Σαν ήλιος είμαι, συνεχώς: στων γνώσεων τον ουρανό λάμψη σκορπώ που καίει
Ο κόσμος με κατηγορεί: για μένα είν’ Ανατολή αυτό που Δύση λέει.
Ιμπν Χαζμ δε Κόρδοβα (994-1064)
Σαν ήλιος είμαι, συνεχώς: στων γνώσεων τον ουρανό λάμψη σκορπώ που καίει
Ο κόσμος με κατηγορεί: για μένα είν’ Ανατολή αυτό που Δύση λέει.
Ιμπν Χαζμ δε Κόρδοβα (994-1064)
Είναι εντυπωσιακή, όσο και άγνωστη εις βάθος στη χώρα μας, η ξαφνική άνθιση του αραβικού πολιτισμού στην αραβική Ισπανία, ειδικότερα δε στο Χαλιφάτο της Κόρδοβας (929-1031), το γνωστό και ως Αλ-Άνταλους, που έσβησε άδοξα, κατακερματιζόμενο από τις συνεχείς εμφύλιες διενέξεις. Το Χαλιφάτο της Κόρδοβας, εκτός από την οικονομική ευμάρεια, ξεπερνούσε κατά πολύ στις επιστήμες, τα γράμματα και τις τέχνες τα δυτικοευρωπαϊκά βασίλεια της εποχής του, ίσως ακόμη και το Βυζάντιο. Η πολιτιστική ζωή στην Κόρδοβα –στην Αυλή κυρίως, αλλά όχι μόνο–, χαρακτηριζόταν από ευρύτητα πνεύματος ανοιχτού στην έρευνα και τον πειραματισμό, καθώς και από μια αξιοσημείωτη ανεκτικότητα, ακόμη και ελευθεριότητα. Και, το κυριότερο, χίλια χρόνια μετά, μας δίνει την αίσθηση ότι είναι κάτι σαν ένα πολύ πρώιμο προανάκρουσμα του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Όχι πως υστερούσαν σε αίγλη και ακμή η αστική ζωή της Δαμασκού και της Βαγδάτης της εποχής εκείνης, των «κοιτίδων» δηλαδή του αραβικού πολιτισμού με τις οποίες η Κόρδοβα βρισκόταν σε διαρκή καρποφόρα επαφή. Απλώς η πολιτιστική ζωή της μακρινής αραβικής δύσης που λεγόταν Κόρδοβα αποπνέει κάτι το μοντέρνο, παραπέμπει στην ευαισθησία και το λυρισμό της καθημερινότητας που απηχούν οι κάθε λογής «μοντερνισμοί». Στην ποίηση αυτό είναι πολύ εμφανές.
Στη συνέχεια, παραθέτουμε δυο ερωτικά ποιήματα της εποχής του Χαλιφάτου.
Το πρώτο ποίημα, Ο κοριός, ανήκει στον Αμπού Αμίρ ιμπν Σουχάυντ (992-1035), από την Κόρδοβα, διάσημο αυλικό ποιητή και φιλόλογο, αριστοκρατικής καταγωγής, συνδεόμενο με τη δυναστεία των Ομμεϋαδών και γνωστό για τον έκλυτο βίο του. Χαρακτηρίζεται από έναν υπαινικτικό όσο και παιγνιώδη τόνο, που πλησιάζει τη σάτιρα και το μπουρλέσκο. Ο συγγραφέας θεωρείται ως ένας από τους προδρόμους της ισπανικής λογοτεχνίας της picaresca. Το ποίημα που παραθέτουμε αποτελεί τρανή απόδειξη της ικανότητάς του να μετατρέπει «ταχυδακτυλουργικά» το πλέον ευτελές στοιχείο σε «ποιητική πρώτη ύλη». Εξάλλου, η τέχνη των ταχυδακτυλουργών και των πάσης φύσεως θαυματοποιών και διασκεδαστών της εποχής τον ενδιέφεραν πολύ και την έχει περιγράψει σε ένα έργο του.
Το δεύτερο ποίημα, άτιτλο, ανήκει στον Γιούσουφ ιμπν Χαρούν Αρ-Ραμαντί (926-1013), από την Κόρδοβα, ο οποίος ανανέωσε τις κληρονομημένες από την Ανατολή αραβικές ποιητικές φόρμες μπολιάζοντάς τις με ντόπια στοιχεία. Ήταν ταπεινής καταγωγής και η αγάπη του για τη σάτιρα τον οδήγησε στη φυλακή, παρότι είχε διατελέσει ποιητής στις αυλές δυο χαλίφηδων. Μποέμ της εποχής, έγινε γνωστός για δυο μεγάλους έρωτές του: με μια σκλάβα και, σε μεγαλύτερη ηλικία, με έναν νεαρό χριστιανό, πράγμα που τον οδήγησε, όπως λένε, να ντύνεται χριστιανικά και να κάνει το σημείο του σταυρού προτού κατεβάσει το περιεχόμενο της κούπας του! Το ποίημα που παραθέτουμε θυμίζει αμυδρά «συγκρατημένο» Κάτουλλο και ανήκει στο είδος τζαμριγιάτ (βακχική ποίηση).
Προτού τα διαβάσετε συνιστούμε προς ακρόαση ένα μουσικό δείγμα της εποχής:
Παραφυλά και τυραννά τον ύπνο όταν έρθει,
στο μεσοφόρι κατοικεί πολύ καλά κρυμμένος!
Πάντοτε νυχτοπερπατεί και στο κορμί εισβάλλει
ακόμα κι αν πανάκριβα είναι κανείς ντυμένος,
δεν του ξεφεύγει άνθρωπος, διακρίσεις δεν γνωρίζει,
και τα μεριά της όμορφης δαγκώνει μανιασμένος,
το στόμα έχει κοφτερό, σα λόγχη ακονισμένο,
χέρια; δεν ξέρει τι είν’ αυτά! Τελείως στερημένος.
Δεν πα να λεν οι κοπελιές, ό,τι γουστάρει κάνει,
με κάθε τρυφερό κορμί παίζει ξετρελαμένος,
δεν πα να τον κρατάς μακριά, πάντα ξαναγυρίζει,
να σε αφήσει δεν μπορεί, δεν είναι μαθημένος.
Βάφει κάθε του δάγκωμα - βάφει σαν να ‘ταν χέννα-
και από το αίμα της καρδιάς μένεις στιγματισμένος.
Γυμνός μες στη νυχτιά ορμά, ζητά ζημιά να κάνει
είναι θαρρείς πολεμιστήςˑ μα από τη μύγα πιο πολύ είν’ απαξιωμένος.
Μια νύχτα που παρέδωσα όση υπόληψη είχα σε τιμητές της ηθικής,
τότε που άκουσα πολλά να λεν οι συκοφάντες,
καθώς με συνοδεύανε ο κεραστής και η ντίβα,
που ‘ταν στο σώμα ευλύγιστοι, και στην ψυχή το ίδιο,
ήταν φορές που όρμησα ν’ αδράξω το παγώνι,
κι άλλες πάλι τραβήχτηκα κοντά στην περιστέρα.
Τις κούπες περιέφερα ίσαμε που τους είδα
απ’ το μεθύσι να λυγούν, χωρίς να πέφτουν όμως.
Κι από το πάθος το πολύ να ‘χουνε ρέψει τόσο
που μες στην ίδια αγκαλιά μπορούσα να τους έχω.
Για το κρεβάτι πήγαμε και, άμα δεν το ξέρεις,
η θέση που κατέλαβα στη μέση ήταν του κολιέ.
Αχ να ‘σουνα να μ’ έβλεπες με δυο φεγγάρια γύρω,
και να θαρρείς πως ήμασταν άστρο με δυο φεγγάρια.
Δε θέλω να παινεύομαι για τούτη τη λαγνεία,
γιατί με χείλη και φιλιά μονάχα λάγνος είμαι.
(μετάφραση από τα ισπανικά: Νίκος Πρατσίνης)