Η τερατώδης ύφανση της δημιουργίας

Ακαδημαϊκό Μουσείο Τέχνης Βόννης (24.3.1999)
Ακαδημαϊκό Μουσείο Τέχνης Βόννης (24.3.1999)

Άρ­γη­σα να δια­βά­σω Χει­μω­νά. Στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’90, όταν έκα­να τα πρώ­τα μου βή­μα­τα στη συ­νει­δη­τή επι­λο­γή βι­βλί­ων, ο Γιώρ­γος Χει­μω­νάς ήταν κά­τι σαν μυ­στη­ριώ­δης ερη­μί­της, πο­λύ­τι­μος όσο και απο­συ­νά­γω­γος εστέτ των γραμ­μά­των μας. Δεν πί­στευα ότι εί­χα τα φό­ντα να τον πλη­σιά­σω. Ωστό­σο το όνο­μά του ακου­γό­ταν σχε­δόν πα­ντού. Την επο­χή εκεί­νη, προ ίντερ­νετ, εί­χα τρεις οδη­γούς στη σχέ­ση μου με τα πνευ­μα­τι­κά πράγ­μα­τα: την Ελευ­θε­ρο­τυ­πία στον Τύ­πο (κυ­ρί­ως τα έν­θε­τά της και τη σαβ­βα­τιά­τι­κη στή­λη του Στά­θη Τσα­γκα­ρου­σιά­νου), τον Με­νέ­λαο Κα­ρα­μαγ­γιώ­λη στο ρα­διό­φω­νο, και τη Μαλ­βί­να Κά­ρα­λη στην τη­λε­ό­ρα­ση, στις πρώ­τες εκ­πο­μπές της στο SevenX. Ει­δι­κά η τε­λευ­ταία κυ­ριο­λε­κτι­κά «πα­ρα­λη­ρού­σε» με το Χει­μω­νά, τσι­τά­ρο­ντάς τον σε κά­θε δεύ­τε­ρη φρά­ση της. Ταυ­τό­χρο­να, στις ατε­λεί­ω­τες βόλ­τες μου πέ­ριξ της Νο­μι­κής όπου (υπο­τί­θε­ται ότι) σπού­δα­ζα, και κυ­ρί­ως στη Σό­λω­νος, εκεί που κυ­κλο­φο­ρού­σε όλη η δια­νό­η­ση της επο­χής (η επι­βλη­τι­κή Μά­νια Κα­ραϊ­τί­δη με τα κυ­νη­γε­τι­κά σκυ­λιά της, η αιω­νί­ως νε­ραϊ­δέ­νια Άν­να Σι­κε­λια­νού, ο βι­βλι­κός Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός, προ­ερ­χό­με­νος από τα έγκα­τα της Ομό­νοιας) τον εί­χα δει μια-δυο φο­ρές, και εί­χα επι­βε­βαιώ­σει τον τί­τλο του «μαύ­ρου άγ­γε­λου» που κου­βα­λού­σε. Η μορ­φή του εί­χε κά­τι σο­λω­μι­κό και άγριο, σα να την εί­χες κά­νει copy-paste στα βρώ­μι­κα σο­κά­κια της Αθή­νας, κα­τευ­θεί­αν από κά­ποια ανε­μο­δαρ­μέ­νη βου­νο­κορ­φή.

Και με­τά τον διά­βα­σα. Όχι, δεν τον από­λαυ­σα, όπως εί­χα απο­λαύ­σει άλ­λους τό­τε, εν­δε­χο­μέ­νως εγ­γύ­τε­ρους στα δι­κά μου μέ­τρα. Ωστό­σο δεν τον εγκα­τέ­λει­ψα. Ξε­κί­νη­σα με την Εκ­δρο­μή, προ­χώ­ρη­σα στον Πει­σί­στρα­το και τον Για­τρό Ινε­ό­τη, και κα­τέ­λη­ξα στον Εχθρό του Ποι­η­τή. Βι­βλία ολι­γο­σέ­λι­δα, κι ωστό­σο απί­στευ­τα συ­μπυ­κνω­μέ­να, με έναν λό­γο υβρι­δι­κό, ανά­με­σα σε ποί­η­ση και πε­ζο­γρα­φία. Τα πρώ­τα του έρ­γα για κά­ποιο λό­γο με τρα­βού­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ένιω­θα ότι η ει­κο­νο­ποι­ία τους, το­πο­θε­τη­μέ­νη στο νοη­τό σκη­νι­κό της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 και του ’70, ολο­κλή­ρω­νε εκεί­νο που στα μά­τια μου συ­νι­στού­σε κά­θε φο­ρά έναν ξε­χω­ρι­στό, ορα­μα­τι­κό χρη­σμό. Σπα­ράγ­μα­τα εφιαλ­τι­κών ει­κό­νων μιας άγριας σω­μα­τι­κό­τη­τας, βγαλ­μέ­νων από τα πιο εσω­τε­ρι­κά βα­σα­νι­στή­ρια του αν­θρώ­πι­νου νου, γε­μά­τα ει­κό­νες πα­σχό­ντων σω­μά­των, χαι­νουσ­σών πλη­γών, τε­ρα­το­γε­νέ­σε­ων και φό­νων που δια­δρα­μα­τί­ζο­νταν κα­τα­με­σής σε φτω­χι­κές γει­το­νιές, σε έρη­μους χω­μα­τό­δρο­μους και στις ακρώ­ρειες των πό­λε­ων. Για μέ­να, που η ιδιο­συ­γκρα­σία μου δεν δέ­χε­ται την από­λυ­τη μο­να­δι­κό­τη­τα, ανα­ζη­τώ­ντας πά­ντα συ­σχε­τι­σμούς, ο Χει­μω­νάς ανα­κα­λού­σε ζω­γρά­φους και κι­νη­μα­το­γρα­φι­στές — πο­τέ μου­σι­κούς· ο κό­σμος του, όπως τον διαι­σθα­νό­μουν, ήταν σχε­δόν βου­βός, γυ­μνός από ήχους, πλην του υπό­κω­φου θρο­ΐ­σμα­τος της σιω­πής, ή ενός δυ­σοί­ω­νου βόμ­βου από την υπο­ψία του θα­νά­του. Ήτα­νε λες και η ηλιο­φώ­τι­στη, με­σο­γεια­κή συμ­με­τρία του Ντε Κί­ρι­κο να εί­χε αλ­λό­κο­τα συν­δυα­στεί με το κια­ρο­σκού­ρο των αν­θρω­πο­σφα­γεί­ων του Μπέι­κον. Ή, πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά (μια σκέ­ψη που μου εί­χε καρ­φω­θεί τό­τε, για­τί εί­χα μό­λις μυ­η­θεί στο θαύ­μα που ήταν για μέ­να ο «Θί­α­σος»), ωσάν ο κό­σμος του Θό­δω­ρου Αγ­γε­λό­που­λου, με τις έρη­μες επαρ­χια­κές πλα­τεί­ες, τις σκου­ρια­σμέ­νες ρού­γες και τις φθαρ­μέ­νες αυ­λές, που τις διέ­τρε­χαν ορ­φα­νά, αρ­γο­κί­νη­τα πλή­θη, να εί­χε δια­σταυ­ρω­θεί με την ορ­γιώ­δη, αι­μα­τη­ρή μα­γεία ενός Ιε­ρώ­νυ­μου Μπος, σ’ ένα μπα­ρόκ μίγ­μα που αντλού­σε ει­κό­νες και δύ­να­μη από την Απο­κά­λυ­ψη του Ιω­άν­νη.

Ναι, ακρι­βώς αυ­τό: πώς θα ήταν ο κό­σμος της δε­κα­ε­τί­ας του ’60, της επαρ­χί­ας και των αστι­κών γει­το­νιών, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, στην Κα­βά­λα και αλ­λού, πί­σω απ’ τα μι­σά­νοι­χτα πα­ρά­θυ­ρα, σε άδεια, ισό­γεια δω­μά­τια με φό­ντο σκο­νι­σμέ­νες ερη­μιές, πώς θα ήταν όλα αυ­τά, αν μέ­σα τους πε­ρι­πλα­νιό­ταν ένας μαυ­ρο­ντυ­μέ­νος μά­γος, ανα­γκά­ζο­ντας την ίδια την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση να γί­νει το σάρ­κι­νο μου­σι­κό όρ­γα­νο ενός θα­να­τε­ρού τρα­γου­διού της ύπαρ­ξης; Μέ­σα στα ημι­φω­τι­σμέ­να δω­μά­τια των χω­μα­τό­δρο­μων, πά­νω στα φτη­νά τους κρε­βά­τια, άν­θρω­ποι με­τα­τρέ­πο­νταν σε πλη­για­σμέ­να άν­θη, σώ­μα­τα συ­στρέ­φο­νταν σε ζω­ντα­νές κραυ­γές, ώσπου τε­λι­κά ακό­μα και η ίδια η μορ­φή της έλ­λο­γης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας να απορ­ρο­φη­θεί απ’ τη χο­ά­νη που πα­ρα­μό­νευε στο βά­θος για να ρου­φή­ξει τα πά­ντα. Μέ­χρι που και η ίδια η γλώσ­σα, το τε­λευ­ταίο βα­τό σύ­νο­ρο του Λό­γου, να μην έχει πια σώ­μα και ειρ­μό, απο­συ­ντε­θει­μέ­νη κι αυ­τή, ή μάλ­λον αντη­χώ­ντας κού­φια, ακα­τα­νό­η­τα, ένα σα­πρό­φυ­το πά­νω στο σκο­τει­νό κου­φά­ρι του κό­σμου.

(Για τους δι­κούς μου λό­γους, πο­τέ δεν κα­τά­φε­ρα να αι­σθαν­θώ ότι η φα­ντα­σία μου εί­χε αιχ­μα­λω­τι­στεί μέ­σα σε εκεί­νο τον χω­ρο­χρό­νο. Πα­ρέ­με­να πά­ντα δέ­σμιος πρω­τί­στως της αφη­γη­μα­τι­κής πα­ρα­μυ­θί­ας, αγα­πώ­ντας πε­ρισ­σό­τε­ρο συγ­γρα­φείς σαν τον Μπόρ­χες και τους πι­στούς του, που άπλω­ναν τα αό­ρα­τα δί­χτυα τους ανα­ζη­τώ­ντας συ­νε­νό­χους στο παι­χνί­δι των αι­νιγ­μά­των, χτί­ζο­ντας λα­βυ­ριν­θώ­δη —αλ­λά όχι ερε­βώ­δη— αρ­χι­τε­κτο­νή­μα­τα, απ’ όπου απου­σί­α­ζαν η Ιστο­ρία, το αί­μα, ο αν­θρω­πο­φά­γος έρω­τας και η εκ­μη­δέ­νι­ση, και όπου το μο­να­δι­κό νό­η­μα με κά­ποιο ιδιαί­τε­ρο βά­ρος ήταν η απου­σία του νο­ή­μα­τος. Κοι­νώς, αγα­πού­σα το παι­χνί­δι εξί­σου, αν όχι πε­ρισ­σό­τε­ρο, από το όποιο υπαρ­ξια­κό δια­κύ­βευ­μα της γρα­φής.)

Πι­στεύω εντού­τοις ότι η λο­γο­τε­χνία μας χρω­στά­ει τε­ρά­στια χά­ρη στο Χει­μω­νά. Δεν θε­ω­ρώ ότι απο­τε­λεί με­μο­νω­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, με ανα­φο­ρές μο­νά­χα στον εαυ­τό του, όπως δια­τεί­νο­νται πολ­λοί, όπως κι ο ίδιος επα­νει­λημ­μέ­να δή­λω­νε. Για μέ­να η εξαρ­θρω­μέ­νη του πρό­ζα απο­τε­λεί ένα ακό­μα σπά­νιο δια­μά­ντι του εν Ελ­λά­δι πε­ζο­γρα­φι­κού μο­ντερ­νι­σμού, όπως εξάλ­λου νο­μο­τε­λεια­κά μο­να­χι­κοί υπήρ­ξα­νε στην ιδιο­προ­σω­πία τους κι άλ­λοι μο­ντέρ­νοι, για πα­ρά­δειγ­μα η Αξιώ­τη και ο Σκα­ρί­μπας. Σκα­πα­νείς της έκ­φρα­σης και της ανα­γκαί­ας ει­σα­γω­γής στη χώ­ρα μας εκεί­νων των ρευ­μά­των της Δύ­σης που έλαμ­ψαν στον ει­κο­στό αιώ­να πα­ντού, πλην πα­ρ’ ημίν, λό­γω της κα­τα­στρο­φι­κής πε­ζο­γρα­φι­κής γε­νιάς του τριά­ντα. Έπρε­πε να έρ­θουν η πρώ­τη και η δεύ­τε­ρη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά πε­ζο­γρά­φων, για να βρού­με επι­τέ­λους συγ­γρα­φείς οι οποί­οι γνώ­ρι­ζαν και συ­νο­μι­λού­σαν με τον Κάφ­κα, με τον Τζόις, με τον Φώ­κνερ, με τον Κα­μύ, τον Μπα­τάιγ ή τον Ρομπ-Γκρι­γιέ. Για το λό­γο αυ­τό, ο Χει­μω­νάς εί­ναι πο­λύ­τι­μος, όσο πο­λύ­τι­μοι υπήρ­ξα­νε ο Πεν­τζί­κης, ο Κα­χτί­τσης, ο Αλε­ξάν­δρου και ο Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς: μας έμα­θαν ότι το μο­ντέρ­νο μπο­ρού­σε να αν­θί­σει και εδώ, αντι­πα­λεύ­ο­ντας με σθέ­νος εκεί­νους που για δε­κα­ε­τί­ες ζού­σαν και έγρα­φαν λες και δεν εί­χε με­σο­λα­βή­σει τί­πο­τα με­τά τον Ζο­λά, αντι­σταθ­μί­ζο­ντας την επι­νοη­τι­κή τους στει­ρό­τη­τα με τη θε­σμι­κή τους επι­βο­λή. (Για να μην ανα­φερ­θού­με στη δια­πά­λη στο κα­θαυ­τό πε­δίο του πο­λι­τι­κού, με τα Δε­κα­ο­χτώ Κεί­με­να — όπου κι εκεί εί­χε συμ­με­τά­σχει ο Χει­μω­νάς.) Αν δεν εί­χαν υπάρ­ξει εκεί­νες οι θαρ­ρα­λέ­ες γε­νιές, πι­στεύω ότι η πε­ζο­γρα­φία στη χώ­ρα μας θα ήταν μια υπό­θε­ση ακό­μα πιο ασθε­νι­κή και ανυ­πό­λη­πτη, πε­ρισ­σό­τε­ρο κι απ’ ό,τι εί­ναι τώ­ρα. Αν δεν εί­χε υπάρ­ξει ει­δι­κά ο Χει­μω­νάς δε, ίσως να μην εί­χαν ανα­δει­χθεί ού­τε η Κα­ρα­πά­νου, ο Δη­μη­τριά­δης, η Μή­τσο­ρα και ο Πά­νου αρ­γό­τε­ρα, ακό­μα και συ­γκαι­ρι­νοί μας συγ­γρα­φείς σαν τη Μα­ρού­τσου, τον Τρια­ρί­δη, τον Κα­ρα­κί­τσο, τη Για­γιάν­νου. Όλα επι­κοι­νω­νούν και όλα ανα­φέ­ρο­νται σε κά­τι άλ­λο, τί­πο­τα δεν συμ­βαί­νει εν κε­νώ, ει­δι­κά σε «μι­κρές λί­μνες» όπως η δι­κή μας γλωσ­σι­κή γει­το­νιά.

Σέ­βο­μαι απε­ριό­ρι­στα λοι­πόν το Χει­μω­νά, ακό­μα κι αν δεν τον αγα­πώ εξί­σου. Θε­ω­ρώ ότι η «ζο­φε­ρή» σκιά του υπήρ­ξε εξαι­ρε­τι­κά ζω­ο­γό­να για τα δη­μιουρ­γι­κά μας έν­στι­κτα και για την πνευ­μα­τι­κή υπό­θε­ση της χώ­ρας. Συμ­βαί­νει άλ­λω­στε συ­χνά στην τέ­χνη, το μαύ­ρο να γεν­νά­ει χρώ­μα, η απο­διορ­γά­νω­ση να χτί­ζει, ο ίδιος ο θά­να­τος να τί­κτει. Η ιδιο­φυία του Χει­μω­νά έγκει­ται ίσως ακρι­βώς σ’ αυ­τό: ότι μέ­σα απ’ τη μαύ­ρη τρύ­πα του Λό­γου και της Ύπαρ­ξης, κα­τά­φε­ρε να ανα­δυ­θεί σ’ ένα επέ­κει­να σχε­δόν αλώ­βη­τος, κου­βα­λώ­ντας μα­ζί του με­ρι­κά από τα πιο πο­λύ­τι­μα ορυ­κτά των βυ­θών όπου εί­χε φτά­σει. Αυ­τά και μό­νο εί­ναι η άφθαρ­τη πα­ρα­κα­τα­θή­κη του στο υλι­κό σύ­μπαν της γλώσ­σας μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: