Αίγινα, σαράντα περίπου χρόνια πριν, σε μια από τις μανιώδεις και συνήθως μονοθεματικές (ανάλογα με τις διαθέσεις της ημέρας) φωτογραφικές περιπλανήσεις μου. Η μηχανή σε τρίποδο, με προσεκτικά επιλεγμένο κάδρο. Αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα αφαιρετικά, έμμεσα μέσα απ’ τον φακό και φυσικά κολοβή, ψαλιδισμένη. Ένας διπλός δρόμος με κράσπεδο στη μέση. Οριζόντιες γραμμές που διασταυρώνονται στο βάθος με τις κάθετες ενός κιγκλιδώματος, που όμως κι αυτό στο σύνολό του, μοιάζει με οριζόντιο. Στο βάθος, στο φόντο, η θάλασσα περίπου αόρατη. Ένα πλαίσιο κενό, σχεδόν νεκρό, που μέσα του δεν συμβαίνει τίποτα, αλλά περιέχει εικόνες πίσω απ’ την εικόνα, όπως συμβαίνει με όλες τις φωτογραφίες, συνήθως αργότερα όμως, που οι αναγνώσεις είναι τόσες όσοι και οι αναγνώστες. Ξαφνικά με την άκρη του ματιού μου, διακρίνω δεξιά την ασαφή εικόνα ενός ποδηλάτη με στολή και καπέλο. Συγκεντρώνομαι στο κάδρο, τακτοποιώ την ταχύτητα του κλείστρου ώστε να παγώσω την κίνηση και περιμένω τον ποδηλάτη να ενταχθεί στο κάδρο. Πατάω το κουμπί την κατάλληλη στιγμή και ρίχνω μια βιαστική και επιπόλαιη ματιά στην πλάτη του που απομακρύνεται.
Αργότερα, το βράδυ, στην ησυχία του σκοτεινού θαλάμου, εμφανίζω το φίλμ και το κρεμάω να στεγνώσει. Στο καρέ, ο ποδηλάτης έχει «παγώσει» στη σωστή θέση, και περιμένω να τυπώσω. Στον εκτυπωτή με την εικόνα μεγεθυμένη περίπου 12 φορές, διακρίνω ένα «λέρωμα» επάνω στον άνθρωπο. Στη συνέχεια, μέσα στά υγρά, η σκηνή εμφανίζεται στην επιφάνεια του χαρτιού και αυτό το «λέρωμα» είναι πραγματικό, είναι επάνω στη στολή (υπενωματάρχης;) και στο πρόσωπο του ανθρώπου. Με το νωπό τυπωμένο χαρτί στα χέρια, προσπαθώ να καταλάβω τί έχει γίνει, τι φωτογράφησα. Ποιά πραγματικότητα έχασα κρυμμένος πίσω από ένα κάδρο, στήνοντας ενέδρα σε μιά σιλουέτα που θα συμπλήρωνε τη δική μου αφήγηση, την απομονωμένη όμως από τον υπόλοιπο χώρο, απούσα στην ουσία από την άλλη πραγματικότητα, λίγο πιό πέρα. Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, αντιλαμβάνεσαι την υπαρξιακή δύναμη της φωτογραφικής καταγραφής και την τάση του μυαλού να κατασκευάζει ιστορίες απ’ αυτήν. Ιστορίες που κρύβονται έξω απ’ το κάδρο, τυχαίο ή μή.
Τι είχε άραγε συμβεί. Τι ήταν αυτό που είχε κολλήσει επάνω στη στολή αλλά και στο πρόσωπο του ανθρώπου; Αν είχε πέσει σε κάποιο οικοδομικό πολτό από μαρμαρόσκονη ή ασβέστη (που θα ήταν τρομερό), δεν θα είχε άραγε καθαρίσει λίγο τη στολή ή το πρόσωπό του πρίν συνεχίσει με το ποδήλατο; Το ποδήλατο δεν θα έπρεπε να είναι κι αυτό γεμάτο από αυτή την παχύρευστη ύλη; Ή μήπως η στολή τον έκανε αντιπαθή στην τοπική κοινωνία εκείνα τα χρόνια και μιά ομάδα του είχε επιτεθεί, ίσως με γιαούρτια και γι’ αυτό δεν σταμάτησε καθόλου προσπαθώντας να ξεφύγει από τους διώκτες του; Δέν έμαθα ποτέ και δεν θα μάθω. Έχασα αυτό που συνέβη, αλλά κατέγραψα το αποτέλεσμά του. Αν μάθαινα ποτέ τι έγινε, η φωτογραφία αυτή θα το πιστοποιούσε. Τώρα είναι μόνο μιά εικόνα με λανθάνουσα αφήγηση, που την ταιριάζει ο καθένας στη δική του ιστορία, στο δικό του παραμύθι. Ένα κάδρο σαν πλάκα γκρίζου μπετόν, με σκουριασμένες «αναμονές» ανάγνωσης.