Τοπία του εγκεφάλου: η ενσώματη γεωγραφία του Χειμωνά

Φωτ. Στέλιος Σκοπελίτης (1987)
Φωτ. Στέλιος Σκοπελίτης (1987)


The Brain—is wider than the Sky—
For—put them side by side—
The one the other will contain
With easeand you
beside
EMILY DICKINSON


Είναι ο Γιώργος Χειμωνάς δύσκολος συγγραφέας; Ανήκει στον μοντερνισμό ή τον μεταμοντερνισμό; Συνομιλεί συχνότερα με την παράδοση ή με την πρωτοπορία; Ο ίδιος παρακάμπτει επίμονα αυτά τα ερωτήματα – χωρίς ναρκισσισμό, νομίζω, ή αλαζονεία (ήταν προγραμματικά ταπεινωμένος, άλλωστε). Η γραφή του πηγάζει από την ανάγκη να ιστορήσει τον άνθρωπο, την αξία ή την απαξία του, τη ζωή και τον θάνατο, τη λύπη και τον πόνο, ανακεφαλαιώνοντας τη μοίρα του:

Μιλώ λοιπόν για μια λογοτεχνία Επείγουσα, μια Γενική λογοτεχνία, που ανακεφαλαιώνει τα συμπερασματικά συναισθήματα των ανθρώπων και τις επικίνδυνες πράξεις τους. Πώς γίνονται τα σώματά τους τώρα στο τέλος, που έγειραν πάνω στη σιωπή. (Γ. Χειμωνάς, Η δύσθυμη Αναγέννηση, σ. 32)

Στο απόσπασμα αυτό συνωθούνται ορμητικά οι έννοιες γύρω από τις οποίες περιστρέφεται επίμονα η σκέψη και η γραφή του Χειμωνά: συναισθήματα, επικίνδυνες πράξεις, σώμα, τέλος, σιωπή. Οι έννοιες αυτές ορίζουν το σημείο όπου η ηθική συνιστώσα της αφηγηματικής του περιπέτειας (η ευθύνη του συγγραφέα-γιατρού για τον άνθρωπο) συγκλίνει με την ανθρωπολογική της διάσταση, η οποία δεν χρωματίζεται αποκλειστικά από την ιστορικότητα (τη συνθήκη της πολιτισμικής κρίσης, της αίσθησης του τέλους και της μετάβασης σε μια εποχή μετά τον άνθρωπο), αλλά τείνει προς την αχρονικότητα, αποκτά συμπαντική χροιά και αγγίζει, τελικά, το όριο του λόγου και της αντιληπτικής ικανότητας του ανθρώπου ως πάσχοντος όντος και ως ενσώματου υποκειμένου.
Τι είναι αυτή η γραφή; Πεζογραφία; Ποίηση; Αφήγηση; Συμμετέχει σε ή εγκαινιάζει κάποιο είδος, πειραματικό, μεικτό ή υβριδικό; Είναι υπεράνω και πέραν των ειδών; Ανήκει στον αχανή χώρο της λογοτεχνίας, νοούμενης ως μυστηρίου, ως εξ ορισμού ανεξιχνίαστου τοπίου, από όπου έχουν εξοριστεί τα είδη, όπως το περι-έγραψε πρώτος ο ρομαντισμός, το εξερεύνησε ο μοντερνισμός και το θεωρητικοποίησε με σύγχρονους όρους ο μεταδομισμός;

Σε μια περίοδο φθοράς, τέλους της γλώσσας, η λογοτεχνία οφείλει να είναι αυστηρή, άτεγκτη, εχθρική – με βία, αυταρχικά θα κηρύξει τον λόγο της, που δεν θα έχει τον χρόνο να εξελιχθεί προς την ποίηση ή την πεζογραφία, ούτε την πολυτέλεια να είναι ωραίος. (Γ. Χειμωνάς, Η δύσθυμη Αναγέννηση, σσ. 30-31)

Η γραφή του Χειμωνά είναι «άξεστη», βίαιη, φυσική, πρωτογενής, σωματική, τρομαγμένη, κοσμογονική – δεν χαϊδεύει τα αυτιά του αναγνώστη, δεν κολακεύει την κριτική, δεν υποτάσσεται στην ηθική, δεν υπηρετεί την αισθητική. Στην περίπτωση του Χειμωνά, η γένεση και η πρόσληψη του κειμένου είναι – κι αυτό είναι κάτι για το οποίο οι περισσότεροι αναγνώστες δεν είναι προετοιμασμένοι – διαδικασίες ομόλογες, αισθητηριακές και σωματικές, εμπειρίες συγκλονιστικές για το σώμα, όπως συγκλονιστική είναι και η επαφή του ανθρώπινου εγκεφάλου με τον άλλον και με τον κόσμο μέσω του σώματος (έκπληξη, ταραχή, σύγκρουση, δοκιμασία), αλλά και η βίωση του πόνου, μέσω της οποίας συνειδητοποιείται η τρωτότητα και επικυρώνεται η ανθρώπινη υπόσταση ως διαρκώς θνήσκουσα και αθεράπευτα θνητή.
Πρόκειται για διαδικασία που βλέπεται, ακούγεται, νιώθεται· αποτέλεσμα και τελική κατάληξη της ένα είδος αρχιτεκτονικής της ερημίας, ένα τοπίο κοσμογονικό και αρχέγονο, που αναπαριστά την επαφή του σωματικού υποκειμένου με τον κόσμο, την ανάδυση δηλαδή της συνείδησης ως εγκεφαλικής λειτουργίας διαμεσολαβημένης από το σώμα, με όρους απολύτως αρχετυπικούς, χωρικούς, σχεδόν γεωγραφικούς:

Για μένα η πράξη της γραφής, πριν και ύστερα απ’ όλα, αποτελεί μιαν αυθόρμητη λειτουργία  α ι σ θ η τ η ρ ι α κ ή. Πάντοτε έχω την σωματική, την σφοδρή αίσθηση πως το κείμενό μου διαδραματίζεται ή, καλύτερα, πως γεννιέται από την αρχή ο κόσμος όλος στους ορίζοντες μιας ακατοίκητης χώρας – ακόμα πιο σπουδαίο: μιας πρώην κατοικημένης χώρας. (Γ. Χειμωνάς, Έξι μαθήματα για τον λόγο, σ. 105)

Η διαδικασία αυτή, την οποία ο Χειμωνάς περιγράφει ως «χωρογνωστική» και «ακουστική», αποκόβει την αφήγησή του από την πεζογραφία ως τέχνη του λόγου και την απομακρύνει από την αναπαράσταση ως απόδοση μιας πραγματικότητας, εσωτερικής ή εξωτερικής. Η γραφή αυτή, παρά την οπτική της εμμονή και την πρωτοκαθεδρία του βλέμματος και της εικόνας, δεν είναι πραγματικά ζωγραφική, δεν είναι ακριβώς ή απλώς εικαστική· η διαφορά της από τη λογοτεχνική αφήγηση είναι ανάλογη της διαφοράς ανάμεσα σε έναν πίνακα ζωγραφικής, που αποδίδει ή αντανακλά κάποιο αντικείμενο, αφηρημένο ή συγκεκριμένο, και απευθύνεται σε θεατές, από τη μια μεριά, και σε μια σύγχρονη εγκατάσταση (installation), από την άλλη, που ωθεί το κοινό σε ρόλο δρώντος υποκειμένου και προσλαμβάνεται ως συνολική εμπειρία, της οποίας το νόημα διαπερνά το σώμα και μένει μετέωρο ως συνειδησιακό βίωμα με απροσδιόριστο αντικείμενο. Για τον Χειμωνά λοιπόν η γραφή

... δεν είναι μια αίσθηση αποκλειστικά χωρογνωστική. Φθάνει σχεδόν να γίνεται και  α κ ο υ σ τ ι κ ή. Σα ν’ ακούω πάντα – παρόλο που δεν είναι άκουσμα, αλλά ένα άκουσμα που παρακάμπτει τους φυσικούς δέκτες της ακοής: όπως ο παλμός της καρδιάς μας, που είναι μια αίσθηση ολοσωματικής ακοής, ένας άρρυθμος και ταχύς κραδασμός ολόκληρου του σώματος. Θα μπορούσα ίσως να την ηχοποιήσω σαν μια βοή αδειάσματος ενός πελώριου χώρου, σαν ένα ββουουαααάπ. Τότε αδειάζει όλη η γη, σα ν’ αναρροφιέται από κρυφά πηγάδια-ρουφήχτρες, με μιαν εκκωφαντική ηχώ ωκεανού. Πρόκειται για μια απότομη δίνη, μια κοσμογονική άμπωτη. Τότε αναδύεται ο χώρος ο παρθένος, μια εξιδρωμένη ακόμα άργιλλος απέραντη κι εκεί σε μια κώχη της αρχινά να φύεται το κείμενο – ο κόσμος των ανθρώπων. Σ’ αυτή την ελάχιστη άκρια κι όλος ο τεράστιος υπόλοιπος χώρος χέρσος, αλλά  έ τ ο ι μ ο ς. (Έξι μαθήματα για τον λόγο, σσ. 105-106)

Το κείμενο: ένα μικρό φυτό που αρχίζει να φυτρώνει ξαφνικά, μέσα από μια «κοσμογονική άμπωτη», σε έναν «παρθένο χώρο», σε μια κώχη μιας «εξιδρωμένης» αργίλλου, αποκύημα ενός αδειάσματος της γης, προϊόν ενός εκκωφαντικού ήχου, που απότομα εξαφανίζει τα προϋπάρχοντα ίχνη, για να αναδυθεί ένα νέο τοπίο, το κείμενο-τοπίο, ο χώρος της έμπνευσης, της ανακάλυψης, της αντίληψης, της επαφής με τον «κόσμο των ανθρώπων». Άρα το κείμενο της χειμωνικής γεωγραφίας ορίζεται φυτολογικά, χωροτεχνικά, γεωλογικά και κοσμογονικά, για να φτάσει να ταυτιστεί πλήρως με τον κόσμο των ανθρώπων, δηλαδή με μια νέα χώρα, εκ νέου κατοικημένη, καθότι κατοικημένη από νόημα, από σημασίες. Αν ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι προορισμένος για την αναζήτηση του νοήματος του κόσμου, την οικοδόμηση σημασιών μέσα από την (ανα)σύνθεση των εικόνων, το κείμενο του Χειμωνά είναι ο χώρος που σταδιακά κατοικείται από τους ανθρώπους, συνιστά δηλαδή ένα είδος εγκεφαλικής γεωγραφίας, αποτέλεσμα της αγωνιώδους προσπάθειας να εννοηθεί, να χαρτογραφηθεί συμβολικά ο κόσμος. Άλλωστε, «με την συνείδησή του ο άνθρωπος κάνει τον κόσμο να υπάρχει», όπως γράφει ο Χειμωνάς (Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, σ. 162).
Ο Χειμωνάς άκουσε τη φωνή της συνείδησης και τη φωνή της έμπνευσης, που τον κάλεσαν να αδειάσει τον χώρο, να απογυμνώσει τη γλώσσα, να την καθαρίσει από τα περιττά, για να την πλησιάσει στην ουσία της, τη διευθέτηση της αταξίας των αιφνίδιων παροντικών συμβάντων, την αποκατάσταση των συνδετικών αρμών, την ανακάλυψη, τελικά, του νοήματος του κόσμου, εξομοιώνοντας τη διαδικασία της γραφής με τη λειτουργία της συνείδησης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τρόπος που ο Χειμωνάς περιγράφει το συνειδησιακό γεγονός («μια εικόνα κοσμογονίας και ασύλληπτης Δίνης») έχει πολλές ομοιότητες με την περιγραφή του γεγονότος της έμπνευσης, της διαδικασίας δηλαδή σύλληψης του κειμένου («πρόκειται για μια απότομη δίνη, μια κοσμογονική άμπωτη»).

... η [...] εικόνα του πεδίου συνείδησης είναι μια εικόνα κοσμογονίας και ασύλληπτης Δίνης – η εισβολή του πράγματος, η αναστάτωση του τρύπιου υποκειμένου, οι αναπαραστάσεις που αποκολλώνται από την τοιχογραφία του παρελθόντος, οι αλλεπάλληλες τριβές και αναμετρήσεις, η πέψη του πράγματος, πέψη βόα, η εξαχνωμένη διάλυση του υποκειμένου στο δίκερω νόημα-νόηση, μια νέα μορφή προβάλλει στην αστραπή της παρούσας στιγμής. (Έξι μαθήματα για τον λόγο, σ. 16)

Ενώ, αντίστοιχα, ο λόγος ως «λεξική κρυστάλλωση» (Έξι μαθήματα, σ. 25) της συνείδησης, ως «φαινόμενο διέγερσης νοημάτων» (Έξι μαθήματα, σ. 100), αποτελεί προϋπόθεση και απόδειξη της διαμόρφωσης και της διατήρησης του Εγώ, το οποίο «δεν είναι Εγώ παρά μιλώντας, μιλώντας στον εαυτό του και στους άλλους, λέγοντας στον εαυτό του αυτό που οι άλλοι λεν, και συγκροτούμενο με την Ομιλία, ως αυτουργό της ιστορίας και του κόσμου του» (Έξι μαθήματα, 21). Για αυτό τα κείμενα του Χειμωνά είναι κατάστικτα από ιστορίες, αφηγήσεις των προσώπων, τα οποία συνομιλούν ακατάπαυστα μεταξύ τους (αρκεί να αναλογιστούμε την κατασταστική για την ποιητική του Εκδρομή)· για αυτό ο Γιατρός Ινεότης φωνάζει στο συγκεντρωμένο πλήθος πως «ό,τι αξίζει στον άνθρωπο είναι να έχει να πει μια ιστορία συνταρακτική» (Πεζογραφήματα, σ. 233). Έτσι, η γραφή αποτελεί ριζική εμπειρία αυτογνωσίας και ανθρωπογνωσίας και ο ρόλος του συγγραφέα ανάγεται σε άσκηση επικοινωνίας και διαμεσολάβησης, αποκωδικοποίησης νοημάτων – απόπειρα, δηλαδή, χαρτογράφησης εγκεφαλικών τοπίων.

Η αδελφή αναποδογύρισε. Απότομα αισθάνθηκε να ζει μέσα σε ένα στόμιο. Και σαν από μια έξοδο είδε το τεράστο τοπίο κι έβλεπε ολόκληρο τον ορίζοντα του κόσμου. Έβλεπε στο ίδιο ύψος μ’ αυτήν αλλά πολύ μακρυά είδε τα ακίνητα σύννεφα του ουρανού. Απότομα τα σύννεφα τρυπήθηκαν. Ξεκοιλιάστηκαν κι από θεώρατα και λαδωμένα έμβολα ξεσπλαχνώθηκαν. Να χύνεται ένα άφθονο μαύρο υγρό και μαύρο μαύρη πίσσα και κρουνοί. Η αδελφή φώναξε (Πεζογραφήματα, σ. 311)

Τα κείμενα του Χειμωνά εκπορεύονται λοιπόν από μια κοσμογονική ανησυχία και μια αποκαλυπτική εμμονή, μια αγωνία αρχής και τέλους, από την ανάγκη εννόησης του κόσμου, και γεννιούνται από την αγωνιώδη προσπάθεια να περιγράψει τον λυπημένο και θνησιγενή άνθρωπο, ένα ον με ημερομηνία λήξης, προορισμένο για το τέλος (Γιατρός Ινεότης) και καταδικασμένο να αγνοεί τα μυστήρια του κόσμου και τα μυστικά του σύμπαντος. Ο Χειμωνάς, ως συγγραφέας-γιατρός, παρατηρεί με συμπόνια τους ανθρώπους, βλέπει και δείχνει το ανθρώπινο σώμα, αξεδιάλυτα ενωμένο με την ψυχή («Ψυχή είναι μίμηση σπουδαίου σώματος», Ο Αδελφός), βασανίζεται, καθώς τον κατατρώει η αίσθηση ευθύνης για τον άνθρωπο και την τρωτότητά του.

Ο Γιατρός Ινεότης είδε σε μια στιγμή κι είδε στην άκρη του δρόμου ξανθές ακαθαρσίες μικρών παιδιών. Τον έπιασε κλάμα γιατί φαντάστηκε τα εντόσθια των παιδιών να έχουν γίνει πέτσες ξερές στον ακίνητο ήλιο κι ύστερα είπε είμαι πολύ συναισθηματικός κι έτσι ή αλλοιώς δεν μπορούσα να ζήσω άλλο κι έτσι ή αλλοιώς έπρεπε να πεθάνω το γρηγορότερο ... (Πεζογραφήματα, σ. 225)

Παρακάτω, ο πόνος, ανάμικτος με απαξίωση, η οποία κρύβει περισσότερο πόνο, για το ανθρώπινο κρέας, τον άνθρωπο-σφαχτάρι:

... με καμένα μάτια παρακολουθεί με απελπισία αλλά και προκλητικά παρακολουθεί τους ανθρώπους. Κανένας άνθρωπος δεν μου αξίζει. Άνθρωποι είναι ανθρώπινα κομάτια. Κρεμασμένα που περιστρέφονται πολύ αργά με μια κρούστα χοντρό λίπος από άγνωστο ψάρι να τους προφυλάει από το αβάσταχτο κρύο και πολύχρωμα από ένα φως. (σ. 227)

Στη «Βιογραφία της όρασής μου» ο Χειμωνάς συσχετίζει το ενδιαφέρον του για το ανθρώπινο σώμα – τη φυσιογνωμία, τις κινήσεις και τον λόγο των ανθρώπων – τόσο με τη συγγραφική όσο και με την ιατρική του ιδιότητα.

Η ιδιότητά μου του συγγραφέα ζυμώθηκε μ’ αυτή την ιδιότητα, έγινε ένα με μια διαρκή, καθημερινή, αυθόρμητη προσοχή, να προσέχω συνέχεια τους ανθρώπους. Από παιδί έβλεπα, έβλεπα συνέχεια τους ανθρώπους. Την έσχατη λεπτομέρεια των σωμάτων, το πρόσωπό τους, το δέρμα τους, τα σκισίματά του, τη στάση τους, την ακινησία τους, τη φυσιογνωμία τους, άκουγα την ηχώ των λόγων τους. […] Αργότερα οι ιατρικές εικόνες πλάτυναν αυτή την όραση, την έκαναν πιο βαθιά, πιο δραματική. Χρωστάω σαν συγγραφέας πάρα πολλά στην Ιατρική. Δεν χρωστάω τίποτε στην Ψυχιατρική. Απλά σαν γιατρός, να βλέπω τους συγγενείς των αρρώστων να συνωστίζονται στους διαδρόμους των νοσοκομείων, να τριγυρίζουν τα κρεβάτια των αρρώστων τους, να παραστέκονται, να βλέπω το ίδιο το σώμα του αρρώστου. Πολλά μου έμαθαν όλα αυτά τα λόγια και όλα αυτά τα σώματα, γιατί η ιατρική σχέση είναι το ίδιο έντονη, το ίδιο αποκαλυπτική (με όλες τις σημασίες της λέξης), το ίδιο διαπεραστική όσο και η ερωτική σχέση.

Το ενδιαφέρον του Χειμωνά για τη σωματικότητα, ωστόσο, ανάγεται όχι μόνο στην ιδιότητα του γιατρού ως συνοδοιπόρου των ανθρώπων, ο οποίος συμπάσχει με το δοκιμαζόμενο σώμα, αλλά, αν όχι στην ιδιότητα του ψυχιάτρου αυτήν καθεαυτήν, σίγουρα στην ιδιότητα του νευρολόγου, ο οποίος ασκήθηκε στη νευροψυχολογία, πραγματεύτηκε επιστημονικά και περιέγραψε εκλαϊκευτικά τον ανθρώπινο εγκέφαλο, τη συνείδηση ως λειτουργία του εγκεφάλου και τον λόγο (όργανο του οποίου αποτελεί ο εγκέφαλος) ως μορφοποιό των συνειδησιακών στιγμών και ως διάμεσο μεταξύ σώματος και κόσμου. Από αυτήν την άποψη, στα κείμενα του Χειμωνά αποτυπώνεται, βασικά και κυρίως, πέρα από ο,τιδήποτε άλλο, η ιστορία της περιπλάνησης του ανθρώπινου εγκεφάλου, καθώς προσπαθεί να ξετυλίξει το κουβάρι του κόσμου.

Πρέπει να φαντασθούμε τον εγκέφαλο σαν ένα διαρκώς πλανώμενο όργανο μεταξύ άπειρων φευγαλέων μορφών. Δεν είναι προορισμένος να καταλήξει πουθενά. Όταν σταθμεύει, όταν επανέρχεται και εγκαθιστά ένα σύστημα μορφών –όπως η ομιλία– οφείλεται στο γεγονός ότι αυτό το σύστημα επιδρά, αλλά και τροποποιεί το περιβάλλον του. (Έξι μαθήματα για τον λόγο, σ. 27)

Τα κείμενα του Χειμωνά δεν είναι λογοτεχνία: «Η γένεση του λόγου μου συμπίπτει με εντελώς εξωλογοτεχνικές μεταβολές που εδώ και πολύν καιρό συνέβησαν στον πλατύτερο χώρο της συνείδησής μου του Κόσμου. Σε βαθμό ώστε να μην θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα, να μη θεωρώ τα κείμενά μου λογοτεχνία» (Έξι μαθήματα, 113). Φυτρώνουν σε ένα γεωγραφικό σημείο όπου τέμνεται ο λόγος της τέχνης με τον λόγο της νευροεπιστήμης. Υπερβαίνουν τη λογοτεχνία ή και την παρακάμπτουν, απορροφώντας, την ίδια στιγμή, την ουσία της: το ερώτημα της βαθύτερης αναμέτρησης του ανθρώπινου νου με το σύμπαν, τον κόσμο και τον άλλον.

Στο βιβλίο τους Το σύμπαν των εγκεφάλων (2011) ο Γιώργος Παπαδόπουλος και ο Ηλίας Κούβελας πραγματεύονται τα υλικά του εγκεφάλου και του κόσμου που τον περιέχει πάνω σε τρεις άξονες: τον κοσμικό εγκέφαλο (εγκέφαλος-σύμπαν), τον εγκόσμιο εγκέφαλο (εγκέφαλος-κόσμος) και τον κοινωνικό εγκέφαλο (εγκέφαλος-άλλος).
Η έννοια του κοσμικού εγκεφάλου αφορά τη σχέση του έμφρονου όντος με το σύμπαν, τον χώρο και τον χρόνο, με
βάση το ερώτημα: «Αν το σύμπαν έχει οργανώσει την αυτεπίγνωσή του δημιουργώντας έμφρονες νόες, ποια είναι η σχέση των χαρακτηριστικών του σύμπαντος, δηλαδή του χρόνου και του χώρου, με τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου και του εγκεφάλου του;» (Το σύμπαν των εγκεφάλων, σ. 11). Ο ανθρώπινος εγκέφαλος εμφανίζεται «ως διαστελλόμενο-συρρικνούμενο σύμπαν, το οποίο αποτελείται από απομακρυσμένους γαλαξίες (λειτουργικές περιοχές) και ήλιους (κέντρα) από τους οποίους εξαρτάται η ζωή σε επιμέρους πλανήτες (κυτταρικές στιβάδες και άλλα νευρωνικά μορφώματα)» (σ. 20). Ο Χειμωνάς γράφει:

Η ιστορία λοιπόν που αφηγούμαι είναι ένα φυσικό και εν αρχή άμορφο ανθρώπινο σύμπαν, που συστέλλεται και διαστέλλεται, τόσο στον μακρόκοσμο όσο και στον μικρόκοσμο του – μια ιστορία ενσάρκωσης και ανάληψης αυτού που είναι από πάντοτε μαζί μας: μιας παγκόσμιας συνείδησης-αιθέρα, που κάποτε την είπαν και εμμανουήλ. (Έξι μαθήματα, σ. 105)

Στο Σύμπαν των εγκεφάλων ο εγκόσμιος εγκέφαλος αναφέρεται στις σχέσεις που αναπτύσσει ο εγκέφαλος με τον έξω κόσμο: «Αντιλαμβανόμαστε έναν κόσμο ο οποίος υπάρχει για μας όσο έχει τα χαρακτηριστικά που αντέχει ο εγκέφαλός μας. Και αυτός την ίδια στιγμή που πιστεύει ότι κατέχει τους αριθμούς και τα υλικά του κόσμου στον οποίο ανήκει, αυτό που κυριολεκτικά κάνει είναι να μεταφράζει ιδιοτελώς ένα ελάχιστο κλάσμα του υπαρκτού, και να στήνει υποθέσεις, όνειρα και θεωρίες που φιλοδοξούν να αλλάξουν τον κόσμο.» (σ. 11). Ο Χειμωνάς σκηνοθετεί την εμφάνιση του κόσμου, με όρους κοσμογονικούς ή/και βιβλικούς, μέσω των εικόνων που μεταφράζει ή (ανα)συνθέτει ο εγκέφαλος ή ως την αργή μορφοποίηση της σημασίας που προσδίδει η συνείδηση στα πράγματα.

Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα.

Απομακρύνθηκε ο ορίζοντας. Η ζωή φάνηκε πρώτα στους τοίχους. Είναι ένας τοίχος αλειμμένος μ’ ένα υλικό σαν σημασία. Αλλού οι τοίχοι εξογκώνονταν και εξείχαν σαν να γεννούσαν αγάλματα κι άμορφα ακόμα που μόλις σχηματίζονταν εκρέμονταν από τους τοίχους. Αργά εκατέβαινε ο ουρανός. Υπέροχος κεφαλόδεσμος από λοξά βαρειά καλύμματα λύθηκαν κι έπεφταν αργά για να φανεί ξανά πόσο καλό είναι το φως. («Οι Χτίστες», Πεζογραφήματα, σ. 345).

Επιπλέον, η έννοια του εγκόσμιου εγκεφάλου περικλείει την ανάγκη του ανθρώπου να επανεγγράψει τον έξω κόσμο, το άνοιγμά του προς την εξωτερικότητα, προς το εξωσωματικό στοιχείο. Η διαρκής συγκοινωνία του εσωτερικού με τον εξωτερικό χώρο διασφαλίζεται μέσω του εγκεφαλικού φλοιού, «έδρα ψυχοπνευματική, μέρος όπου ενώνεται ο έσω και ο έξω κόσμος» (Πεζογραφήματα, σ. 68), όπως λέει ο Πεισίστρατος, ανταγωνιστικό alter ego ή «σωσίας» του αφηγητή στο ομώνυμο αφήγημα. Η έννοια του σωσία, του συντρόφου ή της (συγκρουσιακής) δυαδικής σχέσης, η οποία εγκαινιάζεται στον Πεισίστρατο και επανέρχεται με διάφορες μορφές στα κείμενα του Χειμωνά, παραπέμπει, εξάλλου, στη συγκρότηση του εαυτού, στο γεγονός ότι «αποτελούμαστε από πολλούς αλληλο-επηρεαζόμενους εαυτούς, μια κοινότητα αντα/συναγωνιζόμενων εαυτών οι οποίοι διεκδικούν συνεχώς την προσωπική τους ικανοποίηση εις βάρος των υπολοίπων», ενώ οι ιδιότητες του (ενιαίου) έλλογου όντος «μπορούν να ερμηνευτούν ως αποτέλεσμα των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των εναλλακτικών εκδοχών μας» (Το σύμπαν των εγκεφάλων, σσ. 11-12). Ανάλογα, ο Χειμωνάς γράφει στον Γιατρό Ινεότη:

Ο Γιατρός Ινεότης ξαφνικά έτριξε ο κόσμος και κατάλαβε ένα άλλο πλήθος!
Είπε με φόβο και μ’ ένα θαυμασμό. Με μια απροσδιόριστη ελπίδα και παρηγοριά ώστε υπάρχουν. Γιατί υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι κι άφαντοι δεν τους βλέπει κανένας ζουν μαζί μας και θα πεθάνουν αύριο μαζί μας και την ίδια ώρα. Από πάντα είχαμε τις ίδιες ώρες αλλά κανένας ποτέ δεν τους είδε και μόνο εγώ τους είδα. Σαν όνειρο κι είναι σα να είμαστε διπλοί και σα να υπάρχουν δύο ζωές γιατί ο ίδιος λαός ζει και μέσα σε υπόγεια μέσα βαθειά στη γη σε στοές κι οι πόλεις είναι διπλές. (Πεζογραφήματα, σ. 237)

Ο κοινωνικός εγκέφαλος, τέλος, αφορά την επικοινωνία με τους άλλους, την ουσία της ανθρώπινης περιπέτειας, η οποία διαδραματίζεται ανάμεσα στον έναν και τους πολλούς – κεντρικός θεματικός άξονας των αφηγημάτων του Χειμωνά το ταξίδι του υποκειμένου προς τον άλλον, η προσπάθεια να διασχίσει την απόσταση που το χωρίζει από τους άλλους. «Στα καθημερινά αυτά δρομολόγια, ο εγκέφαλός μας επιζητά να ενσωματώσει τον άλλον και φιλοδοξεί να συμβάλει σε μια κοινωνία προσώπων, από την οποία διεκδικεί, ταυτόχρονα και ισόποσα, βοήθεια και ανεξαρτησία, αγάπη και ελευθερία» (Το σύμπαν των εγκεφάλων, σ. 12). Το μοτίβο της εκδρομής στο ομώνυμο αφήγημα του Χειμωνά, μαζί με το παρεμφερές μοτίβο της επίσκεψης, δραματοποιεί τη διελκυστίνδα μοναξιάς-επικοινωνίας αλλά, κυρίως, το επίμονο και αγωνιώδες αίτημα του Εγώ να ενωθεί με τον άλλον, να γεφυρώσει την απόσταση, να ακυρώσει τη διαφορά, προκειμένου να επιτύχει την ένωση και να κερδίσει, τελικά, την αγάπη. Το πρώτο αφήγημα του Χειμωνά, ο Πεισίστρατος, ανοίγει με αυτό το μετέωρο αίτημα, το αίτημα της ενσωμάτωσης των άλλων, που μένει ανεκπλήρωτο, ωθώντας τον αφηγητή στην απόγνωση:

Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι έρχονταν κι άλλα φάτσες γνωστές κι άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί ακόμα. Ένα πλήθος κρεμάστηκε από την σπάνια κλωστή που έκλωθε εκείνη την ώρα η ψυχή μου κι αυτή άντεχε δεν έσπαζε. Όλα ήταν μια ευτυχία πόσο σας αγαπώ φώναξα θα πεθάνω για σας. Αγαπούσα την κάθε μια μορφή χωριστά και μαζί όλες η αγάπη μου ήταν ένα σύννεφο που το σκόρπιζε ο αέρας το χώριζε σε χίλια κομμάτια κι ύστερα πάλι τα ένωνε η αγάπη μου ήταν ένα σύννεφο που σκέπαζε όλο τον ουρανό λευκό και μεγάλο σας αγαπώ. Ξαφνικά κατάλαβα πως εγώ τους αγαπούσα κι εκείνοι με κοίταζαν μ’ ένα μικρό χαμόγελο. Στεκόμουν με ανοιχτά χέρια κι εκείνοι μάκραιναν και τους είπα θάρθω μαζί σας. Με κοίταζαν με άδειο χαμόγελο και προχωρούσαν κι εγώ στεκόμουν κι έβλεπα να με προσπερνάν και να μακραίνουν. Δεν μπορούσα να κάνω βήμα ήμουν σαν φυτό που πάλευε να ξεκολλήσει τις ρίζες του από το χώμα κι ήθελα να τους πάρω από πίσω. Στεκόμουν κι εκείνοι φεύγαν δεν έλεγαν έλα χαμογελούσαν. Έμεινα από τότε μονάχος κι έπαψα να κλαίω η αγάπη στέρεψε κι έπαψε να τρέχει. (Πεζογραφήματα, 42)

Αν η γραφή του Γιώργου Χειμωνά συγκροτείται και οργανώνεται κυρίως με όρους γεωμετρικούς, χωρικούς, γεωγραφικούς, το ανθρώπινο σώμα συνιστά πεδίο και τοπίο έντονων συγκρούσεων και αιφνίδιων μεταμορφώσεων, που δείχνουν με απολύτως εύγλωττο τρόπο την αναμέτρηση του Εγώ, ως εγκεφαλικής κατασκευής, με τον άλλον, το Άλλο, τον κόσμο και το σύμπαν. Αν το Εγώ μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα με τον Φρόυντ, ψυχική προβολή της επιφάνειας του σώματος, το ανοιχτό, ενδεχομενικό σώμα δεν ενσαρκώνει μόνο την απειλή του θανάτου ως προϋπόθεσης του Είναι, δεν απεικονίζει μόνο την υλικότητα των συναισθημάτων και την αγωνία του τέλους, που διασχίζει τον πολιτισμό. Στο σώμα εγγράφεται η ιλιγγιώδης σύγκρουση της συνείδησης με τον κόσμο, η τραυματική συνάντηση με τον άλλον, τα συναισθήματα και τα πάθη, αλλά και μέσω αυτού παριστάνεται το όριο της αναπαράστασης και της γλώσσας· μέσω αυτού το κείμενο-τοπίο, το κείμενο ως «αρχέγονο βιολογικό σχήμα» ή «ελαιώδης αργή ροή του λόγου», σύμφωνα με την ορολογία του Χειμωνά (Η δύσθυμη Αναγέννηση, σ. 69), δείχνει το άλεκτο και το ανέκφραστο, στο πλαίσιο μιας οριακής, ενσώματης κυριολεξίας, την οποία εκπροσωπούν τα ανθρωποζώα της χειμωνικής γεωγραφίας:

Γυμνή περπατούσε με τα τέσσερα και κρέμεται η παχειά κοιλιά της και τα στήθη κι ανάμεσα στα σκέλη της κρέμεται ένα γεμάτο μαστάρι αγελάδας. Έτσι περπατά στην όχθη ενός πλατιού αλλά ρηχού ποταμού. Ποτάμι καθαρό πάνω σε γαλάζια και πράσινα χνουδωτά λιθάρια στρογγυλά. (Πεζογραφήματα, σ. 184)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: