Γιατί να μην αντιστρέψω τους όρους του κλάσματος της εκδοτικής δεοντολογίας περί αδημοσίευτων κειμένων και αντί διαιρέσεως γιατί να μην κάνω πολλαπλασιασμό των κειμένων με τον Χειμωνά, αναγνωρίζοντας συγχρόνως τη σημασία της αναπαραγωγής του έργου τέχνης, όπως τη σκέφτηκε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν;
Αναδημοσιεύω λοιπόν στον Χάρτη το χειρόγραφο του Γιώργου Χειμωνά για το πρώτο λογοτεχνικό μου βιβλίο, διαβατήριό μου κατά κάποιον τρόπο για την αιωνιότητα και ευκρινή ακτινογραφία για το ποιος ήμουν εν ζωή.
Στη λογοτεχνία, ξέρω, ισχύει ότι και στα μπορντέλα: γράφουμε σε σκοτεινά δωμάτια περιβαλλόμενοι από καθρέφτες.
Στον άνθρωπο που όπως είπε «γράφοντας έχει βαθιά ταπεινωθεί», του αντιτείνω την (Π)οίηση.
Η άλγεβρα μιας φιλίας
Ιδού τώρα ένα όνειρο που είδα με τον Χειμωνά, δημοσιευμένο στο Πρωτόκολλα ονείρων, εκδόσεις Άγρα, 2013, σ. 136:
6.9.1995
Είδα ότι κατηφόριζα τη Λουκιανού. Πρέπει να πήγαινα στον αριθμό δέκα, στο σπίτι της πεθαμένης μάνας μου. Λίγα μέτρα πριν, στο μικρό εστιατόριο όπου σύχναζε τα μεσημέρια, είδα τον Μιχάλη Ράπτη, που με σταμάτησε.
«Βέλτσο», μου λέει, «θέλω να έρθεις σπίτι μου αύριο γιατί θα πεθάνω και θέλω να πεθάνεις κι εσύ μαζί μου. Διάλεξα εσένα και το Χειμωνά γιατί σας θεωρώ τους καλύτερους Έλληνες».
Βρέθηκα στο σπίτι του Πάμπλο, ένα λιτό διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Υπήρχαν τρία φέρετρα εκεί ανοιχτά, στο σαλόνι. Θα μπαίναμε μέσα και θα πεθαίναμε. Ο Ράπτης, ο Χειμωνάς κι εγώ. Ένιωσα μεγάλη τιμή. Δρασκέλισα πρώτος το ξύλο και ξάπλωσα ξέγνοιαστα. Τοποθέτησα κατόπιν το καπάκι από πάνω. Ο θάνατος μου φάνηκε εύκολο πράγμα και σαν φυσιολογικό. Σ’ αυτό το διαμέρισμα, σκέφτηκα, βρίσκονται οι καλύτεροι. Όταν όμως έφτασε η ώρα —το σύνθημα θα το έδινε κατά κάποιον τρόπο ο Πάμπλο— μ´ έπιασε στο όνειρο ο φόβος του θανάτου. Σηκώθηκα έντρομος.
«Εγώ δεν είμαι τίποτα», τους είπα. «Είμαι ο αδύναμος. Θέλω να ζήσω εγώ όπως οι άλλοι Έλληνες. Μ’ ακούτε; Να ζήσω!».
Αδιαφόρησαν προσηλωμένοι μάλλον στο έργο του τέλους, σα να μην άκουγαν την ιστορία μου.