«Η λογοτεχνία είναι πάντα μια αλχημεία, αλλά μια αλχημεία μελετημένη»

Παρουσίαση της μετάφρασης του «Μάκβεθ» (21.1.1997)
Παρουσίαση της μετάφρασης του «Μάκβεθ» (21.1.1997)


Διαβάζοντας το έργο του Γιώργου Χειμωνά, συνειδητοποιείς ότι ο δημιουργός του διεκδικεί ιδιαίτερη θέση μεταξύ των «συγγραφέων γλώσσας» στην σύγχρονη εγχώρια γραμματεία.

Ο πεζογράφος, μεταφραστής αλλά και μελετητής του Λόγου, Χειμωνάς, υπήρξε αφιερωμένος, σύμφωνα πάντοτε με την επιτονισμένη εκφραστική του, στο αίνιγμα του εκφράζεσθαι υπαρξιακά από νωρίς. Από τις «δημόσιες» εξομολογήσεις του μαθαίνουμε ότι το κίνητρο του γράφειν γι’ αυτόν ήταν το «αίτημα για ζωή»: για μια ζωή την οποία από τα παιδικά του χρόνια αντιμετώπισε ως κάτι αποκαλυπτικό, άξιο σεβασμού και δέους, αφού ολόκληρη η γραφή του στη συνέχεια βασίσθηκε σε ένα είδος παράδοξης προσευχής μπροστά στο τρομερό φαινόμενο του ανθρώπου, ελκυστικό και αποτρόπαιο μαζί, το οποίο συνεχώς παρατηρούσε, συντάσσοντας έτσι την «βιογραφία της οράσεώς» του. Αυτή η διαδικασία του εμμονικού «οράν» («Από παιδί  έ β λ ε π α», έλεγε) τροφοδότησε και την έντονη εικονοποιία του στο πεζογραφικό του έργο.

Όραση, λοιπόν, που μεταπλάθεται σε λόγο: σε έναν λόγο ανεπιφύλακτο, γυμνό, απροκάλυπτο, σκληρά εικαστικό και ταυτόχρονα μουσικό με την μορφή μιας βίαιης ατονικότητας, που επιζητά να εκφράσει ολιστικά το ανθρώπινο φαινόμενο χωρίς παρωπίδες, γιατί αλλιώς δεν θα κατορθώσει να το περιγράψει: γιατί το ζητούμενο είναι, κυρίως, το τι δεν μπορεί να εκφράσει το ον.

Γι’ αυτό σε μια σημαντική περίοδο της συγγραφικής του ζωής ο Χειμωνάς, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, στρέφεται πιο ειδικά στην μελέτη της γλώσσας (Βλ. π.χ. Έξι μαθήματα για τον λόγο, Η δύσθυμη Aβαγέννηση) για να προσεγγίσει ακριβώς τις ψυχοδιανοητικές περιοχές που ορίζουν την σχέση μας με το όργανο, την «ομιλία».

Εκείνη την εποχή, τον χειμώνα του 1986, Το Δέντρο φιλοξενεί μια συνέντευξή του μαζί μου στο τεύχος 27 της Γ΄ Περιόδου (σε αφιέρωμά του με θέμα «Γλώσσα και νεοελληνική έκφραση»), που έλαβε τον τίτλο: «Η φθορά της γλώσσας επιβάλλει την αυστηρότητα στη λογοτεχνία». Η μαγνητοφώνηση έγινε στο πρώτο ιατρείο του, κοντά στην Καψάλη 1, στο Κολωνάκι, όπου κατοικούσε και κάναμε λίγες ημέρες μετά την διόρθωση του χειρογράφου παρουσία της Λούλας Αναγνωστάκη.* Θυμάμαι από την συνέντευξη την προσεκτική επιλογή των φράσεών του και την εμφαντική εκφορά τους, η οποία ερχόταν συνεχώς σε αντίθεση με την (ελεγχόμενη) ηρεμία του. Στις ελάχιστες χειρόγραφες διορθώσεις των απαντήσεων εκ μέρους του στο ημίφως του σπιτιού του (που επισκέφθηκα πάλι 25 και πλέον χρόνια μετά για το γύρισμα ενός ντοκιμαντέρ αφιερωμένο σε αυτόν της σειράς της ΕΡΤ «Εποχές και συγγραφείς», σε σκηνοθεσία του Σταύρου Στάγκου) επανήλθε η αίσθηση ενός ντεκόρ πένθους που μου είχε δημιουργηθεί κατά την πρώτη επίσκεψη στο ιατρείο και στο συγκεκριμένο σπίτι. Ο Θανάσης Χειμωνάς, ωστόσο, που μίλησε για τον πατέρα του, δεν περιέγραψε τους ενοίκους εκείνου του σπιτιού ως αποκλειστικά εσωστρεφείς και μοναχικούς. Αυτή η «αντίφαση» έχει μια εξήγηση: Ο Πάμπλο Νερούντα, ας πούμε, που τον γνωρίζουμε, κυρίως, για τις αισιόδοξες ωδές του στα πράγματα, έγραφε, εντούτοις, ότι νεαρός ήταν «ντυμένος ποιητής», στα μαύρα, για να δηλώσει ένα είδος πένθους απέναντι στον κόσμο…. Και η προτίμηση του Χειμωνά στο ίδιο χρώμα (ντύσιμο, σκηνογραφία σπιτιού και ιατρείου) δηλώνει κάποιες αναλογίες με την εφηβική… μελανειμονούσα λογική του Χιλιανού δημιουργού.
Από τις εικόνες της διόρθωσης συγκρατώ τον Χειμωνά, δίπλα στην σιωπηλή Αναγνωστάκη, με τα χρυσά γυαλιά του στην άκρη της μύτης, σκυμμένο στο χειρόγραφο (τότε δεν υπήρχε ηλεκτρονική αλληλογραφία) να διορθώνει καπνίζοντας, κάνοντας μικρούς μορφασμούς που άφηναν να φαίνεται η νικοτίνη στις ρίζες των δοντιών του.
Από τη συζήτησή μας εκείνη αξίζει να εντοπίσει κανείς ορισμένους βασικούς άξονες της προβληματικής του Χειμωνά γύρω από τη γλώσσα:

— Κατ’ αρχάς δεν διαχωρίζει την έννοια του λόγου από αυτήν της γλώσσας.

— Πιστεύει ότι αυτή η μία έννοια περιλαμβάνει δύο βασικά στοιχεία αντιθετικά μεταξύ τους, που συνιστούν μια σύγκρουση: μιλώντας, η ομιλία είναι ταυτόχρονα κίνηση και ακινησία. «Τα νοήματα πρέπει να τα φαντασθούμε κάπως σαν οντότητες ακίνητες και την γλώσσα, σαν μία προσπάθεια κίνησης αυτών των νοημάτων».

— Από το πρώτο του βιβλίο Πεισίστρατος είχε διατυπώσει την άποψη ότι ο ανθρώπινος κόσμος είναι ένας κόσμος μιας εσωτερικής ισορροπίας απόλυτης (ή έτσι πρέπει να είναι) και συνεπώς η ρωγμή που δημιουργεί η ομιλία, η γλώσσα, σημαίνει μια διάχυση προς τα έξω, σημαίνει μια εισβολή προς τα μέσα και συνεπώς αυτό διαταράσσει το σύστημα. Εάν, βέβαια, βλέπει το θέμα μέσα από τις αναγκαιότητες της επιβίωσης, της ύπαρξης.

— Στο ίδιο βιβλίο προχωρεί στην ανάλυση του σχήματος κινητό και ακίνητο, στο οποίο πιστεύει ότι εμπεριέχει μια σύγκρουση μεταξύ των δύο αντιπάλων αυτών στοιχείων.

«Μιλώντας μετακινούμε συνεχώς νοήματα. Το νόημα πρέπει να το φανταστούμε ότι είναι ακίνητο. Η έννοια της Δικαιοσύνης, της Τάξης, του πράγματος. Ο λόγος, λοιπόν, είναι μια αέναη κίνηση αυτών των κυλιομένων, ακίνητων οντοτήτων».

— Από τα πρώτα του δοκίμια για τη γλώσσα είχε τονίσει «την ανάγκη που έχει ο ερευνητής, αυτός που μελετάει το λόγο, να είναι και υποκειμενικός, να είναι και ομιλητής», θεωρώντας αδιανόητη οποιαδήποτε μελέτη του λόγου εκ των έξω. «Πρέπει δηλαδή ο ερευνητής της γλώσσας ή του λόγου να μπάζει στο παιχνίδι της μελέτης του και τη δική του ομιλία. Ο ερευνητής στην προκειμένη περίπτωση φυσικά θα είναι συνομιλητής, αλλά πρέπει να είναι κυρίως ομιλητής, δηλαδή ό,τι αντικειμενικό προκύπτει απ’ τη μελέτη της γλώσσας, πρέπει να περνάει μέσα από ένα κριτήριο καθαρά υποκειμενικό , ώστε αυτή η μελέτη του λόγου να αποκτά κύρος».

— Σχετικά με τον χαρακτήρα της «επέμβασης που πραγματοποιεί στο λόγο ο ερευνητής ομιλητής» είπε ότι «η επέμβαση αυτή έχει επαληθευτικό χαρακτήρα. Δηλαδή το φαινόμενο λόγος, που συμβαίνει έξω από μας, η ομιλία που ακούμε, ως αντικείμενο έρευνας ή μελέτης ή αναγνώρισης, δεν μπορούμε να το προσεγγίσουμε στην ουσία του, αν δεν επαληθεύουμε τα στοιχεία που μας δίνει η όποια αντικειμενικότητα, μέσα από μας, μέσα απ’ το λόγο μας, αν δεν γίνεται κάποια διασταύρωση. Του αντικειμενικού φαινομένου λόγος, με την υποκειμενική αίσθηση και χρήση του λόγου».

— Υπάρχει ένα παιχνίδι του συγγραφέα κυρίως ανάμεσα στη συμβατική γλώσσα, που είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε, και σε μια τυπική γλώσσα. Ένα παιχνίδι επικίνδυνο, αφού ο συγγραφέας προσπαθεί να δώσει σ’ αυτό το συμβατικό όργανο ακριβώς αυτά που του λείπουν: τις ιδιαιτερότητες, τις αποχρώσεις, «διάφορα ποικίλματα που τελικά συγκροτούν ένα λογοτεχνικό έργο».

— Και ο μη λογοτέχνης χρησιμοποιεί τον ατομικό λόγο (κάθε άνθρωπος ξεκινάει από τα δικά του βιώματα κι όλες αυτές οι λειτουργίες, οι συμβολικές που χρησιμοποιεί είναι απαραβίαστα ατομικές) αλλά είναι θέμα αισθητικής η διαφοροποίησή του λόγου του από του συγγραφέα.

— Φυσικά ο λόγος έχει σχέση με έναν εννοιολογικό κόσμο αμετακίνητο από τον οποίο παίρνει τα νοήματά του και λειτουργεί προϋποθετικά.

— Όσον αφορά την ελληνική γλώσσα για την οποία τον ρώτησα εάν, κατά τη γνώμη του, περνά κρίση, παρατήρησε ότι το ίδιο το γλωσσικό όργανο δεν πάσχει εκφυλιστικά και ότι το όλο θέμα το αντιμετωπίζει σε πλαίσιο παιδείας. Η λογοτεχνία δεν υποφέρει από την όποια γλωσσική ένδεια.

— Υπάρχει ένα κλίμα ειλικρίνειας στην εποχή μας. Οι άνθρωποι δηλαδή ξεγελιούνται, δεν εξαπατούνται εύκολα.

— Πίστευε στην μυθοποίηση των πραγμάτων, όχι μόνο στον χώρο της Τέχνης αλλά και γενικά όσον αφορά στην ψυχολογική επιβίωση ενός ανθρώπου.

—  Τόνιζε ότι υπάρχουν μύθοι προσωπικοί. Οι άνθρωποι δεν έχουν πάρει καθόλου την υπόθεση της ζωής τους στα χέρια τους, αλλά υπάρχει εκ μέρους τους αυτό το αίτημα. Όταν μιλάμε, λοιπόν, για «κρίση» δεν θα έπρεπε να βλέπουμε τα πράγματα με απαισιοδοξία. Η εποχή μας λειτουργεί αυτόνομα. Δεν υπάρχει (εκφραστική) φτώχεια. Ένας άνθρωπος που κάνει κάτι (δημιουργός είναι μεγάλη κουβέντα) μέσα στην ίδια τη λειτουργία της παραγωγής έχει εισαγάγει την αισιοδοξία.

— Δεν πρέπει να μπερδεύουμε την φθορά της γλώσσας με την φθορά των νοημάτων, τα νοήματα υπάρχουν πάντα. Όσον αφορά τη λογοτεχνία η φθορά της γλώσσας επιβάλει την αυστηρότητα στο λόγο της τέχνης.

— Ο εκδοτικός πληθωρισμός είναι θετικό φαινόμενο. Πρέπει να αντιληφθούμε τη λογοτεχνία ως κάτι που κινείται, που ρέει, που παράγεται και είναι απαραίτητο να υπάρξει ένα άφθονο υλικό, για να ξεχωρίσει σε κάποια στιγμή αυτό που αξίζει.

— Επιστρέφοντας στο θέμα της κίνησης και της ακινησίας της γλώσσας είχε προσθέσει:

— Από την πλευρά του ομιλητή και όχι από την πλευρά του ερευνητή, του κριτή δηλαδή της γλώσσας, έχεις την αίσθηση της γλώσσας ως μιας συνεχούς κίνησης των ακίνητων νοημάτων. Υπάρχει μια παλιά ιατρική λέξη, που είναι ελληνική αλλά δημιουργήθηκε από ένα ξένο, η λέξη: παθόκλιση, με την οποία εννοούσαν την κλίση προς το πάσχειν. Η γλώσσα θα μπορούσε να νοηθεί ως ένα είδος νοόκλισης: δεν πρέπει να έχουμε την ιδέα ενός νοήματος που τελικά ακινητοποιείται σ’ ένα κώδικα, σε μια γλώσσα, και το αντίθετο, ότι δηλαδή η γλώσσα παραπέμπει στεγνά στα νοήματα. Υπάρχει μια λεκτική ενέργεια που δεν είναι καθαρά διανοητική ή ψυχολογική αλλά νοούμενη σαν μια κλίση, σαν ένα γύρσιμο του νοήματος προς το κείμενο. Γι’ αυτό η γλώσσα και πολύ περισσότερο η γλώσσα της λογοτεχνίας βρίσκει την καλύτερη στιγμή της αποδίδοντας αυτή την κλίση της ψυχής.

— Αυτή, την προηγούμενη «στιγμή» προσπαθούσε να συλλάβει στα κείμενά του. Η έννοια του κειμένου κατ’ αυτόν ήταν «κάτι που κείτεται», όπως και του αρρώστου («κείτεται άρρωστος»)…

— Το κείμενο είναι μια διάταξη που οδηγεί σε ένα εννόημα. Η βασική λειτουργία της γλώσσας είναι κυρίως η πράξη της κατονομασίας δηλαδή το να δώσουμε όνομα σε κάτι. Όλο το κείμενο δεν είναι άλλο παρά μια προσπάθεια να κατονομασθούν τα νοήματα. Πάντα ένα κείμενο θα αναζητάει το όνομά του.

— Στη διαδικασία της γραφής συμμετέχει ολόκληρος ο ανθρώπινος ψυχισμός. Δεν πρέπει να υποτιμάμε την εγκεφαλικότητα, την οποία πολλοί κατηγορούν. Δεν υπάρχει λογοτεχνικό κείμενο που να μην το έχουμε επεξεργασθεί λογικά. Κείμενα εξομολογητικά, ατίθασα, ανεξέλεγκτα, χωρίς φραγμούς, τύπου Λοτρεαμόν, στην πραγματικότητα είναι κατειργασμένα. Κείμενα που είναι εκ των προτέρων έτοιμα, που προσπαθούν να αποδείξουν κάτι, είναι το άλλο άκρο. Ας θυμηθούμε τον Ζιντ που έλεγε ότι με τις ιδέες δεν γράφονται βιβλία. Η λογοτεχνία είναι πάντα μια αλχημεία, αλλά μια αλχημεία μελετημένη, βασανισμένη.

— Η λογοτεχνία σαν μια λειτουργία συμβολική δεν απειλείται από την κρίση, την φθορά της γλώσσας. Μια καλή λογοτεχνία και να της κόψεις τη γλώσσα ή να την ακρωτηριάσεις θα παραγάγει οπωσδήποτε έργο. Αν χρειαστεί και με σήματα Μορς.

— Μύθοι πάντα θα υπάρχουν. Ο ψυχισμός μας πάντα θα μυθοποιεί, να ψευδαισθητοποιεί δηλαδή να μετατρέπει μια «ρεαλιστική» αντίληψη της πραγματικότητας σε ψευδαίσθηση. Αν λείψει η μυθοποιητική κατεργασία αντίληψης του κόσμου, τότε φθάνουμε στο τέλος.

— Η λογοτεχνία η ίδια, αν κάποτε οι άνθρωποι την πάρουν στα σοβαρά, είναι μια ανθεκτική αξία-μπορεί ακόμα και να παράγει και να προτείνει αξίες. Ο ίδιος ονειρευόταν μια βασιλεία της λογοτεχνίας, όταν θα έχει εκπληρωθεί το ρηθέν «η ζωή αντιγράφει την τέχνη», και οι άνθρωποι θα αισθάνονται να ζουν μέσα σε ένα ατελείωτο, υγρό, συγκλονιστικό μυθιστόρημα. Η πραγματικότητα μάς χρωστάει αυτή την μυθώδη φαντασίωση ζωής.

 * Τη συζήτηση συμπεριέλαβε ο Γ.Χ. στο βιβλίο του Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ-Δημόσια κείμενα ( Καστανιώτης 1995).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: