Ροάν, Απρίλιος 1942
Αν τρίψω μ’ αυτό τα χέρια μου, το σαπούνι αφρίζει, ευφραίνεται…
Όσο πιο αυτάρεσκα, εύστροφα,
εύκαμπτα, ευήλατα τα κάνει
όσο πιο πολύ σαλιώνει τόσο
η λύσσα του γίνεται ογκώδης και μαργαρώδης…
Πέτρα μαγική!
Όσο πιο πολύ σχηματίζει με τον αέρα και το νερό
εκρηκτικά τσαμπιά από ευώδη
σταφύλια…
Το νερό, ο αέρας και το σαπούνι
αλληλοκαβαλικεύονται, παίζουν
καβαλίκα, σχηματίζουν
συνδυασμούς λιγότερο χημικούς παρά
φυσικούς, γυμναστικούς, ακροβατικούς…
Ρητορικούς;
Υπάρχουν πολλά να ειπωθούν σχετικά με το σαπούνι. Ακριβώς όλα όσα το ίδιο αφηγείται για τον εαυτό του μέχρι πλήρους εξαφανίσεως, εξαντλήσεως του θέματος. Ιδού καθεαυτό το αντικείμενο που μου ταιριάζει.
*
Το σαπούνι έχει πολλά να πει. Ας τα πει με ευστροφία, ενθουσιασμό. Όταν θα έχει τελειώσει, δεν θα υπάρχει πια.
*
Ένα είδος πέτρας, που όμως δεν αφήνεται να κυλιέται απ’ τη φύση: σας γλιστρά μέσ’ απ’ τα δάχτυλα και λιώνει οφθαλμοφανώς μάλλον παρά κυλιέται απ’ τα νερά.
Το παιχνίδι τότε συνίσταται ακριβώς στο να τη συγκρατείτε ανάμεσα στα δάχτυλά σας και να την πειράζετε εκεί με την κατάλληλη δόση νερού, ώστε να εισπράξετε απ’ αυτήν μια ογκώδη και μαργαρώδη αντίδραση…
Έτσι και την αφήσουμε, αντιθέτως, να διαμείνει εκεί, πεθαίνει από αμηχανία.
*
Ένα είδος πέτρας, που όμως (ναι! ένα-είδος-πέτραςπου-όμως) δεν αφήνεται να την ψαχουλεύουν μονομερώς οι δυνάμεις της φύσης: τους γλιστρά μέσ’ απ’ τα δάχτυλα, λιώνει εκεί οφθαλμοφανώς.
Λιώνει οφθαλμοφανώς, αντί ν’ αφήνεται να κυλιέται απ’ τα νερά.
*
Δεν υπάρχει, στη φύση, τίποτα συγκρίσιμο με το σαπούνι. Ίχνος από βοτσαλάκι (πετραδάκι), από πέτρα τόσο γλιστερή, της οποίας η αντίδραση ανάμεσα στα δάχτυλά σας, αν έχετε καταφέρει να τη συγκρατήσετε εκεί πειράζοντάς τη με την κατάλληλη δόση νερού, τουτέστιν ένα τόσο ογκώδες και μαργαρώδες σάλιο, να συνίσταται σε τόσα τσαμπιά από πληθωρικές φούσκες.
Τα κούφια σταφύλια, τα ευώδη σταφύλια του σαπουνιού.
Συσσωματώσεις.
Καταβροχθίζει τον αέρα, καταβροχθίζει το νερό γύρω από τα δάχτυλά σας.
Παρότι κατ’ αρχάς αναπαύεται, ασάλευτο και άμορφο μέσα σ’ ένα πιατάκι, το σαπούνι έχει στα χέρια του την εξουσία να καταστήσει τα δικά μας συναινετικά, συγκαταβατικά στο να κάνουν χρήση του νερού, να καταχραστούν το νερό στις παραμικρές του λεπτομέρειες.
Κι έτσι γλιστράμε απ’ τις λέξεις στις σημασίες, με μια νηφάλια μέθη, ή μάλλον μ’ έναν αναβρασμό, έναν ιριδίζοντα παρότι νηφάλιο εν ψυχρώ κοχλασμό, απ’ όπου άλλωστε βγαίνουμε με τα χέρια πιο καθαρά απ’ ό,τι πριν την έναρξη αυτής της άσκησης.
*
Το σαπούνι είναι ένα είδος πέτρας, όχι όμως φυσικής: ευαίσθητης, εύθικτης, περίπλοκης.
Αυτή η πέτρα έχει ένα είδος ιδιάζουσας αξιοπρέπειας.
Μακράν του να αντλεί απόλαυση (ή τουλάχιστον να περνά τον καιρό της) με το να κυλιέται απ’ τις δυνάμεις της φύσης, τους γλιστρά μέσ’ απ’ τα δάχτυλα· λιώνει εκεί οφθαλμοφανώς, αντί ν’ αφήνεται να κυλιέται μονομερώς απ’ τα νερά.
Πάνω εκεί, οι περιστάσεις της εποχής μας ανάγκασαν να εγκαταλείψουμε τη Ροάν, και, στο επόμενο κεφάλαιο, βρίσκομαι πάλι σ’ ένα χωριό στα βόρεια της Λυόν, στο Κολινύ
Κολινύ, 3 Ιουνίου 1943