*
«Δόκτωρ Gliedschirm, δερματολόγος, επεμβάσεις 14:00-16:00 ή κατόπιν ραντεβού.»
Ο καθηγητής Sarnagel ετάφη με τέσσερα πτυχία, δύο ιδιότητες αντεπιστέλλοντος
και οδηγίες σε μεταφορείς να χρησιμοποιούν την πίσω πόρτα.
Ο τάφος του θείου σου ενημερώνει ότι ζούσε στον τρίτο όροφο, αριστερά.
Παράκληση όπως κρούσει κανείς τον κώδωνα για να κατεβεί με το ασανσέρ
Για το οποίο απαιτείται κλειδί…
*
Θα κατέβαινε, πάντοτε κατέβαινε
Με ένα χαμόγελο σαν αραιό πληγούρι και χωρίς να έχει πολλά να πει.
Πώς ζάρωνε καθώς περνούσαν τα χρόνια.
Πώς τον κοιτούσες από ψηλά στο στενό κλουβί.
Πώς ζαρώνει τώρα…
*
Αλλά έλα. Πρέπει να έχει τη διάρκειά της η θλίψη; Και η ενοχή τότε επίσης.
Και δεν φαίνεται να υπάρχει όριο στην επινοητικότητα των αναμνήσεων.
Έτσι που κάποιος θα μπορούσε να πει και να σκεφτεί:
Όταν ο κόσμος ήταν στο πιο σκοτεινό του σημείο,
Όταν τα μαύρα φτερά περνούσαν πάνω από τις στέγες.
(Και ποιος μπορεί να ξέρει τις βουλές Του;) ακόμη και τότε
Υπήρχε πάντοτε, πάντοτε φωτιά σε αυτή την εστία.
Βλέπεις αυτή τη ντουλάπα; Κρυψώνας για παπά!
Και σε εκείνο το δωμάτιο με τα ξύλα γενιές έχουν στεγαστεί και τραφεί.
Ω, αν επρόκειτο να αρχίσω, αν επρόκειτο να αρχίσω να σου λέω
Τα μισά, το ένα τέταρτο, ελάχιστα από όσα τραβήξαμε!
*
Η γυναίκα του συγκατανεύει και ένα κρυφό χαμόγελο,
Όπως αεράκι με αρκετή δύναμη να μεταφέρει ξερό φύλλο
Πάνω από δύο πλάκες πεζοδρομίου, περνά από καρέκλα σε καρέκλα.
Ακόμη και αυτός που ρωτά είναι γοητευμένος.
Ξεχνά να επιμείνει στο σημείο αυτό.
Δεν είναι το τι θέλει να μάθει.
Δεν είναι το τι λένε.
Είναι το τι δεν λένε.
«Το να γράφεις ένα ποίημα είναι όπως ένα παιδί που ρίχνει πέτρες σε ορυχείο. Πρώτα συνθέτεις και έπειτα περιμένεις να ακούσεις την αντήχηση», έχει πει ο Τζέιμς Φέντον (James Fenton, 1949). Ο από νωρίς αναγνωρισμένος Βρετανός ποιητής εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής στο Βιετνάμ και στην Καμπότζη, λιμπρετίστας, αρθρογράφος εφημερίδων, κριτικός θεάτρου και καθηγητής ποίησης στην Οξφόρδη, ενώ άρχισε να γράφει το «Γερμανικό ρέκβιεμ» (A German Requiem, 1981) όταν ήταν ανταποκριτής της εφημερίδας The Guardian στο Βερολίνο. Γερμανική νεκρώσιμη ακολουθία βέβαια ονομάζεται η πιο εκτεταμένη σύνθεση του Μπραμς, για χορωδία, ορχήστρα, σοπράνο και βαρύτονο, που θεωρείται ότι ενέπνευσε τον τίτλο μιας ιστορίας του Μπόρχες, για έναν διοικητή ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης που αντιμετωπίζει το εκτελεστικό απόσπασμα, όπως και του τελευταίου βιβλίου της νουάρ τριλογίας του Βερολίνου του Φίλιπ Κερ.