Ο Μα­ρί Ζαν Αντουάν Νι­κο­λά ντε Κα­ρι­τά, μαρ­κή­σιος ντε Κο­ντορ­σέ (1743-1794), άθε­ος και ιδιο­φυ­ής μα­θη­μα­τι­κός, υπο­στη­ρι­κτής των αρ­χών της Επα­νά­στα­σης, αντί­θε­τος στην κα­ρα­τό­μη­ση του Λου­δο­βί­κου ΙΣΤ’, μέ­λος του κόμ­μα­τος των Γι­ρον­δί­νων στην γαλ­λι­κή Εθνο­συ­νέ­λευ­ση, όπου υπο­στή­ρι­ξε τη με­ταρ­ρύθ­μι­ση της δη­μό­σιας εκ­παί­δευ­σης και δια­τύ­πω­σε το Σύ­νταγ­μα της νέ­ας Δη­μο­κρα­τί­ας, εκ­δή­λω­σε με­γα­λο­φώ­νως τις αντιρ­ρή­σεις του στην τρο­μο­κρα­τία του αδιά­φθο­ρου Ρο­βε­σπιέ­ρου. Δεν θα πρέ­πει να ξαφ­νιά­στη­κε, όταν τον Ιού­λιο του 1743 εκ­δό­θη­κε ένταλ­μα σύλ­λη­ψής του με την κα­τη­γο­ρία της προ­δο­σί­ας, που αντι­με­τω­πι­ζό­ταν με κα­τα­δί­κη σε θά­να­το. Βρί­σκο­ντας κα­τα­φύ­γιο σε ένα μι­κρό δω­μά­τιο στο σπί­τι της Ροζ Σο­φί Βερ­νέ, υπό το φως ενός κα­κο­χυ­μέ­νου κε­ριού (όπως λέ­ει η πα­ρά­δο­ση), έγρα­ψε το Σχε­δί­α­σμα για έναν Ιστο­ρι­κό Πί­να­κα των Προ­ό­δων του Αν­θρώ­πι­νου Πνεύ­μα­τος. Υπο­ψια­ζό­με­νος ότι οι Αρ­χές θα ανα­κά­λυ­πταν, αρ­γά ή γρή­γο­ρα, την κρυ­ψώ­να του, εγκα­τέ­λει­ψε το Πα­ρί­σι, με μό­νη απο­σκευή έναν τό­μο με τα Ποι­ή­μα­τα του Ορά­τιου. Στις 26 Μαρ­τί­ου του 1794 έφτα­σε στο Κλα­μάρ, εν­νέα μό­λις χι­λιό­με­τρα μα­κριά από το Πα­ρί­σι, και μπή­κε σε ένα παν­δο­χείο, ανα­μέ­νο­ντας να οδη­γη­θεί από γνω­στούς του σε κά­ποιο κρη­σφύ­γε­το. Ο παν­δο­χέ­ας τον ρώ­τη­σε αν επι­θυ­μού­σε να του ετοι­μά­σει μια ομε­λέ­τα. «Πό­σα αυ­γά να βά­λω, κύ­ριε;» «Δώ­δε­κα», απά­ντη­σε ο Κο­ντορ­σέ. «Να ένας πλού­σιος», σκέ­φτη­κε ο παν­δο­χέ­ας, «ένας εκ­με­ταλ­λευ­τής». Δεν εί­ναι βέ­βαιον ότι ο Κο­ντορ­σέ εί­δε την ομε­λέ­τα στο πιά­το του, ού­τε ότι την από­λαυ­σε, εί­δε όμως τα όρ­γα­να της εξου­σί­ας να τον συλ­λαμ­βά­νουν. Την άλ­λη μέ­ρα ήταν νε­κρός. Λέ­γε­ται πως εί­χε πιει πε­ρί το λυ­καυ­γές, μό­λις άκου­σε τα κο­κό­ρια να λα­λούν στο κο­τέ­τσι του παν­δο­χέα, μι­κρή πο­σό­τη­τα λιω­μέ­νου βρο­μό­χορ­του ανα­κα­τε­μέ­νου με όπιο.