, Μήδεια, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1989.
Σαίξπηρ, Μάκβεθ, Αθήνα, Κέδρος 1996.
Ευριπίδης, Ορέστης, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1998.
Τέλος, ο Χειμωνάς έγραψε το λιμπρέτο της όπερας δωματίου του Γιώργου Κουρουπού, Πυλάδης, σε ελεύθερη απόδοση στίχων από την Ηλέκτρα του Ευριπίδη και την Ηλέκτρα του Σοφοκλή. Το λιμπρέτο εκδόθηκε σε βιβλίο-λεύκωμα με αφορμή την πρώτη παράσταση του έργου στις 31 Μαΐου 1992 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Πλήρης καταγραφή της εργογραφίας του υπάρχει στο βιβλίο Πεζογραφήματα (Εισαγωγή-Επιμέλεια-Χρονολόγιο [βίου και έργου]: Ευριπίδης Γαραντούδης, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτης 2005, σσ. 763-795).
Το σημαντικότερο αφιέρωμα περιοδικού στον Χειμωνά, ύστερα από τον θάνατό του είναι: Οδός Πανός, τχ. 109, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000.
*
Ο Γιώργος Χειμωνάς ήταν τακτικός συνεργάτης της πρώτης περιόδου του Χάρτη.
Είχε δημοσιεύσει τα κείμενα: Αποσπάσματα από ομιλία σε κοινό (τχ. 1, σ. 100 κ.ε.)· Ο εγκέφαλος κινείται (τχ, 2, σ. 251 κ.ε.)· Ιδεο-γραφήματα (τχ. 4, σ. 431 κ.ε.)· Αγαπητέ κ. Μπ[ερλή] (τχ. 7, σ. 104 κ.ε.)· Η διαστροφή ως ορισμός του έρωτα (τχ. 19, σ. 9 κ.ε.) και Αφιέρωση (τχ. 21/23, Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη, σ. 474 κ.ε)
*
Οι περισσότερες φωτογραφίες αυτού τού αφιερώματος προέρχονται από το αρχείο του Γιώργου Χειμωνά που βρίσκεται στο Εργαστήριο Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Ευχαριστούμε τον Θανάση Χειμωνά για την άδεια δημοσίευσης των φωτογραφιών.