«Η λογοτεχνία είναι πάντα μια αλχημεία, αλλά μια αλχημεία μελετημένη»

Παρουσίαση της μετάφρασης του «Μάκβεθ» (21.1.1997)
Παρουσίαση της μετάφρασης του «Μάκβεθ» (21.1.1997)


Δια­βά­ζο­ντας το έρ­γο του Γιώρ­γου Χει­μω­νά, συ­νει­δη­το­ποιείς ότι ο δη­μιουρ­γός του διεκ­δι­κεί ιδιαί­τε­ρη θέ­ση με­τα­ξύ των «συγ­γρα­φέ­ων γλώσ­σας» στην σύγ­χρο­νη εγ­χώ­ρια γραμ­μα­τεία.

Ο πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής αλ­λά και με­λε­τη­τής του Λό­γου, Χει­μω­νάς, υπήρ­ξε αφιε­ρω­μέ­νος, σύμ­φω­να πά­ντο­τε με την επι­το­νι­σμέ­νη εκ­φρα­στι­κή του, στο αί­νιγ­μα του εκ­φρά­ζε­σθαι υπαρ­ξια­κά από νω­ρίς. Από τις «δη­μό­σιες» εξο­μο­λο­γή­σεις του μα­θαί­νου­με ότι το κί­νη­τρο του γρά­φειν γι’ αυ­τόν ήταν το «αί­τη­μα για ζωή»: για μια ζωή την οποία από τα παι­δι­κά του χρό­νια αντι­με­τώ­πι­σε ως κά­τι απο­κα­λυ­πτι­κό, άξιο σε­βα­σμού και δέ­ους, αφού ολό­κλη­ρη η γρα­φή του στη συ­νέ­χεια βα­σί­σθη­κε σε ένα εί­δος πα­ρά­δο­ξης προ­σευ­χής μπρο­στά στο τρο­με­ρό φαι­νό­με­νο του αν­θρώ­που, ελ­κυ­στι­κό και απο­τρό­παιο μα­ζί, το οποίο συ­νε­χώς πα­ρα­τη­ρού­σε, συ­ντάσ­σο­ντας έτσι την «βιο­γρα­φία της ορά­σε­ώς» του. Αυ­τή η δια­δι­κα­σία του εμ­μο­νι­κού «οράν» («Από παι­δί  έ β λ ε π α», έλε­γε) τρο­φο­δό­τη­σε και την έντο­νη ει­κο­νο­ποι­ία του στο πε­ζο­γρα­φι­κό του έρ­γο.

Όρα­ση, λοι­πόν, που με­τα­πλά­θε­ται σε λό­γο: σε έναν λό­γο ανε­πι­φύ­λα­κτο, γυ­μνό, απρο­κά­λυ­πτο, σκλη­ρά ει­κα­στι­κό και ταυ­τό­χρο­να μου­σι­κό με την μορ­φή μιας βί­αι­ης ατο­νι­κό­τη­τας, που επι­ζη­τά να εκ­φρά­σει ολι­στι­κά το αν­θρώ­πι­νο φαι­νό­με­νο χω­ρίς πα­ρω­πί­δες, για­τί αλ­λιώς δεν θα κα­τορ­θώ­σει να το πε­ρι­γρά­ψει: για­τί το ζη­τού­με­νο εί­ναι, κυ­ρί­ως, το τι δεν μπο­ρεί να εκ­φρά­σει το ον.

Γι’ αυ­τό σε μια ση­μα­ντι­κή πε­ρί­ο­δο της συγ­γρα­φι­κής του ζω­ής ο Χει­μω­νάς, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του ’80, στρέ­φε­ται πιο ει­δι­κά στην με­λέ­τη της γλώσ­σας (Βλ. π.χ. Έξι μα­θή­μα­τα για τον λό­γο, Η δύ­σθυ­μη Aβα­γέν­νη­ση) για να προ­σεγ­γί­σει ακρι­βώς τις ψυ­χο­δια­νοη­τι­κές πε­ριο­χές που ορί­ζουν την σχέ­ση μας με το όρ­γα­νο, την «ομι­λία».

Εκεί­νη την επο­χή, τον χει­μώ­να του 1986, Το Δέ­ντρο φι­λο­ξε­νεί μια συ­νέ­ντευ­ξή του μα­ζί μου στο τεύ­χος 27 της Γ΄ Πε­ριό­δου (σε αφιέ­ρω­μά του με θέ­μα «Γλώσ­σα και νε­ο­ελ­λη­νι­κή έκ­φρα­ση»), που έλα­βε τον τί­τλο: «Η φθο­ρά της γλώσ­σας επι­βάλ­λει την αυ­στη­ρό­τη­τα στη λο­γο­τε­χνία». Η μα­γνη­το­φώ­νη­ση έγι­νε στο πρώ­το ια­τρείο του, κο­ντά στην Κα­ψά­λη 1, στο Κο­λω­νά­κι, όπου κα­τοι­κού­σε και κά­να­με λί­γες ημέ­ρες με­τά την διόρ­θω­ση του χει­ρο­γρά­φου πα­ρου­σία της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη.* Θυ­μά­μαι από την συ­νέ­ντευ­ξη την προ­σε­κτι­κή επι­λο­γή των φρά­σε­ών του και την εμ­φα­ντι­κή εκ­φο­ρά τους, η οποία ερ­χό­ταν συ­νε­χώς σε αντί­θε­ση με την (ελεγ­χό­με­νη) ηρε­μία του. Στις ελά­χι­στες χει­ρό­γρα­φες διορ­θώ­σεις των απα­ντή­σε­ων εκ μέ­ρους του στο ημί­φως του σπι­τιού του (που επι­σκέ­φθη­κα πά­λι 25 και πλέ­ον χρό­νια με­τά για το γύ­ρι­σμα ενός ντο­κι­μα­ντέρ αφιε­ρω­μέ­νο σε αυ­τόν της σει­ράς της ΕΡΤ «Επο­χές και συγ­γρα­φείς», σε σκη­νο­θε­σία του Σταύ­ρου Στά­γκου) επα­νήλ­θε η αί­σθη­ση ενός ντε­κόρ πέν­θους που μου εί­χε δη­μιουρ­γη­θεί κα­τά την πρώ­τη επί­σκε­ψη στο ια­τρείο και στο συ­γκε­κρι­μέ­νο σπί­τι. Ο Θα­νά­σης Χει­μω­νάς, ωστό­σο, που μί­λη­σε για τον πα­τέ­ρα του, δεν πε­ριέ­γρα­ψε τους ενοί­κους εκεί­νου του σπι­τιού ως απο­κλει­στι­κά εσω­στρε­φείς και μο­να­χι­κούς. Αυ­τή η «αντί­φα­ση» έχει μια εξή­γη­ση: Ο Πά­μπλο Νε­ρού­ντα, ας πού­με, που τον γνω­ρί­ζου­με, κυ­ρί­ως, για τις αι­σιό­δο­ξες ωδές του στα πράγ­μα­τα, έγρα­φε, εντού­τοις, ότι νε­α­ρός ήταν «ντυ­μέ­νος ποι­η­τής», στα μαύ­ρα, για να δη­λώ­σει ένα εί­δος πέν­θους απέ­να­ντι στον κό­σμο…. Και η προ­τί­μη­ση του Χει­μω­νά στο ίδιο χρώ­μα (ντύ­σι­μο, σκη­νο­γρα­φία σπι­τιού και ια­τρεί­ου) δη­λώ­νει κά­ποιες ανα­λο­γί­ες με την εφη­βι­κή… με­λα­νει­μο­νού­σα λο­γι­κή του Χι­λια­νού δη­μιουρ­γού.
Από τις ει­κό­νες της διόρ­θω­σης συ­γκρα­τώ τον Χει­μω­νά, δί­πλα στην σιω­πη­λή Ανα­γνω­στά­κη, με τα χρυ­σά γυα­λιά του στην άκρη της μύ­της, σκυμ­μέ­νο στο χει­ρό­γρα­φο (τό­τε δεν υπήρ­χε ηλε­κτρο­νι­κή αλ­λη­λο­γρα­φία) να διορ­θώ­νει κα­πνί­ζο­ντας, κά­νο­ντας μι­κρούς μορ­φα­σμούς που άφη­ναν να φαί­νε­ται η νι­κο­τί­νη στις ρί­ζες των δο­ντιών του.
Από τη συ­ζή­τη­σή μας εκεί­νη αξί­ζει να εντο­πί­σει κα­νείς ορι­σμέ­νους βα­σι­κούς άξο­νες της προ­βλη­μα­τι­κής του Χει­μω­νά γύ­ρω από τη γλώσ­σα:

— Κα­τ’ αρ­χάς δεν δια­χω­ρί­ζει την έν­νοια του λό­γου από αυ­τήν της γλώσ­σας.

— Πι­στεύ­ει ότι αυ­τή η μία έν­νοια πε­ρι­λαμ­βά­νει δύο βα­σι­κά στοι­χεία αντι­θε­τι­κά με­τα­ξύ τους, που συ­νι­στούν μια σύ­γκρου­ση: μι­λώ­ντας, η ομι­λία εί­ναι ταυ­τό­χρο­να κί­νη­ση και ακι­νη­σία. «Τα νο­ή­μα­τα πρέ­πει να τα φα­ντα­σθού­με κά­πως σαν οντό­τη­τες ακί­νη­τες και την γλώσ­σα, σαν μία προ­σπά­θεια κί­νη­σης αυ­τών των νοη­μά­των».

— Από το πρώ­το του βι­βλίο Πει­σί­στρα­τος εί­χε δια­τυ­πώ­σει την άπο­ψη ότι ο αν­θρώ­πι­νος κό­σμος εί­ναι ένας κό­σμος μιας εσω­τε­ρι­κής ισορ­ρο­πί­ας από­λυ­της (ή έτσι πρέ­πει να εί­ναι) και συ­νε­πώς η ρωγ­μή που δη­μιουρ­γεί η ομι­λία, η γλώσ­σα, ση­μαί­νει μια διά­χυ­ση προς τα έξω, ση­μαί­νει μια ει­σβο­λή προς τα μέ­σα και συ­νε­πώς αυ­τό δια­τα­ράσ­σει το σύ­στη­μα. Εάν, βέ­βαια, βλέ­πει το θέ­μα μέ­σα από τις ανα­γκαιό­τη­τες της επι­βί­ω­σης, της ύπαρ­ξης.

— Στο ίδιο βι­βλίο προ­χω­ρεί στην ανά­λυ­ση του σχή­μα­τος κι­νη­τό και ακί­νη­το, στο οποίο πι­στεύ­ει ότι εμπε­ριέ­χει μια σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ των δύο αντι­πά­λων αυ­τών στοι­χεί­ων.

«Μι­λώ­ντας με­τα­κι­νού­με συ­νε­χώς νο­ή­μα­τα. Το νό­η­μα πρέ­πει να το φα­ντα­στού­με ότι εί­ναι ακί­νη­το. Η έν­νοια της Δι­καιο­σύ­νης, της Τά­ξης, του πράγ­μα­τος. Ο λό­γος, λοι­πόν, εί­ναι μια αέ­ναη κί­νη­ση αυ­τών των κυ­λιο­μέ­νων, ακί­νη­των οντο­τή­των».

— Από τα πρώ­τα του δο­κί­μια για τη γλώσ­σα εί­χε το­νί­σει «την ανά­γκη που έχει ο ερευ­νη­τής, αυ­τός που με­λε­τά­ει το λό­γο, να εί­ναι και υπο­κει­με­νι­κός, να εί­ναι και ομι­λη­τής», θε­ω­ρώ­ντας αδια­νό­η­τη οποια­δή­πο­τε με­λέ­τη του λό­γου εκ των έξω. «Πρέ­πει δη­λα­δή ο ερευ­νη­τής της γλώσ­σας ή του λό­γου να μπά­ζει στο παι­χνί­δι της με­λέ­της του και τη δι­κή του ομι­λία. Ο ερευ­νη­τής στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση φυ­σι­κά θα εί­ναι συ­νο­μι­λη­τής, αλ­λά πρέ­πει να εί­ναι κυ­ρί­ως ομι­λη­τής, δη­λα­δή ό,τι αντι­κει­με­νι­κό προ­κύ­πτει απ’ τη με­λέ­τη της γλώσ­σας, πρέ­πει να περ­νά­ει μέ­σα από ένα κρι­τή­ριο κα­θα­ρά υπο­κει­με­νι­κό , ώστε αυ­τή η με­λέ­τη του λό­γου να απο­κτά κύ­ρος».

— Σχε­τι­κά με τον χα­ρα­κτή­ρα της «επέμ­βα­σης που πραγ­μα­το­ποιεί στο λό­γο ο ερευ­νη­τής ομι­λη­τής» εί­πε ότι «η επέμ­βα­ση αυ­τή έχει επα­λη­θευ­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Δη­λα­δή το φαι­νό­με­νο λό­γος, που συμ­βαί­νει έξω από μας, η ομι­λία που ακού­με, ως αντι­κεί­με­νο έρευ­νας ή με­λέ­της ή ανα­γνώ­ρι­σης, δεν μπο­ρού­με να το προ­σεγ­γί­σου­με στην ου­σία του, αν δεν επα­λη­θεύ­ου­με τα στοι­χεία που μας δί­νει η όποια αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα, μέ­σα από μας, μέ­σα απ’ το λό­γο μας, αν δεν γί­νε­ται κά­ποια δια­σταύ­ρω­ση. Του αντι­κει­με­νι­κού φαι­νο­μέ­νου λό­γος, με την υπο­κει­με­νι­κή αί­σθη­ση και χρή­ση του λό­γου».

— Υπάρ­χει ένα παι­χνί­δι του συγ­γρα­φέα κυ­ρί­ως ανά­με­σα στη συμ­βα­τι­κή γλώσ­σα, που εί­μα­στε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να χρη­σι­μο­ποιού­με, και σε μια τυ­πι­κή γλώσ­σα. Ένα παι­χνί­δι επι­κίν­δυ­νο, αφού ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σπα­θεί να δώ­σει σ’ αυ­τό το συμ­βα­τι­κό όρ­γα­νο ακρι­βώς αυ­τά που του λεί­πουν: τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες, τις απο­χρώ­σεις, «διά­φο­ρα ποι­κίλ­μα­τα που τε­λι­κά συ­γκρο­τούν ένα λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο».

— Και ο μη λο­γο­τέ­χνης χρη­σι­μο­ποιεί τον ατο­μι­κό λό­γο (κά­θε άν­θρω­πος ξε­κι­νά­ει από τα δι­κά του βιώ­μα­τα κι όλες αυ­τές οι λει­τουρ­γί­ες, οι συμ­βο­λι­κές που χρη­σι­μο­ποιεί εί­ναι απα­ρα­βί­α­στα ατο­μι­κές) αλ­λά εί­ναι θέ­μα αι­σθη­τι­κής η δια­φο­ρο­ποί­η­σή του λό­γου του από του συγ­γρα­φέα.

— Φυ­σι­κά ο λό­γος έχει σχέ­ση με έναν εν­νοιο­λο­γι­κό κό­σμο αμε­τα­κί­νη­το από τον οποίο παίρ­νει τα νο­ή­μα­τά του και λει­τουρ­γεί προ­ϋ­πο­θε­τι­κά.

— Όσον αφο­ρά την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα για την οποία τον ρώ­τη­σα εάν, κα­τά τη γνώ­μη του, περ­νά κρί­ση, πα­ρα­τή­ρη­σε ότι το ίδιο το γλωσ­σι­κό όρ­γα­νο δεν πά­σχει εκ­φυ­λι­στι­κά και ότι το όλο θέ­μα το αντι­με­τω­πί­ζει σε πλαί­σιο παι­δεί­ας. Η λο­γο­τε­χνία δεν υπο­φέ­ρει από την όποια γλωσ­σι­κή έν­δεια.

— Υπάρ­χει ένα κλί­μα ει­λι­κρί­νειας στην επο­χή μας. Οι άν­θρω­ποι δη­λα­δή ξε­γε­λιού­νται, δεν εξα­πα­τού­νται εύ­κο­λα.

— Πί­στευε στην μυ­θο­ποί­η­ση των πραγ­μά­των, όχι μό­νο στον χώ­ρο της Τέ­χνης αλ­λά και γε­νι­κά όσον αφο­ρά στην ψυ­χο­λο­γι­κή επι­βί­ω­ση ενός αν­θρώ­που.

—  Τό­νι­ζε ότι υπάρ­χουν μύ­θοι προ­σω­πι­κοί. Οι άν­θρω­ποι δεν έχουν πά­ρει κα­θό­λου την υπό­θε­ση της ζω­ής τους στα χέ­ρια τους, αλ­λά υπάρ­χει εκ μέ­ρους τους αυ­τό το αί­τη­μα. Όταν μι­λά­με, λοι­πόν, για «κρί­ση» δεν θα έπρε­πε να βλέ­που­με τα πράγ­μα­τα με απαι­σιο­δο­ξία. Η επο­χή μας λει­τουρ­γεί αυ­τό­νο­μα. Δεν υπάρ­χει (εκ­φρα­στι­κή) φτώ­χεια. Ένας άν­θρω­πος που κά­νει κά­τι (δη­μιουρ­γός εί­ναι με­γά­λη κου­βέ­ντα) μέ­σα στην ίδια τη λει­τουρ­γία της πα­ρα­γω­γής έχει ει­σα­γά­γει την αι­σιο­δο­ξία.

— Δεν πρέ­πει να μπερ­δεύ­ου­με την φθο­ρά της γλώσ­σας με την φθο­ρά των νοη­μά­των, τα νο­ή­μα­τα υπάρ­χουν πά­ντα. Όσον αφο­ρά τη λο­γο­τε­χνία η φθο­ρά της γλώσ­σας επι­βά­λει την αυ­στη­ρό­τη­τα στο λό­γο της τέ­χνης.

— Ο εκ­δο­τι­κός πλη­θω­ρι­σμός εί­ναι θε­τι­κό φαι­νό­με­νο. Πρέ­πει να αντι­λη­φθού­με τη λο­γο­τε­χνία ως κά­τι που κι­νεί­ται, που ρέ­ει, που πα­ρά­γε­ται και εί­ναι απα­ραί­τη­το να υπάρ­ξει ένα άφθο­νο υλι­κό, για να ξε­χω­ρί­σει σε κά­ποια στιγ­μή αυ­τό που αξί­ζει.

— Επι­στρέ­φο­ντας στο θέ­μα της κί­νη­σης και της ακι­νη­σί­ας της γλώσ­σας εί­χε προ­σθέ­σει:

— Από την πλευ­ρά του ομι­λη­τή και όχι από την πλευ­ρά του ερευ­νη­τή, του κρι­τή δη­λα­δή της γλώσ­σας, έχεις την αί­σθη­ση της γλώσ­σας ως μιας συ­νε­χούς κί­νη­σης των ακί­νη­των νοη­μά­των. Υπάρ­χει μια πα­λιά ια­τρι­κή λέ­ξη, που εί­ναι ελ­λη­νι­κή αλ­λά δη­μιουρ­γή­θη­κε από ένα ξέ­νο, η λέ­ξη: πα­θό­κλι­ση, με την οποία εν­νο­ού­σαν την κλί­ση προς το πά­σχειν. Η γλώσ­σα θα μπο­ρού­σε να νοη­θεί ως ένα εί­δος νο­ό­κλι­σης: δεν πρέ­πει να έχου­με την ιδέα ενός νο­ή­μα­τος που τε­λι­κά ακι­νη­το­ποιεί­ται σ’ ένα κώ­δι­κα, σε μια γλώσ­σα, και το αντί­θε­το, ότι δη­λα­δή η γλώσ­σα πα­ρα­πέ­μπει στε­γνά στα νο­ή­μα­τα. Υπάρ­χει μια λε­κτι­κή ενέρ­γεια που δεν εί­ναι κα­θα­ρά δια­νοη­τι­κή ή ψυ­χο­λο­γι­κή αλ­λά νο­ού­με­νη σαν μια κλί­ση, σαν ένα γύρ­σι­μο του νο­ή­μα­τος προς το κεί­με­νο. Γι’ αυ­τό η γλώσ­σα και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο η γλώσ­σα της λο­γο­τε­χνί­ας βρί­σκει την κα­λύ­τε­ρη στιγ­μή της απο­δί­δο­ντας αυ­τή την κλί­ση της ψυ­χής.

— Αυ­τή, την προη­γού­με­νη «στιγ­μή» προ­σπα­θού­σε να συλ­λά­βει στα κεί­με­νά του. Η έν­νοια του κει­μέ­νου κα­τ’ αυ­τόν ήταν «κά­τι που κεί­τε­ται», όπως και του αρ­ρώ­στου («κεί­τε­ται άρ­ρω­στος»)…

— Το κεί­με­νο εί­ναι μια διά­τα­ξη που οδη­γεί σε ένα εν­νό­η­μα. Η βα­σι­κή λει­τουρ­γία της γλώσ­σας εί­ναι κυ­ρί­ως η πρά­ξη της κα­το­νο­μα­σί­ας δη­λα­δή το να δώ­σου­με όνο­μα σε κά­τι. Όλο το κεί­με­νο δεν εί­ναι άλ­λο πα­ρά μια προ­σπά­θεια να κα­το­νο­μα­σθούν τα νο­ή­μα­τα. Πά­ντα ένα κεί­με­νο θα ανα­ζη­τά­ει το όνο­μά του.

— Στη δια­δι­κα­σία της γρα­φής συμ­με­τέ­χει ολό­κλη­ρος ο αν­θρώ­πι­νος ψυ­χι­σμός. Δεν πρέ­πει να υπο­τι­μά­με την εγκε­φα­λι­κό­τη­τα, την οποία πολ­λοί κα­τη­γο­ρούν. Δεν υπάρ­χει λο­γο­τε­χνι­κό κεί­με­νο που να μην το έχου­με επε­ξερ­γα­σθεί λο­γι­κά. Κεί­με­να εξο­μο­λο­γη­τι­κά, ατί­θα­σα, ανε­ξέ­λεγ­κτα, χω­ρίς φραγ­μούς, τύ­που Λο­τρε­α­μόν, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι κα­τειρ­γα­σμέ­να. Κεί­με­να που εί­ναι εκ των προ­τέ­ρων έτοι­μα, που προ­σπα­θούν να απο­δεί­ξουν κά­τι, εί­ναι το άλ­λο άκρο. Ας θυ­μη­θού­με τον Ζιντ που έλε­γε ότι με τις ιδέ­ες δεν γρά­φο­νται βι­βλία. Η λο­γο­τε­χνία εί­ναι πά­ντα μια αλ­χη­μεία, αλ­λά μια αλ­χη­μεία με­λε­τη­μέ­νη, βα­σα­νι­σμέ­νη.

— Η λο­γο­τε­χνία σαν μια λει­τουρ­γία συμ­βο­λι­κή δεν απει­λεί­ται από την κρί­ση, την φθο­ρά της γλώσ­σας. Μια κα­λή λο­γο­τε­χνία και να της κό­ψεις τη γλώσ­σα ή να την ακρω­τη­ριά­σεις θα πα­ρα­γά­γει οπωσ­δή­πο­τε έρ­γο. Αν χρεια­στεί και με σή­μα­τα Μορς.

— Μύ­θοι πά­ντα θα υπάρ­χουν. Ο ψυ­χι­σμός μας πά­ντα θα μυ­θο­ποιεί, να ψευ­δαι­σθη­το­ποιεί δη­λα­δή να με­τα­τρέ­πει μια «ρε­α­λι­στι­κή» αντί­λη­ψη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας σε ψευ­δαί­σθη­ση. Αν λεί­ψει η μυ­θο­ποι­η­τι­κή κα­τερ­γα­σία αντί­λη­ψης του κό­σμου, τό­τε φθά­νου­με στο τέ­λος.

— Η λο­γο­τε­χνία η ίδια, αν κά­πο­τε οι άν­θρω­ποι την πά­ρουν στα σο­βα­ρά, εί­ναι μια αν­θε­κτι­κή αξία-μπο­ρεί ακό­μα και να πα­ρά­γει και να προ­τεί­νει αξί­ες. Ο ίδιος ονει­ρευό­ταν μια βα­σι­λεία της λο­γο­τε­χνί­ας, όταν θα έχει εκ­πλη­ρω­θεί το ρη­θέν «η ζωή αντι­γρά­φει την τέ­χνη», και οι άν­θρω­ποι θα αι­σθά­νο­νται να ζουν μέ­σα σε ένα ατε­λεί­ω­το, υγρό, συ­γκλο­νι­στι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μάς χρω­στά­ει αυ­τή την μυ­θώ­δη φα­ντα­σί­ω­ση ζω­ής.

 * Τη συ­ζή­τη­ση συ­μπε­ριέ­λα­βε ο Γ.Χ. στο βι­βλίο του Ποιον φο­βά­ται η Βιρ­τζί­νια Γουλφ-Δη­μό­σια κεί­με­να ( Κα­στα­νιώ­της 1995).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: