«Στην ποίηση, όπως και στα όνειρα, δεν γερνάει κανένας» έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης (Εν λευκώ) διατυπώνοντας, με δημιουργική ασάφεια, τον διφυή χαρακτήρα του χρόνου.
Από τη μια, μας ακολουθεί ο λογικός χρόνος, ο μαθηματικός, που συντάσσει ιστορία, που υπολογίζει ηλικίες, πιστός στην αριθμητική των αναγκών της ύπαρξης.
Από την άλλη, μας εμπνέει ο υπερβατικός χρόνος, ο ποιητικός, που εκπλήσσει καταργώντας τις αποστάσεις, που διευκολύνει το όνειρο και τον νόστο, διαθέτοντας χώρο στις ελευθερίες, που εξηγεί την αλφαβήτα της ζωής˙ αδιάψευστος μάρτυρας της μέσα μας αλήθειας.
Να γιατί εορτάζεται η 21η Μαρτίου, ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, ως Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης: γιατί η Άνοιξη γράφεται πάντα με το θαύμα κεφαλαίο. Ο χρόνος της δεν ορίζει μόνο εποχή, γίνεται έκπληξη για κάθε ανοιχτή καρδιά και κάθε άδολη σκέψη. Γι’ αυτό και ταιριάζει στη νεότητα οποιασδήποτε ηλικίας.
Ο χρόνος ούτε παλιώνει, ούτε μας γερνάει. Παίζει μόνο, αλλάζοντας σχήματα και μορφές. Εκεί που μας φθείρει, εκεί και μας πλουτίζει.
Εμείς, αντίθετα, γερνάμε από τα λάθη μας κι από την άγνοιά μας, ή μας γερνάνε άνθρωποι ανιαροί και άχρηστα πράγματα. Συνηθίσαμε, δυστυχώς, να υπακούμε ομοιόμορφα σε εξουσίες, προσφέροντας σαν ενέχυρο για δάνειο ελπίδας την ευαισθησία και την ελευθερία μας.
Γιατί εμπιστευόμαστε πιο πολύ την αγωνία από τον αγώνα. Και ξεχνάμε ότι το θαύμα γεννιέται πάντα μέσα μας και αναγνωρίζεται με πίστη όχι σ’ αυτό που φαίνεται να γυαλίζει, αλλά σ’ αυτό που βαθαίνει για να λάμπει.
Εδώ έρχεται ο χρόνος και γεφυρώνει βιώματα και συναισθήματα, επιθυμίες και πράξεις, και συγκροτεί ένα ιδιότυπο ημερολόγιο αιφνίδιων συναντήσεων με νίκες και ήττες, ρήξεις και επιλογές, που συναιρούν μακρά και βραχέα κύματα ψυχής και τονίζονται πάντοτε σε κάθε λήγουσα αρχή.
Ο χρόνος γίνεται η άλλη γλώσσα, που δεν πειθαρχεί εξάπαντος σε συμφωνίες-γέφυρες και γι’αυτό μπορεί να ανατρέπει προθέσεις, χωρίς να καταργεί διαθέσεις, και να φωταγωγεί –με νόημα– επετείους πόνου, ηδονής και πλήθουσας σιωπής.
Τότε είναι που ο χρόνος απαιτεί ποίηση για να μιληθεί, να αποκαλύψει τη δύναμή του, είτε με λήθη είτε με μνήμη, οπωσδήποτε με περιέργεια ομορφιάς.
Ακούγονται πουλιά. Ποιος θ’ αγαπηθεί; Πάλι τα όνειρα θα μου ζητήσουν σώμα.