Αναμφίβολα ο πλέον μελοποιημένος Έλληνας ποιητής είναι ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863-1933). Προσοχή! Ο πλέον μελοποιημένος, όχι ο πλέον τραγουδισμένος. Υπάρχει σημαντική ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους δυο χαρακτηρισμούς. Δεν ξενίζει επομένως η συχνή εμφάνιση ηχογραφημάτων, τα οποία είτε περιέχουν κάποιες μελοποιήσεις ποιημάτων του Αλεξανδρινού, είτε είναι εξολοκλήρου αφιερωμένα σε αυτόν. Ανατρέχοντας στις εκδόσεις ηχογραφημάτων της περασμένης χρονιάς (2018), ανιχνεύσαμε στη δισκοθήκη μας δυο δομημένα εξ ολοκλήρου με μελοποιημένα ποιήματα του Καβάφη και ένα στο οποίο η εν λόγω προδιαγραφή ορίζει τα 5/14 του. Κοινό χαρακτηριστικό των τριών εκδόσεων: δομήθηκαν με τραγούδια και όχι με σύνθετα έργα. Εντοπίσαμε και μερικά ακόμη ηχογραφήματα τα οποία περιέχουν τραγούδια –ένα-δύο συνήθως– πλασμένα με την ποίησή του. Σύνηθες το φαινόμενο, ουδόλως ξενίζει.
Η ποίηση του Καβάφη αποτελεί φωτεινό και αγαπημένο αντικείμενο του πόθου των Ελλήνων μουσουργών και τραγουδοποιών, μολονότι δεν προσφέρεται, δεν ευνοεί κάτι τέτοιο. Σπάνια ακολουθεί τους κανόνες του δεκαπεντασύλλαβου και της ομοιοκαταληξίας, είναι γραμμένη σε μια ιδιότυπη γλώσσα σχεδόν πεζολογική, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, ενώ εμπεριέχει και πολλά και ιδιαίτερα σημεία στίξης. Παρά ταύτα έχουν ασχοληθεί δημιουργικά μαζί της περισσότεροι από εκατό (!) Έλληνες και ελληνικής καταγωγής συνθέτες, οι οποίοι μάλιστα προέρχονται από όλο το φάσμα της μουσικής, από τον αμιγώς λόγιο –και παγκοσμίως γνωστό και παινεμένο, ως αρχιμουσικό– Δημήτρη Μητρόπουλο (1896-1960), έως τον αμιγώς λαϊκό Χρήστο Νικολόπουλο (γενν. 1947). Η ενασχόλησή τους με την ποίηση του Καβάφη έχει καρποφορήσει, σε διάστημα εκατό σχεδόν χρόνων περισσότερα από 400 μουσικά έργα! Από απλά λαϊκά τραγούδια έως κύκλους λόγιων τραγουδιών και ογκώδη συμφωνικά έργα. Η πλειονότητα ωστόσο των συνθετών και τραγουδοποιών που αποπειράθηκε να μελοποιήσει τον ποιητικό λόγο του Κ. Π. Καβάφη κατέφυγε σε σύγχρονες, πειραματικές εν γένει, τεχνικές (ατονικότητα, δωδεκαφθογγισμός, νεωτερικότητα κ.ο.κ.) ενισχύοντας την άποψη ότι ο Καβάφης δεν τραγουδιέται.
Ο πρώτος, χρονικά, συνθέτης που εμπνεύστηκε από την ποίηση του Καβάφη ήταν ο Δημήτρης Μητρόπουλος. Το 1925 άρχισε να επεξεργάζεται με θαυμαστά πρωτοποριακό τρόπο τον ποιητικό λόγο και την επομένη χρονιά είχε ολοκληρώσει τις μουσικές παρεμβάσεις του σε δεκατέσσερα ποιήματα. Τα δέκα από αυτά τα τραγούδια εκδόθηκαν ως κύκλος με όνομα 10 Inventions, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα παρέμειναν ανέκδοτα. Έκτοτε δεκάδες Έλληνες συνθέτες, άλλοι λόγιοι, άλλοι λαϊκοί, ασχολήθηκαν με την ποίηση του Καβάφη – των Μάνου Χατζιδάκι (1925-1994) και Μίκη Θεοδωράκη (γενν. 1925) μη εξαιρουμένων. Εξ όσων πάντως ασχολήθηκαν επισταμένα αναφέρουμε τον Θάνο Μικρούτσικο (γενν. 1947), τον Θεόδωρο Αντωνίου (1935-2018), τον Γιάννη Ιωαννίδη (γενν. 1930), τον Νικηφόρο Ρώτα (1929-2004), τον Νίκο Μαμαγκάκη (1929-2013), τον Γιάννη Γλέζο (γενν. 1944), τη Λένα Πλάτωνος (γενν. 1951), τον Δημήτρη Παπαδημητρίου (γενν. 1959), τον Κώστα Ρεκλείτη (γενν. 1975) και δυο άγνωστους στους πολλούς γιατρούς (!), τον χειρουργό Σάββα Ι. Κασσώτη (γενν. 1948) και τον εγκαταστημένο στη Στουτγάρδη παθολόγο Αθανάσιο Σίμογλου (γενν. 1954). Ο πρώτος μελοποίησε, το 1974, 24 ποιήματα του Καβάφη για φωνή, πιάνο, όμποε και βιολοντσέλο. Νέα επεξεργασία, το 2005, απέδωσε εκδοχή τους για φωνή και πιάνο. Ο κύκλος τραγουδιών που αποτελούν παραμένει ανέκδοτος δισκογραφικά μέχρι σήμερα. Ο δεύτερος άρχισε να μελοποιεί Καβάφη το 1983. Η πρώτη του προσπάθεια εστιάστηκε στο ποίημα «Ιθάκη». Μέχρι σήμερα έχει μελοποιήσει 36 ποιήματα του Αλεξανδρινού ποιητή, επιλέγοντας από όλες τις κατηγορίες: τα αναγνωρισμένα, τα ανέκδοτα και τα αποκηρυγμένα. Όλες οι μελοποιήσεις έχουν γίνει σε τονικό ιδίωμα, όλες με λόγιο τρόπο, στον οποίο, ωστόσο, ανιχνεύονται μνήμες λαϊκού. Μια πρώτη επιλογή, δώδεκα μελοποιημένων ποιημάτων, δισκογραφήθηκε στην έκδοση Shades of Love… (The Human Voice, THV 003, 2011), η οποία έγινε δεκτή με εξαιρετικά εγκώμια, που αφορούσαν κυρίως το πρωτογενές υλικό. Δώδεκα ακόμη από τα τραγούδια δισκογραφήθηκαν στην έκδοση Return, που ακολούθησε την επόμενη χρονιά (The Human Voice, THV 006, 2012), αποσπώντας ανάλογα εγκωμιαστικά σχόλια. Η τριλογία ολοκληρώθηκε το 2015 με το ηχογράφημα Theissis το οποίο αποτελεί αυτοέκδοση του μουσουργού. Η ενασχόληση του συνθέτη με τον Καβάφη δεν εξαντλείται ωστόσο στα τριάντα έξι αυτά τραγούδια του. Η εργογραφία του είναι εμπλουτισμένη με την Συμφωνία αρ. 1 σε ντο ελάσσονα, έργο 12 (1983-1986), έργο εμπνευσμένο από τον Κ. Π. Καβάφη και αφιερωμένο σε αυτόν, καθώς και με το ορατοριακής μορφής Τα Πλοία της Τέχνης, έργο 68 (2012-2013) για 4 φωνές, μεγάλη ορχήστρα και χορωδία, το οποίο είναι βασισμένο στο αλληγορικό και συμβολικό πεζό κείμενο του ποιητή «Τα πλοία» (1894-96). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι και αρκετοί ξένοι συνθέτες και τραγουδοποιοί εμπνεύστηκαν από το λόγο του Καβάφη, αναδεικνύοντάς τον, σε αυτή την περίπτωση, και τον πλέον μελοποιημένο από ξένους Έλληνα ποιητή. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Καταλανό Lluís Llach (γενν. 1948), ο οποίος το 1975 μελοποίησε την εκδοχή στη γλώσσα του, από τον Carles Riba, του ποιήματος «Ιθάκη», σε μορφή σουίτας με δεκαπεντάλεπτη περίπου διάρκεια, την οποία δισκογράφησε στην έκδοση Viatge a Ítaca – Ταξίδι στην Ιθάκη, τους Αμερικανούς Lou Harrison (1917-2003) και Ned Rorem (γενν. 1923) – ο πρώτος έχει υπογράψει, το 1980, το τριμερές Scenes from Cavafy – Σκηνές από τον Καβάφη (για βαρύτονο, ανδρική χορωδία και σύνολο γκαμελάν, έργο του 1992) και ο δεύτερος έχει μελοποιήσει στο έργο του Another Sleep: Nineteen Songs for Medium Voice and Piano – Ένας άλλος ύπνος: Δεκαεννέα τραγούδια για μέση φωνή και πιάνο (έργο του 2000) το ποίημα «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» – τον Άγγλο φιλέλληνα, ορθόδοξο κοσμοκαλόγερο και σερ John Tavener (1944-2013), ο οποίος συνέθεσε το 1999 το εκτεταμένο επταμερές έργο Tribute to Cavafy – Αφιέρωμα στον Καβάφη (για υψίφωνο, τετράφωνη χορωδία και κρουστά), τον Ολλανδό Peter Schat (1935-2003), ο οποίος συνέθεσε το 1988, αξιοποιώντας ποίηση του Καβάφη, το τραγούδι για τενόρο και πιάνο For Lenny, at 70 – Για τον Λέννυ, στα 70, αφιερωμένο στον Leonard Bernstein (1918-1990) για τα εβδομηκοστά γενέθλιά του, καθώς και τον Γερμανό Gerhard Stäbler (γενν. 1949), ο οποίος την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα ασχολήθηκε εμφατικά με το έργο του ποιητή – σε τέσσερα έργα του ανιχνεύονται σχετικές αναφορές!
Μελοποιημένος και τραγουδισμένος ο Καβάφης συνεχίζει να εμπνέει
Επίμονα κ’ η μουσική ιδέα πάει κι έρχεται*
Από την πλέον πρόσφατη σοδειά των ηχογραφημάτων που ομνύουν μέσω της μελοποίησης στην ποίηση του Καβάφη, πρώτο εμφανίστηκε, την άνοιξη του 2018, το πλέον φιλόδοξο Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω (PANIK OXYGEN 5200390301601), το οποίο φέρει την υπογραφή του Στέφανου Κορκολή (γενν. 1960, Αθήνα). Ο πολύπειρος συνθέτης που έχει υπηρετήσει δημιουργικά ένα ευρύτατο φάσμα μουσικών αισθητικών, από λαϊκά και ποπ τραγούδια έως συμφωνικά έργα και έργα για πιάνο, αποφάσισε να αναμετρηθεί με την ποίηση του Αλεξανδρινού με σκοπό να αποδείξει ότι αυτή τραγουδιέται. Και το απέδειξε! Αφουγκράζεται τους μουσικούς ήχους της ποίησης και τους εκμαιεύει με τρόπο σεμνό και σεβαστικό. Έπλασε με αυτούς τραγούδια που επικοινωνούν αμέσως με το ακροατήριο, μεταφέροντάς του καθαρό και ευδιάκριτο το λόγο του ποιητή, και όχι κάποια έργα που προορίζονται για ακροάσεις περιορισμένης εμβέλειας και από εξειδικευμένους αποδέκτες εθισμένους στα σύγχρονα, αμφίβολης ποιότητας, μουσικά μηνύματα. Έπλασε ο Κορκολής μελωδίες απολύτως ταιριαστές με τις αποχρώσεις του γκρι που αναδύονται από τον λόγο. Μελωδίες που ερωτοτροπούν με την ατμόσφαιρα του μεσοπολέμου, στοχεύοντας άμεσα ή έμμεσα στην εποχή που έζησε ο ποιητής, μελωδίες που επιμένουν στους ρυθμούς των τριών και τεσσάρων τετάρτων, δομώντας έτσι λαϊκά τραγούδια και όχι εγκεφαλικά συνθέματα. Επισημαίνεται ότι ο Στέφανος Κορκολής δεν επέλεξε να μελοποιήσει-τραγουδήσει ποιήματα που ανήκουν στα δημοφιλέστερα στους συνθέτες ή στους αναγνώστες. Δεν μελοποίησε, φερ’ ειπείν, τα «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Φωνές», «Ιθάκη», των οποίων οι βεβαιωμένες μελοποιήσεις ξεπερνούν τις 20!, ούτε τα «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Θερμοπύλες», «Όσο μπορείς», «Τείχη» …
Στα δώδεκα ποιήματα που μελοποίησε –στην έκδοση υπάρχουν δεκατρία τραγούδια, μια και το «Επέστρεφε» παρουσιάζεται και σε δεύτερη εκδοχή, διακριτικά παραλλαγμένη– συγκαταλέγονται ασφαλώς και κάποια άλλα δημοφιλή, πέραν του «Επέστρεφε», όπως τα «Κεριά», «Για νάρθουν», «Θάλασσα του πρωιού». Ωστόσο εκείνα που προβάλλονται, μέσω της μελοποίησης, είναι λιγότερο γνωστά όπως τα «Μακρυά», «Ένας γέρος», «Στο σπίτι της ψυχής». Κέρδος μεγάλο αυτό για τη μουσική, αλλά και για την ποίηση.
Η ανταπόκριση των ακροατών στις συναυλίες στις οποίες ερμηνεύτηκε ο κύκλος τραγουδιών, αλλά και η συχνότητα των ραδιοφωνικών μεταδόσεων, ανέδειξε σε δημοφιλέστερο τραγούδι το «Ένας γέρος». Τούτο το λιγοστά γνωστό πρώιμο ποίημα του Καβάφη, στην οριστική του μορφή εμφανίστηκε το 1897, στο οποίο ο ποιητής προεκβάλλει τον εαυτό του σε προχωρημένη ηλικία, απέκτησε μια τρυφερή στοχαστική μελωδία που δε φοβήθηκε τα εννέα όγδοα του ζεϊμπέκικου. Είναι αναμφίβολα το πιο ελληνικό από τα τραγούδια της έκδοσης. Το «Μακρυά», εναρκτήριο τραγούδι, που στον πρώτο του στίχο βρίσκεται και το όνομα της έκδοσης, έγινε μέτρο ατμοσφαιρικής ευαισθησίας, που αναδύεται από την κατανυκτική εισαγωγική φράση του πιάνου. Μιαν αντίστοιχη και εξίσου γοητευτική φράση θα εντοπίσει ο ακροατής στην απόληξη του «Επέστρεφε». Το «Στο σπίτι της ψυχής», η φωνή της αγωνίας γίνεται ουρλιαχτό, σαν ο ήχος του σαξόφωνου – εξαιρετικός ο Βασίλης Δεφίγγος– αναδύεται από τον ήχο της φωνής και σμίγει με αυτόν με τρόπο σπαραχτικό.
Η προσέγγιση της ποίησης του Καβάφη από τον Στέφανο Κορκολή δεν περιορίζεται στα δώδεκα τραγούδια. Η έκδοση εμπεριέχει και δεύτερο δίσκο ακτίνας, ο οποίος είναι δομημένος με εννέα οργανικά εμπνευσμένα, πλην ενός, από ποιήματα του Αλεξανδρινού. Συμφωνικά ποιήματα τα ονομάζει ο δημιουργός τους, χαρακτηρισμός όχι τόσο εύστοχος. Οι μελωδίες είναι πρωτότυπες εκτός από εκείνη του «Μακρυά», η οποία συνεισφέρει στην οργανική εκδοχή του ομώνυμου τραγουδιού που υπάρχει στον πρώτο δίσκο ακτίνας. Τα μουσικά εικονογραφήματα των ποιημάτων είναι εξαιρετικά επιτυχημένα και αξίζει να ακούσει ο ενδιαφερόμενος τις μουσικές εικόνες που γεννούν στο συνθέτη γνωστά και λατρεμένα ποιήματα όπως τα «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Φωνές», «Μέρες του 1903», «Ιωνικόν». Το τελευταίο μάλιστα προκάλεσε μιαν εύμολπο και ευπρεπή οραματική αναφορά στην ελληνική μουσική παράδοση. Ιδιαίτερη μνεία, τέλος, οφείλεται στο καταληκτικό οργανικό που έχει τίτλο «29-4-1933, 2 π.μ.». Σε αυτό ο συνθέτης τεχνουργεί και ερμηνεύει ένα μουσικό δάκρυ, έκφραση πόνου για τη στιγμή της αναχώρησης του ποιητή.
Ενισχύοντας την ωριμότητα που απορρέει από το αποτέλεσμα της μελοποίησης ο Στέφανος Κορκολής ουδόλως καταφεύγει, ως πιανίστας, σε όλη την έκταση της συγκεκριμένης προσφοράς του, ακόμη και στα οργανικά, σε επίδειξη της ομολογημένα αξιοθαύμαστης κατακτημένης τεχνικής του. Οι δεξιοτεχνικές του ευκολίες υποχωρούν για να προβληθεί η ευαισθησία. Μια ακόμη απόδειξη ωριμότητας αποτελεί η αισθητική της έκδοσης. Σεμνή, σοβαρή και όχι σοβαροφανής, αποτελεί ευλαβικό εγκώμιο στον ποιητή. Στην ουσία πρόκειται για βιβλίο με δίσκους, το οποίο παρέχει πέραν των ποιημάτων σε δίγλωσση μορφή (ελληνικά και αγγλικά) ικανό αριθμό πληροφοριών.
Στην προσπάθειά του, ωστόσο, να συμπορευτεί με την ποίηση του Καβάφη ο Κορκολής αφενός μεν καταφεύγει στις νόμιμες παρασπονδίες, αφετέρου δε δεν αποφεύγει τα συνήθη αμαρτήματα. Παρατονισμοί λέξεων, όχι δεν υπάρχουν. Υπάρχουν όμως αυθαίρετες επαναλήψεις φράσεων ή λέξεων, υπάρχουν δύσκολα σημεία σωστής μουσικής εκφοράς κάποιων σημείων στίξης. Από τέτοια, ως γνωστόν, βρίθει η ποίηση του Καβάφη. Επισημαίνεται ότι τα σημεία στίξης είναι μερικές φορές εξαιρετικά δύσκολο να μελοποιηθούν ή ακριβέστερα να τραγουδηθούν σωστά. Υπενθυμίζουμε τη γνωστή και πολυσυζητημένη περίπτωση Σεφέρη-Θεοδωράκη-Μπιθικώτση στην «Άρνηση». Πταίσματα βεβαίως αυτά που ουδόλως μειώνουν την αξία της προσφοράς. Την αξία της, ωστόσο, αυξάνουν οι ερμηνείες των μουσικών που συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις. Προσπάθησαν όλοι για το καλύτερο και το πέτυχαν. Θα ήταν άδικο να μην μνημονευτούν: Καμεράτα Δημοτικού Ωδείου Βόλου (Διεύθυνση Ιωακείμ Μπαλτσαβιάς), Συμφωνική Ορχήστρα Λάρισας (Διεύθυνση Χρήστος Κτιστάκης), Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών (Διεύθυνση Σάββας Ρακιντζάκης), Μικτή Πολυφωνική Χορωδία Πάτρας (Διεύθυνση Σταύρος Σολωμός), Παιδική-Νεανική Πολυφωνική Χορωδία Πάτρας (Διεύθυνση Αρετούσα Νικολοπούλου), Παιδική-Νεανική Χορωδία «Μουσικοί Ορίζοντες» (διεύθυνση Μπέλα Λιονάκη), Φωνητικό σύνολο En-chor (Διεύθυνση Σάββας Ρακιντζάκης). Συμμετείχαν, ως σολίστ, εκτός από τον μνημονευθέντα Βασίλη Δεφίγγο, η Μαρία Σιφναίου, όμποε & cor anglais, ο Ντάσο Κούρτι, ακορντεόν, ο Θέμης Βαγενάς, βιολοντσέλο και ο Δημήτρης Παπαβομβολάκης, ακουστική και δωδεκάχορδη κιθάρα.
Τη μεγάλη έκπληξη, όμως, δημιουργεί η ψυχή της ερμηνείας των τραγουδιών Σοφία Μανουσάκη (γενν. 1995, Χανιά). Ερμηνεύοντας τα τραγούδια αυτά των Καβάφη-Κορκολή η νεαρή τραγουδίστρια επιδεικνύει αξιοζήλευτη ωριμότητα. Μεγάλο το φορτίο, εύκολα το σήκωσε. Το εκφραστικότατο τραγούδι της ταίριαξε ιδανικά με τον ιδιαίτερο λόγο του ποιητή. Η γοητευτική φωνή της απλώθηκε με υποδειγματική άνεση σε όλη την έκταση που όρισε η μουσική κωδικοποίηση του Κορκολή. Χωρίς ψεγάδι ούτε στις χαμηλές, ούτε στις ψηλές νότες, ανέδειξε κάθε πτυχή της ποίησης, κάθε πτυχή της μουσικής.
Όπως ήταν αναμενόμενο η συνάντηση αυτή της μουσικής του Κορκολή με την ποίηση του Καβάφη προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Κάποιοι … μουσικοαμύντορες μάλιστα με αναίτια (;) μικρόνοια έκριναν το «αμαρτωλό» παρελθόν του συνθέτη μάλλον, παρά το ήθος και το ύφος της μουσικής του! Ανάρμοστο και κακόηθες. Θέλησαν έτσι να υποβαθμίσουν έως και να μηδενίσουν το επίτευγμα. Ή μήπως δεν αποτελεί επίτευγμα, στην εποχή της μεγαλύτερης κρίσης στην ιστορία της δισκογραφίας, η πώληση μέχρι σήμερα (μέσα του Φλεβάρη 2019) περισσότερων από 20.000 αντιτύπων (σε φυσική και ψηφιακή μορφή) της έκδοσης αυτής; Προέβησαν συνάμα σε άλογες και παράλογες συγκρίσεις του Κορκολή με τον Μητρόπουλο. Ας αναλογιστούν και ας αναρωτηθούν λοιπόν πόσοι έμαθαν και αγάπησαν τον Καβάφη και την ποίησή του από την πρωτοποριακού χαρακτήρα επεξεργασία του αναμφίβολα μέγιστου Δημήτρη Μητρόπουλου και πόσοι από τα τραγούδια του Στέφανου Κορκολή. Η προσέλευση των ακροατών, αλλά και οι ουρές που σχηματίστηκαν στα πωλητήρια του ηχογραφήματος στις σχετικές συναυλίες στο Κηποθέατρο Παπάγου (Σεπτέμβριος 2018) και την Αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός (Δεκέμβριος 2018), μαρτυρούν τη μία και μοναδική αλήθεια. Αν ήθελε ο Στέφανος Κορκολής θα μπορούσε να απαντήσει στους αυτόκλητους επικριτές του με καβαφικό τρόπο. Θα αρκούσε για αυτό η επίκληση των αρχικών στίχων δυο γνωστών και αγαπημένων ποιημάτων: της «Ιθάκης» και του «Όσο μπορείς».
Με διαφορετικό τρόπο προσέγγισε την ποίηση του Καβάφη η πρωτοεμφανιζόμενη δισκογραφικά πιανίστρια, συνθέτρια και μουσικοπαιδαγωγός Τζένη Τσίλη (γενν. 1968, Αθήνα). Προδιαθέτει άλλωστε για αυτό και η ονομασία της έκδοσης που περιέχει τις μελοποιήσεις της: Ένας άλλος Καβάφης. Παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 2018 και αποτελεί αυτοέκδοση. Τολμηρή, οπωσδήποτε, απόφαση, τούτο το τελευταίο, εν μέσω δισκογραφικής κρίσης. Και ως αυτοέκδοση είναι άξια κάθε επαίνου και εγκωμίου, μια και σέβεται ποικιλοτρόπως τη γενεσιουργό αιτία της. Τον Καβάφη και την ποίησή του δηλαδή. Λιτό, σεμνό και καλοσχεδιασμένο εξώφυλλο, αισθητική σκουρόχρωμη ταιριαστή στην αφορμή, ένθετο ολιγοσέλιδο μεν, περιεκτικότατο δε σε πληροφορίες – δεν λείπουν βεβαίως τα μελοποιημένα ποιήματα. Ιδιαίτερα προσεγμένης αισθητικής είναι και η πρόσοψη του δίσκου ακτίνας, με ευδιάκριτη νοσταλγική διάθεση αυτή. Οκτώ είναι τα ποιήματα που μελοποιήθηκαν και είναι διαλεγμένα από όλο σχεδόν το φάσμα της εργογραφίας του ποιητή. Γνωστά και μελοποιημένα ξανά και ξανά τα περισσότερα («Όσο μπορείς», «Επέστρεφε», «Φωνές», «Θερμοπύλες»), αλλά και κάποια λιγότερο γνωστά («Επήγα», «Ηδονή»), που φανερώνουν ανησυχία και φιλέρευνη διάθεση. Το διαφορετικό ωστόσο που επικαλείται η ονομασία της έκδοσης τεκμηριώνεται από την ίδια την ουσία της. Τη μελοποίηση δηλαδή, που συνεπικουρείται, και σε αυτή την περίπτωση, από εξαιρετικές ερμηνείες.
Μελοποιώντας Καβάφη η Τζένη Τσίλη δίνει έμφαση στη σημειολογική διάσταση των στίχων, στην οποία ανακαλύπτει και ένα δυναμικό και κάπου-κάπου εξωστρεφή μάλλον παρά στοχαστικό, ταπεινό και ήρεμο ποιητή. Όταν έτσι το αποφασίζει τα τραγούδια της γνέφουν σε μια ροκ ή τζαζ αισθητική («Επήγα», «Όσο μπορείς», «Φωνές», «Θερμοπύλες»). Όταν υπερισχύει ο γλυκός ερωτισμός τότε τα τραγούδια γίνονται ατμοσφαιρικά, λυρικά, που τα καθοδηγεί συγκρατημένη και ευγενική μελαγχολία («Επέστρεφε», «Ηδονή» – όμορφο ηχόχρωμα του χαρίζει το βιολοντσέλο). Όταν το μουσικό βλέμμα κοιτάζει πίσω, στο παρελθόν, τότε αναδύονται παλιομοδίτικοι χορευτικοί ρυθμοί που θυμίζουν Ευρώπη, αλλά και εξευρωπαϊσμένη Μεσόγειο του μεσοπολέμου («Che fece… il gran rifiuto», «Μονοτονία» – εδώ συγκινείται και συγκινεί το μαντολίνο). Το πρόγραμμα ακρόασης συμπληρώνεται από την ηχογράφηση πρωτολειακής ερμηνείας – demo, δηλαδή – του «Επέστρεφε» (οποία σύμπτωση), στην οποία η φωνή της δημιουργού συνυφαίνει με εκείνη του τραγουδιστή.
Η μουσική ρέει αβίαστα, έχει προσωπικότητα, αρνείται να τυποποιηθεί, πρωτοτυπεί με ελεγχόμενη ανατρεπτική διάθεση, σχηματοποιεί τραγούδια. Όχι το ίδιο εύκολο να τραγουδηθούν, όπως αυτά του Κορκολή. Τραγούδια όμως και όχι ασυνάρτητα και ασύμμετρα –αυτό δεν είναι πάντα κακό– συνθέματα. Η Τζένη Τσίλη ευτύχησε να ακούσει τα τραγούδια της ερμηνευμένα από τον Βασίλη Γισδάκη (γενν. 1969, Κέρκυρα). Μαζί με αυτήν ευτυχήσαμε κι εμείς. Η χατζιδακική παιδεία του είναι φάρος που φωτίζει και τους πιο δύσβατους δρόμους. Ερμηνεύει τούτα τα τραγούδια του Καβάφη με αξιοζήλευτη εκφραστική θεατρικότητα. Τα αναδεικνύει σε μονόπρακτα για έναν τραγουδιστή. Με χαμαιλεόντιο ικανότητα προσαρμόζεται στις μουσικές μεταπλάσεις τους, ανιχνεύοντας και αυτός το διαφορετικό. Ένας άλλος Καβάφης με έναν άλλο Γισδάκη, λοιπόν. Η τρυφερότητα της φωνής του στην ερμηνεία του «Επέστρεφε» καταλυτική. Η αγχώδης αυτοκριτική στο «Όσο μπορείς» συναρπαστική. Τούτο βεβαίως το τραγούδι με την επανάληψη λέξεων και φράσεων φέρνει ξανά στο προσκήνιο τη γνωστή παθογένεια της μελοποιημένης ποίησης. Σπάνια συναντάται πια αδιατάρακτος ο λόγος του ποιητή. Ευτυχώς, πάντως, και σε αυτή την περίπτωση δεν διαπιστώθηκαν παρατονισμοί λέξεων, ούτε και νοηματικές αλλοιώσεις. Αυτές συμβαίνουν όταν αφαιρεθούν ή αντικατασταθούν κάποιες λέξεις ή φράσεις. Εκτός από την Τζένη Τσίλη που μετέχει στις ερμηνείες με το πιάνο, το hamond organ, το ηλεκτρικό μπάσο και το κοντραμπάσο και τον Βασίλη Γισδάκη που δεν έχει ξεχάσει την κλασική κιθάρα, για τη μουσική επάρκεια των ακροαμάτων μόχθησαν ο Ελευθέριος Βαλασέλλης, κλασική και ηλεκτρική κιθάρα, η Στέλλα Ζιοπούλου βιολί, η Ζωή Βαφειάδη, όμποε, ο Αλκαίος Σουγιούλ, μαντολίνο, ο Σταύρος Παργινός, βιολοντσέλο, ο Βαγγέλης Ζωγράφος, κοντραμπάσο και ηλεκτρικό μπάσο και ο Ορέστης Γράβαρης ντραμς. Τις λιτές και ισορροπημένες ενορχηστρώσεις υπογράφει η συνθέτρια, η οποία είχε και την ευθύνη της παραγωγής.
Κάπου ανάμεσα στις δυο προαναφερθείσες δισκογραφικές εκδόσεις με μελοποιημένο Καβάφη εμφανίστηκε ο Μουσικοποιητικός Ανάβαλος. Πρόκειται για ηχογράφημα δομημένο με τραγούδια που προέκυψαν από μελοποίηση ποιημάτων γνωστών ποιητών τα οποία σκάρωσε με μεράκι και ειλικρίνεια ο Γιώργης Πλατύραχος (γενν. 1930, Καρούτες Αμαρίου, Κρήτη). Θείος του πλέον γνωστού και άξιου συνθέτη Νίκου Πλατύραχου δεν είναι επαγγελματίας μουσικός. Ως τεχνίτης χρυσοχόος πορεύτηκε στη ζωή του, αλλά η αγάπη για τη μουσική τον συντρόφεψε από μικρό. Και όταν του δόθηκε η ευκαιρία έγινε, στα σαράντα δυο του, μαθητής του αγαπητού σε όλους Κώστα Κλάββα, ο οποίος τον δίδαξε αρμονία και σύνθεση. Εκτός από τη μουσική ο Γιώργης Πλατύραχος αγάπησε πολύ και την ποίηση με εμμονή σε εκείνη του Καβάφη και του Καρυωτάκη. Τραγούδια σε δική τους ποίηση –πέντε Καβάφη, τέσσερα Καρυωτάκη– αποτελούν τη ραχοκοκαλιά αυτού του ηχογραφήματος, του τρίτου που φέρει την υπογραφή του Πλατύραχου του πρεσβύτερου. Τα πέντε λοιπά τραγούδια του φωτίστηκαν από την ποίηση της Πολυδούρη, του Παλαμά, του Βάρναλη και του Χικμέτ/Ρίτσου (2). Ο Γιώργης Πλατύραχος στις μουσικές του αδιαφορεί για το αμφίβολο μπροστά και εμπιστεύεται το σίγουρο πίσω. Εφαρμόζει πιστά, κατά πως φαίνεται, τις διδαχές του δασκάλου του και πλάθει τραγούδια εμφορούμενα από τον ευδιάκριτο μελωδισμό της νεοκυματικής μουσικής τεχνοτροπίας, αλλά και από μια καλοδεχούμενη αθωότητα μικρού παιδιού. Λιτή, ανεπιτήδευτη και αβίαστη η μελωδική τους γραμμή, απλοί και ελληνικοί οι ρυθμοί, φτιάχνουν τραγούδια που οπωσδήποτε τραγουδιούνται! Με αυτές τις προδιαγραφές γεννήθηκαν τα τέσσερα από τα πέντε τραγούδια Καβάφη («Όσο μπορείς», «Επέστρεφε» –κοινός παρονομαστής και στις τρεις εκδόσεις– «Πόλις», «Κεριά») ενώ στο πιο σύγχρονο πέμπτο («Θάλασσα του πρωιού») καθρεφτίζονται μικρά μουσικά δάνεια από τον Θάνο Μικρούτσικο!
Τις απόλυτα συμβατές με το ήθος των τραγουδιών ενορχηστρώσεις επιμελήθηκε ο πολύπειρος Θανάσης Νικόπουλος (γενν. 1953, Λαμία) και μαζί με το συνθέτη εμπιστεύτηκαν την υλοποίησή τους σε εξαιρετικούς μουσικούς: Θύμιος Παπαδόπουλος (φλάουτο), Γιάννης Οικονόμου (όμποε), Σπύρος Αρκούδης (τρομπέτα), Βαγγέλης Σκούρας (κόρνο), Δημήτρης Παπαγγελίδης (κλασική κιθάρα), Αλφρέντο Στούνι (βιολί), Χριστίνα Κολοβού (βιολοντσέλο), Βαγγέλης Ζωγράφος (κοντραμπάσο), Μανώλης Πάππος (μπουζούκι), Βαγγέλης Μαχαίρας (λαούτο, μπαγλαμάς, μαντολίνο), Θανάσης Νικόπουλος (πιάνο και κρουστά), Νίκος Πλατύραχος (κρουστά, επιμελήθηκε και την παραγωγή). Όπως είναι αυτονόητο δεν χρησιμοποιήθηκαν όλοι αυτοί οι μουσικοί σε όλα τα τραγούδια, μια και οι ενορχηστρώσεις είναι λιτές και απέριττες.
Δύο από τα τραγούδια σε ποίηση Καβάφη, το «Θάλασσα του πρωιού» και το «Κεριά» ερμηνεύει ο Θανάσης Νικόπουλος. Τα άλλα τρία ο Κώστας Βασιλιάγκος (γενν. 1969, Πειραιάς). Τα ηχοχρώματα των φωνών τους αλλά και η εκφραστική λιτότητά τους είναι απόλυτα ταιριαστά και με τις απαιτήσεις της ποίησης και με τις συμβάσεις των τραγουδιών.
Τα … προπατορικά αμαρτήματα δεν λείπουν και από την προσπάθεια του Γιώργη Πλατύραχου. Απουσιάζει η απολύτως ακριβής χρήση του ποιητικού λόγου. Το παραδέχεται, ευθαρσώς μάλιστα, ο μουσικός δημιουργός καθώς στο βιβλιάριο με τα ποιήματα που συνοδεύει την έκδοση σε υποσημείωση με αστερίσκο αναφέρει «Έχει γίνει προσαρμογή των αυθεντικών ποιημάτων από το συνθέτη, για τις ανάγκες της τραγουδιστικής τους απόδοσης». Η υποσημείωση πάντως αφορά ποιητικό λόγο άλλων ανθολογούμενων ποιητών και όχι του Καβάφη. Έτσι κι αλλιώς όμως αμαρτία εξομολογημένη, η μισή συγχωρεμένη. Επί πλέον αυτών η μουσική ανάγνωση των ποιημάτων του Καβάφη από τον Γιώργη Πλατύραχο, αποδεικνύει ότι ο Αλεξανδρινός δεν είναι τόσο «ατραγούδιστος» που θα ‘λεγε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Τραγουδιστά ποιητικός ο Μουσικοποιητικός Ανάβαλος (ΕΜΣΕ CA345), γεννά εύλογα την απορία: τι σημαίνει Ανάβαλος; την αίρει ο πλαστουργός του: Ανάβαλος είναι ένα είδος πηγής!
*Δάνειο-παραλλαγή από το ποίημα «Ο Δαρείος» (1917) του Κ. Π. Καβάφη: Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό, επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται.