Το κείμενο: ένα μικρό φυτό που αρχίζει να φυτρώνει ξαφνικά, μέσα από μια «κοσμογονική άμπωτη», σε έναν «παρθένο χώρο», σε μια κώχη μιας «εξιδρωμένης» αργίλλου, αποκύημα ενός αδειάσματος της γης, προϊόν ενός εκκωφαντικού ήχου, που απότομα εξαφανίζει τα προϋπάρχοντα ίχνη, για να αναδυθεί ένα νέο τοπίο, το κείμενο-τοπίο, ο χώρος της έμπνευσης, της ανακάλυψης, της αντίληψης, της επαφής με τον «κόσμο των ανθρώπων». Άρα το κείμενο της χειμωνικής γεωγραφίας ορίζεται φυτολογικά, χωροτεχνικά, γεωλογικά και κοσμογονικά, για να φτάσει να ταυτιστεί πλήρως με τον κόσμο των ανθρώπων, δηλαδή με μια νέα χώρα, εκ νέου κατοικημένη, καθότι κατοικημένη από νόημα, από σημασίες. Αν ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι προορισμένος για την αναζήτηση του νοήματος του κόσμου, την οικοδόμηση σημασιών μέσα από την (ανα)σύνθεση των εικόνων, το κείμενο του Χειμωνά είναι ο χώρος που σταδιακά κατοικείται από τους ανθρώπους, συνιστά δηλαδή ένα είδος εγκεφαλικής γεωγραφίας, αποτέλεσμα της αγωνιώδους προσπάθειας να εννοηθεί, να χαρτογραφηθεί συμβολικά ο κόσμος. Άλλωστε, «με την συνείδησή του ο άνθρωπος κάνει τον κόσμο να υπάρχει», όπως γράφει ο Χειμωνάς (Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, σ. 162).
Ο Χειμωνάς άκουσε τη φωνή της συνείδησης και τη φωνή της έμπνευσης, που τον κάλεσαν να αδειάσει τον χώρο, να απογυμνώσει τη γλώσσα, να την καθαρίσει από τα περιττά, για να την πλησιάσει στην ουσία της, τη διευθέτηση της αταξίας των αιφνίδιων παροντικών συμβάντων, την αποκατάσταση των συνδετικών αρμών, την ανακάλυψη, τελικά, του νοήματος του κόσμου, εξομοιώνοντας τη διαδικασία της γραφής με τη λειτουργία της συνείδησης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τρόπος που ο Χειμωνάς περιγράφει το συνειδησιακό γεγονός («μια εικόνα κοσμογονίας και ασύλληπτης Δίνης») έχει πολλές ομοιότητες με την περιγραφή του γεγονότος της έμπνευσης, της διαδικασίας δηλαδή σύλληψης του κειμένου («πρόκειται για μια απότομη δίνη, μια κοσμογονική άμπωτη»).