«…θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλήν…»
Κατά Μάρκον, 6.25
Mind Control
«Γιατρέ μου, έχω ένα σοβαρό πρόβλημα, δεν ξέρω αν είναι ψυχικό, μπορεί να με βγάλετε τρελή, αλλά μου συμβαίνουν παράξενα πράγματα εδώ και χρόνια... Διάβασα πολλά για το θέμα μου, άνοιξα και το διαδίκτυο, κι εκεί μπερδεύτηκα ακόμα περισσότερο. Να σας εξηγήσω: έμεινα μόνη μου στη ζωή μετά από έναν σύντομο και άτυχο γάμο. Νομίζω φταίει εκείνη η πρώτη μου εμπειρία στα είκοσί μου χρόνια, που ήταν η πρώτη εξαπάτηση: ξέρετε εσείς πολλούς αρραβωνιασμένους που δύο μήνες πριν από τον γάμο τους να νοικιάζουν γκαρσονιέρα κοντά στο γραφείο τους; Για να μη νομίζετε ότι υπερβάλλω. Αυτή η σχέση κάπως με στιγμάτισε, μπορεί και να με σφράγισε στο κούτελο· με βλέπουν μόνη και λένε οι παντρεμένοι ή οι δεσμευμένοι, να μια γυναίκα που τα χαύει όλα, ευκολόπιστη, ζει στον κόσμο της, δεν ρωτάει, δεν ξεψαχνίζει τον λεγάμενο, για να δούμε αν θα τη ρίξω!
»Από τότε πέρασαν σχεδόν τριάντα χρόνια, και έκανα διάφορες απόπειρες για μια μόνιμη σχέση, για γάμο. Έπεφτα πάντα σε ψεύτες ολκής. Αλλά το πρόβλημά μου δεν είναι αυτό, είναι άλλο, και το ανακάλυψα λίγα χρόνια πριν, όταν πήγα με την παρέα μου σ’ ένα εστιατόριο σε κάλεσμα ενός πρώην φίλου μου. Όταν φτάσαμε, κάθονταν ήδη στο τραπέζι. Ένα μακρόστενο εορταστικό τραπέζι με τις δικές μας θέσεις αδειανές. Εκείνος σηκώθηκε να μας υποδεχτεί και χρειάστηκε να κάνω μεγάλη προσπάθεια για να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Το πρόσωπο αποστεωμένο, βαθουλωμένα μάγουλα, ένα χνούδι που μόλις φύτρωνε στο κρανίο, σχεδόν σαρδόνιο το χαμόγελο που αποκάλυπτε περισσότερη οδοντοστοιχία απ’ όσο θυμόμουν, ένα βραχνό μουρμούρισμα η φωνή, ανύπαρκτη η σάρκα στα οστά, έπεφταν άδεια πάνω του πουκάμισο και πανταλόνι…
»Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που προσπαθούσα να του κάνω μεταβίβαση σκέψης καθισμένη στο γραφείο μου; ‘‘Πάρε με στο τηλέφωνο’’, σκεφτόμουν, ‘‘πάρε με στο τηλέφωνο τώρα!’’ και ντριννν, κουδούνιζε η συσκευή, κι εκείνη η βαθιά φωνή με καλησπέριζε. Δυο τρία φεγγάρια όλο κι όλο κράτησε εκείνη η ιστορία. Δεν μιλήσαμε ποτέ για τα καίρια, δεν αναφέραμε σχέση, αν και κρατιόμασταν από το χέρι μες στο σκοτάδι του κινηματογράφου. Δεν καλλιεργήσαμε κανέναν κοινό χώρο, έναν κήπο μόνο δικό μας, δεν σταθήκαμε σε κοινούς γνωστούς, αναγνωρίσιμα όρια αναφοράς. Επιμελώς περιπλανιόμασταν σε αδιάφορα θέματα, στα άνευ σημασίας γεγονότα, ενώ από μέσα μου τον ήθελα, και από μιαν άκρη τον παρατηρούσα προσεκτικά για να καταλάβω εκείνη την άρνηση στη ζωή, εκείνη τη στάση του μικρού παιδιού που πεισματώνει. Έμοιαζε να είχε βάλει κάποια όρια. Για τα οποία δεν ήθελε να μιλήσει. Κάποτε ανέφερε αόριστα μιαν αρρώστια, ένα υπονοούμενο για εμπόδια στη ζωή του… Παλεύαμε σαν έφηβοι να βρούμε έναν κοινό ρυθμό που έμοιαζε να φοβάται να παραδεχτεί. Κι ο πόθος ήταν κι αυτός ελεγχόμενος: τώρα ναι, τώρα όχι! Στην παρουσία άλλων μνηστήρων, τρυφερός μέχρι και κτητικός, όταν μέναμε μόνοι μας, αναποφάσιστος! Για ένα διάστημα μετά ήμουνα πολύ θυμωμένη μαζί του. Γιατί ξεκίνησε όλη την ιστορία, αναρωτιόμουνα, αφού δεν ήθελε, δεν μπορούσε να προχωρήσει… Ύστερα έμπλεξα αλλού, τον έβλεπα μόνο στις παρέες αραιά και πού, ίσως να τον συγχώρησα με τον νου μου. Όμως, το ορκίζομαι, ποτέ, μα ποτέ, δεν ζήτησα εκδίκηση! Στην κηδεία του έριξα ένα λευκό τριαντάφυλλο στο τάφο του, μπορεί και να έκλαψα λιγάκι...
»Ένας άλλος ήταν αρπακτικό θηρίο, όχι απλά ένα ζώο κυνηγετικό. Τον πρώτο καιρό έδειχνε λέων μεγαλοπρεπής, γι’ αυτό αισθάνθηκα ένα μούδιασμα, έναν σεβασμό, αλλά στο τέλος αποδείχθηκε ύαινα. Βλεπόμασταν και με αυτόν ένα πολύ μικρό διάστημα, όσο ήμουν μόνη, δοκιμαστικά θα έλεγα. Με αυτόν είχαμε περισσότερα να πούμε, θα έλεγα κοινά ενδιαφέροντα, ή κοινή ταξική προέλευση, αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο. Θυμάμαι πως σκεπτόμουν πως θα μπορούσαμε ίσως να φτιάχναμε κάτι, επιτέλους, σαν... σχέση. Μιλούσαμε για βιβλία, για ταξίδια, για σπουδές, για τους κοινούς γνωστούς. Και τότε αποκαλύφθηκε το ΨΕΜΑ: όχι μόνο είχε ταυτόχρονα άλλη σχέση, που λίγο πολύ όλοι γνώριζαν, πλην εμού, αλλά όδευε ολοταχώς προς τον γάμο! Κι όλα όσα μου έλεγε, στο τηλέφωνο και στα δυο τρία ταβερνάκια; Φούμαρα; Η διαίσθησή μου μ’ έσωσε, λειτούργησε το δικό μου ένστικτο επιβίωσης. Απομακρύνθηκα άμεσα ευτυχώς, και είναι αλήθεια πως μέσα μου τον διαβολόστειλα. Δεν ήξερα τότε τίποτα για τις δυνάμες του μυαλού μας. Πάντως στην κηδεία του δεν πήγα. Ήταν εκεί οι δύο πρώην σύζυγοι και η τρίτη, όλες μαυροντυμένες. Αναρωτιόμουν τότε αν όλες τις κεράτωνε, ή μόνο την τελευταία...
» Ο τρίτος μ’ ερωτεύτηκε! Μια εβδομάδα ολόκληρη μίλαγε για τη μοναξιά του, για την ομορφιά μου και άλλα μεταφυσικά απ’ αυτά που ήθελα ν’ ακούω. Ύστερα ήρθε η βόμβα: μια κυρία στην παρέα σ’ ένα ταβερνάκι, άγνωστή μου, παραπονέθηκε πως τον εκνεύριζαν με τις κουβέντες τους και δεν θα την πηδούσε το βράδυ που θα έμενε στο σπίτι του! Μόνο που δεν έπεσα από την καρέκλα μου! Αυτός είχε κατεβάσει κάτι μούτρα, δεν μιλιόταν. Ευτυχώς το σπίτι μου ήταν κοντά, μόλις τελειώσαμε το φαγητό, έφυγα τρέχοντας. Μισή ώρα αργότερα χτυπούσε το κουδούνι μου. Έκανα την κουφή. Ύστερα τηλεφώνησε. Δικαιολογίες ατέλειωτες. Δεν υπέκυψα παρά μόνον όταν από κοινή μας φίλη έμαθα ότι είχε δώσει τέλος σ’ εκείνη τη σχέση. Δεν ήξερα πού έμπλεκα. Δεσποτικός και μονόχνωτος, κατσούφης από το πρωί, μόνο το βραδάκι συνερχόταν ίσα για να πάμε σε κάποια ταβέρνα. Οι πρώτοι μήνες πέρασαν σε αμφιβολία. Ποτέ δεν μείναμε μαζί, ο καθένας στο σπίτι του, δεν άντεχα τόση κακομοιριά, δούλευα εκείνο τον καιρό, ήμουν απασχολημένη, είχα ένα σωρό ενδιαφέροντα στη ζωή μου. Μια μέρα, πριν ξεκινήσει για ένα κοντινό ταξίδι, τα έβαλε μαζί μου. Είχα δουλειές, υποχρεώσεις, δεν μπορούσα να πηγαίνω εκδρομές μες στη βδομάδα. Έφυγε φωνάζοντας και τον ξαπέστειλα μ’ ένα ‘‘Άι σιχτίρ!’’ από μέσα μου. Ομολογώ, είδα με το μυαλό μου το αυτοκίνητο να κάνει μία τούμπα! Δεν πέρασε μια ώρα και τηλεφώνησε: ‘‘Έλα να με πάρεις, είμαι στο τάδε γκαράζ, είχα ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο κι ο γερανός μ’ έφερε εδώ. Είμαι καλά, τυχερός, δεν τραυματίστηκα!’’ Πάγωσα! Όχι, δεν γίνεται, έλεγα μέσα μου, δεν τα προκαλώ εγώ, αδύνατον...
»Τον άλλο χρόνο πήγα στα σεμινάρια του Mind Control. Άρχισα να εξασκούμαι, να σταματώ τις κακές σκέψεις πριν πάρουνε μορφή, cancel, cancel, να βγάζω από τον νου μου τις εμμονές. Τώρα έβρισκα πάντα θέση για το αυτοκίνητο, προγραμμάτιζα την επιτυχία μιας επαγγελματικής συνάντησης, αλλά και καθάριζα το τοπίο γύρω μου. Εκείνος κολλιτσίδα, δεν ήθελε να χωρίσουμε, ζητούσε συγγνώμη, με παρακαλούσε κι εγώ από μέσα μου έλεγα ‘‘κάτι μικρό, κάτι ελαφρύ, που θα το ξεπεράσει, κάτι που θα μας αναγκάσει να πάρουμε το δρόμο χωριστά’’. Ένα αυτοάνοσο! Τσακ, μπαμ! Τον πήγα στους γιατρούς, στη φυσιοθεραπεία, ύστερα πια δεν ήθελε τίποτα από μένα, έμαθα μετά από καιρό πως η κατάσταση βελτιώθηκε, είχε βρει και κάποια άλλη κυρία να του κάνει παρέα. Γλίτωσα!
»Όμως ύστερα άρχισα να το σκέπτομαι, και γι’ αυτό βρίσκομαι άλλωστε εδώ, άλλοι δυο φίλοι αγαπημένοι, και οι δυο πολύ παλιές ιστορίες (ο ένας με ξεσήκωσε για σοβαρό σκοπό και με άφησε στα κρύα του λουτρού για μια πολύ νεότερή του κι ο άλλος, αρραβωνιασμένος, με κυνηγούσε σαν τρελός, δίνοντας μου φρούδες ελπίδες), έμαθα πως και οι δυο έπαθαν καρκίνο στον προστάτη, εγχειρίστηκαν και τώρα πια τελείωσε γι’ αυτούς το γλέντι.
»Δεν θέλησα ποτέ εκδίκηση, γιατρέ μου, κάνω προσπάθειες να μη θυμώνω, να σταματώ τις σκέψεις μου, τώρα είμαι μ’ έναν καλό άνθρωπο, τον αγαπώ, δεν θέλω να του κάνω κακό, μόλις μ’ εκνευρίσει, όμως, τον πιάνει πονοκέφαλος, ημικρανίες, προχθές που ψιλοκαβγαδίσαμε, άρχισε να κουτσαίνει, βοηθήστε με, γιατρέ, τι να κάνω;»
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Κλαίτης Σωτηριάδου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ