1.
η λέξη η πιο άγνωστη, τελικά, μια από αυτές που μαθαίνουμε πρώτες, η πιο ακατανόητη, η πιο αμέτρητη με οποιοδήποτε ανθρώπινο μέτρο. τί να σημαίνει πριν δηλαδή και τί μετά, τί τώρα, τί άλλη στιγμή, άλλη μέρα; του Ήλιου και του Φεγγαριού φταίνε τα πρόσωπα, το πολύ του ενός εδώ στην Ελλάδα, το μαγευτικά λίγο του άλλου όταν θέλει επίσης εδώ, στο πιο δύσκολο ν’ αποχαιρετήσει μέρος του κόσμου. το μόνο που μαθαίνει για τον Χρόνο εδώ κανείς με κάποιο, τελικά, νόημα.
2.
δεν προλαβαίνω να τα θυμηθώ όλα. ούτε πολλών άλλων πόλεων τις βροχές που με δρόσισαν, ούτε καν της Αθήνας που ζω τόσα και τόσα. θυμάμαι και της Θεσσαλονίκης απογεύματα με ήλιο και κερασάκι γλυκό μπροστά στη θάλασσα, αλλά του Όλυμπος-Νάουσά τους μόνο ένα γερασμένο γκαρσόνι τώρα θυμάμαι, και μια τρύπα σε καθαρό κατά τ’ άλλα, σιδερωμένο τραπεζομάντιλο. θυμάμαι και περπατήματα υπέροχα κοριτσιών στο δρόμο, έτσι θυμάμαι, αλλά και δρόμους που τα ονόματά τους πια μου διαφεύγουνε.
3.
ο Χρόνος σαν ενός τηλεφωνήματος μια πολύ γνωστή φωνή, που στ’ όνειρο μέσα τελείως άγνωστη γίνεται, κι η γλώσσα μου η πάνω στη Γη, αυτή που έμαθα, αυτή που ήξερα, όλο και πιο ακατανόητη σιγά-σιγά, τα τέλεια φωνήεντά μας πίσω ξανά στο Χάος, και τα ανόητα των Φοινίκων σύμφωνα σαν των Σλάβων χορός εκ νέου άχρηστος, μ’ εκείνα τα κουραστικά κρουστά τους, με τα πολλά τους τίποτα το ένα δίπλα στο άλλο σαν θεός διαβολικός, εναντίον μου τα σύμφωνα απελεύθερα, στο μυαλό μου κι αυτά τώρα δύναμη κατοχής μέρα παρά μέρα όλο και πιο μέσα, όλο και πιο βασανιστικά.
4.
πέντε βραδιές σε πέντε τόπους πέντε εποχές μπορούν και με κρατάνε ακόμα και τώρα από το βιαστικό μου παρελθόν εδώ στο μέλλον, μια στο Λεωνίδιο σ’του Κωσταρίνη, αλλά και πολύ πιο πριν εδώ από κάτω στα Σκαλάκια, στο οικόπεδο απέναντί τους με σκάλα κατεβαίνοντας στο κενό και με λαμπάκια σαν Φελλίνι στα τραπέζια τοίχο-τοίχο καθισμένοι. μια Ύδρα στην Κατερίνα του Ζωγραφάκη, Λεύκες στην Πάρο με κρασί εκεί οριακά γλυκό πρόπερσι, και μια αυλή αίθρια στη Νέα Ιωνία το ’93, το ’94, σε μια κυρά-Σοφία νομίζω, μ’ εσένα πια δίπλα μου.
5.
του Τσάντλερ εικόνες, και ξενοδοχεία με μοκέτες στ’ ασανσέρ μέσα, κι εποχές πόλεων πρωτόγονες, στην Αμερική θάνατοι με το τσιγάρο στο στόμα, και χρόνος πολύς, πάρα πολύς και τόσα μέσα σε λίγη ώρα, κι αλλιώς από ’δω οι κινήσεις, τα πράγματα. αλλά κι ίδια: γιατί τα τσιγάρα σαν τώρα εδώ σ’ εμένα οι εικόνες αυτές, σκέψεις πως κι εγώ σε πόλεμο με όλους μες σ’ αυτή την πόλη, με τον εαυτό μου σε πόλεμο σε βουνά πια σκέψεων αντάρτικα, και τόσων επιθυμιών κάθε αρχή την ίδια στιγμή και τέλος. κι ένα ασανσέρ με μοκέτα και χειριστή μέσα του κουρασμένο, ζωντανό σαν νεκρό προς τους ορόφους πάλι και πάλι, ξανά πάνω-κάτω. σαν την ώς χτες τη ζωή μου πραγματικά, σαν Τσάντλερ, όχι σαν ψέματα.
6.
στις πόλεις επίσης κύματα, κύματα μικρά σαν ζωές, ανθρώπων οι θυμοί δίπλα-δίπλα, των μυαλών τους τα σύννεφα. γυναικών ωραία στους δρόμους περπατήματα, τώρα με το κεφάλι και τα μάτια προς τα κάτω, κάποτε προς την ευθεία τα βλέμματά τους, κατά πάνω μου. τώρα γυναίκες άλλες, με τί ψυχή, με πόσο διαφορετική δύναμη; αλλά εγώ πάλι επίμονος, σαν σκιά ανάμεσά τους, μ’ ένα δικό μου δίπλα τους τρυφερό περπάτημα, με το βλέμμα μου και δικό τους βλέμμα, και δικό τους περπάτημα. κοιτώντας τις πια από παντού, από κοντά, από μακριά, από δίπλα, από μέσα τους, να δω από τις κόρες των ματιών τους από μέσα τί φαίνεται, πώς φαίνομαι κι εγώ πια ο επίμονος. μια σκιά φαίνομαι, όπως πριν σκέφτηκα, μια σκιά από μέσα τους φαίνομαι πια μόνο.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Σωτήρη Κακίση ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ