Άργησα να διαβάσω Χειμωνά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα στη συνειδητή επιλογή βιβλίων, ο Γιώργος Χειμωνάς ήταν κάτι σαν μυστηριώδης ερημίτης, πολύτιμος όσο και αποσυνάγωγος εστέτ των γραμμάτων μας. Δεν πίστευα ότι είχα τα φόντα να τον πλησιάσω. Ωστόσο το όνομά του ακουγόταν σχεδόν παντού. Την εποχή εκείνη, προ ίντερνετ, είχα τρεις οδηγούς στη σχέση μου με τα πνευματικά πράγματα: την Ελευθεροτυπία στον Τύπο (κυρίως τα ένθετά της και τη σαββατιάτικη στήλη του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου), τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη στο ραδιόφωνο, και τη Μαλβίνα Κάραλη στην τηλεόραση, στις πρώτες εκπομπές της στο SevenX. Ειδικά η τελευταία κυριολεκτικά «παραληρούσε» με το Χειμωνά, τσιτάροντάς τον σε κάθε δεύτερη φράση της. Ταυτόχρονα, στις ατελείωτες βόλτες μου πέριξ της Νομικής όπου (υποτίθεται ότι) σπούδαζα, και κυρίως στη Σόλωνος, εκεί που κυκλοφορούσε όλη η διανόηση της εποχής (η επιβλητική Μάνια Καραϊτίδη με τα κυνηγετικά σκυλιά της, η αιωνίως νεραϊδένια Άννα Σικελιανού, ο βιβλικός Μιχάλης Κατσαρός, προερχόμενος από τα έγκατα της Ομόνοιας) τον είχα δει μια-δυο φορές, και είχα επιβεβαιώσει τον τίτλο του «μαύρου άγγελου» που κουβαλούσε. Η μορφή του είχε κάτι σολωμικό και άγριο, σα να την είχες κάνει copy-paste στα βρώμικα σοκάκια της Αθήνας, κατευθείαν από κάποια ανεμοδαρμένη βουνοκορφή.
Και μετά τον διάβασα. Όχι, δεν τον απόλαυσα, όπως είχα απολαύσει άλλους τότε, ενδεχομένως εγγύτερους στα δικά μου μέτρα. Ωστόσο δεν τον εγκατέλειψα. Ξεκίνησα με την Εκδρομή, προχώρησα στον Πεισίστρατο και τον Γιατρό Ινεότη, και κατέληξα στον Εχθρό του Ποιητή. Βιβλία ολιγοσέλιδα, κι ωστόσο απίστευτα συμπυκνωμένα, με έναν λόγο υβριδικό, ανάμεσα σε ποίηση και πεζογραφία. Τα πρώτα του έργα για κάποιο λόγο με τραβούσαν περισσότερο. Ένιωθα ότι η εικονοποιία τους, τοποθετημένη στο νοητό σκηνικό της δεκαετίας του ’60 και του ’70, ολοκλήρωνε εκείνο που στα μάτια μου συνιστούσε κάθε φορά έναν ξεχωριστό, οραματικό χρησμό. Σπαράγματα εφιαλτικών εικόνων μιας άγριας σωματικότητας, βγαλμένων από τα πιο εσωτερικά βασανιστήρια του ανθρώπινου νου, γεμάτα εικόνες πασχόντων σωμάτων, χαινουσσών πληγών, τερατογενέσεων και φόνων που διαδραματίζονταν καταμεσής σε φτωχικές γειτονιές, σε έρημους χωματόδρομους και στις ακρώρειες των πόλεων. Για μένα, που η ιδιοσυγκρασία μου δεν δέχεται την απόλυτη μοναδικότητα, αναζητώντας πάντα συσχετισμούς, ο Χειμωνάς ανακαλούσε ζωγράφους και κινηματογραφιστές — ποτέ μουσικούς· ο κόσμος του, όπως τον διαισθανόμουν, ήταν σχεδόν βουβός, γυμνός από ήχους, πλην του υπόκωφου θροΐσματος της σιωπής, ή ενός δυσοίωνου βόμβου από την υποψία του θανάτου. Ήτανε λες και η ηλιοφώτιστη, μεσογειακή συμμετρία του Ντε Κίρικο να είχε αλλόκοτα συνδυαστεί με το κιαροσκούρο των ανθρωποσφαγείων του Μπέικον. Ή, πιο χαρακτηριστικά (μια σκέψη που μου είχε καρφωθεί τότε, γιατί είχα μόλις μυηθεί στο θαύμα που ήταν για μένα ο «Θίασος»), ωσάν ο κόσμος του Θόδωρου Αγγελόπουλου, με τις έρημες επαρχιακές πλατείες, τις σκουριασμένες ρούγες και τις φθαρμένες αυλές, που τις διέτρεχαν ορφανά, αργοκίνητα πλήθη, να είχε διασταυρωθεί με την οργιώδη, αιματηρή μαγεία ενός Ιερώνυμου Μπος, σ’ ένα μπαρόκ μίγμα που αντλούσε εικόνες και δύναμη από την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Ναι, ακριβώς αυτό: πώς θα ήταν ο κόσμος της δεκαετίας του ’60, της επαρχίας και των αστικών γειτονιών, στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα και αλλού, πίσω απ’ τα μισάνοιχτα παράθυρα, σε άδεια, ισόγεια δωμάτια με φόντο σκονισμένες ερημιές, πώς θα ήταν όλα αυτά, αν μέσα τους περιπλανιόταν ένας μαυροντυμένος μάγος, αναγκάζοντας την ίδια την ανθρώπινη φύση να γίνει το σάρκινο μουσικό όργανο ενός θανατερού τραγουδιού της ύπαρξης; Μέσα στα ημιφωτισμένα δωμάτια των χωματόδρομων, πάνω στα φτηνά τους κρεβάτια, άνθρωποι μετατρέπονταν σε πληγιασμένα άνθη, σώματα συστρέφονταν σε ζωντανές κραυγές, ώσπου τελικά ακόμα και η ίδια η μορφή της έλλογης πραγματικότητας να απορροφηθεί απ’ τη χοάνη που παραμόνευε στο βάθος για να ρουφήξει τα πάντα. Μέχρι που και η ίδια η γλώσσα, το τελευταίο βατό σύνορο του Λόγου, να μην έχει πια σώμα και ειρμό, αποσυντεθειμένη κι αυτή, ή μάλλον αντηχώντας κούφια, ακατανόητα, ένα σαπρόφυτο πάνω στο σκοτεινό κουφάρι του κόσμου.
(Για τους δικούς μου λόγους, ποτέ δεν κατάφερα να αισθανθώ ότι η φαντασία μου είχε αιχμαλωτιστεί μέσα σε εκείνο τον χωροχρόνο. Παρέμενα πάντα δέσμιος πρωτίστως της αφηγηματικής παραμυθίας, αγαπώντας περισσότερο συγγραφείς σαν τον Μπόρχες και τους πιστούς του, που άπλωναν τα αόρατα δίχτυα τους αναζητώντας συνενόχους στο παιχνίδι των αινιγμάτων, χτίζοντας λαβυρινθώδη —αλλά όχι ερεβώδη— αρχιτεκτονήματα, απ’ όπου απουσίαζαν η Ιστορία, το αίμα, ο ανθρωποφάγος έρωτας και η εκμηδένιση, και όπου το μοναδικό νόημα με κάποιο ιδιαίτερο βάρος ήταν η απουσία του νοήματος. Κοινώς, αγαπούσα το παιχνίδι εξίσου, αν όχι περισσότερο, από το όποιο υπαρξιακό διακύβευμα της γραφής.)
Πιστεύω εντούτοις ότι η λογοτεχνία μας χρωστάει τεράστια χάρη στο Χειμωνά. Δεν θεωρώ ότι αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση, με αναφορές μονάχα στον εαυτό του, όπως διατείνονται πολλοί, όπως κι ο ίδιος επανειλημμένα δήλωνε. Για μένα η εξαρθρωμένη του πρόζα αποτελεί ένα ακόμα σπάνιο διαμάντι του εν Ελλάδι πεζογραφικού μοντερνισμού, όπως εξάλλου νομοτελειακά μοναχικοί υπήρξανε στην ιδιοπροσωπία τους κι άλλοι μοντέρνοι, για παράδειγμα η Αξιώτη και ο Σκαρίμπας. Σκαπανείς της έκφρασης και της αναγκαίας εισαγωγής στη χώρα μας εκείνων των ρευμάτων της Δύσης που έλαμψαν στον εικοστό αιώνα παντού, πλην παρ’ ημίν, λόγω της καταστροφικής πεζογραφικής γενιάς του τριάντα. Έπρεπε να έρθουν η πρώτη και η δεύτερη μεταπολεμική γενιά πεζογράφων, για να βρούμε επιτέλους συγγραφείς οι οποίοι γνώριζαν και συνομιλούσαν με τον Κάφκα, με τον Τζόις, με τον Φώκνερ, με τον Καμύ, τον Μπατάιγ ή τον Ρομπ-Γκριγιέ. Για το λόγο αυτό, ο Χειμωνάς είναι πολύτιμος, όσο πολύτιμοι υπήρξανε ο Πεντζίκης, ο Καχτίτσης, ο Αλεξάνδρου και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς: μας έμαθαν ότι το μοντέρνο μπορούσε να ανθίσει και εδώ, αντιπαλεύοντας με σθένος εκείνους που για δεκαετίες ζούσαν και έγραφαν λες και δεν είχε μεσολαβήσει τίποτα μετά τον Ζολά, αντισταθμίζοντας την επινοητική τους στειρότητα με τη θεσμική τους επιβολή. (Για να μην αναφερθούμε στη διαπάλη στο καθαυτό πεδίο του πολιτικού, με τα Δεκαοχτώ Κείμενα — όπου κι εκεί είχε συμμετάσχει ο Χειμωνάς.) Αν δεν είχαν υπάρξει εκείνες οι θαρραλέες γενιές, πιστεύω ότι η πεζογραφία στη χώρα μας θα ήταν μια υπόθεση ακόμα πιο ασθενική και ανυπόληπτη, περισσότερο κι απ’ ό,τι είναι τώρα. Αν δεν είχε υπάρξει ειδικά ο Χειμωνάς δε, ίσως να μην είχαν αναδειχθεί ούτε η Καραπάνου, ο Δημητριάδης, η Μήτσορα και ο Πάνου αργότερα, ακόμα και συγκαιρινοί μας συγγραφείς σαν τη Μαρούτσου, τον Τριαρίδη, τον Καρακίτσο, τη Γιαγιάννου. Όλα επικοινωνούν και όλα αναφέρονται σε κάτι άλλο, τίποτα δεν συμβαίνει εν κενώ, ειδικά σε «μικρές λίμνες» όπως η δική μας γλωσσική γειτονιά.
Σέβομαι απεριόριστα λοιπόν το Χειμωνά, ακόμα κι αν δεν τον αγαπώ εξίσου. Θεωρώ ότι η «ζοφερή» σκιά του υπήρξε εξαιρετικά ζωογόνα για τα δημιουργικά μας ένστικτα και για την πνευματική υπόθεση της χώρας. Συμβαίνει άλλωστε συχνά στην τέχνη, το μαύρο να γεννάει χρώμα, η αποδιοργάνωση να χτίζει, ο ίδιος ο θάνατος να τίκτει. Η ιδιοφυία του Χειμωνά έγκειται ίσως ακριβώς σ’ αυτό: ότι μέσα απ’ τη μαύρη τρύπα του Λόγου και της Ύπαρξης, κατάφερε να αναδυθεί σ’ ένα επέκεινα σχεδόν αλώβητος, κουβαλώντας μαζί του μερικά από τα πιο πολύτιμα ορυκτά των βυθών όπου είχε φτάσει. Αυτά και μόνο είναι η άφθαρτη παρακαταθήκη του στο υλικό σύμπαν της γλώσσας μας.