Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία πως ο Γιώργος Χειμωνάς αποτελεί το καθαρότερο και συνάμα το πιο οξύ μοντερνιστικό πνεύμα της νεότερης ελληνικής πεζογραφίας. Η εξημμένη του φαντασία, η θραυσματική του σύνταξη, οι σπαραγμένες λέξεις του, η αδιάκοπα ονειρική ροή της φράσης του, αλλά και η παρανοϊκή, ανοϊκή ή και γηγενώς αφασική του έκφραση[1] σημαδεύουν από την πρώτη στιγμή και ώς την τελευταία σελίδα τη δουλειά του, όχι μόνο ανατρέποντας πλήθος αφηγηματικές συμβάσεις, αλλά και καθιερώνοντας έναν μόνιμο και εις βάθος λογοτεχνικό πειραματισμό εκ μέρους του.[2] Ο Χειμωνάς είναι, από όποια πλευρά κι αν εξετάσουμε το έργο του, με όποιον τρόπο κι αν εννοήσουμε τη γλώσσα, τις εικόνες και τις ανθρώπινες μορφές του, ένας ορκισμένος μοντερνιστής, που οδηγεί τα πράγματα σε μια πολλαπλή δοκιμασία των αντοχών τους: από την υπέρβαση της αλληλουχίας, της έλλογης εκφοράς και της κεκανονισμένης (κοινώς αποδεκτής και αναγνωρίσιμης) σημασίας ώς τη διασπάθιση της επαγωγικής τάξης, αλλά και την αποδέσμευση του ασυνείδητου με τη συνακόλουθη εξάρθρωση και τον ενταφιασμό του υποκειμένου. Δεν είναι, σίγουρα, πολλοί οι πεζογράφοι στη μεταπολεμική Ελλάδα οι οποίοι προσηλώνονται με τόσο πάθος στις επιταγές της μορφοδοξίας. Ο Χειμωνάς μεταβάλλει τα κείμενά του σε καθρέφτη του συγγραφικού του εργαστηρίου, φροντίζοντας να βάλει όλα τα υλικά τους σε μια τροχιά ελεύθερης αιώρησης. Μεταφορικές υπερβάσεις και ιστορικές παραπομπές, παραληρηματικοί μονόλογοι και κατάφορτη από τις ομιλίες και τα ιδιώματα των άλλων εσωτερική εστίαση (σ’ ένα εγώ που φλέγεται από αρχαϊκά πάθη και μυστικιστικούς φόβους ή οράματα), αδιάκοπες ανατροπές και υποτροπές μιας πάντοτε προσχηματικής δράσης, απρόσμενες (φαντασιακές και αποκαλυψιακές) εκρήξεις μιας προδήλως διάχυτης και διάτρητης πλοκής, αιφνιδιαστικές μετωνυμίες, όπως και παιχνίδια εκτυφλωτικού αντικατοπτρισμού, διαμέσου της έντονης διαπλοκής ταυτοπροσωπιών και ετεροπροσωπιών, κάνουν την πεζογραφία του Χειμωνά να μοιάζει με μια μοναχική νησίδα στο απέραντο πέλαγος, μια λογοτεχνική πράξη που ταυτίζεται με έναν ανυποχώρητο αγώνα — τον αγώνα για την απάλειψη κάθε κανονικότητας του νοήματος, για την απομάκρυνση της πρόσληψης και της αποδοχής του από οποιαδήποτε νομιμοποίηση. Και μια τέτοια στάση έχει, βέβαια, ως συνέπεια την ανάδειξη και τη λειτουργία της γραφής ως όρου χωρίς κανένα ειδολογικό πρόσημο, ως ενός εντελώς απογυμνωμένου και συνάμα αυτονομημένου μέσου για να διερευνηθούν οι συνθήκες παραγωγής και δημιουργίας της τέχνης σε καθεστώς πλήρους αμφισβήτησης.
Κατά βάσιν χωρίς προγόνους και επιγόνους, ο μοντερνισμός του Χειμωνά διαμορφώνει στη διάρκεια μιας τριακονταετίας (από τις πρώτες του προσπάθειες, τον Πεισίστρατο του 1960, την Εκδρομή του 1964 και το Μυθιστόρημα του 1966 ώς τα ακροτελεύτια κείμενά του, τα Ταξίδια μου του 1984 και τον Εχθρό του ποιητή του 1990), ένα τρίπτυχο που συμπλέκει τον μύθο, την αλληγορία και το σύμβολο με την αγωνία του καλλιτέχνη για την τύχη και τις αποβλέψεις του έργου του, σ’ ένα τοπίο όπου τα πάντα τείνουν προς τη διατύπωση —αν κάτι τέτοιο είναι ποτέ δυνατόν— της σιωπής.[3] Μύθος, αλληγορία και σύμβολο αγκαλιάζουν σε όλη τους τη διαδρομή τις έμμονες ιδέες του συγγραφέα, οι οποίες, διόλου παράξενο, επιμένουν να δηλώνουν μέχρι τελικής πτώσεως τον έντονα αρχετυπικό τους χαρακτήρα. Η βίαιη σύγκρουση ανάμεσα στον έρωτα και τον θάνατο, οι τιτανικές δυνάμεις που συγχωνεύονται και συγκρούονται στη γαμήλια τελετή, η αιματηρή πράξη του φόνου και το ασήκωτο βάρος της ενοχής, αλλά και τα συνεχή οράματα φανέρωσης, έλευσης και αναγέννησης, αποτυπωμένα στα πιο διαφορετικά σημεία των βιβλίων του Χειμωνά, φιλοτεχνούν ένα δαιμονικά περίπλοκο δίχτυ, εντός του οποίου πιάνονται και συλλειτουργούν τόσο τα κεντρικά όσο και πολλά από τα παράπλευρα ή τα επικουρικά θεματικά του μοτίβα.
Ξεκινώντας από τον μύθο, σκέφτομαι πως αναπόφευκτα θα πρέπει να τον συνδέσουμε με τη βαθμιαία εγκατάσταση στην αφηγηματική σκηνή του Χειμωνά ορισμένων ονομάτων - προσώπων: είναι καταρχάς ο Πεισίστρατος στην ομότιτλη, αφετηριακή κατάθεσή του, αλλά και η Ερινύα Βικτώρια στον Γάμο (1974) ή ο Κωνσταντίνος Λάιος, η Ευρυδίκη και η Κυβέλη στον Εχθρό του ποιητή. Πρόσωπα της αρχαιοελληνικής ιστορίας, τραγωδίας και μυθολογίας, που τοποθετημένα σ’ ένα λίγο-πολύ αχρονικό και ανιστορικό κειμενικό παρόν σημαδεύουν είτε το ερωτικό και ενοχικό άγχος των ηρώων είτε τον αφανή ρόλο τους ως διαμεσολαβητών προκειμένου να ακουστούν οι αναρωτήσεις και, πρωτίστως, οι αμφιβολίες του συγγραφέα σχετικά με τον σκοπό, τον προορισμό και την αποστολή της τέχνης του. Πέραν, ωστόσο, του εγγενούς μυθικού φορτίου των προσώπων του, ο Χειμωνάς καταφεύγει κάθε τόσο και σε αυτούσιους μύθους, με τους ίδιους πάνω-κάτω στόχους: από την εσχατολογική προεξαγγελία του τέλους του παλαιού ανθρώπινου είδους, όπως το βλέπουμε στον επί δικτατορίας δημοσιευμένο Γιατρό Ινεότη (1971), όπου και η διαισθητική σύλληψη ενός καινούργιου σύμπαντος, το οποίο θα κλείσει μια για πάντα τους λογαριασμούς του με την έκφραση, τη μάχη του Αγίου Γεωργίου με τον Δράκοντα και την αδιανόητη παράβαση του σολωμικού Λάμπρου στον Γάμο ώς τους οιδιπόδειους φόνους στον Εχθρό του ποιητή ή τα αισχυλικά τρίμματα από τους Επτά επί Θήβας και το χρέος της Ηλέκτρας έναντι του Ορέστη στον Αδελφό (1975), όπου ο μοντερνισμός έρχεται να συναντήσει τόσο την κλασική όσο και τη σύγχρονη ψυχανάλυση.[4]
Και δεν μπορώ, προφανώς, να παραλείψω, συνεχίζοντας, την υπενθύμιση πως μύθος σημαίνει αλληγορία, αλλά και συμβολοποίηση. Αν υπολογίσουμε τη θεολογική και θρησκευτική καταγωγή της αλληγορίας, καθώς και τους οργανικούς της δεσμούς με την ίδια την αφήγηση (την αφήγηση ως λογοτεχνικό γένος, αλλά και ως μηχανισμό εξιστόρησης και παραμυθίας), θα καταλάβουμε γρηγορότερα τον τρόπο με τον οποίο προκύπτει ο αλληγορικός τόνος στην πεζογραφία του Χειμωνά. Ο μύθος της καταβαράθρωσης του κόσμου είναι, όπως το είδαμε κιόλας, μια αλληγορία για τον θάνατο του λόγου και της γραφής. Στον Εχθρό του ποιητή ο συγγραφέας αναγγέλλει την οριστική του διάσταση με τον λόγο ενώ οι μυθικές παραπομπές στη μητροκτονία και την αιμομιξία αλληγορούν τον σκοτεινό ψυχισμό ενός εαυτού ο οποίος κρύβει πίσω από τα αρχέγονα προσωπεία του κειμένου την πυρακτωμένη του (έτοιμη να παραδοθεί στον χορό του μηδενός) συνείδηση. Η θεουργία είναι, νομίζω, φανερή εν προκειμένω — αρκεί να παρατηρήσουμε προσεκτικά και να δούμε τον ιερατικό κύκλο των φαινομένων: από την αποκαθήλωση στην επανίδρυση και στην επαναφορά και από την παραβατική ύβρη[5] στην ανεξιλέωτη ενοχή (πόσες φορές, αλήθεια, η ενοχή) και στη βιβλική τιμωρία. Το συμβολοποιητικό υλικό που εικονογραφεί και δίνει σχήμα σε έναν τέτοιο θεουργικό πυρήνα είναι πολυσχιδές και διάσπαρτο, συχνά με εν μέρει ή και αμιγώς θρησκευτικό ένδυμα: κανιβαλισμός και τελετουργικά όργια στον Γιατρό Ινεότη, συνευρέσεις αγίων με βυζαντινή εικονοποιία στον Γάμο, άρωμα Κοιμήσεως και ιωνικές φιλοσοφικές καταβολές στους Χτίστες (1979), όπου θα πρέπει να προσθέσουμε και την ανάδειξη ενός φάσματος αρχαίων τρόμων,[6] η Pietá του Μικελάντζελο, αλλά και ρομαντικές τοπιογραφίες σκοτεινού βάθους στον Αδελφό.
Στραμμένο προς την τάση του λόγου να εξαντληθεί και να αφανιστεί και αρθρώνοντας ένα σύμπαν διαρκών αντικατοπτρισμών, όπου το οιοδήποτε κέντρο μοιάζει εκ των προτέρων και ως εξ ορισμού χαμένο, το τρίπτυχο του μύθου, της αλληγορίας και του συμβόλου καταλήγει στο έργο του Χειμωνά στους αντίποδες της θεολογικής απαρχής και καταγωγής του: στην αποϊεροποίηση και στην ένταξή του στο ηθικά, καλλιτεχνικά και κοσμολογικά αποσυνάγωγο τοπίο του μοντερνισμού, που δεν είναι σε θέση να προσφέρει το παραμικρό καταφύγιο, αλλά και καμία, όσο κι αν το δοκιμάσουμε ή επιδιώξουμε, ελπίδα ή σωτηρία.[7]
Η μοντερνιστική ταυτότητα της πεζογραφίας του Χειμωνά μοιάζει αδιαμφισβήτητη: υπονόμευση όλων των λογικών ακολουθιών, ακατάσχετη ονοματολογία, κατακερματισμός και διασπορά του υποκειμένου, ανατρεπτικοί δεσμοί με τη λογοτεχνική παράδοση, παιχνίδια επανασημασιοδότησης με το ιερό, το θρησκευτικό και το αρχαϊκό, αποκάλυψη του συγγραφικού εργαστηρίου. Κάτι, όμως, παραφυλάει ήδη για να ροκανίσει μια τέτοια ταυτότητα: είναι το μηδενιστικό πνεύμα και οι φαντασιώσεις καταστροφής και αυτοκαταστροφής του μεταμοντέρνου. Κοιταγμένη η τέχνη υπό το πρίσμα του μεταμοντέρνου στο έργο του Χειμωνά, δεν μπορεί παρά να περιοριστεί, να περισταλεί, να υποβαθμιστεί και εντέλει θα διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη, χωρίς να είναι σε θέση να προσφέρει καμία λύτρωση και κανένα καταφύγιο:[8] ούτε για τη διάρρηξη του συλλογικού ούτε για την καταστρατήγηση της ελευθερίας που θα αποκτήσει το υποκείμενο μετά την εκπαραθύρωσή του από την κοινότητα. Παρόλα αυτά, ο Χειμωνάς δεν θα απομακρυνθεί από τον μοντερνισμό, αφού θα διατηρήσει μέχρι το τέλος στα κείμενά του δύο απαράγραπτα χαρακτηριστικά του. Το ένα είναι η σχέση με ένα παρελθόν το οποίο όσο κι αν αλλάξει, όσο κι αν μεταμορφωθεί ή παραμορφωθεί, δεν θα πάψει να παράγει σημασίες. Το άλλο είναι η δραματική ένταση που διαπερνά τα γραπτά του Έλιοτ, του Τζόις και του Γέιτς, για να μείνουμε στην αγγλόφωνη λογοτεχνία,[9] την οποία οι μεταμοντέρνοι θα εκτρέψουν στην παρωδία και την αυτοπαρώδηση.[10] Ο Χειμωνάς δεν θα ξεπεράσει ποτέ τον διχασμό του ανάμεσα στον μοντερνισμό και το μεταμοντέρνο. Αλλά αυτό ακριβώς δεν είναι που μπορεί να τον φέρνει πλησίστιο ξανά στις ζητήσεις των ημερών μας;