Τζέιμς Φέντον {Γερμανικό ρέκβιεμ}

«Γιατί όπως, από μεγάλη απόσταση, εκείνο που κοιτάζουμε εμφανίζεται αμυδρό και χωρίς διάκριση των μικρότερων τμημάτων και όπως οι Φωνές γίνονται αδύναμες και άναρθρες: έτσι επίσης, έπειτα από μεγάλη χρονική απόσταση, η φαντασία μας σχετικά με το Παρελθόν είναι αδύναμη και χάνουμε (λόγου χάριν) από Πόλεις που έχουμε δει πολλούς συγκεκριμένους δρόμους και από Δράσεις πολλά συγκεκριμένα Περιστατικά. Αυτή την αίσθηση αποσύνθεσης, όταν θα εκφράζαμε το πράγμα καθεαυτό (εννοώ θα το φανταζόμασταν) αποκαλούμε Φαντασία, όπως έχω πει ήδη: Αλλά όταν θα εκφράζαμε την αποσύνθεση και θα δηλώναμε ότι η Αίσθηση ξεθωριάζει, είναι παλιά και παρελθούσα, αποκαλείται Μνήμη. Έτσι ώστε Φαντασία και Μνήμη δεν είναι παρά ένα πράγμα …»

Χομπς, Λεβιάθαν

Τζέιμς Φέντον {Γερμανικό ρέκβιεμ}

Δεν είναι το τι έχτισαν. Είναι το τι γκρέμισαν.
Δεν είναι τα σπίτια. Είναι τα κενά ανάμεσα στα σπίτια.
Δεν είναι οι δρόμοι που υπάρχουν. Είναι οι δρόμοι που δεν υπάρχουν.
Δεν είναι οι μνήμες σου που σε στοιχειώνουν.
Δεν είναι το τι έχεις καταγράψει.
Είναι το τι έχεις ξεχάσει, τι πρέπει να ξεχάσεις.
Τι πρέπει να συνεχίσεις να ξεχνάς όλη σου τη ζωή.
Και με λίγη τύχη η λήθη θα ανακαλύψει μια τελετουργία.
Θα βρεις πως δεν είσαι μόνη στο εγχείρημα αυτό.  
Χθες και τα έπιπλα έμοιαζαν να σε κατηγορούν.
Σήμερα παίρνεις τη θέση σου στο Λεωφορείο της Χήρας.

 *

Το λεωφορείο περιμένει στη νότια πύλη
Να σε πάει στην πόλη των προγόνων σου
Που ορθώνεται στον απέναντι λόφο, με λαμπρά αετώματα,
Εξίσου ζωντανά όσο η χαριτωμένη αυτή πλατεία, το σπίτι σου.
Είσαι ντροπαλή; Θα έπρεπε. Είναι σχεδόν σαν γάμος.   
Ο τρόπος που σφίγγεις τα λουλούδια και ελαφρά σπρώχνεις το βέλο. Ω,
Οι βδελυρές παράνυμφες, είναι φυσική κάποια μικρή μνησικακία 
Εναντίον τους, αυτή την πρώτη ημέρα.
Αλλά αυτό θα περάσει και το κοιμητήριο δεν είναι μακριά.
Να, έρχεται ο οδηγός, πετώντας μια οδοντογλυφίδα στον υπόνομο,
Η γλώσσα του συνεχίζοντας να ψάχνει ανάμεσα στα δόντια.
Βλέπεις, δεν σε πρόσεξε. Κανείς δεν σε πρόσεξε.
Θα περάσει, νεαρά κυρία μου, θα περάσει. 

*

Πόσο παρηγορητικό που είναι, μια δυο φορές τον χρόνο,
Να συναντιέσαι και να ξεχνάς τις παλιές εποχές.
Όπως σε εκείνες τις ιδιαίτερες ημέρες, κυρίες και κύριοι,
Όταν τα ζεματισμένα πουκάμισα συγκεντρώνονται στα μνήματα
Και ένα λάγνο γιλέκο πλησιάζει το βήμα.
Είναι σαν μια ιερή συμφωνία μεταξύ των επιζώντων.
Ο δήμαρχος την έχει υπογράψει εκ μέρους των μασόνων.
Ο ιερέας την έχει σφραγίσει εκ μέρους όλων των άλλων.
Δεν χρειάζεται να ειπωθεί κάτι παραπάνω και είναι καλύτερα έτσι.

*

Καλύτερα για τη χήρα, ώστε να μη ζει με τον φόβο της έκπληξης,
Καλύτερα για τον νεαρό, ώστε ελεύθερα να κινείται ανάμεσα στις πολυθρόνες,
Καλύτερα που αυτές οι σκυμμένες φιγούρες που φτερουγίζουν μεταξύ τάφων
Φροντίζοντας τα φώτα νυκτός και αντικαθιστώντας τα χρυσάνθεμα
Δεν είναι φαντάσματα,
Που θα επιστρέψουν σπίτι τους.
Το λεωφορείο περιμένει ενώ  στα πάνω διαζώματα
Οι εργάτες αποσυναρμολογούν τα σπίτια των νεκρών.

*

Αλλά όταν τόσο πολλοί είχαν πεθάνει, τόσοι και με τέτοια ταχύτητα,
Δεν υπήρχαν πόλεις που να περίμεναν τα θύματα.
Ξεβίδωσαν τα ονόματα από τις σπασμένες πόρτες
Και τα μετέφεραν μαζί με τα φέρετρα.
Έτσι πλατείες και πάρκα γέμισαν με την ευγλωττία νεαρών κοιμητηρίων:
Τη μυρωδιά του φρέσκου χώματος, τους πρόχειρα φτιαγμένους σταυρούς
Και όλες τις αδιανόητες διευθύνσεις σε μπρούντζο και σμάλτο.

 
*

«Δόκτωρ Gliedschirm, δερματολόγος, επεμβάσεις 14:00-16:00 ή κατόπιν ραντεβού.»
Ο καθηγητής Sarnagel ετάφη με τέσσερα πτυχία, δύο ιδιότητες αντεπιστέλλοντος
και οδηγίες σε μεταφορείς να χρησιμοποιούν την πίσω πόρτα.
Ο τάφος του θείου σου ενημερώνει ότι ζούσε στον τρίτο όροφο, αριστερά.
Παράκληση όπως κρούσει κανείς τον κώδωνα για να κατεβεί με το ασανσέρ
Για το οποίο απαιτείται κλειδί…

 *

Θα κατέβαινε, πάντοτε κατέβαινε
Με ένα χαμόγελο σαν αραιό πληγούρι και χωρίς να έχει πολλά να πει.
Πώς ζάρωνε καθώς περνούσαν τα χρόνια.
Πώς τον κοιτούσες από ψηλά στο στενό κλουβί.
Πώς ζαρώνει τώρα…

*

Αλλά έλα. Πρέπει να έχει τη διάρκειά της η θλίψη; Και η ενοχή τότε επίσης.
Και δεν φαίνεται να υπάρχει όριο στην επινοητικότητα των αναμνήσεων.
Έτσι που κάποιος θα μπορούσε να πει και να σκεφτεί:
Όταν ο κόσμος ήταν στο πιο σκοτεινό του σημείο,
Όταν τα μαύρα φτερά περνούσαν πάνω από τις στέγες.
(Και ποιος μπορεί να ξέρει τις βουλές Του;) ακόμη και τότε
Υπήρχε πάντοτε, πάντοτε φωτιά σε αυτή την εστία.
Βλέπεις αυτή τη ντουλάπα; Κρυψώνας για παπά!
Και σε εκείνο το δωμάτιο με τα ξύλα γενιές έχουν στεγαστεί και τραφεί.
Ω, αν επρόκειτο να αρχίσω, αν επρόκειτο να αρχίσω να σου λέω
Τα μισά, το ένα τέταρτο, ελάχιστα από όσα τραβήξαμε!

*

Η γυναίκα του συγκατανεύει και ένα κρυφό χαμόγελο,
Όπως αεράκι με αρκετή δύναμη να μεταφέρει ξερό φύλλο
Πάνω από δύο πλάκες πεζοδρομίου, περνά από καρέκλα σε καρέκλα.
Ακόμη και αυτός που ρωτά είναι γοητευμένος.
Ξεχνά να επιμείνει στο σημείο αυτό.
Δεν είναι το τι θέλει να μάθει.
Δεν είναι το τι λένε.
Είναι το τι δεν λένε.


«Το να γράφεις ένα ποίημα είναι όπως ένα παιδί που ρίχνει πέτρες σε ορυχείο. Πρώτα συνθέτεις και έπειτα περιμένεις να ακούσεις την αντήχηση», έχει πει ο Τζέιμς Φέντον (James Fenton, 1949). Ο από νωρίς αναγνωρισμένος Βρετανός ποιητής εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής στο Βιετνάμ και στην Καμπότζη, λιμπρετίστας, αρθρογράφος εφημερίδων, κριτικός θεάτρου και καθηγητής ποίησης στην Οξφόρδη, ενώ άρχισε να γράφει το «Γερμανικό ρέκβιεμ» (A German Requiem, 1981) όταν ήταν ανταποκριτής της εφημερίδας The Guardian στο Βερολίνο. Γερμανική νεκρώσιμη ακολουθία βέβαια ονομάζεται η πιο εκτεταμένη σύνθεση του Μπραμς, για χορωδία, ορχήστρα, σοπράνο και βαρύτονο, που θεωρείται ότι ενέπνευσε τον τίτλο μιας ιστορίας του Μπόρχες, για έναν διοικητή ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης που αντιμετωπίζει το εκτελεστικό απόσπασμα, όπως και του τελευταίου βιβλίου της νουάρ τριλογίας του Βερολίνου του Φίλιπ Κερ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: